Vais-je être enlevé comme un enfant, pour jouer
au paradis dans l’ oubli de tour le malheur ?
Arthur Rimbaud
Ανέβηκα κι εγώ
το παιδάκι που ήμουν.
Χαίρομαι τον κυματιστό στροβιλισμό
μαζί με τ’ άλλα παιδάκια που είναι.
Στο λευκό αλογάκι, ξαναμμένος, τώρα καλπάζω,
και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω….
Ω, των σαράντα οχτώ μου χρόνων πολύχρωμο καλειδοσκόπιο…
Τα παιχνίδια στο χωριό που στερήθηκα.
Τα συρματένια αμαξάκια με καρότσες από κούτες τσιγάρων.
Το μισολιωμένο ζαχαρωτό ευζωνάκι μου
πεσμένο στις καβαλίνες.
Ω, οι τελικές εφορμήσεις στα λαθουρόκαστρα
και ω, ο μικρός Νικολάκης της θείας Ελένης
κομματιασμένος από την ξεχασμένη χειροβομβίδα.
Και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω….
Ώσπου, άγρια, η κυρία με επιτίμησε:
«Descendez. Vous n’ avez pas honte!
Un âne sur le Carrousel!»
«Pardonnez-moi, madame», της απαντώ,
«mon vocabulaire n’ est pas suffisant
pour vous expliquer».
Άλλωστε και η ποίηση –σκέπτομαι-
αδυνατεί να μεταφράσει τη δυστυχία της μνήμης.
Grenoble, 5.7.1999
****
Ύστερα θυμήθηκα εκείνη τη λυπημένη γυναίκα. Τα
μεγάλα της μάτια λίμνες απελπισίας. Τις κόγχες
των ματιών της. Τις παράκτιες συστάδες της
μαύρης φτέρης τα ματόκλαδά της.
Θυμήθηκα εκείνη τη λυπημένη γυναίκα. Τα
παιδικά της χρόνια σε άπονα χέρια. Το νήπιο που
πάσχιζε να βυζάξει τα πέτρινα ρωγοβύζια. Το
φουσκωμένο ποτάμι που είναι η ψυχή της. Το
φουσκωμένο ποτάμι που είναι.
****
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου