και στα ρημαγμένα σπίτια και στις άνανθες αυλές,
τα στοιχειά γλεντοκοπώντας, κρουταλούν τις πόρτες τους,
σαν φασίστες που περνούνε και χτυπούν τις μπότες τους.
πεθαμένου από την πείνα, φτιάχνει η Φρίκη μια μπουρού,
και φυσά και ζωντανεύει των πνιγμένων τις λαχτάρες,
τ’ αγκομαχητά των γέρων, των μανάδων τις κατάρες,
πιότερο η ψυχή στης Φρίκης τους αλαλαγμούς παγώνει.
Τα γυμνά κλαριά των δέντρων τρίζουν και στενάζουνε,
κι οι τριγμοί τους μες στη νύχτα με βλαστήμιες μοιάζουνε.
κι απ’ τα κλειδωμένα σπίτια κι απ’ τις έρημες αυλές
άκουσε… σφυριές χτυπάνε, μακρινές και ρυθμικές,
σαν να σπάζουν αλυσίδες, σαν ν’ ανοίγουν φυλακές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου