ο μόνος στίχος από τα παλιά ρεμπέτικα
πού τραγουδώ συχνά πυκνά
καμιά φορά κραυγάζοντας
και κάποτε με ουρλιαχτά στο έρμο σπιτικό μου.
τότε ο θάνατος ήταν ακόμη ανύπαρκτος
κι ας έτρεχε ποτάμι το αίμα στα βουνά
κι ας στέναζαν οι φυλακές κι οι εξορίες
κι ας έφτασε το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης
το μήνυμα στην εκκλησιά
πάνω που ο στεντόρειος Παπα-Στρατής
βγάζοντας τον Εσταυρωμένο
βοούσε το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου»
πώς πάει, ο πατέρας μου σκοτώθηκε
στο άγριο μακελειό της Βαμβακούς
κι ή μάνα μου γκρεμίστηκε λιπόθυμη απ΄ το στασίδι.
ο Μπάτης, ο Κουσκούνης κι ο Μπουμπούνας
η Νίκη του Μαλαφέκα, το αγοροκόριτσο
ο Κατραμάδος κι ό Τιγκίρης
κι άλλοι πολλοί με τη δική του σφραγίδα ο καθένας
απ΄ το μεγάλο μακελειό
και τίνες μάλιστα εξ αυτών
εντός ολίγου ποδοσφαιριστές δαφνοστεφείς
ανά το Πανελλήνιον
ξυπόλητοι, με τις πατούσες μαύρες από το λιγνίτη
τραγουδώντας το ηρωικό
«είμαστε αλάνια» (δις)
στις ανθισμένες λυγαριές της ποταμιάς
ψάχνοντας ποιος θα βρει το πιο γερό τσατάλι
για να ταιριάξει τη σφεντόνα του.
στην Καλογραίζα του ΄47, ΄48 και ΄49
με τη δική του σφραγίδα ο καθένας
απ΄ το μεγάλο μακελειό
κι όλοι μας διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου