του Δημήτρη Κάσσαρη
ΠΟΙΗΣΗ
Ίσως και νάναι ποίηση εκείνο όπου ο ορίζων
Σημάδι ισχνό που η όραση το
σχηματοποιεί
Κι εκείνου όπου οι λέξεις
του πίδακας αναβλύζωνΤους άφτερους στο πέταγμα κι αλάφρωμα μυεί
Ίσως και νάναι ποίηση ο λόγος ο ιριδίζων
Σε όσα ακριβά μυήθηκε στης ύπαρξης το μείζων
Το νάμα όπου αναζήτησε αχόρταγα να πιεί
ΨΥΧΗ
Κάτι ανασαίνει, αιωρείται στον αέρα
Ανάμεσα από σκόνη, σωματίδια
και ρύπους
Κάτι βαθύ, γι’ αυτούς που
υψώνουνε κεραίαστο άφαντο και πιάνουνε μηνύματα και χτύπους
Κάποιου άλλου κόσμου φωτεινού, ευρύ, σαν σάλα
Ασύνορου και άπειρου, διαθλασμένου τόπου
Απ’ της ψυχής τα υψηλά και τα μεγάλα
του πνεύματος τ’ ανέσπερα τοπία του ανθρώπου
ΝΙΟΤΗ
Είπα να δώσω το όνομά σου
Σ’ αυτό το βρέφος ποίημα
Που τυχαία καθώς γεννιότανΣ’ αυτό το βρέφος ποίημα
Με ρώτησε:
Τι ώρα είναι σήμερα;
Μπα! Πήγε κιόλας Άνοιξη;
είπε
ΟΙΝΟΧΟΟΣ
Στον Μάνο Χατζιδάκι
Περήφανος
του πνεύματος ιππότης
Καρπός
της τέχνης της ζωής, χυμούς αστείρευτος,Ώριμος κι άγουρος, του έρωτα της νιότης
Ταγός εργάτης, ποιητής, νέος ακούραστος
Προστάτης
των τεχνών και των γραμμάτων.
Ανθός
κι αγκάθι, στα κοινά, κρουστός ασίγαστοςΤου πάθους, της ζωής και των πραγμάτων
Δημιουργίας δεξαμενή, γλυκά λουστήκαμε,
Το νάμα όσοι ήπιαμε απ’ αυτή γερά δεθήκαμε
Καϊκια-μνήμες, στην απάνεμη ακτή σου
FOR SALE
Διεθνές απόσπασμα μυρίων σκοπευτών πολιορκητών
Στης Θηρασιάς τους ώμους
αναμένει
Ηλιοβασίλεμα, εκποιείται,
ιλουστρασιόν, “επί σκοπόν”Κατάνυξη και γύπες κρεμασμένοι
Σε περισκόπια ακριβείας, χίλιες κάμερες, φακοί
Φωτιά ψηφιακή, συμπιεσμένη
Από τ' ακρόπρωρο της Οίας, ώρα Αιγαίου συλλεκτική
Μαγεία πριν το δείπνο αναρτημένη
Κι οι καλλιτέχνες υψηλών προδιαγραφών κι οι ποιητές
Μιας νέας επικερδούς
δημιουργίας
Πως νοιώθουν ξέχωροι, στο
σώμα τους, βουβοί ενατενιστέςΜε βάθος και καπνό Σκανδιναβίας
Απ’ το λυκόφως και μετά, αναλαμβάνουν οι ελεγκτές
«Μαζεύτε τα, μαγέματα,
αυταπάτες
Κοστίζουν Αύγουστο οι ώρες,
τα δωμάτια- ψυχέςΟ ήλιος παζαρεύει νέους Πελάτες»
ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ
Σε ταξιδεύω
Περνώντας τη μαύρη θάλασσα
του κορμιού σου
Ανάμεσα από ναυάγια κι
εφήμερους θησαυρούςΑσήμια ψάρια του βυθού σου αναλαμπές
Χείλια υγρά που ηδονή ανοιγοκλείνουν
Το «πάρε με» το λάγνο σου το «έλα»
Ξαναδιαβάζω τα θολά σου όλα, τα μισά και τα τίποτα
Καπνός εκεί που υψώνεσαι του ορίζοντα αυταπάτη
Φεύγεις; Έρχεσαι; Δεν υπάρχεις;
Ανεξάντλητη η ευρύχωρη απουσία σου
Έρημος πλούτος η γενναιοδωρία σου
Ξένη πατρίδα η γυμνή σου επιβεβαίωση
ΒΙΔΑ
Aνάμεσα
στα εργαλεία
Στο κελάρι της λήθης
Ανάστροφο κατσαβίδι μνήμηςΣτο κελάρι της λήθης
Σπρέι παραγραφής λαθών
Χαρτιά που στέγνωσαν αναγνώσεις
Μπαγιάτικοι έρωτες εδώ
Στοιβαγμένα χρόνια εκεί
Ξεθώριασαν απόηχους πίσω-πίσω
Κι’ εκείνη η βίδα η στραβή
Ποιος ήταν- πότε ήταν εκεί;
Μετά την απομάκρυνση εκ του πάθους
Ουδείς εαυτός αναγνωρίζεται
Ανέβηκα τη σκάλα ευχαριστημένος
Αν και συχνά τα βράδια
Στα δάχτυλα ανάμεσα
Κρυφά στριφογυρνά
Εκείνη η βίδα η στραβή
Για κάποιον τοίχο απ’ την
αρχή
Να ματαιοπονήσει
ΑΫΠΝΙΑ
Απόψε το μέλλον
Δεν έκλεισε μάτι Λες και θα ξημέρωνε
“εδώ και τέλος”
Ή ένα αείποτε σήμερα
Η νύχτα γύρισε πλευρό
Ματαιοπονούσαν
Στο μαξιλάρι μου
Ανάσκελα τόσα τίποτα
Βολόδερναν στο ταβάνι
Απ’ έξω μια γριά καρότσα
Βαρύ φορτίο έσερνε
Στο λιθόστρωτο τα χρόνια
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2006
Σ’ εκείνη την παρέα
Μεγαλόνησος η αγάπη
Στου καιρού την αυταπάτη
Λιβυκό ζεστό χρυσάφιΣτου καιρού την αυταπάτη
Η ψυχή γλυκά που ετράφη
Απ’ τ’ ομορφοείδωτο!
Σπάνια εικόνα που εθεάθη
Που η μπουρού στεριά βογκούσε
Και στ’ ανάβαθα ζητούσε
Κάτι ανεξακρίβωτο
Στα ελαφρά και στα σπουδαία
Στ’ αρμυρίκι η απλωσιά του
Αγιοσκέπαστη η δροσιά του
Μεσημέρι πύρινο
Μεγαλόνησος μνημείο
Και της μάχης το σημάδι
Ολοκαύτωμα Αρκάδι
Μα και τ’ άγιο σύγκλινο
Μεγαλόνησος η μνήμη
Λόγια, αισθήματα και νύξεις
Με ημερομηνία λήξης
Κάποιου Αυγούστου παλαιότης
Που εδοξάσθη η ωραιότης!
Δημήτρης Κάσσαρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου