στὴ βοσκὴ πηγαίνουν
ταίρι ταίρι στὴ φωλιὰ
σὰ νυκτώσει, μβαίνουν.
Ἕνα μόνο, τὸ φτωχό,
μὲ καρδιὰ θλιμμένη,
ὅλη μέρα μοναχὸ
κι ὅλη νύχτα μένει.
Εἶχεν ἄλλοτε κι αὐτὸ
ταίρι μπιστεμένο,
κι ἔψαλλε ζευγαρωτὸ
καὶ ευτὐχισμένο.
Μὰ σὰ βόσκαν μιὰν αὐγὴ
κι ἔπαιζαν στὴ φτέρη,
σκότωσαν οἱ κυνηγοὶ
τὸ γλυκό του ταίρι.
Οὔτε θέλησ᾿ ἄλλη μιὰ
νὰ χαρεῖ, νὰ ψάλλει,
οὔτε κάμνει γνωριμιὰ
καὶ φιλίαν ἄλλη.
Μόνο, τόσο θλιβερὸ
λογυρνᾶ στὰ δάση,
ποὺ θολώνει τὸ νερὸ
πρὶν τὸ δοκιμάσει.
Ἀπὸ λύπη καὶ στοργὴ
λίγο λίγο λυώνει
κι ἀποθνήσκει στὴ σιγὴ-
καὶ τὸ λὲν τρυγόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου