Κύριε,
η μνήμη της ανάσας σου με βαστά ξάγρυπνη τις νύχτες.
Υπνοβατώντας, ψηλαφώ τα σκοτάδια αναζητώντας την.
Ευελπιστώ πως θα με οδηγήσει στην πηγή της ύπαρξής σου,
μέσα στα βάθη των πιο απόκρυφων ονείρων σου.
Και θέλω απλά σαν άκακο φίδι δίπλα σου να κουρνιάσω,
Να κλείσω τα μάτια και με τα βλέφαρά σου να σκεπαστώ.
Ελπίζω πως τότε σαν κουρασμένος βράχος θα βουλιάξω μες στους βυθούς της γαλήνης,
μιας γαλήνης που καμιά ανθρώπινη ψυχή δεν έχει ως τώρα γευτεί.
Oι ρωγμές στα χείλη σου ξαφρισμένα ποτάμια
που στο πάτο τους χιλιάδες μυστικά είναι φυλαγμένα.
Καυτές σαν λίβας ανάσες που ποθώ να νιώσω να ιδρώνουν τα αυτιά μου.
Άσε με να βουτήξω μέσα τους, μια φορά μονάχα –
κι έπειτα ξέχασέ με για πάντα.
Άσε με να σβηστώ από κάθε μνήμη και χάρτη.
Φύσα τις στάχτες που σκεπάζουν το δέρμα μου,
και κάνε με να μοιάσω σαν κάτι άλλο εκτός από εύθραυστη σάρκα,
Που ‘ναι καταδικασμένη να αποσυντεθεί στο τέλος του Χρόνου.
Βάστα με γερά. Πες μου πως δεν έχω τίποτα άλλο πια να φοβάμαι.
Κι εγώ μονάχα τα δάχτυλά σου θα μυρίζω και θα αφεθώ
σε ένα ύπνο βαθύ, που δεν τον ταράζει ανησυχία καμία.
Θα σβήσω από την μνήμη μου κάθε μνήμη και χάρτη,
και μια μέρα σαν κάμπια θε να ξυπνήσω μες των χουφτών σου τους ρόζους.
Μέσα από τα αγουροξυπνημένα μου μάτια θα σφύζει ιριδίζουσα μαγεία ο κόσμος.
Κι αργά θα συρθώ ως του μετώπου σου τις βαθιές τις ρυτίδες,
για να βαλθώ να διαβάζω τις δύσβατές σου τις σκέψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου