Ηρωική κατοικία γεροντοκόρης
ένα καμίνι κρυμμένο δεξιά
λειτουργούσε για πετεινάρια
πριν οι νοικοκυραίοι απογίνουν στάχτη
ενώ τον σούβλιζαν έβαφε τα μαλλιά της
με τις παντούφλες στα πλακάκια τα κόκκινα
μάθαινε για τη θεραπεία των αρρώστων
εξασφαλίζοντας την ευτυχία της εκ των προτέρων
καθόταν στον μοναδικό του σπιτιού καναπέ
σε λίγο δεν υπήρχαν ούτε παράθυρα
κηδεύσανε το άρρωστο παιδί
γέμισε η αυλή θεάματα
οι φαγάνες δουλέψαν για την εκσκαφή
εθεμελιώθη κατοικία αποδημητικών
με χρυσό επλαισιώθη ο λαχανόκηπος
ηλεκτροφωτίστηκε το γεφύρι
δεν έχουν τόπο πια να κρύβονται τα ζευγάρια
πλήθυναν στον αργαλιό οι κόμποι του τάπητος
η κόρη της είν' ετοιμόγεννη
το δεύτερο παιδί αγόρι
«ουσιαστικά έχω πεθάνει», έλεγε,
«δεν ένιωσα ζωή παρά μαζί του»,
η δημοτική αρχή άφησε ανεπισκεύαστο
το ξύλινο κάγκελο της γέφυρας
τα παραπέτα με μπετόν
μπροστά στο σπίτι του ξένου
η ασφαλτοστρωμένη οδός διαγράφει καμπύλη
περνά η χήρα μάνα με το γιο της
σαστισμένη στο δαίδαλο μέσα των σοκακιών
διερωτάται μήπως ο άντρας της υπάρχει ακόμα
κάτω από το γεφύρι
ανάμεσα στις πέτρες του ξηροπόταμου
είναι ανήσυχη όταν βρέχει
μήπως πλημμυρίσουν αυλές και υπόγεια
της αγαθής γεροντικής σωφροσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου