Σελίδες

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Όχι φυσικά ότι θα άλλαζα ποτέ

"Όχι φυσικά ότι θα άλλαζα ποτέ,
ήταν κι η νύχτα εκείνη/
άφηνε το φεγγάρι να φωτίζει αδιάκριτα,
όλες τις στιγμές μας/
όμως δε με ένοιαζε,
του έκλεινα συνεχώς την πόρτα/
στο άπειρο, εκεί μακριά
να βλέπει μια απόσταση το σύμπαν."

Εγκώμιο




Μας περιμένει
δίχως τέλος ο θάνατος, βέβαιος.
Στο πλούσιο προβάλλει σκοτάδι
τη μορφή υπερούσια,
δυνατή, θαυμασία σχεδόν.

Είναι τόση μόνο η κουρασμένη ζωή μας,
κουρασμένοι κι εμείς,
γιατί δεν ζητούμε το ακέραιο
στην τέλεια εκμηδένιση;
Δόξα του θανάτου,
περίτρομη σ’ αντικρίζει
η μορφή μας ανθρώπινη,
με ανθρώπινους φόβους θρεμμένη
κι όνειρα θαυμαστά, στέφανους
φωτοστέφανους κι ελπίδες πολύτιμες
σου αποδίνει. Ό,τι σε σένα αποδίνουμε
τάζεις και μεις περιμένουμε ακόμα,
θέλουμε ακόμα. Δεν εκτιμούμε
τη γαλήνη, του θανάτου τη χάρη,
τη χαρά της απόλυτης λύσης το χάρισμα.

Από τη συλλογή Πορεία (1940)

Αυτή η καιόμενη μνήμη

Αυτή η καιόμενη μνήμη
καταστρέφει το κάθε σήμερα..
σκάει σαν κεραυνός στη γη σου..
πάντα είσαι αλλού..
Πρόθυμα να ικετέψεις
πρόθυμα να καταρρεύσεις…
ανώνυμα ζεις πια
κρύβεις και κρύβεσαι …
Όποια προσφορά δεκτή…
αλλά κρυφά απ’τους άλλους
πίσω απ’ τις πόρτες..
Τόση ντροπή για το τίποτα..
Τόση απαξίωση για τόσα λίγα…

«Υπόφωτο»

Βραχνή η περιπέτεια/ απ’ το πολύ να λέει

πάει κι αυτό πάει κι αυτό.

Μαλακτικό το φως του Οκτωβρίου.

Το πίνω. Αργά αργά.

Ανακατεύοντας το συνεχώς/ προσεκτικά κι αργά.

Μη και χυθεί σταγόνα/ από την αίσθηση που ζω

που την πίνω αργά αργά/ σ’ ένα πολύ ρηχό φλιτζάνι.

Πολύ ρηχό φλιτζάνι/ το φως του Οκτωβρίου.

Έχει ένα λάσκο η ατμόσφαιρα.

Την πας πιο δω πιο κει ανάλογα που θέλεις

κάτι να αραιώσει, κάτι να γίνει πιο πυκνό.

Έχει η ατμόσφαιρα/ αυτό που λέμε λιγοστεύει,

είτε πρόκειται για φως/ για Θεό

φθινοπώριασμα πίστης/ για υπόφωτο έρωτα.

Ειν’ η ατμόσφαιρα/ διασκορπισμένο και σπασμένο

το μακρύ τραγούδι της συνέχειας:

τι απόγινε, τι απόγινες;

Πάει αυτό πάει κι αυτό/ τραγουδιστά αποκρίνεται

η λακωνική εξαφάνιση./ Αργά αργά μυθιστορίζεσαι.

Έχει ένα άδειασμα η ατμόσφαιρα.

Αραιοκατοικημένη η περιπάθεια.

Εδώ εκεί να φανεί η πλάτη κάποιου φεύγω

πάει κι αυτό πάει κι αυτό./ Άδειες ονοματοφωλιές

σ’ εσοχές της φωνής/ ξεπουπουλιάσματα ύψους.

Πεινασμένα φωνήεντα

τσιμπάνε με το ράμφος τους/ ψόφια τζάμια.

Μια κιτρινίλα. Όχι λαίμαργη./ τρώει αργά αργά το χρώμα.

Μια κιτρινίλα στα φυτά,

στα φιλάλληλα/ στα καταφύγια φάρδη.

Μελανίες μελιστάλαχτοι

σέρνουν νεκροφόρες φράσεις/ πάει κι αυτό πάει κι αυτό.

Το κόρο του κίτρινου ψέλνει

τη θεία Ακολουθία της απογύμνωσης.

Ύφεση πολυφωνική./ Ακολουθώ.

Προσέχοντας πού πατάω./ Παντού σπασμένο μάκρος.

Μαλακιά και σκεπαστική η ατμόσφαιρα.

Έτσι σου ‘ρχεται να την τραβήξεις ως επάνω

να κουκουλωθείς/ να μη βλέπεις άλλο

τι γρήγορα κι απρόσεχτα/ ανακατεύουν οι χαμοί

ό, τι εμείς αργά αργά και προσεκτικά/ ανακατεύοντας

καθυστερούμε να χυθεί

απ’ το πολύ πολύ ρηχό φλιτζάνι.

"To τσίρκο των δρόμων"

ΟΙ ΦΑΝΟΣΤΑΤΕΣ

είχε δύο χέρια που μύριζαν κανέλλα
και στα δάχτυλα στενά δαχτυλίδια
που έκαναν το αίμα να σταματά και
να πήζει σαν μούστος
μετά δύο πρωινά τα δάχτυλα έπεσαν σάπια
στο νοτισμένο κοκκινόχωμα του παρτεριού
στο μπροστινό μπαλκόνι
ο ιερέας
από την άλλη άκρη της άλλης πόλης
μούσκεψε με τα ιδρωμένα
χέρια του τις πυρακτωμένες
λάμπες των φανοστατών
σʾ όλο το μήκος του δρόμου
μέχρι το δισκοπωλείο της
τέταρτης κάθετης οδού
που έσπασαν κροταλίζοντας
                                                               έψαλε το ψέμα
και
η σελήνη φάνηκε ολόγιομη
πιο φωτεινή και πιο κόκκινη
από τα αυτόφωτα μάτια σου
τα εννιά δάκτυλα έγιναν αμπέλι
γιατί ο δέκατος
ο αντίχειρας
έμεινε σαν κρεμάμενο δόντι
πάνω από της απραξίας
το κενό
όπου
το κρασί και το δάκτυλο
αίμα και σώμα Κυρίου
του ρετιρέ

ΜΕΛΕΤΗ

Ένα ποντίκι με λέπια
σπαρταρά στα δίχτυα
του ψαρά που ελπίζει
ακόμα πως κάποτε θα
ανασύρει το κομματιασμένο
λευκό άγαλμα μιας
γοργόνας. Για μένα
διαδίδεται μια φήμη:
πως περπατάω χωρίς
παπούτσια πάνω στους
τάφους του νεκρού.

                                           [Η αλήθεια είναι πως
                                           υπολογίζω επιμελώς
                                           το στατικό διάγραμμα
                                           μιας γέφυρας
                                           προς τις μέρες της
                                           Αποκάλυψης.]
                                                 * *
                                             * * * * *
                                                 * *

Πετάω φουντούκια και βελανίδια
σε ένα χαριτωμένο σκίουρο που
βγάζει- σαν να παίζει κουκλοθέατρο-
το κεφάλι του αρουραίου από
τον υπόνομο.

ΔΡΟΜΟΙ

αυτά τα κενά από άσφαλτο τα λένε δρόμους

κάθε μέρα
ανακατεύομαι με ανθρώπους στις διαβάσεις
ανακατεύομαι με ανθρώπους με τους οποίους δεν έχω
παρόμοιες πολιτικές απόψεις
που καταπίνουν το ίδιο εύκολα
τα χαρτόνια του περιπτέρου με τις συλλεκτικές μινιατούρες
τις ασπιρίνες
και την αργεντίνικη λογοτεχνία
με ανθρώπους που ξέρουν να μιλάνε πέντε γλώσσες
(συμπεριλαμβανομένης και αυτής του σώματος)
και όμως δεν εκφράζονται σε καμία

όλοι μαζί μετράμε τα χαμένα λεπτά ώσπου να γίνει το κόκκινο φανάρι πράσινο
ώστε να περάσουμε με ασφάλεια το κενό

άλλοτε πάλι είναι οι μέρες
σα να παραμονεύεις στην άκρη ενός πολύβουου δρόμου χωρίς διαβάσεις
την κατάλληλη στιγμή για να περάσεις απέναντι

πάλι τα χαμένα τέταρτα της ώρας είναι χαμένα τέταρτα της ζωής σου

ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ

Η κόλαση πρέπει να είναι
ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα
με μια πόρτα που ανοίγει μόνο για να μπεις
τα φώτα δε χαμηλώνουν ποτέ
και τα βλέφαρα δεν κλείνουν
όσο και αν βαραίνουν.

Είναι κι άλλοι εκεί
και μιλούν διαρκώς
και δε σωπαίνει κανείς
ούτε έχεις το δικαίωμα να επιβάλεις τη σιωπή.

Τα βλέφαρα δεν κλείνουν
και βάζεις τις παλάμες σου μπροστά στα μάτια
για να κρύψεις το φως
αλλά δε μπορείς συγχρόνως
με τα ίδια χέρια
να κλείσεις τ’ αυτιά σου.

Η κόλαση είναι ακριβώς αυτή
η σισύφεια κίνηση
των χεριών
μεταξύ ματιών και αυτιών.

Όλα όσα είσαι


Έντεκα και τέταρτο καθόμαστε ακόμα στο πάτωμα
ενώ ακούγεται μια νέγρικη φωνή
you are the promised kiss of springtime
υπάρχεις ανάμεσα στα χέρια μου
σαν ποτήρι
σαν τσιγάρο
σαν σκληρόδετο βιβλίο
όπως υπάρχουν λέξεις που σιχαίνομαι στο στόμα σου
αυτές οι κουβέντες σου
για την αποκατάσταση της απλότητας
σε φιλώ χωρίς περιθώρια να δυσανασχετήσεις
υπάρχω και υπάρχεις όπως υπάρχουν κουμπιά στα πουκάμισα μας
γλύφω το αίμα πάνω από τα λεπτά όρια των χειλιών σου
φοβάμαι πως είναι
φτηνό κόκκινο κρασί το αίμα σου
πως είμαστε
φτηνές κατασκευές όλο κόκαλο και φτηνό κρασί
η ενσαρκωμένη αποστροφή των σκύλων
μα κάποτε τρωκτικά ροκανίζουν τα πόδια μας
επιτέλους μια σταθερή ελπίδα
πως
την αφόρητη πεζότητα της αρτιμέλειας
θα αντικαταστήσει πριν τα μεσάνυχτα
η απαράμιλλη αισθητική του ακρωτηριασμού

Βροχή στο παλάτι του ήλιου


οι αυλικοί μυρίζουν το
βρεγμένο χώμα
στους κήπους
ανατριχιάζουν
όταν βρέχει τζιν
ο Σαμάνος υψώνει τα χέρια
στον ουρανό
“τι ευλογία
τα αλκοολούχα σύννεφα”

Γαλάζιο

Δε γνώριζε τίποτα
Μήτε το χρώμα των ματιών της
Της είχαν μάθει μόνο
Ν’απαντάει

Φιλοσοφία ήξερε
Μιλούσε γαλλικά
Σπουδές περίσσιες
Η αφωνία του λόγου

Νόμιζε πως το γκρίζο της πηγαίνει καλύτερα
Και το φορούσε
Γιορτές και σχόλες στην καρδιά
Και τα μάτια της

Δεν έπινε, δεν κάπνιζε
Ομολογούσε απούσα
Στις ερημιές του ποδηλάτου της
Δοσμένη

Φωνές δεν άκουγε
Γλυκά δεν έτρωγε
Έκανε έρωτα αφηρημένη
Πονούσε σιωπηλά στο θεατράκι της τρέχουσας επικαιρότητας

Δεν μίλαγε ποτέ για την πολιτική
Οι τέχνες δεν την ενοχλούσαν
Μα το ποδόσφαιρο της άρεσε
Κοιμότανε πάντα νωρίς

Φοβόταν το
Σκοτάδι
Μα πιο πολύ το
Γαλάζιο

Αλλιώς

Ήθελα να φύγω
Από λυγμούς χορτασμένος
Φωτιά
Μα όσο και αν
Πως γίνεται κι η μουσική αλλάζει χνώτα;

Αλλιώς τα υπολόγιζα
Σιγά το πράγμα
Μόνο οι νεκροί ξεχνούν τις υποσχέσεις
Το κρασί γλυκό, το μήλο κομμένο ήδη στη μέση
Το ‘στην ‘υγειά μας’ είχε σαπίσει προ πολλού

Αφενός οι τελευταίες σταγόνες
Είχαν εξαντληθεί
Περίεργη αίσθηση
Η δίψα
Η πείνα σε εξαντλεί, αλλά ο κορεσμός είναι τόσο απότομος

Η δίψα όμως, αυτή η φαγούρα της ψυχής
Όλα να λιώνουν μέσα μου
Τα πάντα να ξεκουρδίζονται
Ένταση που
Ταλαντώνεται

Έλεος

Ύπνος, ησυχία
Μικρό παράθυρο
Γαλάζιες αναπνοές
Αυθόρμητη παραλυσία

Αντίσταση εκ των
Ξεχάστηκα
Το έλεος των ημερών
Ο ουρανός των παιδικών μου χρόνων

Ήχος βοτσάλων
Λιωμένα πέδιλα
Αρμύρα στους γοφούς μιας ξεχασμένης υπηρέτριας
Από το σκάκι έλειπε ο βασιλιάς, όπως πάντα

Δεν έπρεπε, μα
Δεν ήθελε, αλλά
Υπαινιγμοί μιας άτυχης υποχώρησης
Τα τεθλιμμένα υπέργεια των φωτεινών απολήξεων

Στίβος

Μεσημεριάτικα με βάλανε και
Έτρεχα
Μόνος στις ερημιές
Πέτρες κατρακυλάγανε
Τα γόνατά μου έσκουζαν

Μισό λεπτό
Ξεκούραση, ανάταση χεριών και
Χαλαρές αναπνοές
Πρωταθλητισμός εν υπνώσει
Ιδρώτας, γούβες σκασμένης λάσπης, απογείωση

Σκουριά η ανάσα μου
Κάλπικο το μετάλλιο
Ο αγώνας ήτανε στημένος
Αυτό γνωστό εκ των προτέρων
Μη γελιόμαστε

Αν και
Το βάθρο είχε σαθρά θεμέλια
Ο χρόνος πάντα πεινάει
Απροσαρμόστως πρώτος
Οι γειτονιές γεμάτες στα γαρύφαλλα

Το σκοτάδι
Πάντως
Έκοψε το νήμα
Τελευταίο

γλυκός αντίλαλος

Γλυκός, γλυκός αντίλαλος
τα πρώτα βήματά μας
Γλυκό, γλυκός αντίλαλος
τα πρώτα τα φιλιά μας

Γλυκός και ένα σούρουπο
έβαλες φορεσιά μου
κόκκινο τριαντάφυλλο
στολίδι στη καρδιά μου

Τώρα χειμώνας και βοριάς
βοριάς και ξεριζώνει
καρδιά και τριαντάφυλλο
αγέρας τα σαρώνει

Γέρνει ο ήλιος

Γέρνει ο ήλιος και μαζί του όλη η μέρα
έτσι να έγερνα μαζί τους κι εγώ
και να χαθώ και να σβηστώ όπως η μέρα
και να ανθίζω με το πρώτο πρωινό

Γιατί οι άνθρωποι τόσο μικροί
γιατί η αγάπη να ’χει τέλος στη ζωή
γιατί οι άνθρωποι τόσο πικροί
κι εγώ κι εσύ, κι εγώ κι εσύ τόσο μικροί

Την κάθε νύχτα δεν μπορώ, δεν την αντέχω
όταν με φτάνει μου ματώνει την ψυχή
κι οι αναμνήσεις μου καρφώνουν το μυαλό μου
και με κρατάνε ώσπου νά ’ρθει το πρωί

Γιατί οι άνθρωποι τόσο μικροί
γιατί η αγάπη να ’χει τέλος στη ζωή
γιατί οι άνθρωποι τόσο πικροί
κι εγώ κι εσύ, κι εγώ κι εσύ τόσο μικροί

Γέρνει ο ήλιος και μαζί του όλο το φως
κι όλα τα χρώματα να γίνουν όλα ένα
να ’ταν και να ’μπαινα στο πέπλο τους αυτό
και το πρωί να πω στον κόσμο καλημέρα

Γιατί οι άνθρωποι τόσο μικροί
γιατί η αγάπη να ’χει τέλος στη ζωή
γιατί οι άνθρωποι τόσο πικροί
κι εγώ κι εσύ, κι εγώ κι εσύ τόσο μικροί

Ο νέος που μιλούσε για αγάπη και θάνατο

Ο νέος που μιλούσε
για την αγάπη και το θάνατο,
ο νέος που μιλούσε
για τις σφραγίδες του Θεού,
και μας διάβαζε ακούραστα
το βιβλίο της ζωής,
χάθηκε νωρίς-νωρίς.

Αχ! Θεέ μου πόση χάρη
είχε αυτό το παλικάρι.

Μεσ' στα μάτια μου ακόμα
βλέπω τη μορφή του,
και στ' αυτιά μου να ακούω
τη ζεστή, βαθειά φωνή του,
που μιλούσε για ειρήνη,
για αγάπη της ζωής,
χάθηκε νωρίς-νωρίς.

Αχ! Θεέ μου πόση χάρη
είχε αυτό το παλικάρι.

Τα καρφιά

Έφυγα και πήγα πέρα απ΄την αυγή
εκεί που ντύνεται με νύχτα το πρωί
Γνώρισα -γνώρισα πρόσωπα χλωμά
μα είχαν τόση ομορφιά τα λόγια,
τα λόγια που ΄χαν στην καρδιά
Κι όλοι φωνάζαν "ωσαννά"
και πέθαιναν με λεβεντιά

Γιε μου, ακούω μια φωνή , δεν έχω δύναμη πολλή
γι΄αυτό μην πεις την περασμένη σου ζωή
Γιατί η αλήθεια είναι πικρή
κι έχουν οι άνθρωποι καρφί
δέκα αλήθειες αν θα πεις
δέκα φορές θα σταυρωθείς
και τότε -και τότε οι άνθρωποι θα πουν ξανά
γύφτοι-γύφτοι τα φτιάξαν τα καρφιά.

Να 'χαν όλοι οι άνθρωποι μια αγάπη όπως εγώ

Να 'χα έναν ουρανό, να 'χα και μια θάλασσα
να 'χα ένα σπιτικό κάτω στο γιαλό,
παίζοντας με βότσαλα να μιλώ στα κύματα
και στην άμμο να πατώ και να τραγουδώ.

Μα τι λέω, ο τρελός, έχω τα δυο μάτια σου
μοιάζουνε με ουρανό, μοιάζουνε με θάλασσες,
έχω τα δυο μάτια σου θάλασσα και ουρανό,
έχω την αγάπη σου για το σπιτικό.

Να 'χα ένα σύννεφο και να με ταξίδευε
πέρα από τα σύνορα κι απ' τη μοναξιά,
να 'χω φίλους τα πουλιά, τ' άστρα να 'χω συντροφιά
να μιλώ στον ουρανό και να τραγουδώ.

Μα τι λέω, ο τρελός, έχω τα δυο χέρια σου
μοιάζουνε με σύννεφα, μοιάζουν με πουλιά,
μα τι λέω, ο τρελός, έχω τα δυο χείλη σου
έχω τα δυο μάτια σου άστρα και ουρανό.

Να 'χαν όλοι οι άνθρωποι μια αγάπη όπως κι εγώ
θα 'μαστε όλοι στη γη φίλοι κι αδερφοί.

Τι το θέλουμε τον πόλεμο

Τι το θέλουμε τον πόλεμο
τι τις θέλουμε τις στολές
τι το θέλουμε τον πόλεμο
τι τις θέλουμε τις κραυγές
να μαζευτούμε όλοι μαζί να φωνάξουμε
στον Θεό μας
να μας φέρνει μια άνοιξη
έργεται η ημέρα της κρίσεως μας
τι θα πούμε στο Θεό μας
έρχεται η ημέρα της κρίσεως μας
τι θα πούμε στο Θεός μας
πως σκοτώσαμε τον αδερφό μας

Σαν γείρει ο ήλιος και έρθει το βράδυ

Σαν γείρει ο ήλιος και έρθει το βράδυ
το τραίνο θα φύγει μ' εσένα μαζί,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο μου βράδυ,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο πρωί.

Το σπίτι για μένα θα είναι ρημάδι
κι ο κόσμος θα έχει για μένα χαθεί,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο μου βράδυ,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο το πρωί.

Κατάρα στη φτώχεια που φεύγεις μακριά μου,
το τραίνο σφυρίζει, μου φεύγει η ζωή,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο μου βράδυ,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο το πρωί.
και έρθει το βράδυ
το τραίνο θα φύγει μ' εσένα μαζί,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο μου βράδυ,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο πρωί.

Το σπίτι για μένα θα είναι ρημάδι
κι ο κόσμος θα έχει για μένα χαθεί,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο μου βράδυ,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο το πρωί.

Κατάρα στη φτώχεια που φεύγεις μακριά μου,
το τραίνο σφυρίζει, μου φεύγει η ζωή,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο μου βράδυ,
το νιώθω να σβήνω στο πρώτο το πρωί.

Εκείνος που αγαπούσε τα πουλιά

Όταν τον πρωτοάκουσα μιλούσε για τους κεραυνούς
για μια βροχή, για ένα παράδεισο στην γη
μας έκανε να μετανιώσουμε που πολεμήσαμε
που στερήσαμε το χαμόγελο των πονεμένων
που κακοποιήσαμε την χαρά
και αδικήσαμε την δικαιοσύνη
Μια άλλη φορά μας μίλησε για μια συγκέντρωση ανθρώπων
και είπε όλοι αυτοί οι μορφωμένοι και οι σπουδαγμένοι
που μιλάν την γλώσσα για την σωτηρία του κόσμου
δεν καταφέρανε να μάθουνε την γλώσσα των πουλιών,
των λουλουδιών, των αστεριών
που αυτά απλόχερα μιλάνε για αγάπη και για καλοσύνη
μας μιλούσε για την ανάμνηση για την ανάσταση,
την λευτεριά από τα πάθη των ανθρώπων
για την ειρήνη που θα΄ρθει
και αυτά τα όπλα, τα μαχαίρια τα σπαθιά
μας διάβασε στον Ησαΐα
πως θα γίνουνε εργαλεία για την γη
σκότωσαν τον άνθρωπο που αγαπούσε
τα λουλούδια τα πουλιά
τα περβόλια και τα δέντρα
τα λουλούδια τα πουλιά.
Αυτά αισθάνθηκαν πιο πικρά τον χαμό του

γιατί τον σκότωσαν κανείς δεν το ξέρει
αυτό μου είπε η άνοιξη λυπημένη.

Αν με προλάβει η άνοιξη

Αν με προλάβει η άνοιξη
να είμαι λυπημένη
δεν θα ανθιστούν οι μυγδαλιές
δεν θα ανθιστούν οι κάμποι
κι αλίμονο στη γη που δεν θα πρασινίσει

Αν με προλάβει η Άνοιξη
να είμαι λυπημένη
θε να λαλήσουν τα πουλιά τραγούδια λυπημένα
και θα τ΄ ακούσουν τα βουνά τα δέντρα και τα χόρτα
κι αλίμονο στη γη που δεν θα πρασινίσει

Θε να γυρίσει...
να μείνει ο χειμώνας
και να χαθεί η ομορφιά
και να...
αν με προλάβει η άνοιξη να είμαι λυπημένη
θα κάνω πέτρα την καρδιά
να μην χαθεί η ομορφιά
και στερηθούν οι άνθρωποι
και στερηθείς και εσύ
αν με προλάβει η άνοιξη

στον ρυθμό του Ναυάγιου.

..............

ΣΤΟΝ ΡΥΘΜΟ ΤΟΥ ΠΝΙΓΜΟΥ

Θα σου πω πως όταν κάποιος τρελαθεί (αληθινά όμως)
Φοβερίζει τον οίκτο των πολλών
Φεύγει για πολύμορφα παραμύθια που τα παίζει μέχρι τέλους
Σταματάει-
Χαιρετάει τον εαυτό του
Αγαπάει μια νεκρή κοπέλα
Του αρέσουν τα λεωφορεία τα βράδυα
Ανάβει ηλεκτρικό τα πρωινά
Γίνεται λιχούδης σαν αρκουδάκι
Φωνάζει σαν άνθρωπος
Τρομοκρατεί τους απέναντι
Δεν μπαίνει σε κανέναν μέσα,
στο σπίτι,στη σκέψη, στο σώμα του
Ακουμπάει και λατρεύει τις λείες επιφάνειες που χαιδεύουν
Κινείται σαν χορεύοντας στη λίμνη του πόνου
Στα εκλογικά κέντρα γελάει που όλοι του χαμογελούν
Στις καβάντζες ψάχνει για γυναικεία υγρά, νωπά
Τα παιδιά τα βαριέται και τα λατρεύει
-όχι δεν χαιδεύει κανένα-
Στη μάνα του λέει ψέμματα πως πήρε όλα τα χάπια
Έχει εμμονή με την ώρα.
Μη φύγει η τρέλα
Και μείνει πάλι μόνος.

Ένα καράβι στο χρώμα των ματιών σου

Ένα καράβι στο χρώμα των ματιών σου
Παλεύει την τρικυμία μου
Να μη βουλιάξει
Κράτα ήλιε μου
Ως την ακριβοδίκαιη μοιρασιά του χρόνου
σε δύσεις και ανατολές

Των ήλιων το συνήθειο μιμήσου…
Οι ήλιοι βουτούν μα δεν ναυαγούν…

Νοσταλγία

Η ζωή με έφερε σε αυτό το ακρογιάλι ,
έναν διαβάτη που τον κούρασαν οι δρόμοι.

Η ζωή με έφερε σε αυτό το ακρογιάλι
έναν άνθρωπο που ψάχνει
ότι απόμεινε από το εχτές ,
τα συντρίμμια από κάποιο παλιό ναυάγιο
κορμιά που μιλούν μέσα από το μνήμα ,
κορμιά που αγαπήθηκαν στο φεγγαρόφωτο μιας νύχτας
πάνω σε αυτό το έρημο ακρογιάλι ,
πριν κινήσουν για μακρινά ταξίδια
πριν χωρίσουν για πάντα .

Η ζωή με έφερε σε αυτό το ακρογιάλι
ίσως για να βρω
τα φτερά από κάποιο παλιό ξεχασμένο τραγούδι
ένα τραγούδι που μου μιλάει για σένα .

Κυλάει η ευτυχία

"Κυλάει η ευτυχία στις
σχισμένες σελίδες της
τωρινής ζωής μου.
Λίγες σταγόνες χρώματος
σε γράμματα που
υμνούσαν τη μοναξιά.
Σβήνονται,μπερδεύονται,
και εξαφανίζουν τα μαύρα
δάκρυα.
Πλέον ένα πρόσωπο κοιτά,
ένα χέρι γράφει.
Σειρές από ανεξίτηλες
αναμνήσεις γεμίζουν
ένα καινούργιο βιβλίο.
Ναι,τα μάτια αυτά
χαράζουν τα ωραιότερα
γράμματα πάνω στη πέτρα
που έκρυβε το άσπρο.
Ξανά και ξανά,ο δικός
μου συγγραφέας, με
αυτές τις λέξεις μου γελά."

Όμοιο μ' έρωτα αγάπης το φεγγάρι

Όμοιο μ' έρωτα αγάπης το φεγγάρι........
γεμίζει η νύχτα και γεμίζει η αγκαλιά........
ολόγεμη καρδιά χαλάλι και μακάρι...........
φάσεις να μην υπήρχανε μα μόνο φωτεινιά...............
Γεμίζει η Πανσέληνος την νύχτα με αγάπη............
μια φωταψία που τα όνειρα κεντά τρυγά..........
μες στην καρδιά η ψυχή ν' αγγίζει άγια χάρη.............
νεράιδα του φεγγαριού η σεληνοδροσιά..............

Γεννά αγάπες κι άνοιξες γυρνά τ' αδράχτι........
και μια ανέμη συντροφιά αγνά και τρυφερά..............
νυχτιάς σπουδαία η φορά μα είναι φεγγάρι..............
Φεγγάρι αγάλι την ζωή χνάρι εσύ ακουμπάς....

Ερωτας



Ο έρωτας στα μάτια σου

στο πιο ψηλό παράθυρο
αστέρι αντιφεγγίζει
μεθυσμένο με γλυκό κρασί
ένα φιλί στα χείλη σου πανηγυρίζει

Ο έρωτας των ονείρων σου

η ελπίδα των στεναγμών σου
ο πόθος της αγκαλιάς σου
η αναμονή της ανάσας σου
ο καημός του λογισμού σου

Ο έρωτας ο δρόμος σου

φλεγόμενο καράβι
με τα κατάρτια ανήμπορα
σε παρασύρει στη φωτιά
για να καείς με πάθος

Ο έρωτας στο μαντήλι σου

μυρωμένος από ιδρώτα
κόκκινος με φρέσκο αίμα
από τα δαγκωμένα χείλη σου

Ο έρωτας άγιος Αυγουστος

της θείας κοινωνίας μεταλαβή
ιερός λίβας άνεμος
αλυδοδεμένη σε τραβά
μα εσύ εκούσια όπου φυσά θα πας

ΜΙΝΥΩΝ1 ΔΑΝΑΩΝ2 ΚΙ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΑΓΟΙ ΚΙ ΗΓΕΤΕΣ



Ουτιδανό3 το νυν κοινωνίας Ελλάδος σαθρό πλέγμα:
κατάντησαν τους αγνούς ανθρώπους παρείσακτες ρουφιάνες,
τσακίσαν το περίφημο φιλότιμο κι ηρώων φλέγμα,
που πια "κουνιούνται" σαν γριές, άσχημες, άντυτες πουτάνες.

Έτι δε κι οι εσθλοί4 ταγοί δεν εμπιστεύονται ουδένα.
Απίστευτο, μα κι αυτοί σε ρυθμούς επείσακτης ρουφιανιάς,
καμμία τιμή και σεμνή αγλαή τύχη σε κανένα
κι οι ύστατοι τίμιοι άνδρες σε δρόμο σκαιό πουτανιάς.

Χαθήκαν τα παλαιά ήθη ανδρών, τα παλικαρίσια
κι ουδείς πιστεύει τον σύντροφό του ως αγαθό κι αληθή.
Άπαντες κατατρομαγμένοι έρπουν χαμερπώς, φιδίσια
και μέσα σ’ αυτόν τον ζόφο Λευτεριά θα ξαναγεννηθεί.

Κλείσαν σε δήθεν αδιέξοδο την πιο γλυκειά Πατρίδα
τα λερά κνώδαλα θρασύδειλων κι ανάλκιδων5 μασόνων,
νομίζουν τους ταγούς κι ηγέτες Δαναών2 - θεών, μαρίδα,
λες κι οι πρόγονοι Μινύες1 ήσαν άμοιροι των κιόνων.

Μα, υπάρχουν και κάποιοι τύποι που δεν γίνονται ικέτες
μήτε σαν μοιρολάτρες τύχη κι ειμαρμένη περιμένουν.
Είν’ ιππότες, που εμπνέουν τα πλήθη, οι ταγοί κι ηγέτες,
απειθείς γαβριάδες, που μ’ ανδρεία κι αλκή6, επιμένουν.

Είναι οι Μινύων1, Δαναών2 κι Ελλήνων ταγοί κι ηγέτες,
που θα εγείρουν και θα κατευθύνουν πατριωτών πλήθη.
Είν’ αυτοί που θα πατάξουν τους πολιτικάντηδες κλέφτες
κι αριπρεπώς7 θα φέρουν εκ νέου τα των Ελλήνων ήθη.

1. Μινύες (Ορφική λέξη): προσφώνηση των Ελλήνων από τον Ορφέα.
Μινύες: Έλληνες.
2. Δαναοί (Ομηρική λέξη): προσφώνηση των Ελλήνων από τον Όμηρο.
Δαναοί: Έλληνες
3. ουτιδανό (Ομηρική λέξη): τιποτένιο
4. εσθλός (Ορφική και Ομηρική λέξη): καλός, αγαθός, ανδρείος, ευγενής, αίσιος, δραστήριος.
5. άναλκις (Ομηρική λέξη): ο μη έχων αλκή.
6. αλκή: δύναμη, θάρρος (κατά την μάχη), υπεράσπιση, πόλεμος.
7. αριπρεπώς [εκ του αριπρεπής (Ορφική λέξη)]: μεγαλοπρεπώς, ενδόξως.

ο Αρχάγγελος του πόθου


(αναζητώντας εσένα )

Όταν βαριά η πόλη κοιμάται
στα πέτρινα προσκεφάλια του ύπνου,
τις νύχτες που τα φώτα αιμορραγούνε
στις μεγάλες λεωφόρους του ονείρου
τότε και εγώ αναζητώ εσένα ,
το πιο όμορφο από τα όνειρά μου
μακρινό δειλινό βαμμένο
στο αίμα μικρής χελιδόνας .

‘Όταν η σιωπή γίνεται το αεράκι
που σιγοτραγουδά στα κλαδιά του κόσμου
τις νύχτες που ο σκώληκας της φθοράς
άπληστα μου ροκανίζει τις ρίζες
και η μελαγχολία των άστρων
μαύρα υψώνει κάστρα στα ουράνια της ψυχής μου
τότε και εγώ αναζητώ εσένα ,
το μάγεμα από το τραγούδι του Ορφέα
στα σκιερά δάση της μνήμης

Όταν ο ύπνος νωχελικά απλώνεται
στα ακρόκλαδα των νυσταγμένων βλεφάρων
τις νύχτες που ροδομάγουλες παρθένες
υφαίνουν το υφάδι της θεάς Αφροδίτης
στον αργαλειό της καρδιάς τους
τότε και εγώ αναζητώ εσένα ,
τον έρωτα που τρυφερά ανασταίνεται
στα άγουρα χείλη των αγοριών
που γυμνόστηθα κοιμούνται στις κάμαρες του ονείρου


Όταν φουρτουνιασμένη η ζωή ποτάμια κυλά
εκεί που άλλοτε βασίλευαν άνυδροι βασιλιάδες
και η αγάπη σαν παιδούλα γλυκά ξυπνά
στις μυστικές σπηλιές της ψυχής μου
τις νύχτες που πυρόξανθοι κοιμούνται
άγγελοι στα απλωμένα μπράτσα της νύχτας
τότε και εγώ αναζητώ εσένα ,
τον Αρχάγγελο του Πόθου
που έβαλε φωτιά στα όνειρά μου
Βάσω Μπρατάκη

Από την ποιητική συλλογή
"Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ "

Έρωτας

Ιδανή μορφή εξοχοστόλιστη.
Γεννάς πόθους υπερβατικούς.
Ποτισμένους με βρόχινο νερό.
Κι 'οταν ο έρωτας γέρνει.
Λεπτόκλαδο της θύμησης.
Θωπεύει υπέροχα τη λευκή σάρκα.
Χαρίζοντας ηδονή απρόσμενη.

Προδομένο μου φεγγάρι

Tο φεγγάρι ματωμένο
μες στην νύκτα σαν σκιά
ψάχνει μάταια τ’ όνειρό του
στο χλωμό χαμόγελο του
το παράπονο ξυπνά.

Ρεφρέν
Προδομένο μου φεγγάρι
κάθε δάκρυ σου
Λουλουδάκι στο παρτέρι
της αγάπης σου.

Το φεγγάρι δακρυσμένο
στο στρατί της μοναξιάς
ψάχνει του ήλιου ένα χάδι
να γκρεμίσει το σκοτάδι
της θλιμμένης καρδίας

Πάλι βρέχει !

Πάλι βρέχει!

Πάλι βρέχει!
Στα παράμερα τριόδια
οι ψαλμοί θρηνούν που εδιάβαζες στον όρθρο.
Μυροβόλησε η ψυχούλα σου η ευωδία
το κορμί σου, σε μια δέησην ολόρθο.
Πάλι βρέχει!
Στου κελιού τ' άραχνα τζάμια
κλαιν' μυστηριακές αγιογραφίες,
που ήλιοι με το αίμα τους ζωγράφιζαν
στις λιβανιστές σου ψαλμωδίες.
Πάλι βρέχει!
Σαν αντίφωνο μες στη θαμπή σου μνήμη
η κλαιόμενη βροχή.
Λες, της φύσης που είναι η προσευχή.
Κι η ψυχή σου κλαίει κάτι που αποθύμει.
Πάλι βρέχει!
Τί σε θέλουν οι καημοί που λεν: Θ υ μ ή σ ο υ;
Οι ψαλμοί τους βρόχινοι
μούσκεψαν την άσπιλη ψυχή σου
και στα δάκρυα δεν αντέχει.

Πάλι βρέχει!

Προτου τα δυο- τρια αυτά στεγνωσουνε φιλιά



Προτού τα δυό-τρία αυτά στεγνώσουνε φιλιά
στο μέτωπό σου επάνω
εδώ κι εκεί
εσύ θα γονατίσεις για να πιείς σκυφτή
νερό αργυρό απ’ τον καθρέφτη μέσα
και άμα τυχόν κανείς δεν θά ’ναι ’κεί να βλέπει
τα χείλη του θ’ αγγίξεις με το στόμα σου.

Πάει καιρός που πιο σβέλτο κι απ’ τα δάχτυλα
του γλύπτη στη συμπαγή κρητίδα
το αίμα σου ανυπόμονο λαξεύει
από μέσα εσένα το κορμί σου.

Μακάρι και να γράπωνα αχ
τη νεανική σου κόμη,
να την εσήκωνα επάνω από τη ράχη σου –
πιότερο μοιάζουν τα μαλλιά σου με φτερά
και παραβγαίνοντάς τα εγώ θά ’φτανα πρώτος
εκεί

εκεί, μπροστά στα ίδια σου τα μάτια
και στον απώτατο μυχό του αέρα,
όπου είναι το μέγα, απόκρημνο, δονούμενο
πασίγλυκο μηδέν
και αστράφτει.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Συγγνώμη, χάθηκα στις αναμνήσεις μου

"Συγγνώμη, χάθηκα στις αναμνήσεις μου/ μήπως είδατε την έξοδο κινδύνου, να περάσω/ η πραγματικότητα με σταμάτησε πάλι, απειλητικά/ κολασμένα ζητώ περισσότερο φως, να χαθώ/ να σβήσω τη νύχτα, που επανέρχεται διψασμένη."

Όμορφη πόλη ( Θα γίνεις δικιά μου )

Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα

Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Η νύχτα έφτασε τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε οι δρόμοι χαθήκαν

Στίχοι, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

 

Να 'τανε το '21


Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια στιγμή

Να περνάω καβαλάρης στο πλατύ τ' αλώνι
και με τον Κολοκοτρώνη να 'πινα κρασί

Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα
και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ' άστρα
μια Τουρκοπούλα (ομορφούλα) αγκαλιά

Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια βραδιά

Πρώτος το χορό να σέρνω στου Μοριά τις στράτες
και ξοπίσω μου Μανιάτες και οι Ψαριανοί

Κι όταν λαβωμένος γέρνω κάτω απ' τους μπαξέδες
να με ραίνουν μενεξέδες χέρια κι ουρανοί

Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα
και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ' άστρα
μια Τουρκοπούλα (ομορφούλα) αγκαλιά

Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια βραδιά
Στίχοι: Σώτια Τσώτου Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής τραγουδά : Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Διεθνή

Στη στήλη των «Διεθνών»,
Στις καταχωρήσεις περί παραδόξων,
Καταστροφών φυσικών,
Υπήρξε μιαν αναφορά,
Μια είδηση με προεκτάσεις θεολογικές.
Ανευρέθη, λέει, ο τάφος του Απόστολου Φιλίππου,
Ανάμεσα στα ερείπια της ξακουστής
Των Φρυγών πόλεως.
Ανάμεσα σε θέατρα, δεξαμενές άλατος,
Μες στις πέτρες των θεάτρων,
Των άλλων των κτιρίων,
Των δημοσίων,
Εντοπίσθηκε ετούτο το περίφημο εύρημα.
Μα σε τούτα τα συντρίμμια,
-Δεν αναγραφόταν στην είδηση-,
δεν θα βρεθεί,
Με βεβαιότητα,
Εκείνο το σύμπλεγμα των σωμάτων
Που σύχναζε στις θέρμες,
Εκείνα τα κορμιά
Που επεδείκνυαν μια προσήλωση βυζαντινή
Σε πράξεις ερωτικές,
Καθώς συμβαίνει στους χώρους της αρχαιολογίας,
Σαν βρεθεί κανείς μες στη σωσμένη σιωπή
Των ένδον χώρων.
Στη στήλη των «Διεθνών»,
Εκεί που καταχωρούνται
Οι τρομερές των ανθρώπων ανταποκρίσεις,
Εκεί αναγράφεται η είδηση
Για την ανεύρεση του ταφικού μνημείου
Εκεί που περιγράφονται εν συντομία
τα εγκλήματα,
τα πιο επαίσχυντα,
Και τα άλλα, τα όσα συμβαίνουν στις ρωσικές τούνδρες,
Στα μέρη που πέφτουν στάλες, σαν κινέζικα στιλέτα,
Στα λυπημένα διαμερίσματα μιας πόλεως επαρχιακής.

Πραγματικότης

Ελήφθησαν όλες οι αναγκαίες προφυλάξεις.
Απομακρύνθηκαν οι ένοικοι των κτιρίων,
Τα υπέροχα ζώα του βασιλιά.
Το άγαλμα με τα ακίνητα μάτια
Τοποθετήθηκε στο κτίσμα τύπου τολ,
Θα το ανακαλύψουν έπειτα από αιώνες
Οι ζωντανοί μιας άλλης εποχής.
Θα εντοπίσουν τα χέρια,
Τα θραύσματα από το κρανίο,
Τα άδεια μάτια θα εντοπίσουν.
Ύστερα κοιτώντας τις φωτογραφίες
των ευαίσθητων φιλμ,
Θα μνημονεύσουν τους νεκρούς συγγενείς.
Θα προβούν στην παραδοχή πως
ελήφθησαν όλες οι αναγκαίες προφυλάξεις.
θα εξερευνήσουν τα σώματα,
Με όλες τους τις ατέλειες,
Με τους λόφους και τις λίμνες,
Με τη διάχυτη ροπή προς τη φθορά.
Οι άνθρωποι θα μπορέσουν να γεράσουν
Προσμένοντας την απάντηση
Στην έκκληση για βοήθεια.
Μα πάλι οι υπολογισμοί κρίνονται επίφοβοι.
Γιατί κάποιος υπάλληλος του δήμου
Με όψη γελωτοποιού
Μπορεί να υποκλέψει τελικά
τα βιβλία των ληξιαρχείων
Και έτσι κανείς
να μην μπορεί να αποδείξει
Πως υπήρξε κάποτε ζωντανός.
Τώρα όλοι κοιτούν προς τη νύχτα,
Επίμονα,
Το άγαλμα διατηρεί τη θεϊκή ακαμψία του.
Στο στόμα, σωροί από γύψο
Φράζουν τα ουρλιαχτά των αιώνων.
Μάταια, λοιπόν ελήφθησαν
Τόσες προφυλάξεις,
Μάταια διατυπώθηκαν
Τόσοι δισταγμοί,
Τόσα υπονοούμενα.
Οι αγαπημένοι,
Οι παλιοί μας φίλοι,
Δεν θα φανούν πια.

Μονόλογος

Να μαζέψουμε όλες τις λέξεις,
Όσες πεθαίνουν ανείπωτες μες στα μεγάλα λεξικά,
Εκείνες που προφέρθηκαν κάποτε
Και τώρα αντηχούν μόνο τα απόφωνά τους.
Να μαζέψουμε όλες τις λέξεις,
Όσες είναι καρφωμένες στις καρδιές των γυναικών,
Εκείνες που γέρασαν και θυμίζουν τώρα μαύρα πουλιά
Καθισμένα στους βράχους να γεύονται τις τρικυμίες,
Να μαζέψουμε όλες τις λέξεις,
Όσες έχουν χυθεί σαν κορυδαλλοί στο χορτάρι
Όσες κρύφτηκαν στα δόντια,
Εκείνες που περιγράφουν ένα νεκρό άνδρα,
Ένα ελέφαντα στην είσοδο ενός λιμένα,
Ως άγαλμα, ως υπενθύμηση
Του φοβερού Νικάνωρα.
Να τις μαζέψουμε όλες.
Μονάχα μια να αφήσουμε τριγύρω μας,
Ελεύθερη, σπουδαία.
Έτσι του μίλησα,
Μα εκείνος κοιτούσε επίμονα έξω
Προς τη νύχτα και επαναλάμβανε
Τον επικίνδυνο όρο
Και έμοιαζε να καραδοκεί,
Καθώς το αναμμένο οξυγόνο
την εύφλεκτη ανταπόκριση.
Να μαζέψουμε όλες τις λέξεις,
Να αφήσουμε μονάχα εκείνες
Που έχουν υποστεί τη φοβερή
Του εγχυτρισμού τη διαδικασία.
Έδειξε να συμφωνεί και θυμάμαι
Που όλο μεγάλωνε μες στο φως,
Προφέροντας μία προς μία
τις ονομασίες των κορυφών
του βουνού των αρωμάτων.

ο δικός τους Δεκέμβρης

Ο ΔΙΚΟΣ ΤΟΥΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ
 
Είχα βγει εθιμοτυπικά,
γιόρταζα.
Είχα έναν συμπαίχτη δίπλα μου σχεδόν εθιμοτυπικά, δεν ήθελε πάλι Εξάρχεια
Στην Αιόλου, στην Αγία Ειρήνη -σ΄ένα με φλώρους, αν θυμάμαι καλά.
Πριν τρεις μέρες θυμόμουν τις τρύπες :
Στα πουλόβερ, στα όνειρα, στην ηδονή
Αυθημερόν –μέρα βόλτας-σκεφτόμουν την ταχυκαρδία
‘’πανικού θάναι πάλι, πρέπει να το συνηθίσω... χρόνια τώρα η ίδια κουταμάρα’’
Εργάσιμη, δούλευα την επόμενη
‘’πόσο θάθελα ν΄αρρωστήσω, να μην πάω’’.
Σαν τότε στο σχολείο
Ήθελα να κοιμάμαι απ΄το πρωί μέχρι το μεσημέρι
Ανέβαζα τον πυρετό , όποτε ήθελα σχεδόν.
‘’Άσχημη που είναι η ζωή μαθές’’-τα δικά μας κακοπαιγμένα φανάρια.
Ούτε ένα κλάμα αληθινό,
ούτε ενα παραμύθι πειστικό,
ούτε μια γκομενοδουλειά για να μη με κοροιδεύω.
Ένα καλό με την αντικοινωνικότητά μου,
είναι που δεν βλέπομαι  πια με κανένα.
Στις γιορτές μου δεν με παίρνει κανένας, κάτι χτυπημένοι και μια-δυο γκόμενες
πολύ αρχαίες ( δεν ευτύχησαν φαίνεται στην πορεία) :
‘’Να τα πούμε καμιά μέρα’’
Εμείς οι συμπαίχτες της ελεγχόμενης τρέλας σαν βγαίνουμε,
πάμε νωρίς για ύπνο και Σάββατο νάναι.
Αυτή το ξεκίνησε -μάλλον εγω της το ενέπνευσα
Κι ας βγαίνω μόνος μέχρι πολύ αργά που και που.
Είχε πια κάτι θόρυβους..... ασθενοφόρα, μπάτσικα ;
Πηγαίνοντας για τ΄αυτοκίνητο
κάποιοι τρέχαν- μάλλον όχι για κάπου, μπάτσους δεν είδαμε εκεί.
Μην υπερβάλουμε στις απαιτήσεις.... πρώτες στιγμές είναι, σαν πριν πέσεις.
Μπροστά θα πέσεις, αλλά κινείσαι χορευτικά προς τα πίσω
Τα ξέρω εγω αυτά, της φυσικής.
‘’Και του χρόνου! σ΄ευχαριστώ για το κέρασμα’’
΄΄Ποιό κέρασμα, εγω σ΄ευχαριστώ’’
Μας κόψαν τη ζωή :
Λίγο πιο φανερά αυτή τη φορά.
Ζωή για το γέρο είναι νάχει στοκ φάρμακα στο συρτάρι
Για την όμορφη να μην είναι σίγουρη ποιόν θέλει  (κυρίως τον προηγούμενο ωραιοποιημένο)
-και για τον όμορφο φαντάζομαι-
Για το παιδί να είναι χωρίς πρόγραμμα με φίλους
Για μένα θάταν μια ώρα διαφοράς :
Νάβγαινα λέει απ το πετσί μου και ν΄αποχτούσε η μούρη μου γωνίες
Και να φώναζα αυτά που με πνίγαν
Και να έσφαζα αυτούς που με αποπατήσαν
Και να μιλούσα πιο λίγο, γιατί κάποια θα με κοίταζε ανεξαρτήτως.
Και να μην είχα τόση αηδία στο στόμα
Και εφιάλτες  και τις κωλοαρρυθμίες
Να μπορούσα να περπατάω, χωρίς να φοβάμαι
Νάμουνα πιο αξιοπρεπής, ναι κι αυτό.
Να μην είχα καμιά παραγωγικότητα,
πλήν της διάχυσης στον κωλο-άλλον ,που κρύβεται.
Είχε μάνα πλύστρα ο δολοφόνος....
κι εγω,
είχα τη γιορτή μου -άσε μη μιλήσω για τη μάνα μου.
Και μιαν απέραντη αίσθηση ακινησίας
Που πήγαν τα μποφώρ; αύριο θάμαι εκεί,
δουλεύω εκεί δίπλα.
Θα φεύγω κλεφτά απ΄τη δουλειά, θα πάω να δω, θα φάω όσα τοξικά αντέξω
Αν είμαι τυχερός για γέρος και με τσάντα, θα φάω και καμιά στη πλάτη.
Με κοροιδέυετε;
Και η κηδεία θα γίνει σπίτι μου δίπλα;
Στο τραμ στα νεκροταφεία θα σκοτώσουν κι άλλα παιδιά άραγε;
Αφού ο πατέρας μου θα πεθάνει ενάμιση χρόνο αργότερα
Κι εγω δεν ξέρω ακριβώς.
Σάπια σειρά, όλα μυρίζουν.
 

Ρόδα Αειθαλή.


Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι` αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμα τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.

Αδιανόητη φυγή



Η μορφή σου μια εικόνα,
που σταμάτησε
την ανάσα του χρόνου,
αψηφώντας την μοναξιά.
*
Μέσα απ΄της απουσίας το ψέμα
μιας αδιανόητης φυγής ,
θλίψη κι΄αγάπη αντάλλαξαν ένα λυγμό,
στην ανάμνηση ενός ονείρου
πριν ακόμη γεννηθεί.
*
Προσπερνώ τη λύπη
νικημένη απ΄την αγάπη.
Δεν τραυματίζω πια την ψυχή μου.
Ακουμπώ στα χαμογελά της...

( Από την εικαστική ποιητική συλλογή "'Δύναμη ψιθύρων"

Αιγίνης



έβοσκαν ξεμακρυσμένες οι ώρες
στον ήμερο λόφο
με τις συνεχείς επαναλήψεις
χαμηλά έτρεχε ένα ρυάκι
με γάργαρα λόγια
που και που γινόταν χείμαρρος
και κατέβαζε ξερά συνθήματα

δυτικά κρεμόταν στον ορίζοντα
ένα καφενεδάκι με τη μουριά
στη χωμάτινη αυλή των υποσχέσεων

ο άνεμος σκορπίστηκε στο τοπίο
με την άνεση που ένα προεδρικό διάταγμα
στέλνει δυστυχία στα πρωινά των γερόντων

δυο τρεις ιδέες στα κρυφά διέσχιζαν
την κεντρική λεωφόρο των παρεξηγήσεων
ανταμείφθηκαν με πολλούς πυροβολισμούς
στην πλάτη και τα οστά

οι γωνιές της αναμονής
μηρύκαζαν τους επιλόγους των ειδήσεων
και τους μοίραζαν σε κονκάρδες πλαστικές
στους κυρτωμένους νέους

-μη σκορπίζεσαι
-δεν μπορώ γιατί τα βράδια μου στέκουν σαν τα διψασμένα κυπαρίσσια και με τη χούφτα απλωμένη ζητιανεύουν όλα κείνα που δεν μπορώ να τους προσφέρω

Με τ'όνομά μου να με λες

Με τ'όνομά μου να με λες
μη μείνει άφραστος ο έρωτας
κι αργοπεθάνει...
Αγάπη φώναζέ με
μες στους ψιθύρους της νύχτας..
γεμάτος από μένα να'σαι
βάφτιζέ με στη σιωπή της πεθυμιάς..
γλυκός ο πόνος των ματιών σαν λείπεις..
ακούς...
με τ'όνομά μου να με λες..

Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός

Των ακατέργαστων διαμαντιών η μητέρα,
το πάει για ύπνο.
Ασβεστωμένη γειτονιά για τον τρανταχτό.
‘’Στην υγειά και στη μνήμη των αγριμιών που καλπάζουνε,
σε κήπους περιφραγμένους’’
Τα παιδιά , οι έφηβοι, εκεί
Σοβαροί όλοι -λίγο σφιγμένοι.
Ένας ξεμάκρυνε για ν΄αυνανιστεί στα χόρτα:
 Η σπονδή του
Από το ξενοδοχείο το τρανταχτό καμάρι
μίλησε στη μάνα του, παραπονέθηκε :
‘’ Με βάζουν να τρώω όλο το πρωινό
χάνω τη μέρα ,έτσι’’
Μετά, η μητέρα των ακατέργαστων διαμαντιών
έκατσε στη θέσης της μάνας του.
Όταν πάει ταξίδι αγαπημένος
πονάει το φευγιό..... δεν προσκυνήθηκε ποτέ από κάποιον
Τον βλέπαν έτσι, ‘’τρανταχτέ’’ λέγαν.
Οι κοπέλλες της γειτονιάς στη σειρά
Βαμμένες σαν πουτάνες όλες και σιωπηλές.
Τόσος σεβασμός:
‘’Έτσι, δεν θα τον ερεθίζαμε ποτέ’’
Μετα κατέβηκε ένα κόκκινο μπαλόνι και των ακατέργαστων διαμαντιών η μητέρα,
το κατάπιε
Μετα απογειώθηκε...... μέσα της, πολύς αέρας βλέπεις
Πετάει τώρα από πάνω μας
Πάνω απ τη πλατεία μας , όχι την εκκλησία πιο πέρα
Κρατάει κάτι.
Είναι και πολύ ψηλά να δείς
Ο καπετάνιος πούρθε καθυστερεημένος, το βλέπει :
‘’Είναι λίγο δενδρολίβανο, ένα παντελόνι, ένα γιλεκάκι’’
Μετά, ένας φαλακρός , μόνος  μέσα στο σπίτι του
θα ρίξει μια στροφή ζειμπέκικο.
Του μικρού

Ζηλεύω την νύχτα

Ζηλεύω την νύχτα...γιατί κλείνει το φως...
Γιατί κρύβει στην αμαρτία στο σκοτάδι...
Ο θάνατος έρχεται αργά....
Και αυτοί που μας πικραίνουν πάνε για ύπνο...
Παίζω τάβλι με το θάνατο...αναπνέοντας φαρμάκι..
Τέσσερα βήματα πριν το θαύμα...
Αγώνας...κόντρα...
Πάντα κόντρα....
Στο σύστημα τους...αυτό του θανάτου...
Δεν τους αξίζει αυτός ο κόσμος...
Μαύρο...του πένθους...της αντίδρασης...
Απέναντι...κατά μέτωπο....
Και δίπλα....στον άνθρωπο...
αυτόν...
τον ξεχασμένο...
τον μόνο....
που ξέρει και να κλαίει....
Όχι....όχι....όχι...
Άρνηση...
Δεν ρίχνω το μυαλό μου στο καζάνι....
της κόλασης τους...
Προτιμώ το μαύρο...
Το μαύρο της αξιοπρέπειας...
Το μαύρο του απ έξω...
Του αυθεντικού...
Ζηλεύω τη νύχτα ...
που εξισώνει φίρμες και ανθρωπάκια...
Προτιμώ τα ανθρωπάκια...
γιατί είναι δικά μου...
Και ας μην κάνουν τη διαφορά...
και ας μην κάνουν την επανάσταση...
Μπορεί κάποτε...

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

η μνήμη ματώνει

Ξεδιαλέξαμε με τη μάνα τα ρούχα του. Πήρα κάποια που μου χωρέσανε. «Δώσε τα άλλα» της είπα «σε κανέναν Αλβανό να σ’χωρέσει».
Φοράω, πότε-πότε, άμα βρέχει, ένα πανωφόρι του.
Έβρεχε και τότε. Ιούνιος του 1957. Απομεσήμερο μέσα στο συννεφόκαμα. Έπαιζα κάτω από την αχλαδιά μ’ ένα ντενεκάκι. Πήρε να σκοτεινιάζει από τα δυτικά. «Το κέρατό μου» είπε, αψύς όπως ήταν, «μαζέψτε τα. Θα πάει η μέρα στράφι!» Άφησαν τα δρεπάνια και ψευτοδεματιάσανε τα χερόβολα. Σαμάρωσαν τα ζώα κι οι γυναίκες μαζέψανε τα πράγματα. Προτού πατήσουμε στη δημοσιά άνοιξε ο ουρανός. Μας έδερνε ένα χοντρό χαλάζι στην αρχή που γύρισε σε λίγο σε βροχή. Ξεντύθηκε μια μαύρη πατατούκα και την επέρασε ανάρριχτα στις πλάτες μου. Τσάκισε η καρδιά μου από τον πανικό, από τον κρότο που ‘κάναν τ’ αστραπόβολα. «Αχά, αχά, Γιωργιάκο», γύρισε και μου ‘πε, «ανάγκασε να μπούμε στο χωριό προτού σαπίσουμε».
Προσπάθησα επιταχύνοντας το βήμα μου μα δεν τους πρόφταινα κι όπως το ρούχο του σερνότανε στις λάσπες, πάτησα τα μανίκια κι έπεσα. Με πήρανε τα αίματα απ’ τη μύτη και τα κλάματα. Εκείνος γύρισε, με σήκωσε και μέσα στην απόγνωση με πλάκωσε στα κατακέφαλα.
Σε λίγο απαγκιάσαμε στο εξωκλήσι της Αγίας Κυριακής. Ζάρωσα κλαίγοντας κρυφά σ’ ένα στασίδι. Ήρθε με χάιδεψε. Έβγαλε απ’ την τσέπη ένα κομμάτι παστέλι. Με φίλεψε.

Των παρόντων καιρών

Εδώ παλαίψανε οι φοιτητές με το μεγάλο δράκο.
Τα χρόνια πέρασαν κι οι πρώτοι τη βολέψανε.
Άλλος στο βουλευτήριο,
άλλος στη δημαρχία,
άλλος κλειδούχος στο κοινό ταμείο
κι άλλος παρατρεχάμενος στου αρχηγού τη βίλλα.


Οι δεύτεροι, παρέμειναν ανώνυμοι,
σαν τους λοιπούς οπλίτες.
Της επταετίας αγωνιστές,
κορόιδα της μεταπολίτευσης,
σαν τα σφαχτάρια κρέμονται
απ’ το τσιγκέλι των ιδανικών τους

υπερ των ποιητών

Να αγαπάτε τους ποιητές.
Προς όψελός σας διαθέτουν την ψυχή τους·
την ειρηνική αυτή επαρχία εκρηξιγενών πετρωμάτων,
επιδιδόμενοι σε διαρκή εκβραχισμό
ώστε να σας προσφέρουν τις πολύτιμές τους λέξεις.

Αποτελούν, από μιαν άποψη,
ένα είδος θαλάμου ακροάσεων
των επιθυμιών και των καημών σας·
μία διώρυγα προσαγωγής της προσδοκίας σας
για κάτι το ωραίον·
ένα ακάτιο που σας διασώζει
από την αγκυλωτικήν αγκίστρωση
στους παγετώνες της ακαλαισθησίας.
Σας παρέχουν την ευκαιρία να ενωθείτε μαζί τους
με δεσμούς ετεροπολικούς,
αν αξιοποιήσετε τα ψυχικά τους αναβλήματα.

Να αγαπάτε τους ποιητές.
Αντιληφθείτε ότι δεν είναι τίποτε άλλο
από μία δεξαμένη έρματος
για να ισορροπούν οι υπερθαλάσσιοι θάλαμοι
του πλοίου με το οποίο ταξιδεύετε.

Κάθε φορά που τους πληγώνετε
υφίστανται μικρά εγκάρδια ραγίσματα
μη επισκευάσιμα.

γύρω γυρω όλοι

   Vais-je être enlevé comme un enfant, pour jouer   
                    au paradis dans l’ oubli de tour le malheur ?
                                                                  Arthur Rimbaud


Ανέβηκα κι εγώ
το παιδάκι που ήμουν.
Χαίρομαι τον κυματιστό στροβιλισμό
μαζί με τ’ άλλα παιδάκια που είναι.

Στο λευκό αλογάκι, ξαναμμένος, τώρα καλπάζω,
και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω….

Ω, των σαράντα οχτώ μου χρόνων πολύχρωμο                      καλειδοσκόπιο…
Τα παιχνίδια στο χωριό που στερήθηκα.
Τα συρματένια αμαξάκια με καρότσες από κούτες     τσιγάρων.
Το μισολιωμένο ζαχαρωτό ευζωνάκι μου
                πεσμένο στις καβαλίνες.
Ω, οι τελικές εφορμήσεις στα λαθουρόκαστρα
και ω, ο μικρός Νικολάκης της θείας Ελένης
κομματιασμένος από την ξεχασμένη χειροβομβίδα.

Και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω….

Ώσπου, άγρια, η κυρία με επιτίμησε:
«Descendez. Vous n’ avez pas honte!
Un âne sur le Carrousel!»

«Pardonnez-moi, madame», της απαντώ,
«mon vocabulaire n’ est pas suffisant
pour vous expliquer».

Άλλωστε και η ποίηση –σκέπτομαι-
αδυνατεί να μεταφράσει τη δυστυχία της μνήμης.

Grenoble, 5.7.1999


   
      ****

Ύστερα θυμήθηκα εκείνη τη λυπημένη γυναίκα. Τα
μεγάλα της μάτια λίμνες απελπισίας. Τις κόγχες
των ματιών της. Τις παράκτιες συστάδες της
μαύρης φτέρης τα ματόκλαδά της.

Θυμήθηκα εκείνη τη λυπημένη γυναίκα. Τα
παιδικά της χρόνια σε άπονα χέρια. Το νήπιο που
πάσχιζε να βυζάξει τα πέτρινα ρωγοβύζια. Το
φουσκωμένο ποτάμι που είναι η ψυχή της. Το
φουσκωμένο ποτάμι που είναι.

      ****

Νυχτερινή βάρδια

-  -

Απόψε το εργοστάσιο είναι ένα πειθαρχημένο φυτό θερμοκηπίου.
Εκατοντάδες μηχανές βουίζουν ρυθμικά.
Αταραξία ρυθμού. Φωνή των ντεσιμπέλ.
Νύχτ’ αποκοιμισμένη στις επιφάνειες των μετάλλων.
Παρατημένοι γερανοί. Δεν έχουν πια τι να σηκώσουν.
Ούτε καν την ανυποληψία των χειριστών τους.
Έρπουν λευκόπαχoι ατμοί. Τα χημικά υγρά ραντίζουν το σκοτάδι.
Κυλούν στους υπονόμους της μέρας τα απόβλητα πεπραγμένα.
Υπονομεύουνε την ηθική της νύχτας.
Έρπουν τα όνειρα των εργατών της βάρδιας.
Τα μάτια χύνονται σε δάκρυα νοσταλγίας
πάνω στο μαύρο ταινιόδρομο του σπαστήρα.
Όταν θα φτάσουν στις σχάρες διαλογής
όσα δεν έχουν το αναγκαίο μέγεθος θ' απορριφθούν.
………………………………………………………………………..
Τι θέλω εγώ σ’ αυτή τημοναξιά;
Σ'αυτή την πειθαρχία της στερεομετρίας;
Τι γυρεύω εγώ στη λογική των χημικών ενώσεων;
Εγώ δεν έχω χέρια καλώδια
ούτε δάχτυλα ηλεκτρόδια.
Δεν έχω φωνή ανοξείδωτη
έχω μια γλώσσα ασύδοτη.
Δεν εχω δόντια εξωλκείς
σε γραμμή παραγωγής.

Εγώ βρίσκομαι σε θερμοκρασία τήξεως
σε σταση ερωτικής περιπτύξεως
και χωρίς σημεία στίξεως.

Βαλσαμωμένη ανάμνηση

-  -

Όλο το καλοκαίρι μάζευε βότσαλα στις παραλίες.

Τελειώνοντας οι διακοπές τα ‘βαλε σε μια γυάλα
- όπως συνηθίζεται -.

Με τον καιρό ξέπλυνε τα χρώματά τους
η χλωρίνη.

Ξεχνάει ν’ αλλάξει κι όλας το νερό.
Μουχλιάσανε.

Στέκουνε τώρα μια παρατημένη
άνυδρη ξερολιθιά.

Στον πάτο της γυάλας
ιδρώνει λίγο
το κατακάθι των αναμνήσεων.

Εχτές το βράδυ

-  -

Εχτές το βράδυ
στέναζα πάλι σαν φεγγάρι
στο παράθυρό σου.

Σ' αφουγκραζόμουνα
μαντεύοντας τ' άσπρα σου όνειρα.

Ύστερα προσπαθώντας
να περάσω στο δωμάτιο απ' τις γρίλιες
κόπηκα σαν φεγγάρι
σε φέτες καλοκαιρινού φρούτου
και κύλησα ηδονικός χυμός
στο σώμα σου.

piano

-

I
Μέσ’ στα μπαΐρια που ξεχέρσωσες
φυτρώνουν οι καημοί που σπέρνεις.
Γιομίζει το περβολάκι της ψυχής μου
μυρωμένα μικρά ποιήματα.

II
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι
να παίζεις ένα λυπημένο ακορντεόν.
Ξυπνώ και θλίβομαι
που σε κρατάω ακόμα λυπημένη.

III
Στα βουρκωμένα μάτια σου
ένας πορτοκαλένιος ήλιος ανατέλει.
Στα λυπημένα χείλη σου
μι' αυγή από δροσερά χαμόγελα ροδίζει.
Μέσ' απ' την πικραμένη σου ψυχή
η φλόγα του έρωτα
ζεσταίνει τις ελπίδες των απεγνωσμένων.

IV
Πες μου τι ώρα ανοίγει
το μυροπωλείο του κορμιού σου
να τρέξω ν’ αγοράσω.

V
Μέσα στην ίριδα των ματιών σου
βρέθηκε η παλέτα του Μοντιλιάνι.

VI
Πίσω από την γραμμή των χειλιών σου
ανατέλουν οι ήλιοι μου.

VII
Αχ! οι ατέλειωτοι στεναγμοί σου!
Ο μετρονόμος της αγωνίας μου.

VIII
Τι κι αν γεννήθηκες την 5η δεκαετία
του 20ου αιώνα.
Ο Ελύτης απ' το '40
για σένα έγραψε
το Adagio των «Προσανατολισμών» του.

IX
Τις δύσκολες νύχτες ξορκίζω τη μοναξιά μου
μ’ ένα τριαντάφυλλο
βουτηγμένο στα κόκκινα λόγια
που μού ‘πες τη μέρα.

Χ
Δεν σ’ αγαπώ.
Σ' αγαπάω!
Έτσι όπως τ’ ακούς.
ασυναίρετα.


Πρωτομαγιά

-  -

Μόλις τελειώσει η διαδήλωση
έλα να φύγουμε μαζί.

Πάμε να μάσουμε την άνοιξη
σε δυο μπουκέτα.

Να γίνουμε ένα με τις παπαρούνες
μ' αυτή τη ξεδιπλωμένη
απέραντη
κόκκινη
σημαία
της επανάστασης.

Με την υπομονή της πέτρας

-  -

Αν κάποια μέρα φύγεις
προς τη μεριά της θάλασσας
θα γίνω έν’ άσπρο βότσαλο
να καρτερώ το γυρισμό σου
στην ακρογιαλιά.

Θα καρτερώ με την υπομονή της πέτρας
όσο κι αν αργείς.

Οι πέτρες ξέρεις περιμένουν χρόνια.

δυσκολία διάγνωσις

Είναι τώρα λίγο καιρός
που δεν μπορώ να διαβάσω τα μάτια σου
γιατί το ήμερο βλέμμα σου
έχει κάτι το μή αναγνωρίσιμο.

Όπως τα εικονοστασάκια
στην άκρη του δρόμου
που έτσι καθώς περνάς

δεν ξέρεις αν αναφέρονται
σε κάποιον που σκοτώθηκε
ή σε κάποιον που σώθηκε.

- Ταξίδεψε με -




Ταξίδεψε με. Πάρε με.
Ρίξε με στο πελώριο κύμα
της ορμής σου.

Ανύψωσέ με.

Βγάλε με στον αφρό των επιθυμιών.

Ναυάγισέ με στο πέλαγο των ματιών σου
εκεί που λαμπυρίζουν όλα τα όνειρα μαζί.

Άσε με να περιπλανιέμαι
ευτυχισμένος ναυαγός
στην απεραντωσύνη των ματιών σου,
να κολυμπώ και να μη βρίσκω ορίζοντα
άλλον,
πέρα απ' τ' απαλά σου βλέφαρα.

της μάνας


Μπήκα στο δωμάτιο. Τη βρήκα ντυμένη με τα ρούχα του χειρουργείου. Ο ορός στο χεράκι της μετρούσε στάγδην το χρόνο. Σε λίγο θα την έπαιρναν. Μου φάνηκε πολύ γερασμένη. Το στόμα της σουφρωμένο, χωρίς τη μασέλα, πιεζόταν να σχηματίσει ένα πικρό χαμόγελο. Τη βέρα της είχε περάσει στο δάχτυλό της η αδερφή μου. Άλλα χρυσαφικά δεν είχε. Ποτέ δεν είχε.
Σε καμιάν ώρα ήρθε ο νοσοκόμος και την επήρε. Περπατούσα πλάι της, δίπλα στο κυλιόμενο κρεβάτι. Με κοιτούσε παρακλητικά και, πριν τα πόδια του κρεβατιού παρασύρουν τη δίφυλλη πόρτα του χειρουργικού διαδρόμου, έβαλε στη δεξιά μου παλάμη ένα χαρτάκι διπλωμένο στα τέσσερα που, απ’ ό,τι συμπέρανα, είχε ετοιμάσει την προηγούμενη νύχτα.
Προσμένοντας την έξοδο του χειρουργού και ό,τι το βλέμμα του θα μας ανακοίνωνε, ξεδίπλωσα το χαρτί. Ήτανε κάποια στιχάκια με ομοιοκαταληξίες αδέξιες. Έλεγε για τη βασανισμένη ζωή της, για τη μάνα της που κι εκείνη νωρίς ο χάρος εθέρισε, για τον πατέρα που θα μείνει μονάχος και για την αδερφή μου που τώρα θα πρέπει να προσέχω.
Διάβασα αυτό, το μόνο της ζωής της γραπτό, και κατάλαβα πως όταν ο άνθρωπος το παγωμένο χέρι του χάρου αισθάνεται στη ματαιότητα της ποίησης προστρέχει.