Ήταν μια ωραία πελεκητή προσωπίδα.
Δεν το ξέραμε
και ονειρευόμασταν κάτω
από τις γλυκές ρυτίδες της καλοσύνης του.
Είχε δύο λευκά τριαντάφυλλα για μάτια
που χαμογελούσαν μέσα από τις κίτρινες φλόγες
μιας ύπουλης σαγηνευτικής αγάπης.
Κάποιος γέροντας είπε πως ήταν προσωπίδα
και ύστερα ξεψύχησε στην αποβάθρα.
Δεν τον πιστέψαμε
και ησύχαζαν τα κοπάδια μας
κάτω από τον ίσκιο της .
Κάποιο βράδυ έπεσε η προσωπίδα.
Οι κλειστές πόρτες ψιθύριζαν
για τα συντρίμμια και τα βογκητά που έκρυβαν,
και τότε μόνο μερικοί
αγουροξυπνημένοι από την φρίκη της αλήθειας
διάβασαν στον ίσκιο της νυχτερίδας
πως κάθε βράδυ όταν γεμίζει το φεγγάρι
πέφτει και μια τέτοια σιδερένια προσωπίδα .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου