ΣΤΙΧΟΙ
I
Κι
έρχονται οι άξεστοι βουνίσιοι άνεμοι
ντυμένοι
τα βαριά αρώματα της ρίγανης και του ελάτου
έχοντας
άλλος στο μανίκι άλλος στο γόνατο
την
ασημένια λάμψη απ τ άγγιγμά τους σε μια κρύα πηγή.
II
Α
γέμιση του φεγγαριού και δέση των νερών·
κρένοντας
η κρυότερη μορφή σα ρέει στη στέρνα
έναρθρο
το ανάστημα τρέμει των καλαμιών.
III
Κ οι νέρινες γυναίκες του συντριβανιού
υψώνουνε
το δροσερό κορμί τους ρίχνοντας
η
μια στην άλλη λόγια δροσερά
σαν
το κορμί τους, σαν την όψη τους.
**
ΜΑΘΗΜΑ
Δέκα
ενιαυτούς οι Αχαιοί
πολιορκούσανε
την Τροία-
όπως
πολιορκούν τα σπερματόζωα τ
ωάριο
όπως
πολιορκούνε οι ψυχές τον Ήλιο
ή
οι νυχτερίδες το Φεγγάρι- όπως
δέκα
ενιαυτούς οι Αχαιοί
πολιορκούσανε
την Τροία.
Κι
επάνω στη χρονιά τη δέκατη
τη
δίσεκτη την τόσο τυχερή
σαν
πέος μπήκε το παλιάλογο ο Δούρειος
και
την κατάχτησαν την Τροία οι Αχαιοί.
**
ΣΟΜΠΑ
Με
ποιόνε απόψε να μιλήσω Σόμπα
Γριά
μου χιμπατζίνα σιδερένια ζεστή μου γιαγιά
Σόμπα
με βίδες και με πόρτα στην κοιλιά σου Σόμπα
Που
υψώνεις το βραχίονά σου από μπουριά και
Μπήγεις
τη ζαρωμένη σου γροθιά στον τοίχο, Σόμπα
Κι
αν είναι τενεκένια η καρδιά σου και στις φλέβες σου
Τρέχει
πετρέλαιο ξέρω πως
Είσαι
ενσάρκωση του ’γνι και απόγονος
Της
σπιτικής θεάς Εστίας και ξέρω πως
Είν η ψυχή σου από φωτιά· α, πόσο
χαίρομαι
Σόμπα
ν ακούω εκείνο το
Λαμπαδολαμπάδιασμα
της ψυχής σου και
Να
νοιώθω την
Με
τα γαλάζια της ποδάρια ριζωμένη στο πετρέλαιο να χορεύει
Τη
φλόγινη γύμνια της
Απλώνοντας
τη ζέστα στη σάρκα μου
Στα
ρούχα μου, στα βιβλία μου, σ όλη
Την
κάμαρά μου, ακόμα και
α, Σόμπα
Πόσο
με συντροφεύει η ψυχή σου εδώ μες στο κελί μου
Πόσο
μου δίνει δύναμη να υφαίνω
Το
κάλυμμα ετούτο του κενού· και βέβαια συ
Θαρρώ
με νοιώθεις σ όλα ετούτα
Σόμπα
Τι
κι αν δεν έχεις μάτια, μύτη ή αυτιά
Έχεις
και συ δα τόσες τρύπες,
κάτι ξέρεις
Κι
όχι μονάχα από τούτα μα κι απ τ άλλα
Τα
μακρινά κι έξω απ το σπίτι
όταν
Επάνω
στην ταράτσα μου καμώνεσαι
Πως
βγάζεις μες απ το καπέλο
σου καπνό και τέτοια κόλπα
Το
νοιώθω, ακούς, μυρίζεις, βλέπεις, ξέρεις για
Τα
τρυφερά ποδάρια της βροχής, για τους αγγέλους
Που
χορεύουν και στροβιλίζοντ α-
λαφροπατώντας
με
Νιφάδες
χιονιού, για το αίνιγμα
Της ομίχλης
Στην
πόλη που γίνετ η
Στοιχειωμένη
χώρα του δράκοντα. Σόμπα
Γριά
μου χιμπατζίνα σιδερένια ζεστή μου γιαγιά
Σόμπα
με βίδες και με πόρτα στην κοιλιά σου Σόμπα
Που
υψώνεις το βραχίονά σου από μπουριά και
Σόμπα
’σε
με τώρα να γυρίσω την καρδιά σου στο μηδέν
’σε
ν ακούω ξαπλωμένος στο
σκοτάδι
Της
συστολής σου εκείνο το
Σιδερένιο
μυρμήγκιασμα π όλο χάνεται,
Ενώ
ο νους μου βασιλεύει και ολόκληρος
Βουλιάζω
μες στον ύπνο κι εξαγνίζομαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου