Η ΛΕΜΟΝΙΑ
Λιμπίστικα μια λεμονιά,
με άσπρα λουλούδια νυφικό
και δίφορα λεμόνια.
Της έπιασα και τίναξα
τη λυγερή της μέση,
την αψηλή κορφάδα.
Γέμισαν άνθια οι αυλές,
με φύλλα τα μπαλκόνια
και τα σοκάκια τα στενά
με νιους ξεπεταρούδια.
Πήραν το χρώμα οι γειτονιές
και τα παιδιά το μόσχο
κι εγώ την ομορφάδα της
και τη γλυκιά της χάρη.
Την είδα νύφη, μάγισσα,
στο φέγγισμα τ’ Αποσπερίτη,
νεράιδα στο σεληνόφωτο
και ξωτικό της νύχτας.
Την πρόσμενα κόρη της αυγής
στο λάμπρισμα τ’ Αυγερινού,
λιογέννητη μικρή θεά
στης κόκκινης ανατολής το θάμα.
Ήλιος καλός ταξιδευτής ‚
ζηλωτής της γης και οδοιπόρος,
του ουρανού αρμενιστής
και στ’ απέραντο το γαλανό βαρκάρης,
στα κλώνια της τα λιανόβεργα
κρέμασε το φως του ξόμπλι,
στον ίσκιο της, περπατησιά
λίκνισε το αρμένισμά του
και μένα μου ‘γνεψε με αντηλιά
να τεντωθώ να φτάσω,
ψηλά τους αθώρητους ανθούς,
τα ώριμα, τα δίφορα λεμόνια.
**
Η Φιλαρέτη
Κι όσο η νύχτα μάκραινε
και γλύκαινε στις μικρές της ώρες,
μακάρια, λυτρωτική, με ασπασμούς και αποκαλύψεις,
η Φιλαρέτη, μούσα της αρετής και της σοφίας
κι ιέρεια της πλησμονής και της αγρύπνιας,
κεντούσε στο υφάδι της βεβαιότητες κι αλήθειες,
με λόγου σπονδές και τέχνης λυρισμούς
και σύναζε στην ποδιά της όνειρα και προσμονές,
με αρχαίες ρήτρες και βυζαντινές τελετές.
Κι όσο το φεγγάρι ανίχνευε
σε στενές γωνιές και σκοτεινά σοκάκια,
ανάστατες σιωπές και βλέμματα εκστασιασμένα,
η Φιλαρέτη, νύμφη των άστρων και κόρη της αυγής
και δέσποινα της γειτονικής του ουρανού αυλής,
έβαφε περάσματα μυστικά και δρόμους ορθρινούς,
με ώριμη γραφή και αίσθηση ιχνηλασίας
και διακονούσε με πληρότητα χάριτες κι ομορφιές
του στιχουργού του έρωτα, του ομολογητή.
Κι όσο οι στοχασμοί βαθαίναν
ως μύχιοι πειρασμοί και ρωτήματα λογικής
και γύμνωναν τη ζωή από ορισμούς, μορφές και μέτρα,
η Φιλαρέτη, πνεύμα ανοιχτής παρένθεσης
και λόγος ενσάρκωσης αταξίδευτων επιθυμιών,
ξεδίπλωνε με ανέστιους ερχομούς και άδηλες αποδράσεις
περγαμηνές πρωτότυπες και ευαγγέλιες αναγνώσεις
για να λυτρώνεται αχειραγώγητη η ψυχή.
***
ΦΟΒΑΜΑΙ
Με τη μνήμη κοντή κι ασπούδαστη την αλήθεια,
ασύνετοι οι καιροί και βία η ιστορία.
Εντέλλονται το μέλλον αυτόκλητοι αρχηγοί
κι επίδοξοι προφήτες ομνύουν στην καταστροφή
μ’ επιδρομές στο όνειδος και τη συνενοχή
δύο γενεών που φύγαν κι αυτής που απορεί.
Και φοβάμαι. Φοβάμαι το άγγελμα το ευοίωνο,
το μήνυμα τ’ απόκρυφο σ’ ερμήνευμα προσωπικό.
*
Συνείδηση με επινόηση και σκέψη σε μεταφορά,
η σωτηρία υπόδειξη και η αποδοχή ανάγκη.
Βουλεύεται ωρυόμενο και λειψό το μέγα πλήθος,
οι εύσχημοι, μεσίστιες ατενίζουν τις βεβαιότητές τους
με λογισμό χωρίς υπέρβαση και γνώση δίχως μέθη,
μύχια επίκληση η συμφορά και η ουτοπία μέτρο.
Και φοβάμαι. Φοβάμαι και πάλι να υποπτευθώ
σχήματα ελευθερίας στο περιθώριο και τον πανικό.
*
Η αυθεντία θέσπισμα και η ιδεοληψία ήθος,
η αυταπάτη αθώωση και η ευθύνη πλάνη.
Δικάζεται παράλυτη η εποχή και χειραγωγημένη,
κοστολογείται η ζωή με μηδενισμό κι αποποιήσεις,
θρίαμβος πνεύματος ο θυμός κι ανέστιος ο λόγος,
με τη δικαίωση αρετή και τη συνέπεια κρίση.
Και φοβάμαι. Φοβάμαι τη νοσταλγία του εφικτού,
τ’ αργύρωμα της ευπείθειας σε διαδοχή και τάξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου