Ίσως και νάναι ποίηση εκείνο όπου ο ορίζων
Τους άφτερους στο πέταγμα κι αλάφρωμα μυεί
Ίσως και νάναι ποίηση ο λόγος ο ιριδίζων
Σε όσα ακριβά μυήθηκε στης ύπαρξης το μείζων
Το νάμα όπου αναζήτησε αχόρταγα να πιεί
Κάτι ανασαίνει, αιωρείται στον αέρα
στο άφαντο και πιάνουνε μηνύματα και χτύπους
Κάποιου άλλου κόσμου φωτεινού, ευρύ, σαν σάλα
Ασύνορου και άπειρου, διαθλασμένου τόπου
Απ’ της ψυχής τα υψηλά και τα μεγάλα
του πνεύματος τ’ ανέσπερα τοπία του ανθρώπου
Σ’ αυτό το βρέφος ποίημα
Με ρώτησε:
Τι ώρα είναι σήμερα;
Μπα! Πήγε κιόλας Άνοιξη;
είπε
Ώριμος κι άγουρος, του έρωτα της νιότης
Ταγός εργάτης, ποιητής, νέος ακούραστος
Του πάθους, της ζωής και των πραγμάτων
Δημιουργίας δεξαμενή, γλυκά λουστήκαμε,
Το νάμα όσοι ήπιαμε απ’ αυτή γερά δεθήκαμε
Καϊκια-μνήμες, στην απάνεμη ακτή σου
Διεθνές απόσπασμα μυρίων σκοπευτών πολιορκητών
Κατάνυξη και γύπες κρεμασμένοι
Σε περισκόπια ακριβείας, χίλιες κάμερες, φακοί
Φωτιά ψηφιακή, συμπιεσμένη
Από τ' ακρόπρωρο της Οίας, ώρα Αιγαίου συλλεκτική
Μαγεία πριν το δείπνο αναρτημένη
Κι οι καλλιτέχνες υψηλών προδιαγραφών κι οι ποιητές
Με βάθος και καπνό Σκανδιναβίας
Απ’ το λυκόφως και μετά, αναλαμβάνουν οι ελεγκτές
Ο ήλιος παζαρεύει νέους Πελάτες»
Ασήμια ψάρια του βυθού σου αναλαμπές
Χείλια υγρά που ηδονή ανοιγοκλείνουν
Το «πάρε με» το λάγνο σου το «έλα»
Ξαναδιαβάζω τα θολά σου όλα, τα μισά και τα τίποτα
Καπνός εκεί που υψώνεσαι του ορίζοντα αυταπάτη
Φεύγεις; Έρχεσαι; Δεν υπάρχεις;
Ανεξάντλητη η ευρύχωρη απουσία σου
Έρημος πλούτος η γενναιοδωρία σου
Ξένη πατρίδα η γυμνή σου επιβεβαίωση
Στο κελάρι της λήθης
Σπρέι παραγραφής λαθών
Χαρτιά που στέγνωσαν αναγνώσεις
Μπαγιάτικοι έρωτες εδώ
Στοιβαγμένα χρόνια εκεί
Ξεθώριασαν απόηχους πίσω-πίσω
Κι’ εκείνη η βίδα η στραβή
Ποιος ήταν- πότε ήταν εκεί;
Μετά την απομάκρυνση εκ του πάθους
Ουδείς εαυτός αναγνωρίζεται
Ανέβηκα τη σκάλα ευχαριστημένος
Αν και συχνά τα βράδια
Στα δάχτυλα ανάμεσα
Κρυφά στριφογυρνά
Εκείνη η βίδα η στραβή
Λες και θα ξημέρωνε
“εδώ και τέλος”
Ή ένα αείποτε σήμερα
Η νύχτα γύρισε πλευρό
Ματαιοπονούσαν
Στο μαξιλάρι μου
Ανάσκελα τόσα τίποτα
Βολόδερναν στο ταβάνι
Απ’ έξω μια γριά καρότσα
Βαρύ φορτίο έσερνε
Στο λιθόστρωτο τα χρόνια
Στου καιρού την αυταπάτη
Η ψυχή γλυκά που ετράφη
Απ’ τ’ ομορφοείδωτο!
Σπάνια εικόνα που εθεάθη
Που η μπουρού στεριά βογκούσε
Και στ’ ανάβαθα ζητούσε
Κάτι ανεξακρίβωτο
Στα ελαφρά και στα σπουδαία
Στ’ αρμυρίκι η απλωσιά του
Αγιοσκέπαστη η δροσιά του
Μεσημέρι πύρινο
Μεγαλόνησος μνημείο
Και της μάχης το σημάδι
Ολοκαύτωμα Αρκάδι
Μα και τ’ άγιο σύγκλινο
Μεγαλόνησος η μνήμη
Λόγια, αισθήματα και νύξεις
Με ημερομηνία λήξης
Κάποιου Αυγούστου παλαιότης
Που εδοξάσθη η ωραιότης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου