Έπιασε ο Αύγουστος
να ξεραίνει το πέλαγος.
Καταμεσής των ιδρωμένων σκίνων,
η κολακεία των ρημάτων
για τα εδώδιμα
του Μυστικού Δείπνου.
Άχνιζε ο τόπος θυμάρι.
Σπόνδυλοι Ελληνικών ναών
κι αυτό το θέρος
κατηφόριζαν την πλαγιά
με δρασκελιές Ηνίοχου.
Τα θεόκτιστα των μηρών σου
στο λουλάκι των γλάρων λιωμένα.
Έκαιγε ο ήλιος,
αντίδωρο μίας σπάταλης ελευθερίας,
η αρμαθιά κλειδιά που άφησε
στο αυλιδάκι
της μυστικής οδοιπορίας μας.
Γελούσε δυνατά
και έφευγε για να μαζέψει
την Βασιλεία των ουρανών
σ’ ένα ποτήρι ξίδι.
«Δει γαρ το φθαρτόν τούτο
ενδύσασθαι αφθαρσίαν,
και το θνητόν τούτο
ενδύσασθαι αθανασίαν».
Ακούσαμε εκεί στα ύψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου