Μπήκα στο δωμάτιο. Τη βρήκα ντυμένη με τα ρούχα του χειρουργείου. Ο
ορός στο χεράκι της μετρούσε στάγδην το χρόνο. Σε λίγο θα την έπαιρναν.
Μου φάνηκε πολύ γερασμένη. Το στόμα της σουφρωμένο, χωρίς τη μασέλα,
πιεζόταν να σχηματίσει ένα πικρό χαμόγελο. Τη βέρα της είχε περάσει στο
δάχτυλό της η αδερφή μου. Άλλα χρυσαφικά δεν είχε. Ποτέ δεν είχε.
Σε καμιάν ώρα ήρθε ο νοσοκόμος και την επήρε. Περπατούσα πλάι της,
δίπλα στο κυλιόμενο κρεβάτι. Με κοιτούσε παρακλητικά και, πριν τα πόδια
του κρεβατιού παρασύρουν τη δίφυλλη πόρτα του χειρουργικού διαδρόμου,
έβαλε στη δεξιά μου παλάμη ένα χαρτάκι διπλωμένο στα τέσσερα που, απ’
ό,τι συμπέρανα, είχε ετοιμάσει την προηγούμενη νύχτα.
Προσμένοντας την έξοδο του χειρουργού και ό,τι το βλέμμα του θα μας
ανακοίνωνε, ξεδίπλωσα το χαρτί. Ήτανε κάποια στιχάκια με ομοιοκαταληξίες
αδέξιες. Έλεγε για τη βασανισμένη ζωή της, για τη μάνα της που κι
εκείνη νωρίς ο χάρος εθέρισε, για τον πατέρα που θα μείνει μονάχος και
για την αδερφή μου που τώρα θα πρέπει να προσέχω.
Διάβασα αυτό, το μόνο της ζωής της γραπτό, και κατάλαβα πως όταν ο
άνθρωπος το παγωμένο χέρι του χάρου αισθάνεται στη ματαιότητα της
ποίησης προστρέχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου