«La
règne de
la mort violente fut partout déclarée...»
Paul Valéry
Ήταν κάτι το παράξενο, το τρομαχτικό, το πρωτοφανέρωτο, που ποτές καμιά
φαντασία δε θα μπορούσε να τ’ οραματιστεί χωρίς να το ‘χει ζήσει. Ένιωθες πως
κάθε μέρα σου ‘φευγε η ζωή λίγο λίγο και πως αύριο θα ‘τανε ακόμα πιο
λιγοστεμένη. Πες το κακό τούτο δε θα ‘χε άλλο σταματημό παρά να δεις το πιθάρι
να στερεύει από το λάδι του και μια ξαφνική σκληρή πετριά να ‘ρχεται να
τσακίσει τα κούφια πλευρά του και να το διαλύσει, χύνοντας στο χώμα τους λίγους
κόμπους που θα ‘χαν απομείνει μέσα του, δίχως να προφτάσει και να τους ξοδέψει
η ζωή σου.
Κι αυτή η αίσθηση δεν ήταν υποκειμενική. Όλα γύρω έδειχναν την ίδια εικόνα της
σταθερής πορείας προς το θάνατο μ’ έναν αργό ρυθμό αυτοδιάλυσης. Και τα ζωντανά
και τ’ άψυχα. Οι άνθρωποι αρχίνησαν να μη γνωρίζονται από την αλλαγή. Μέσα από
το πετσί τους έφευγε το αίμα τους, το ξίγκι τους, η σάρκα τους. Και το πετσί
ξεραινότανε κι έσκαε κι έχανε τη ζωντάνια του και το χρώμα του κι ερχότανε ν’
ακουμπήσει επάνω στο κόκαλο που μερικές φορές το τρύπαγε και πετιόταν έξω από
το πετσί όμοια με τα ποδαροδάχτυλα που ξεπετιόντανε έξω από το τρύπιο πετσί των
παπουτσιών. Και τότες τα ρούχα φαρδαίναν και γλιστρούσαν και τα πουκάμισα
ξεφτίζανε κι οι γραβάτες φυλλορροούσανε σαν σε παράξενο χινόπωρο.
Ήταν ένα αλλόκοτο πράμα. Η αποσύνθεση που άλλοτες φαινότανε στα λείψανα μέσα
στο χώμα, η ίδια τώρα γινότανε στους ζωντανούς πριν μπούνε στο χώμα. Κάθε μέρα
που σουρώνανε πιο πολύ, η φωνή αδυνάτιζε, το βήμα έχανε τη δύναμή του, το μάτι
εθόλωνε κι εκεί που περπατούσες, έβλεπες κι έπεφτε ένας δίπλα σου στο
πεζοδρόμιο, γιατί ήταν ακριβώς η στιγμή που είχε σωθεί ο τελευταίος κόμπος απ’
το λάδι που συντηρούσε τη ζωή του. Και πιο μπρος σκόνταβες σε πτώματα ανθρώπων
που ήταν ακόμα ζεστά. Και π’ ούτε από αρρώστια, ούτε από λαβωματιά, ούτε από
γεράματα είχανε πεθάνει. Μα από πείνα.
Και για την ειρωνεία την τραγική, κάμποσοι από δαύτους πριν πεθάνουνε τους
έβλεπες και φουσκώνανε σαν καλοφαγάδες και πρηζόντουσαν σα σιτεμένα γουρούνια.
Και όσοι πρωτινά ήταν καλοστεκούμενοι τους έβλεπες και φοράγανε το σμόκιν τους
και τα λουστρινένια τους σκαρπίνια, γιατί τ’ άλλα είχανε καταλυθεί πια. Κι όπως
οι πρώτοι φαινόντουσαν σαν καλοφαγάδες, έτσι και τούτοι φαινόντουσαν σαν
γλεντζέδες. Κι ίσως ετούτοι να μην έφτιαναν το πιο αταίριαστο θέαμα στην
ατμόσφαιρα του θανάτου που απλωνότανε, μια και με μια τέτοια φορεσιά, όταν την
έχει κανένας, είναι το πιο πρεπούμενο να τον βάλουνε στην κάσα σαν θα πεθάνει.
Και ήταν και κάτι άλλοι που καθόντουσαν στις γωνιές και δεν ήξερες αν είναι
ζωντανοί ή αποθαμένοι. Γιατ’ ήταν ακίνητοι, με το βλέμμα στυλωμένο και το στόμα
μισάνοιχτο σαν κουφάλα. Και τα μαλλιά τους είχανε γίνει διάφανα σαν χνούδι, και
το κούτελό τους είχε αρχίσει να χωματιάζει, και το στήθος τους, που πρόβαλλε
μέσ’ από τα κουρέλια, έλεγες πως το αυλάκωναν κιόλας τα σκουλήκια. Μερικοί
σταματούσαν μπροστά τους και τους σκούνταγαν με το πόδι. Και τότες έβλεπες τον
άνθρωπο τον καθιστό με το απλωμένο για ελεημοσύνη χέρι και τ’ ανοιχτά στο
άπειρο μάτια να πέφτει στην άλλη άκρη σα χωματένιο άγαλμα, δίχως ν’ αλλάξει
ούτε των ματιών του ούτε του κορμιού του ούτε του απλωμένου χεριού η στάση.
Αυτοί ήταν οι αποθαμένοι. Κι άλλοι πάλι, ολότελα όμοιοι με δαύτους,, ύστερα από
κάμποσα σκουντήματα, αφήνανε κάποιο βόγγο. Ήταν οι ζωντανοί.
Στη γειτονιά μου, που την ήξερα σαν το σπίτι μου μέχρι την τελευταία της πέτρα,
έβλεπα πιο ανατριχιαστικά τον ίδιο ζωντανοθάνατο. Μαζί με τους ανθρώπους
σβήνανε και τα ζώα, πεθαίνανε και τα δέντρα, εξαφανιζόντανε και τα μαγαζιά.
Άλλα κλείνανε κι άλλα αλλάζανε όψη. Τα πρώτα σου δίνανε την εικόνα του
θανατικού και τα δεύτερα της τρέλας. Γιατί έβλεπες στο ρολογάδικο να πουλάνε
ψωμί από μπομπότα και σκουπόσπορο και στο μπαρμπέρικο κρέας σκύλου διπλωμένο σε
πακέτα. Μια καπελού έστησε στην πλατεία μια φουφού με μια χύτρα που άχνιζε και
σαν τη στρίγγλα της Βαλπούργιας νύχτας ανάδευε εντόσθια γάτων μαγειρεμένα με
ζουμί. Στους ντενεκέδες των σκουπιδιών μάταια ψάχνανε οι φτωχοί να βρουν
τίποτες που να μασιέται από τα δόντια, γιατί και τα σκουπίδια είχανε πολύ
λιγοστέψει. Νεκροφόρες που είχαν αντικαταστήσει τα λεωφορεία περνούσαν από την
πλατεία πού και πού γεμάτες ζωντανούς που πηγαίνανε στα μακρινά τους σπίτια.
Και μόλις έπεφτε το σούρουπο, οι δρόμοι βυθιζόντανε στο πηχτό σκοτάδι και στην
παγερή μουγγαμάρα που μονάχα κάποιες γερμανικές μπότες που περνούσανε δίπλα σου
την ταράζανε και κάποιες πιστολιές που τις ένιωθες πάνω απ’ το κεφάλι σου, τη
σκίζανε.
Α, ήτανε και λιγοστοί που ούτε το σκοτάδι, ούτε η μπότα, ούτε η πείνα, ούτε τα
λείψανα τους μαζεύαν. Αυτοί γλεντούσανε τη νύχτα τους, γιατί ήτανε τα κοράκια
που ζούσανε από τα πτώματα. Από την προδοσία και τον εκβιασμό. Στο δρόμο τούς
καταλάβαινες από τις ολοκαίνουριες φορεσιές τους, τις καλοθρεμμένες κοιλιές
τους και τα χαρούμενα μούτρα τους. Λάμπανε απ’ την κορφή ως τα νύχια, καθώς
λάμπει η μαύρη φτερούγα των καλοθρεμμένων κοράκων. Και τη νύχτα τους έβλεπες να
γλεντοκοπάνε μέσα σε ταβέρνες που είχαν και φως και τραγούδια και μουζικάντες
και πάνω απ’ όλα φαγιά μέχρι και του πουλιού το γάλα. Πού τα βρίσκανε; Μια μέρα
είδα να κατεβάζουν από μια νεκροφόρα ένα βαρύ φέρετρο και να μπάζουν
προφυλαχτικά μέσα σε μια τέτοια ταβέρνα. Κι έμαθα πως μέσα στο φέρετρο ήταν δυο
αρνιά σφαγμένα, δυο κεφάλια τυρί, δυο μεγάλες συναγρίδες, καρβέλια και άλλα.
Λαθραία φερμένα μ’ αυτόν τον τρόπο, για να μην τα πάρουν μυρουδιά οι Γερμανοί
και τα βουτήξουν κι ακριβά πληρωμένα, για να μαζευτούν. Μα υπήρχε πελατεία των
κοράκων, που θα ‘ρχότανε το βράδυ να τα πλερώσει ακόμα πιο ακριβά, για να
γυαλίσει τη φτερούγα της. Γιατί βγάζανε λεφτά, όσα η μαύρη τους ψυχή ποθούσε κι
είχανε κέφι, όλο εκείνο που χάθηκε από τους άλλους ανθρώπους. Κι έτσι
παραδινόντουσαν σε όργια αντάμα με γυναίκες σαν και δαύτους κι αγκαλιασμένοι με
Γερμανούς, που για λογαριασμό τους εκάνανε τις ατιμίες τους, όμοιοι
Βελζεβούληδες που στήσανε ξεφάντωση χορεύοντας γύρω από λείψανα.
Οι άλλοι άνθρωποι κλεινόντουσαν από νωρίς στα σπίτια τους και χωνότανε στο
κρεβάτι τους, για να ξεγελάσουν την πείνα και το κρύο, σπέρνοντας ταυτόχρονα
καινούριους ανθρώπους, πιο πολλούς από άλλοτε, γιατί πιο μεγάλα ήτανε τώρα τα
κενά που άνοιγε ο θάνατος και η συμπλήρωσή τους απαραίτητη.
Έτσι αλλόκοτα κι αναπάντεχα είχε αλλάξει η ζωή. Και κάθε πρωί σφίγγοντας και
παραπάνω το ζουνάρι μας επάνω στο σκελετωμένο κορμί μας, σφίγγαμε μ’ αυτό και
την ψυχή μας που ολοένα φύραινε σαν το κορμί, και σπάραζε στο πνίξιμο της
αγωνίας και του τρόμου. Αυτή η αγωνία κι αυτός ο τρόμος δεν ήτανε μονάχα απ’ τη
φοβέρα της πείνας και της παγωνιάς. Με τούτη τη φοβέρα είχες το ευεργέτημα να
παρακολουθείς το σβήσιμό σου σιγά σιγά κι όλο με την ελπίδα πως κάτι θα βρεις
να το μποδίσεις. Μα ήταν κι άλλες φοβέρες πιο φριχτές που σου κόβανε κάθε
ελπίδα και σου κόβανε ξαφνικά και τη ζωή. Οι προδότες συμπολίτες σου κι οι
γκεσταπίτες. Έτσι ν’ ακούγανε μια κουβέντα πατριωτική ή δίχως αυτή, έτσι να σε
νιώθανε πως είχες κάποιο όνομα ή και δίχως αυτό, έτσι από εκβιασμό ή από
εκδίκηση ή από άψα της στιγμής ή και δίχως τούτα, έτσι στην τύχη, σου σκάβανε
το λάκκο και εισπράττανε το τίμημα της προδοσίας. Και μια νύχτα εκεί που ο
ύπνος σ’ είχε πάρει στοργικά στα χέρια του και σε παράδινε με σπλάχνος για
λίγες ώρες στην παρηγοριά του όνειρου, σου βροντούσανε την πόρτα και το
βρόντημα εκείνο σου μαχαίρωνε την καρδιά και ξύπναγες αλαφιασμένος κι αν δεν
άνοιγες την πόρτα σου, την σπάζανε κι έβλεπες μπροστά σου τους γκεσταπίτες με
το μαύρο κράνος στο κεφάλι και το ντενεκεδένιο μισοφέγγαρο στο στήθος και το
πιστόλι στο χέρι, να σε περιλαβαίνουν για τη φυλακή, για το στρατόπεδο, για την
ομηρία, για το ντουφέκι.
Αυτή ήταν η χειρότερη αγωνία. Γιατί ούτε να φυλαχτείς μπορούσες, ούτε να
παλέψεις, για να τη γλυτώσεις. Δεν είχε ούτε αφορμή ούτε ελπίδα. Και κάθε
στιγμή μπορούσε να ‘ρθει το ξαφνικό. Και τη μέρα και τη νύχτα. Μα πιο πολύ τη νύχτα,
που οι ίσκιοι μεγαλώνουν και η φαντασία σου τυραννάει τα μελίγκια σα σφυροκόπος
γύφτος, που σου βυζαίνει την ψυχή σαν απαίσια νυχτερίδα.
Και όταν έτσι στερημένος από φως κι από ανάσα, από θροφή κι από ζεστασιά, από
μιλιά κι από ύπνο, από παρηγοριά κι από ελπίδα άκουγες ψηλά στα δέντρα να
ξυπνάν με τραγούδι τα σπουργίτια κι έβλεπες χάμω στη γης να ξεπετιούνται από τη
φλούδα της οι μαργαρίτες κι οι παπαρούνες, σαν τίποτε να μην είχε αλλάξει
ολόγυρά σου, παραξενευόσουν για την ανορθογραφία τους κι αγαναχτούσες για την
αδιαφορία τους.
Μα πάλι σε παρηγορούσε ο ήλιος. Σε φύλαγε. Το κακό ήταν όταν ο ήλιος πήγαινε να
κοιμηθεί κι έμενες ολότελα απροστάτευτος. Και μετρούσες τις ώρες ως τα
μεσάνυχτα. Κι από κει μετρούσες τα λεφτά της ώρας και σε κάθε κρότο ή και σε
κάθε μαμουνιού σούρσιμο, αλαφιαζόσουνα, γιατί άρχιζαν οι μικρές ώρες που
γυρίζανε στα σπίτια οι Γερμανοί και μαζεύανε τα κορμιά των ανθρώπων. Κι άλλος
άκουγε μες στη νύχτα το κουδούνι να στριγγλίζει κι άλλος άκουγε την πόρτα του
να σπάει κι άλλος ξενοκοιμόταν κάθε βράδυ, για να μην ακούσει το δικό του
κουδούνι και τη δικιά του πόρτα, κι άλλος μεθούσε μόλις έπεφτε η νύχτα ή
αφιονιζότανε, για να μη νιώθει, κι άλλος έψελνε τροπάρια, μελετούσε τη γραφή κι
έκραζε το Θεό κι άλλος καρτέραγε πίσω από μια χαραμάδα πότες να διαλυθούν τα
σκοτάδια στον ουρανό και να προβάλει η πρώτη ματιά του ήλιου.
Μα ένας καθηγητής που καθότανε στο δεύτερο πάτωμα του σπιτιού μου, άνθρωπος
ήσυχος, σοφός κι ευαίσθητος, χωμένος ολομερής μες στα βιβλία του και στα
χειρόγραφά του, αντίκριζε τον ερχομό της νύχτας πιο παράξενα. Ξεχνιότανε ως τα
μεσάνυχτα διαβάζοντας ή γράφοντας και μόλις άκουγε τους δώδεκα χτύπους του
ρολογιού που τους ένιωθε σα να σήμαιναν την ώρα της υπέρτατης κρίσης, σηκωνόταν
από το τραπέζι του και παρατούσε τη δουλειά του. Κι αντίς κουρασμένος καθώς
ήτανε, να γδυθεί και να πέσει να κοιμηθεί, ντυνότανε. Περνούσε στα πόδια του τα
βαριά του στιβάλια, τύλιγε το λαιμό του μ’ ένα μάλλινο πλεχτό, φορούσε το παλτό
του, έβαζε το καπέλο του, περνούσε στα χέρια του τα μάλλινα γάντια του και
καθότανε στην άκρη του κρεβατιού του καρτερώντας να βροντήξουν στην πόρτα του,
έτοιμος με τον πρώτο χτύπο να πηδήξει το μαντρότοιχο της γειτονικής αυλής.
Μου το ξομολογήθηκε ένα βράδυ που ανέβηκα να του κρατήσω συντροφιά. Το ‘χα
κρυφό καμάρι, μου ‘πε, που ως εδώ και μια βδομάδα ξεχνιόμουνα με τη μελέτη ως
που η κούραση μου ‘φερνε τον ύπνο και ο ύπνος τη λύτρωση. Μ’ από την ημέρα που
έμαθα πως τουφεκίσανε το γιατρό του πάνω πατώματος, κατράμι χύθηκε μες στην
ψυχή μου και μολύβι βάρυνε τα γόνατά μου. Όχι πως ήτανε φίλος μου. Μια φορά όλη
όλη τον είδα. Ούτε πως ως τότες αδιαφορούσα για τους άλλους που είχαν όμοια με
δαύτον τύχη. Μα γιατί όλα εκείνα που ως τότες άκουγα ακαθόριστα, ήρθαν και
πήραν μια μορφή επάνω σ’ ένα πρόσωπο καθορισμένο. Κι από τότες κάποια
ασυνείδητη παρόρμηση αυτοσυντήρησης, με κάνει να ντύνουμαι και να καρτεράω.
Και καθώς μου μιλούσε έτσι έφερα στη φαντασία μου τους οχτώ που κρεμάσανε την
περασμένη βδομάδα οι γκεσταπίτες γύρω γύρω στα μπαλκόνια των σπιτιών της μικρής
επαρχιακής πλατείας, λίγο ύστερα από τα μεσάνυχτα. Κι επειδής ο ένας δεν έλεγε
να ξεψυχήσει, μα ούρλιαζε στην κρεμάλα με πεταμένα έξω τα μάτια του,
κουβαλήσανε μπροστά του κατά τα ξημερώματα τη γριά μάνα του, τη χήρα του Γκανά,
να τόνε δει. Κι αυτή άρχισε τότες να χορεύει και να τσιρίζει μπροστά του. Κι
από το ούρλιασμα του κρεμασμένου και το τσίρισμα της μάνας προβάλανε ένας ένας
οι άνθρωποι από τις μπούκες των γειτονικών δρόμων και σιγά σιγά, με το πρώτο
φως της αυγής που φώτισε τους οχτώ κρεμασμένους και τη μάνα που τρελάθηκε,
γιόμισε η πλατεία από ένα βουβό πλήθος.
Στο Δίστομο πάλι, ένα χωριό που δίχως κανένα λόγο το κατάσφαξαν με
πρωτοφανέρωτη θηριωδία οι Γερμανοί, αξιολογήθηκε μια πτυχή της φινέτσας του
εγκληματικού τους σαδισμού. Εκεί παίρναν τα μωρά από τις κούνιες, τα πετούσαν
στον αέρα, και καγχάζοντας τα τρυπούσαν με τις λόγχες στην κοιλιά. Ύστερα
βγάζανε τ’ αντεράκια τους και τα τύλιγαν στο λαιμό της μητέρας του βρέφους. Κι
αφού ηδονιζόντουσαν με την αλλοφροσύνη της μάνας, ύστερα την εσκοτώνανε κι
αυτή. Έτσι ακριβώς έζησε με τα μάτια της αυτές τις σκηνές η Παναγιώτα Μπάρνου.
Κι έτσι ο στρατηγός Βιλχάουζε των γερμανικών Ες Ες διασκέδαζε την κορούλα του,
που ήταν μόλις εννιά χρονώ. Δηλαδή όχι έτσι ακριβώς, μα με μια μικρή παραλλαγή.
Αυτός πετούσε τα βρέφη ψηλά και τα πιστόλιζε στον αέρα. Γιατ’ ήταν σπουδαίος
σκοπευτής ο στρατηγός Βιλχάουζε. Ο ίδιος για να γιορτάσει τα γενέθλια του
Χίτλερ, έκοψε στα δυο με μια τσεκουριά ένα παιδάκι εφτά χρονώ. Άλλοι συνάδελφοί
του ωστόσο μπορεί να έκαναν τα ίδια και χειρότερα αλλά με κάποιο σκοπό πραχτικό
κι όχι μόνο για γούστο. Έτσι βάζανε στη γραμμή καμιά κατοστή αιχμαλώτους, για
ν’ ασκηθούν οι υπαξιωματικοί στη σκοποβολή πάνω σε ζωντανό στόχο, ή ρίχνανε
τους όμηρους ζωντανούς μέσα στους αποτεφρωτικούς κλιβάνους, για να κάνουν
οικονομία στις σφαίρες, ή τους μυδραλιοβολούσαν, αφού πρώτα τους στοιβάζανε
ζωντανούς σε μεγάλους λάκκους, για να γλυτώσουνε τα μεταφορικά των κουφαριών
τους, ή τους σκοτώνανε με μια σφαίρα στο σβέρκο για να μη χαλάσει το τομάρι τους
που προοριζότανε για ωφέλιμους σκοπούς και τούτο, δηλαδή για σέλες αλόγων, για
δεσίματα βιβλίων, για τσάντες γυναικείες.
Άλλοι πάλι, μ’ ακόμα ψηλότερους σκοπούς, δηλαδή με ιδεώδη επιστημονικά,
σοφιζότανε ένα σωρό πειράματα ανάλογα με κείνο που ανάφερε ο τσεχοσλοβάκος
χειρούργος Μπλάχα, όπως το είδε με τα μάτια του στο στρατόπεδο του Νταχάου,
όπου για να δοκιμαστεί η επίδραση της ζωικής θερμότητας για την αναζωογόνηση
ενός παγωμένου οργανισμού, βουτούσαν μέσα στον πάγο γυμνούς ανθρώπους κι αφού
τους άφηναν έτσι κάμποσες ώρες, τους βάζανε αναίσθητους και κοκαλωμένους
ανάμεσα σε δυο γυμνές πόρνες που με τη ζωική θερμοκρασία τους κατόρθωναν να
τους ξαναζωντανεύουν σε μια αναλογία έξι τα εκατό.
Ο θάνατος μέσα στους ασφυξιογόνους θαλάμους του γκαζιού ή το κλείσιμο διακόσων
ανθρώπων μέσα σ’ ένα βαγόνι που χωράει εικοσιτέσσερα άλογα, για να εξακριβωθεί
σε πόσες μέρες πεθαίνουν από ασφυξία και ασιτία, ήταν κι αυτό πειράματα πολύ
ενδιαφέροντα για τη γερμανική επιστήμη.
Μόνο στο Χάρκοβο κάνανε κάτι οι Γερμανοί αξιωματικοί για λόγους καθαρά
καλλιτεχνικούς. Στόλισαν δηλαδή σε μια εθνική τους γιορτή τα μπαλκόνια τους με
φαναράκια και με κρεμασμένους.
Πώς να μη σαλέψει ύστερα από τέτοια το μυαλό μέσα στο κρανίο, πώς να μη
ξεκολλήσει η καρδιά από το στήθος, πώς να μην αλαφιαστεί η ψυχή;
Ένας άλλος στην Κρήτη πήγε και σκοτώθηκε μόνος του, γιατί η τύχη του έσωσε τη
ζωή του. Όταν μου το ‘πανε παραξενεύτηκα. Μα όταν μου διηγήθηκαν το πώς έγινε,
δεν παραξενεύτηκα. Ήτανε μ’ άλλους εβδομήντα εννιά φορτωμένος σ’ ένα καμιόνι
και τραβούσαν όλοι για το εχτελεστικό. Όλοι τους ξέρανε πως σε δέκα λεφτά θα
είχανε πάψει να ζουν. Μα μόλις το καμιόνι σταμάτησε μπροστά στον τόπο που το
πολυβόλο θα τους θέριζε, μπόρεσαν να δοκιμάσουν κι άλλη μια σκάλα αγωνίας
περισσότερης. Κι όταν τους έβαλαν να σκάψουν το χαντάκι που σε λίγο θα ‘τανε ο
τάφος τους, βρήκε κι άλλην ακόμα ελαστικότητα η χορδή της αγωνίας, για να
τεντωθεί πριν σπάσει. Και σε κείνη την ύστερη στιγμή έρχεται ένας στρατιώτης
και τραβάει έναν στην τύχη όξω από το χαντάκι και βάζει στη θέση του έναν άλλο
καινούριο που μόλις τον είχε χώρια κουβαλήσει μια μοτοσικλέτα. Κι αυτόν που τον
τραβήξανε από το χαντάκι, του είπανε «Πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις. Δε θα σε
τουφεκίσουμε. Θα τουφεκίσουμε τον άλλο». Και τράβηξε το μακρύ δρόμο για το
σπίτι του αμίλητος και με τα μάτια στυλωμένα στο χώμα. Έφτασε κι έπεσε στο
στρώμα και δε μιλούσε κανενός. Μόνο με τα χέρια δεμένα πίσω από το κεφάλι κι
ανάσκελα ξαπλωμένος, κοίταγε το ταβάνι, ώσπου σκοτείνιασε. Μα και μέσα στο
σκοτάδι κοίταγε, γιατί ο ύπνος δεν ερχότανε. Και ξαφνικά μπροστά του φάνηκαν
δυο μάτια. Το ασπράδι τους ήταν κόκκινο της φωτιάς, μετά ήταν το μαύρο και στο
κέντρο η κόρη, πάλι κόκκινο φωτιάς. Δυο μάτια ανθρώπου που ούτε το κορμί του
φαινότανε ούτε τίποτες άλλο. Κι από τα μάτια τούτα μόνο αυτοί οι δυο κύκλοι που
ο καθένας είχε κέντρο κόκκινο, και γύρω από τούτο μια ζώνη μαύρη και γύρω απ’
αυτήν μιαν άλλη ζώνη κόκκινη. Και τα δυο τούτα μάτια μετατοπιζόντανε ανάερα
μέσα στο σκοτάδι της κάμαρας σαν ν’ ακολουθούσαν τις κινήσεις ενός αόρατου
ανθρώπου. Μια τα ‘βλεπε στο βάθος, μια δεξιά, μια ζερβά. Και μια στιγμή σίμωσαν
επάνω στο κρεβάτι του και κει στυλώθηκαν κάμποση ώρα ακίνητα και τον κοιτάγανε.
Κι ύστερα άρχισαν σιγά, πολύ σιγά, να προχωρούνε προς το μέρος του. Τότες έβγαλε
μια στριγγή φωνή κι άνοιξε τα βλέφαρά του τόσο δυνατά κι απότομα, που του
φάνηκε πως ποτέ πια δε θα μπορούσανε να κλείσουν, σαν να είχανε ξεπεράσει το
τελευταίο όριο ενός μηχανικού ελατηρίου και να γαντζώθηκαν ανεπανόρθωτα σ’ ένα
σιδερένιο δόντι. Έτσι διηγήθηκε την εντύπωσή του την άλλη μέρα. Κι έδωσε την
εξήγηση πως ήταν τα μάτια του ανθρώπου που τουφεκίστηκε στη θέση του. Κι ύστερα
πάλι έπεσε στη βουβαμάρα και δεν αποκρινότανε κανενός. Κι ούτε και ξαναμίλησε.
Γιατί το μεσημέρι πήγε και γκρεμίστηκε από ‘να βράχο και ησύχασε για πάντα.
...............................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου