στο λερωμένο σεντόνι τ’ ουρανού.
Όταν ο ήλιος έσφαζε
την μέρα
και τους χυμούς της πέταγε
αργά στα κύματα.
Όταν οι πληγές άρχισαν να θρέφουν
τα μελανώματα αποκτούσαν
το χρώμα των μεθυσμένων σου μαλλιών.
Σαν γύριζες το σώμα σου
ακουμπούσες το φεγγάρι
με τα γυμνά σου πόδια
και βλάσταιναν ερυθρά αστέρια.
Ό, τι χώρεσε στην αγκαλιά σου
ήταν δυο σύννεφα βαμμένα
έτοιμα, για την μεταξύ τους επαφή.
Οι σανίδες άνυδρες μετρούσαν
τους παλμούς
και στοιχημάτιζαν την ώρα του τέλους.
Ήμουν κι εγώ εκεί.
Γονάτιζα να χωρέσω τους μηρούς σου.
Λύγιζα για να νοιώσω το ζεστό σου στήθος.
Υπήρχα εκεί για σένα.
Ένα στρώμα με τις κατάλληλες εσοχές
για να κρύψεις και να κρυφτείς.
Ό, τι αγαπήσαμε
ήταν ένας κεραυνός
που ξάπλωσε στο κρεβάτι
για να γλεντήσει με κραυγές
η νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου