Σελίδες

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Γεώργιος Τασούδης: Δύο(2) Ποιήματα

ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΟΥΡΤΙΝΑ
Βαστάζο τα βαλλόμενα
πόσους Χριστούς θα στείλεις στο σταυρό.
Σκαρώνεις πλίνθους,
στρώνεις λιθόστρωτα να τα μονοδρομείς
προς τ’ αναπότρεπτο μαρτύριο του οφειλέτη.
Βουβός κλαυθμός και οδυρμός
τ’ απόγευμα στο δένδρο.
Ξεχειλωμένες πλαδαρές λαότητες
λιώνουν σανδάλια,
με γόνατα καμήλου εκλιπαρούν
για έναν σου ασπασμό στο μέτωπο
που πλέον χάσκει λεκιασμένο.
Ευρώπη, Ευρώπη,
αγρέ του κεραμέως και αγριοσυκιά
ήρθε η σειρά σου για να λικνιστείς
γιατί είσαι σπλάχνο απ’ τα σπλάχνα του Ισκαριώτη.

**

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ
Όχι!..
Δεν θα το εγκαταλείψω τούτο το καράβι.
Φέρω κάτι απ’ την ψυχή του κι αυτό απ’ τη δική μου.
Κι ας οι σύντροφοι, σωσμένοι πια, τείνουν χέρι βοηθείας πάν’ απ’
τις φραγκικές γαλέρες.
Χρυσοποίκιλτες φαντάζουν από μακριά λαμπιρίζοντας στου ήλιου
τη φωτοβολιά.
Πολύχρωμες σημαίες και φινέτσα μα τ’ αμπάρια, ολόιδια τέναγος,
ξεχειλίζουν φενάκη.
Τόση τύφλωση α δ έ ρ φ ι α ή χάσμα οικειοθελές.
Εφήμερα νηπενθείς, δίχως άλλο...
Μόνο τ’ όνομά σας θα θυμίζει την αφετηρία σας, αν κι αυτό με τον
καιρό, θα τ’ αναπροσαρμόσετε στα νέα δεδομένα.
Διόλου πρόνοια για την ημέρα της απολογίας.
Άλλωστε, το τομάρι εσώθη…
Όχι!..
Δεν ορρωδώ απ’ του βυθού τη σκοτεινιά -των συντρόφων
π υ κ ν ό τ ε ρ η- μήτε θα το εγκαταλείψω το ρημάδι πριν του
βυθού το τέλμα.
Μ’ άλλοι προετάθησαν για καπετάνιοι, άλλ’ είχαν το τιμόνι.
Ω! εσύ ηπιότερο των Σοδόμων και Γομόρρων θέαμα από τούτης
της φευγάλας.
Πρώτους τους αντίκρισα καβάλα πάν’ στις σωστικές να βάζουν πλώρη
για τη δύση μη ρίχνοντας ούτ’ ένα βλέμμα πίσω, απούσες κι οι
ερινύες.
«Μυθεύματα αργόσχολων χλαμυδοφόρων…», θα πουν.
Κι οι εξήντα καπετάνιοι μου, οι εξήντα;
Μα τι ρωτώ αφού ξέρω…
Τι ψυχή έχουν εξήντα ψυχές στην αιωνιότητα, απειροστημόρια.
Αυτοί θα ’ναι νεκροί, οι άλλοι θα σωπάσουν και οι τυχόντες επίμονοι,
γραφικοί θα χαρακτηριστούν.
Πως η θαλασσινή άρμη διαγούμισε πέραν απ’ τις σάρκες και τη
φρόνησή τους.
Θε μου βυθίζομαι και τα μαλλιά μου λιγοστά, δεν έχω από κάπου να πιαστώ.
Αλλά όχι!..
(Δεν είναι η στιγμή κατάλληλη για ολιγοπιστίες)
Δεν το εγκαταλείπω τούτο το καρυδότσουφλο, μιας και φέρει κάτι
απ’ την ψυχή μου και ‘γω απ’ τη δική του.
Μονάχα για στερνή φορά κι όσο προφταίνω ακόμη, θ’ αφεθώ για να
ξεσπάσει το παράπονο ωσάν μια καταιγίδα, συμπαρασύροντάς
το στη δίνη του λυγμού μου.
Και που ξέρεις, ίσως…
Λέω, ίσως το παιχνίδι της μοίρας τα φέρει έτσι ώστε κάποιοι πιότερο
φωτισμένοι, θαυμάσουν το ωραίο τούτο ναυάγιο και ανασύροντάς το
ξανά στο φως, όπου πραγματικά ανήκει, του χαρίσουν τις ρότες
που τ’ αρμόζουν.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Επιστροφή στο μέλλον / Σαλίβερος Νικόλας



Όλοι αποστρεφόμαστε κοινό  προορισμό μας
είτε πατάμε σε βουνό ή σ’άγονο νησάκι.
Σαν  Οδυσσέας ψάχνουνε να βρούμε την Ιθάκη,
σώοι να πιάσουμε στεριά με το βηματισμό μας

Το μέλλον πούνε άγνωστο, με πόθο κυνηγάμε,
πόσα λεφτά θα μάσουμε, τι θα βρεθεί να φάμε.
Τους νόμους της ,η φύση στυγνά θα εφαρμόσει
και ευλογάμε ένα Θεό ζωή να ξαναδώσει.

Ο δίκαιος ,θαρρώ,  Θεός, αδέκαστος είναι Αριθμός,
αφού ,περάσαν  χρόνια δις τον άνθρωπο  να φέρει
πάνω στη γη, να χαίρεται μα και να υποφέρει.
και να τον αφανίσει σαν άχρηστος γίνει σταθμός.

Κι’ευχή μένει και κάνουμε να σταματούσ’ ο χρόνος,
έστω και αν με τη χαρά πιότερος είναι’ ο πόνος.
Τρέχουμε για να πιάσουμε τη δόξα στη  στροφή,
ακούσια στο  σκότος στοχεύομε  την επιστροφή .


Κι’ όσο ο Θεός στον άνθρωπο ζωή θέλει να δίνει.
Επιστροφή στο Μέλλον  πάντα θάναι η πορεία,
των γόνων  που γυρίζουνε μ’αγάπη ή με βία,
μέχρι το Μέγα Ενα  ρίξει τη γης, σ’ αλγόριθμων τη δύνη.

"Η σκιά" / Θεοδώρου Ελευθερία

Πιο πάνω από το μπόι μας
στέκεται η σκιά μας
και με ανάσα ακοίμητη
εξιλεώνει λάθη
Αρνητικές υπογραφές
αυτή ποτέ δεν βάζει
Θυμιατίζει δάκρυα
και το κερί που στάζει
Στις σημαδεύσεις των καιρών
σμιλεύει αντανακλάσεις
Και όταν μαγκώνουνε σκουριές
στα πόμολα της σάρκας
σε αντανακλούντα κάτοπτρα
σε απορροφά αιώνια
Πιο πάνω από το μπόι μας
αιώνιες παρελάσεις.

Ήθελα να σου δώσω.. / Αποστολος Α. Φεκατης


Ένα φιλί
όχι όμως στα χείλη
αλλά εκεί
εκεί στο δεξί σου ώμο
εκεί που γέρνω να ξεδιψάσω
από την αγάπη σου
εκεί
που μόνο
δύναμη μπορώ να πάρω
για να συνεχίσω
να πορεύομαι μαζι σου.
Ήθελα ένα χάδι
ένα απαλό χάδι
να σου προσφέρω
ν' ακουμπήσω στου λαιμού
το ραγισμένο σου γαλάζιο στολίδι
να μυρίσω
τη θάλασσα
τη θάλασσα
εντός της φωνής σου.
Ήθελα την ανάσα
την ανάσα μου
στο στήθος σου να ζωγραφίσω
κι εκεί
εκεί
στις σκιές
στα κρυφά
να μεγαλώσει
ο Έρωτας.
Να μοσχοβολάει βανίλια
και το βράδυ γιασεμί...
Σε ονειρεύτηκα πολλες φορές
είσαι όμορφη πολύ
και
σου ζήτησα να κοιμηθώ
εκεί στο πλάι σου
γιατί
έξω κανει παγωνιά....
Κι ύστερα πάλι μόνος κοιμήθηκα
ήθελα μόνο
να σου δώσω ένα φιλί.

Βέλκος Παντελής: Δύο (2) Ποιήματα

ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ

Ταξίδεψα μέσα στις
νεκρές ελπίδες,
μήπως και νιώσω
το άρωμα σου στις
χαμένες Κυριακές της
μοναξιάς μου..
Σου κρατούσα το χέρι
και το φιλούσα κι εσύ
μου μίλαγες με τις
καρδιάς σου τους χτύπους..
ακούμπαγα το κεφάλι μου
στα στήθια σου κι αμέσως
χανόταν η ερημιά..
Έβλεπα να φυτρώνουν
τριαντάφυλλα από το
κορμί σου και η ευωδιά τους
με μεθούσε σαν το πιο
δυνατό ποτό..
Όνειρα-όνειρα..
Μα τόσο αληθινά..
Τώρα αλυσοδεμένος στης
μοναξιάς μου τη φυλακή
τι περιμένω;
Χάθηκες εσύ και μαζί σου
έσβησαν τα όνειρα..
Και η αγάπη;
Αυτή ίσως να μην
υπήρξε ποτέ


**

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΟΝ ΠΟΝΟ...
Στης Ποιησης την Μεγαλοσυνη σκαρφαλωνω,
κυνηγω το απιαστο να αιχμαλωτισω,
τον ερωτα σκλαβο να κανω......
Να τον τυρανισω,Να τον πονεσω.....
Να βγαλω το αχτι μου στην φυγη σου.....
Κι υστερα Θαλασσινο Νερο να πιω,
Να νιωσω την αλμυρα απο το Οχι
της ανοιξης στην καρδια μου..............
Την τυχη μου να θρηνησω........
Κενο ν αδραξω,αδεια Σωματα...........

Θολα ονειρα ακολασιας,αδικια στα θελω μου...
Πουλημενοι Δικαστες την αγαπη φυλακιζουν...
Το δραμα κωμωδια βαπτιζουν..........
Η ψυχη χανει τον δρομο της και πνιγεται
στην λησμονια,Γελαμε στον Θανατο............
Τι κι αν ο Διονυσος κατεβηκε στον Αδη
ποιητες να φερει,τον πονο να τραγουδησουν....
Τι κι αν ζωντανεψε τον Αισχυλο να
μοιρολογισει τον θανατο..........
Στο Γιατι, δεν βρηκε λογο Ν αντιπαραθεσει....
Μελι κερνανε την Πικρα και κρασι την Θλιψη,
Στου Αριστοφανη τα γραμμενα βαδιζουν.....
Εξυμνουν την τρελα,αδιαφορουν στη λογικη,
Στο δρεπανι που πεφτει ασυλογιστα
και θεριζει Νιατα............Το ακονιζουν
με αδικες αποφασεις σαν του Ηλιθιου
Δικαστη Φιλοκλεωνα..............
Οπως στο μακρυνο χτες..............
Τ αδικα ψεματα του Σημερα.......
Το Νεκρο τιποτα του αυριο........
Εσυ Πατερα, εσυ Μανα,πως να θρηνησεις
του χαμενου Ποιητη τα λογια.............................
Οταν κανεις δεν Τραγουδα πια τον Πονο .......

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

ΑΕΝΑΗ ΔΙΑΦΥΓΗ / Αλεξανδρής Γιώργος


Απόκαμα.Επιστροφή στην κρύ­πτη.
Κομ­μάτι να ξαπο­στάσω
απ’ το κυνη­γητό του χρό­νου,
μια στάλα ν’ ανα­σάνω
απ’ την προ­σμονή και το ονει­ρο­πό­λημα
μιας ξέχω­ρης δικής μου μέρας.
Προ­τρέχω να προ­λάβω
την τόσο κοντινή επό­μενη στιγμή,
πιο πέρα τη συνέ­χεια ν’ αγνα­ντέψω,
μα δεν τα κατα­φέρνω
κι αυτό­μο­λος δικά­ζο­μαι
στη βεβαιό­τητα του απρό­σφο­ρου,
στης μονα­ξιάς το ανέ­φι­κτο
και του αυτο­προσ­διο­ρι­σμού τη δίνη.
Απόκαμα.Αναθάρρηση στην πρό­βλεψη.
Απρο­σπέ­λα­στος ο χρό­νος στη μονι­μό­τητά του,
αδυ­σώ­πη­τος στο άκαμ­πτο μέτρημά του
κι ανε­λέ­η­τος στην ευστά­θεια του ρυθ­μού του.
Και πώς να προ­λάβω μνή­μες να φτιάξω,
θύμη­σες να μαζέψω,
μπρο­στά από το αύριο,
από το χθες πιο κείθε
με μια συναί­σθηση κοντή και γνώση μετρημένη;
Απόκαμα.Ανακύκληση στη ζεύξη.
Στε­ριώνω μια παρα­δοχή στη φυγή,
στην απο­ζή­τηση την άρνηση φτε­ρώνω
κι επι­μένω να επι­σκοπώ και ν’ ανα­ρω­τιέ­μαι
με μια βασα­νι­στική επι­τή­δευση
και πάλι στην ουτο­πία και τα προ­σχή­ματα να σταθώ,
στην ανη­μπό­ρια αντέ­ρει­σμα να θεμε­λιώνω
και ασυγ­χώ­ρητο το ξάφ­νια­σμα στην απο­ρία,
στα ύστερα να αποποιούμαι.
Απόκαμα.Ενσυνείδητη επι­νό­ηση.
Το θέσπι­σμα προ­σή­γορη δοκιμή
τα ανα­πά­ντητα βεβαί­ωση και αρχή,
μετα­νιω­μός η διεκ­δί­κηση
και η συνέ­πεια προ­σφυγή,
σε μια αέναη του χρό­νου και δική μου διαφυγή.

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Άκης Μπούρας: Δύο ποιήματα

Γεννήθηκα να ταξιδέψω
Σε βουνά σε θάλασσες
Στα χρώματα του ήλιου
Και με τις μυρωδιές του έρωτα
Να γνωρίσω τις ψυχές του κόσμου.


**

ΥΠΟΚΛΙΣΗ
Με θέση στραμμένη προς το φως
χωρίς να είμαι ηθοποιός
καλέστηκα να γράψω…
Μια λέξη μόνο… μονομιάς
τη λέξη εκείνη της μαμάς
που τη γέννηση θυμίζει.
Καλωσορίζει τη ζωή
από σάρκα και πνοή
κι απ’ τους χτύπους της καρδιάς
ευθύς πορεύεται με μιας
τον κόσμο τον πληθαίνει.
Μάνα σημαίνει μοίρασμα
θυσία και αγώνας
σε κάθε λύπη ή σε χαρά
άνευ περιφρόνιας.
Όλα τα θηλυκά!
Τ’ ανθρώπινα ! Τα ζωικά !
ως κι αυτά χωρίς καρπούς κοιλίας
είναι οι μητέρες της ψυχής
όλης της κοινωνίας.
Μητέρα !
Πρώτη του κόσμου εσύ δασκάλα
για το καλό που προσπαθείς
εφόσον ο θεός κι η φύση το ορίζει
να δίνεις την ανατροφή.
Από τα στήθη σου το γάλα,
απ’ την ψυχή σου τη στοργή
κι απ’ το νου σου όλα τ’ άλλα
ως και την μπουκιά σου τη στερνή.
Είσαι η ρίζα και η πηγή
η δύναμη στη δύναμη
όπως η μάνα γη...
Η Γης… Η πατρίδα σου Μητέρα
που απ’ τα βάθη των ετών και πέρα
όποιο πόνο κι αν δεχτεί
πάντα θα κυοφορεί.
Είναι το φως της μέρας
η αγκαλιά κι ο ρόλος σου Μητέρα
για να γιατρεύεις όλες τις πληγές
μαζί με χίλιες Παναγιές.
Μητέρα - Μάνα – και Δασκάλα!
Κόσμος – Φως – και Ομορφιά!
Ευλογημένο μου εσύ ωραίο φύλο
όπως όλοι έτσι κι εγώ,
υπόκλιση σου οφείλω!!

[Στα πόδια σηκώνεται το δεντρι] / Αλεξιάδης Χρήστος

Στα πόδια σηκώνεται το δεντρι ,
για να οχταποδισει,
και τη στάσιμη μικρή ζωή,
με κίνηση να την γεμίσει.
Τα μπροστινά τα βάζει στο νερό,
το φως για να βυζαινουν,
και τ αλλά τα ντροπαλά,
μέσα στα βρύα να πηγαίνουν.
Κι έχει κουκούλι εις την κεφαλήν,
από φωλιά δρυοκολάπτη,
εκεί να κρύβει τα φύλλα τα ξερά,
να τα βρει ευκαιρα τον Μάρτη.
Κι όταν στραγγίσουν τα νερά,
και ο καιρός θα ημερεψει
θα ξανακατσει σε μια γωνιά,
-δροσια να κάνει στα παιδιά-
και ήλιο στις φυλλωσιές να ζεψει.

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Γιάννης Φιλιππάκης: Τρία (3) Ποιήματα

Από την  ποιητική συλλογή  '' Αθρυμμάτιστοι κόσμοι '' εκδ. Δρόμων
Στου νου την στρατόσφαιρα 
Σιωπή χάρτινη
καρπός φθινοπώρου,
χωρίς φιλιών γεύση.
Άλλων καλοκαιριών πάθος
αρχαίων εγκαταλείψεων.
Ποιος θα τρυγήσει τα τριαντάφυλλα,
ποιος τους βασιλικώνες θα ποτίσει,
ίσως ένα δάκρυ ονείρου ολόγλυκο
μετά την κάθαρση,
πόσιμο.
Αποχαιρετά ο στεναγμός
ταμάτων εικόνες,
σε ροδοδάφνες το μυστικό του
μπολιάζει.
Τα παράθυρα καρφώνει η σκέψη
της επιθυμίας μη φανούν τα στήθη.
Εκεί στου νου την στρατόσφαιρα
η φαντασίωση κλειστών πια κρίνων,
κάδρο.
Κι αυτό το κορίτσι,
νερό να ξεδιψούν οι άγγελοι .
Ανταύγειες από ηχώ ερχομού
γητεύουν το σήμερα,
προτού θωριά γίνει
το χθες...

**

Θηρία στην Συρία 
Τριγυρίζει ο θάνατος
με ανάσα πύρινη
σε δρόμους χωμάτινους.
Μαυρομάντηλες μάνες τρέχουν
το στερνοπαίδι να σώσουν,
τις ερπύστριες αγνοούν
των τεράτων.
Οι κήποι στις οβίδες
παραδόθηκαν.
Μονάχα σιωπή,
βούρκωσαν τα ωδικά
και οι σειρήνες.
Σχέδια κάνουν Κύριε
σχέδια είχαν,
έσπασαν οι ώρες
τα ρολόγια τους.
Των ατσάλινων πουλιών
προς βορά οι φωλιές τους,
τα δέντρα σκελέτωσαν
και τις ψυχές.
Ήδη μια μέρα, ήδη μια νύχτα
και οι σταυροί δεν φτάνουν,
ούτε τα φέρετρα.
Το καντήλι της ειρήνης
ανάψτε απόψε.
Με άκαυτα φτερά περιστεριών
στον θλιμμένο ουρανό
να φτάσει η προσευχή.

***

 Μεγάλη τύχη 
Συλλογισμού ώρες ,
σιωπή δίχως θόρυβο.
Πολύχρωμη πεταλουδίζει η μνήμη,
μια σε γερακίσιους ουρανούς
με των ματιών της το χρώμα
μια σε εναγκαλισμούς ναυαγών
στα μπράτσα της νύχτας .
Πού να είναι τούτη την ώρα
που ο ποιητής ψαχουλεύει
τα γράμματα.
Ποιο ηλιοβασίλεμα σε γραμμή ορίζοντα ,
φιλί ουρανού και θάλασσας ,
καυτό φιλί της μέρας στη νύχτα ?
Κι όταν του καφέ οι ιχνογραφίες
και της αυταπάτης το ξεφύλλισμα,
τα μυστικά τους φανέρωσαν,
ώριμα τα σταφύλια του νου
για τρύγο .
Μην ακούτε πως γερνάει η γη,
τα ημερολόγια τις μέρες ξέχασαν
όταν ο έρωτας πλάγιασε
ανύσταχτος.
Λέει τ όνομα της
και το Φως ηχεί
σαν τα λόγια των πρωτόπλαστων
που έμαθαν το Α στης νεογέννητης αγάπης
την γλώσσα.
Πόσα της επιθυμίας κουτιά στοιβαγμένα
η ανταπόδοση άνοιξε ,
πόσο νερό απ τα χείλη της ?
Κι αυτά τα σμαράγδια της εξόρυξης ...
Τι μεγάλη τύχη
ένα κατακόκκινο
τριαντάφυλλου στόμα
να λέει καληνύχτα,σ αγαπώ .
Αχ, όνειρο
μη με ξυπνάς ...

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Staccato / Δρόσος Συνοδινός


Τουλάχιστον
είμαι
εγώ
κατ' Ελάχιστον
με δυσοίωνα μάτια
στην κλεψύδρα
Φθορά
που μας δόθηκε
τυραννία
ο Χρόνος
- Πού Γελώ;
και
- Πού Κλαίω;
χάνω πάλι το μ έτ ρημ α
στις παλίμψηστες μέρες μου
προσπαθώ να επιβάλλω
μια Αρχή
- Πότε Υπήρξα;
τα γυμνά μου τα χέρια
να ορίσω πασχίζω
έστω μόνο
για Εδώ
στις στιγμές
που εγώ
κατ' Ελάχιστον
Είμαι.

Οι φίλοι μας / Χατζηματθαίου Αθως



Και ξαφνικά εκεί που περιμέναμε
να φτερουγίσουν γύρω μας άσπρα περιστέρια
γέμισαν οι ουρανοί μας άγρια γεράκια
βίας και απειλής θανάτου
(κι εμείς νομίζαμε ότι στις μηχανές μας εκκολάπτονταν
αυγά περιστεριών).
Ακόμη μια φορά μας ξεγελάσαν «φίλοι»
πλασάροντάς μας με δόλο
παραλλαγμένα γερακιών αυγά για εκκόλαψη.
Οι «φίλοι» μας...
ποιητική συλλογή" Μνήμη σωμάτων"

"ΥΠΕΡΒΑΣΗ' / Πελεκούδα Γρηγορία


Όσοι κρατάμε πένα
στα χέρια μας
πάθος ορμητικό
και απείθαρχο
πρέπει να έχουμε,
γιατί τους πολέμους δεν τους
κερδίζει ούτε ο θεός,
το τίποτα τ΄ανύπαρκτο υπάρχει
στον λήθαργο της ύπαρξης,
μόνο έτσι ξεγελάς τον χρόνο
με χέρια δεμένα,
παίζεις με τις λέξεις
της χαρμολύπης το κρυφτό
έτσι βαραίνουν οι μέρες
στο ξάναμμα του νου.
Την "Υπέρβαση κάνε ν΄αδράξεις
τις ώρες, ψυχή ονειροπόλα αν έχεις..
.

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ / Γιώργος Καραγιάννης


Τρέχει το ποτάμι της μνήμης
αλλά δεν σταματά ούτε διψά
γιατί το τροφοδοτούνε συνέχεια
τα πικρά μας τα δάκρυα
και πιο πολύ εκείνα
που νομίζουμε πως δεν κυλούν
γιατί ο χρόνος τα έχει παγώσει
.
Λιώνουν κι αυτά σιγά σιγά
με την κάθε ανασαιμιά
και μας παρασέρνουν
να νοσταλγούμε να μπούμε
πιο γρήγορα στη θάλασσα
χωρίς να κάνουμε σκέψεις
αν θα νιώσουμε άσχημα
αν τα κύματα
θα μας χτυπήσουν και πάλι
γιατί εμείς όλο θ’ αναθαρρεύουμε
όλο κι απ’ τα καλύτερα που ζήσαμε
θα παίρνουμε δύναμη
η χαρά να μην τελειώσει



Αγύριστο ταξίδι / Αθως Χατζηματθαιου


Το δάκρυ
Που κύλισε
Απ'τα θλιμμένα μάτια
Της άνοιξης
Ξέπλυνε
Το ροζ
Που χρωμάτιζε
Το πρόσωπο της ελπίδας
Έσβησε
Το κόκκινο
Απ' τις ράγες των χείλιων της
Που ταξίδευαν μόνιμα σ' ένα χαμόγελο
Και τα χελιδόνια
Που έκτιζαν
Τις φωλιές του πόθου
Στα μπαλκόνια
Των ονείρων μας
Άνοιξαν τα φτερά
Για το άγνωστο
Με ένα βουβό κλάμα
Να συνοδεύει
Το αγύριστο ταξίδι τους !

ΣΚΥΦΤΟΣ / Χρήστος Κουκουσούρης.


Δεν σκύβω το κεφάλι από σεμνότη
μήτε από άλγος που στο σβέρκο έχει σταθεί
το βάρος της σκοτούρας, θέση πρώτη
σε άβυσσο η ψυχή μου έχει χαθεί.
.
Γύρο μου φτερουγίζει η περηφάνια,
Φεύγει… Διαζύγιο συναινετικό
συντρόφισσα στα χρόνια που η ορφάνια
μ’ αγκάλιαζε με πνεύμα αιρετικό.
.
Κι η νιότη που ατίθαση καλπάζει
σε κοινωνία που το σέβας αγνοεί
το μέλλον κατά μέτωπο τρομάζει
η σύγκρουση μια πίκρα ομονοεί.
.
Δεν σκύβω το κεφάλι από συνήθεια
με κούρασαν τα χρόνια της φθοράς
γελάω μονάχος δεν ζητώ βοήθεια
γέλιο πικρό της λύπης που φοράς.
.
Και μια σταγόνα δάκρυ να κυλίσει
στο μάγουλο, οργωμένο απ’ τον καιρό
σαν φευγαλέα συγνώμη θα μιλήσει
ρέουσα ντροπή για να χαρώ.
.

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Κωνσταντίνος Χρυσανθάκης: Τρία (3) Ποιήματα

Κρατώ ένα φιλί για σένα
Εσένα που δε γνώρισα ποτέ
Ποτέ που δεν σε γεύτηκα
.
Μικρό το δέντρο της αγάπης μας
Ποτέ του δε μεγάλωσε
.
Μόνο η σκιά του
Απλώθηκε κι Απλώθηκε
Ως τα πέρατα του κόσμου μας
.
Κι αυτό το μαύρο
Έδιωχνε τ' αηδόνια
Ποτέ μας το τραγούδι τους
Δεν ακούσαμε

**

Αδιαφορώ
Για το λευκό των περιθωρίων
Για μένα υπάρχει μόνο,
Το λευκό του φεγγαριού,
Της καταιγίδας που έρχεται.
Ενός χαμόγελου που με παράτησε κι εγώ το ξέχασα
Το λευκό του πρωινού της τελευταίας μου μέρας.
Το πρώτο φως που αντικρύζω μετά από μια νύχτα μαζί σου
-Οκτώβρη μήνα
Ξημέρωμα Σαββάτου-
Της εικόνας σου, όταν έρχεσαι να μ' αγκαλιάσεις
Και δεν υπάρχει περιθώριο
Γι' άλλο τίποτε
Χωρίς περιθώριο
Φως μόνο
Μόνο φως

***

''Φωνή στις λέξεις''
Έδινες φωνή στις λέξεις ξημερώματα
Ασωμάτων και Ψυρρή κι απ’ την υγρασία
Τα τραγούδια μας βαραίναν στα παπλώματα
Και ξυπνούσε το αντίο και η φαντασία
.
Κάτι ξεχασμένοι στίχοι τα χαράματα
Στην πλατεία Εξαρχείων σιγοντάρανε
Τα αγέννητα τραγούδια και τα θαύματα
Μέχρι το ξημέρωμα κι ύστερα μπατάρανε
.
Κι όπως σβήναμε το χρόνο
Στον Παράδεισο
Μας θυμήθηκε ο πόνος
Ο απλήρωτος
.
Τα τραγούδια γκρεμιστήκαν
Μες στην άβυσσο
Και ο τελευταίος στίχος
ανεκπλήρωτος
.
Μες στα δυό σου μάτια κρύψε την εικόνα μας
Όταν σβήσουνε τα φώτα κι έρθουν οι σκιές
Σ’ ένα βλέμμα να γλυκαίνουν τ’ άγρια χρόνια μας
Μια φωτιά απ’ τις στάχτες μας δυό απ' τις ματιές
.
Τη στιγμή που εξορίζει τον χειμώνα μας
Το φιλί το τελευταίο κράτησε στα χείλη
Μια στιγμή πως ξεγελάει τον αιώνα μας
Και τραγούδι γίνεται που ‘χει η αγάπη στείλει

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

Αχ, αυτοι οι Νεοι / Λιανα Δακαναλη


- Ο Πολεμος εχει κατι καλο ... το μετα.
Ολοι θα περνουν καλα μετα.
Οπως με τη μεταθανατια ζωη.
- Και η μεταπολεμικη γενια τι θ'απογινει;
- Αχ, αυτοι οι Νεοι ...
Ονειρευονται εναν Πολεμο
Για τις Απολαυσεις μετα.
- C'est fou.Ειναι τελειως Παραλογο.
- Κανε τα στραβα ματια αγαπητη μου.
Ενας Πολεμος ειναι ... Και τι εγινε.
Ολα γινονται για το μετα.
- Οχι αλλος Πολεμος.Ποτε ποτε ποτε.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΜΠΙΜΗΣ: Τρία (3) Ποιήματα

Θ΄ ανταμώσεις το μέλλον που προσδοκάς
αν ανιχνεύσεις την αντίθεση που υπάρχει
ανάμεσα σ’ αυτό που σου δείχνουν
και σ’ εκείνο που αντιστοιχεί στη ζώσα πραγματικότητα.
Γιατί άλλο πράγμα είναι η πρόθεση, άλλο η προοπτική
κι άλλο η εξέλιξη.
Ναι, δεν κόπασε ακόμα ο πόνος της ψυχής
γιατί η πληγή είναι ορθάνοιχτη και αιμορραγεί ακατάσχετα…
Κάποτε πρέπει να μάθεις να διαβάζεις στα δικά μάτια μου
την αλήθεια γιατί πάντα ήμασταν ίδιοι,
γιατί θα παραμείνουμε και στο μέλλον ίδιοι κι απαράλλακτοι…
Κοίτα!
Ο αετοφόρος άνεμος ρυτιδώνει το πέλαγο,
η ακτή των ονείρων μας απομακρύνεται κι ο χρόνος
κραυγάζει με υποταγμένες και με συντριμμένες λέξεις…
Όμως μια αλαλαγή θα σπάσει τις αλυσίδες μας
κι ένα ουρλιαχτό θα καταποντίσει τους τοίχους της υγρής φυλακής μας…
Οι δίκοποι καιροί θα πυροδοτήσουν ξανά τη μνήμη
για να αφουγκραστεί ο κόσμος της οδύνης
το λόγο του αληθινού θεού,
για να κοπάσει ο ξεριζωμός κι η εξορία της γης,
για να βρει κάθε καθημαγμένη ψυχή
μια πέτρα ν’ ακουμπήσει και να ξαποστάσει,…

***

Ένα φθινόπωρο…
Ένα φθινόπωρο που με τυλίγει
κι ένας αγέρας που με πονά,
όλα σου τα ‘δωσα μα έχεις φύγει
κι απόψε θέλω να ‘ρθεις ξανά…
Δεν είχες μέσα σου ούτε ένα χάδι
κι ήταν η αγάπη σου μια φυλακή…
Όρκοι που χάθηκαν μες στο σκοτάδι
σα μια βροχούλα περαστική…
Ένα φθινόπωρο που με ματώνει,
τα φύλα κίτρινα στην κρύα γη,
εσύ το διάλεξες να είσαι μόνη
κι εγώ να ζήσω με μια πληγή…
Μ’ ένα παράπονο θα σου ζητήσω
στα όνειρά μου να ξαναρθείς,
μες στην καρδούλα σου με φως να χτίσω
έναν παράδεισο, να λυτρωθείς…

*από την ποιητική συλλογή:
''Μνήμες της Πέτρας και της Σιωπής.''

***

Ο κόσμος.
Ο κόσμος της οδύνης δε μερώνει
στην τύψη, στο παράπονο, στο ψέμα,
αράχνη η γη, το δίχτυ της απλώνει,
να βασιλέψει ο έρωτας στο βλέμμα.
Ελπίδες που δεν είχαν ειμαρμένη,
παράθυρα κλειστά κι αμπαρωμένα,
κι ο ίσκιος της ψυχής σου να προσμένει
να κλέψει κι άλλο δάκρυ από μένα.
Τα μάγια σου στο χώμα μου δεμένα,
μετέωρα τοπία στους καπνούς,
κι εκεί που δεν αμάρτησες για μένα
λαβώθηκε και μάτωσε κι ο νους.
Μα κράτα συντροφιά μου τ’ άδειο χέρι,
ο μόχθος κι χαρά μας να ‘ναι ίση…
Κι εκεί που αχνοφέγγει τ’ άγιο αστέρι
η μοίρα των ανθρώπων να ελπίσει…

Ρούλα Τριανταφύλλου: Τρία (3) Ποιήματα

Τίποτα δεν είναι καινούργιο…

Σύννεφο κι εγώ
κουβαλάω βροχή κι ομίχλη.
Τόσα χρόνια χωρίς γη.
Δεν γνωρίζω από πού ήρθα.
Πουλί ταξιδεύω χρόνια
χωρίς στεριά.
Ο άνεμος μού δίνει σχήμα και ζωή
λες κι είμαι δέντρο,
με τόσες υποταγές
κι άλλες τόσες εξεγέρσεις.
Ακολουθούσα το δρόμο του ήλιου,
το άγνωστο,
προσδοκώντας έναν θεό.
Τίποτα δεν είναι καινούργιο…
Εξακολουθώ να είμαι χώμα και νερό.
Άχρηστα τα φτερά σε ουρανό μικρό.
Την εποχή της βροχής,
-όταν παντρεύονται
ουρανός και γη-
η θλίψη του ταξιδιού με πλημμυρίζει.
Δεν με αποδέχτηκα ποτέ με τις τόσες υποταγές.
Ορθάνοικτη φυλακή η ζωή μου.
Αχ! και να ’μουν ένα τόσο δα κυματάκι
να κοπάσει μέσα μου η θάλασσα…

**

Μικρές Εξορίες (Οκτώβρης)

Φύλλα δέντρου το φθινόπωρο
οι μικροί μου θάνατοι.
Βλέπω τον εαυτό μου να διαβαίνει.
Τόσο μικρή πια,
ίσα που χωράω στο σώμα μου.
Χρόνια και χρόνια με κουβαλάω.
Λύπη, φόβοι και καημοί
συμπαγή πετρώματα με τον καιρό.
Μέσα μου κρύβω αλήθειες μικρές
-μεγάλες ήττες που με γέρασαν.
Οι μέρες που απέμειναν
θα πορευτούν περιγελώντας με.
Πώς να κρατήσω φεγγάρια;
Πώς να κρατήσω νύχτες καλοκαιρινές;
Τα χέρια ν’ απλώσω ν’ αγγίξω άστρα;
Δάκρυ με οδηγεί και με πνίγει.
Ω άνεμε!
Λαιστρυγόνες με θέλουν αλυσοδεμένη
στο παγωμένο χέρι του χειμώνα;

**

ΛΗΘΗ

Το κρασί του έρωτα που με μέθυσε
Κι εκείνη η κόκκινη φλέβα
Ποτάμι
Που παρασύρει η λήθη

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Σαλίβερος Νικόλαος / βιογραφικό σημείωμα

Ο Σαλίβερος Νικόλαος του Παναγιώτη  γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1944…Το Αλφαβητάριο το έμαθε στον.. Πειραιά το 1949(Περιπλανώμενος γαρ λόγω εργασίας πατρός) Δημοτικό-, πίσω στην Ερμούπολη (Α-Στου Χειμώνα- Β,Γ, και μισή Δ στη Ντελαγράτσα και υπόλοιπη Δ,Ε,ΣΤ στο «Ρολόϊ».)και κατόπιν το
Γυμνάσιο Σύρου(οκτατάξιο τότε) Ακολούθως φοίτησε στη  Σχολή Εμποροπλοιάρχων ,στην πρώτη χρονιά της λειτουργίας της στη Σύρο.
Εκτοτε, θάλασσα και θάλασσα ..μετά σχετικής μελέτης…
Φυσικά τα πρώτα του γραπτά στη….θάλασσα ( Στερήσεως σύνδρομον).Αν και το μικρόβιον υπήρχε εφηβό-θεν, χωρίς συγκεκριμένης απόδοσης.
 Κυρίως έγραφε γράμματα στη σύζυγο και ποιήματα ..
Γράμματα Αγάπης και ποιήματα  στοχασμού, απορίας και ως απόγονος του Σουρή, σατυρικά , όθεν και στα τέλη του 1990, του δόθηκε το  ψευδώνυμο  «Σαλος»- από σύντμηση του επιθέτου του, όμως αυτός το αποδέχτηκε και χρησιμοποιεί άτονο για να εκλαμβάνεται η ερμηνεία του από τον αναγνώστη κατά βούληση,

Ποιήματα του πρώτο-δημοσιεύτηκαν σε τοπικές εφημερίδες στην δεκαετία του ’70 από το λόγο.. «κάτι να πώκι’εγώ» στην επ’ ολίγον κυκλοφόρησασα εφημερίδα των ναυτικών,τονΒΑΤΣΙΜΑΝΗ, από τον αγαπημένο εκλιπόντα φίλο Ε.Μάϊνα .Ούτος αργότερα έγινε Μπλογκερ με τη σελίδα ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ , όπου ήταν τακτικός συνεργάτης .Μετέπειτα μόνιμος συνεργάτης στο περιοδικό ΣΥΛΛΟΓΟ ΣΥΡΙΑΝΩΝ(Εν Αθήναις) και τελικά συνεργάτης κατ’επιλογήν στον εις Σύρον εκδιδόμενο τύπο του ΛΟΓΟΥ..

Γράφοντας ,όχι πολλά εξέδωσε αρχικώς ένα,δυό…με διαλείψεις το τρίτο…πολύ αργότερα, τέταρτο και πέμπτο (χωρίς ημερομηνία αρχικής γραφής)
Παράλληλα συνέχισε τη δημοσίευση ποιημάτων και τινών χρονογραφημάτων σε τοπικές εφημερίδες, ενώ τελείως ιδιωτικά επί δύο χρόνια εκτύπωνε μικρόν φυλλάδιο, σατυρικών ποιητικών σχολίων μετά σκωπτικής και όχι μόνον  «διάθεσης» με το όνομα ΡΩΜΗΟΥ ΕΠΙΚΑΙΡΑ μετονομασθέν αργότερα σε ΣΑΛΟΣ που διέθετα μόνο σε φίλους και συνεργάτες

Οψίμως και με την προτροπή ..φίλου (προσφάτως ..αποδημήσαντος  εκ του «μάταιου» κόσμου)και στη σκέψη συνοδοιπόρου Η.Λάσκαρη, αιτήθηκε την εγγραφή μου στην ΕΕΛ, όπου και θετικώς εκκρίθηκα ως  μέλος.

Η γραφή μου, κυρίως ποιημάτων, στηρίζεται  στην βασική μου αρχή

«Δεν γράφω για να συναρπάσω,
μήτε για να ενθουσιάσω.
Κανένα μεγάλο για να φτάσω,
ούτε λεφτά, απ’αυτό να μάσω.

Γράφω μονάχα για να ξεσπάσω
στο «σύστημα» το χάος να σχολιάσω,
ψύλλους μεσ’ τ’άχερα να πιάσω
και ποιός να ξέρει ;…τη κεφαλή μου σπάσω.»

Τον Βράχο (αποκαλούμε οι γηγενείς τη Σύρο και έτσι) άφησε αφ’ ότου μπαρκάρησε στα 20 χρόνια και έκτοτε ως επισκέπτης (με διακοπή στρατιωτικής 30μηνης υπηρεσίας στο Ναυτικό ως ναύτης-δίοπας και επίκουρος σημαιοφόρος)
Φυσικά η επισκεψημότητα που αναφέροται έγκειται στο γεγονός της καταγωγής  της  ομο-κλίνου μου, εκ Πειραιώς.

Από το 1980 μέχρι και το 2004 εργάστηκε ως αρχιπλοίαρχος σε δύο εφοπλιστικές εταιρείες και νυν άγω τους χρόνους  απομαχικής αποζημίωσης μειούμενης συνεχώς από το 2010..Παναγιά μαζί μας.

Εν πάσειπεριπτώσει:

Μ’αποκαλούνε  ποιητή, όμως εγώ
αισθάνομαι αυτό το θώκο άφθαστου λογισμού
Μήτε και εμαυτόν  θωρώ κάποιον δημιουργό,
μα χτίστη λέξεων  και δόκιμου ανθρωπισμού..

Ο έλλογος ,του λόγου την τέχνη
ποτέ δεν απορρίπτει
κι’η κρίση του συμπίπτει
με κάθε δημιουργού την.. «ερωμένη».

Δύο ξύλα ενωμένα απατηλά, έχουν πάντα ένα χάσμα
και σμίγουνε  ορθά μ’ανθρώπινο ιδρώτα- πόνο.
Έτσι των αιώνων χτίζεται το διαχρονικό τους φάσμα ,
κι’ο δικός μου ο ιδρώτας  είναι κόκκος άμμου μόνο.




ΕΡΓΑ ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ

  • ΟΑΣΙΣ*
  • ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΑΙΓΗΙΣ
  • ΑΛΛΑΔΕ ΜΥΣΤΑΙ
  • ΚΥΚΛΩΝΕΣ
  • 49 ΥΑΚΙΝΘΟΙ
  • ΣΥΡΙΑΝΕΣ ΘΥΜΙΣΕΣ(ΠΡΩΤΌΛΕΙΟ)


*Το ΟΑΣΙΣ τυπώθηκε το 1994 σε χαρτί τύπου πάπυρου όπως και τα αλλά ,όμως τελείωσαν και θα τα βρεις σε δεύτερη και Τρίτη έκδοση,(φθηνότερη)

ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ

=ΣΥΡΙΑΝΕΣ ΘΥΜΙΣΕΣ
=ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
=ΟΙ ΥΑΚΙΝΘΟΙ ΔΕΝ ΜΑΡΑΙΝΟΝΤΑΙ ΠΟΤΕ
=ΦΑΙΔΡΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ
=ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ
=ΑΠ΄ ΟΛΑ… ΤΟΥ ΝΟΥ
=ΣΑΤΥΡΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ
=ΜΗ ΣΚΟΤΏΝΕΙΣ ΤΟ ΛΟΥΛΟΎΔΙ(Στο έστειλα με e-mail)
=ΠΟΛΙΤΙ(ΣΤΙ)ΚΑ



Υ.Γ Μη λησμονήσω ότι η αρχική του ασχολία παιδιόθεν ήταν η ζωγραφική, όμως έμεινε στα αζήτητα, προσφέροντας μόνο προσωπική ικανοποίηση


Το κείμενο του βιογραφικού εστάλη από τον ίδιο τον συγγραφέα. Η στήλη άλλαξε μόνο το πρόσωπο, από πρώτο αναγκαστικά έγινε τρίτο! 

Μοναξιάς άστοχα όνειρα / Σαλίβερος Νικόλας

                                             



Ενα πετράδι ακριβό (διαμάντι),
κλώτσησα , να το φυλάξω,
μην πέσει στην άπατη θάλασσα,
…..ένα μέτρο κοντά.
Επεσε όμως,
γιατί δεν σημάδεψα με ασφάλεια
και το χέρι μου βρήκε το κενό.
Στα όνειρο ο έλεγχος μηδενίζεται,
αφου το σώμα μένει κουφάρι.
+++
Ενα σανίδι παλιό (σάπιο),
εμπόδισε το βούλιαγμα.. το χαμό.
Ετυχε να περνά με το κύμα,
τη στιγμή που το πετράδι,
ανυποψίαστο έτρεχε να συναντήσει
την ύπουλη επιφάνεια του νερού.
…Δεν έπεσε στο νερό,
δεν χάθηκε ακόμα.
Η ελπίδα πιο ισχυρή στα όνειρα,
αφού μάνα είναι του ονείρου.
+++
Ενα αχόρταγο κύμα (πελώριο),
λες, γνωρίζει την αξία στο πετράδι,
όχι όμως και την αγωνία μου.
…..Ζητά το πετράδι,
ζητά ό,τι βουλιάζει.
Οπου και νάναι,σίγουρος τώρα ο χαμός.
Ο εφιάλτης πάντα είναι άπληστος
πάντα καταστρεπτικός
+++
Εγώ κοιτώ,μόνο κοιτώ και απορώ.
Ενας περαστικός ναυαγός (τυχερός)..
βλέπει το σανίδι…
και αρπάζεται να σωθεί…
Μιλάνε και τα όνειρα
Παλεύουνε και τα όνειρα

……..Τού φωνάζω…
<Εσύ ναυαγέ..>
..<Σώθηκες,Σώσε με..>

Μου επιστρέφει το πετράδι,
χαμογελώντας με νόημα ενοχής.
Δικαίου ενοχής

..<Σ’ευχαριστώ διαβάτη..>

Σαν τ’όνειρο ηρεμεί, ονειρολογώ

.. ..(Πρέπει να πάψω να κοιμάμαι μόνος).
  

                                        1975

Νάνοι και Βουνά –Πέτρινες Φωνές / Σαλίβερος Νικόλας


                                      
                                       Οι νάνοι όλων των χρωμάτων,
                  που κολυμπάνε στην παγκόσμια λίμνη,
                  προσπαθούν το «μπόϊ» τους  να δείξουν..στον ουρανό.
                  Φωνές  πετούν, μέσα απ΄τον αδιαπέραστο αγέρα.
                                               Φωνές πέτρινες…
                          λαξεμένες με τη σμίλη της ανάγκης.
                  Η καρδιά δεν αντέχει το βάρος..το στομάχι κενό,
                     ο αγέρας  πνιγηρός απ’το άδικο.                         

                                       Οι φωνές,γίνονται σμήνος…..
                                        το ράμφος τους κτυπά επίπονα,
                                        την αδιάφορη πύλη της λίμνης,
                                                          για μία θέση….
                                                          μια θέση στις ρίζες,
                                                          μια θέση στον ανθό,
                                                          μια θέση στο χάος;
                                       
                                        Τυμπανίζουν….
                                        Αγνοούν την αντοχή τους,
                                       Αγνοούν την δύναμή που η ηχώ τους κραδαίνει,
                                        και ζωγραφίζει κύκλους-ρυτίδες
                                        στο πρόσωπο του Σύνολου.
                                        Στο βηματισμό της αλήθειας,
                                        σκοντάφτουν  στη φιλόξενη ,ύπουλη
                                        «Σκιά των Βουνών».
                                       Η σκιά πάντα σαγηνεύει τους κωπηλάτες
                                        και  Οδυσσέας  γεννιέται στο μύθο,
                                        Ο μύθος γεννά την ιδέα, .
                                        η ιδέα γεννά το σκοπό,
                                       «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»
                                       

                                        Τα «Βουνά», βράχοι –θεριά,
                                        φυτεμένα πάντα σε κάθε λίμνη-
                                                   -Λές απο Πρόνοια-.
                                        Ριζομένα βαθιά,
                                        πιό βαθιά απο το τέλος της λίμνης.
                                        Στέκουν εκεί…άκαμπτα,αέναα΄…
                           
                                      Στο πλησίασμα τους η ξενία γίνεται φόβος.
                                      Απειλή  προξενεί η παρουσία τους,
                                      με τα πελώρια χέρια ενωμένα,
                                      κάτω απ’το βλέμμα  του αμέτοχου ουρανού.
                                      Περιφρονούν το διάφανο του νερού
                                      και χαμογελούν αλαζονικά.
                                      Η απατηλή σκιά τους γίνεται προπομπός του σκότους.
                                       Του φόβου τροφός

                                      Ζυγιάζουν μαθηματικά τον όγκο και το βάρος
                                            των Πέτρινων φωνών.
                                      Ο Κέρβερος-προστάτης του βασιλείου τους
                                      θα «μεριμνήσει» άσκαστα, έγκαιρα….
                                      οι φωνές να μην φτάσουν ποτέ στο βυθό,
                                       να μην ταράξουν  το μακάβριο όπλο τους..το βούρκο
                                       που πίσω του κρύβεται το ¨υπέροχο μυστικό¨ τους,
                                      του ψέματος ο Παράδεισος.
                                      Τα μαγνητικά του λαμπιόνια
                                      κρέμονται σε θεμέλια σαθρά ,
                                       φυτεμένα στο βούρκο.
                                      Τρωτά. είναι στης φωνής το φύσημα.
                                      Όμως, κι’αυτό καρπώνονται,
                                      θολώνοντας την οδό της συμμετοχής.
                                     Η αλαζονεία ξεσκεπάζει το λείψανό τους,
                                     στο λίκνισμα του ηδονικού χορού τους,
                                     που κρύβεται στο αόρατο σάβανό τους
                                     και εκτεθειμένο δείχνει της γύμνιας  ντροπή ,
                                     στους αιώνες,
                                     τρέποντας τη φωνή.
                                     στην  ξερή, αλλά ασάλευτη όχθη αντίκρυ.


                                     Η ηχώ, άπαυτη ,διαπεραστική,
                                     εκκωφαντική ακόμα και στη σιωπή της
                                    ταλανίζει τα βουνά, μεταμόρφωσης κίνδυνος,
                                    -ο ουρανός αδιάκριτα παρόν-.
                                    Ελλοχεύει ο κίνδυνος, σείσιμο σεισμού.
                                    Τα βουνά –προικισμένα με το ύψος τους-
                                    βάζουν μπροστάρη ,το πρόσθετο δόλιο φανερό όπλο ,
                                    τη σκιά τους
                                    Σκιά απέραντη..την κατευθύνει ο σύμμαχος ήλιος,άθελά του.     
                                    Σκιά απέραντη…αρκετή να εκτρέψει,να αφανίσει
                                    τις ρυτίδες που αφήνει η ήχώ.
                                    Καταλαγιάζει η σκιά της ημέρας τον ήλιο,
                                     χαυνώνει τον νου, ναρκώνει τη θεληση και
                                     σκοτώνει τη φωνή.
                                    Στον καιρό ζωντανεύει, η τρομερή φήμη της ηχούς,
                                   που πάντα προηγείται και άσβεστη μένει στη μνήμη.
                                   Σαν φτάνει στις όχθες,  τη νύχτα ξυπνά ,
                                    όμως  αναχαιτίζει τον βλαψίφρονα ολοφυρμό
                                     των σκυλιών της χρυσοθηρίας.
                                   
                                     Νύχτα ,πόθου και εγκλήματος κρυψώνα,
                                     νύχτα  θανατοφορούσα ,
                                    ολούθε διάχυτη με μυρωδιά της μούχλας.
                                    Κι’είναι αυτή η μυρωδιά, ασήκωτη,
                                    που κρατά τους Νάνους πεισμωμένα όρθιους,
                                    Άτλαντες στην δύναμη ,
                                    Πηνελόπες στην πίστη και υπομονή,
                                   πέρα απ’τη σκιά των βουνών, σε πείσμα τ’ουρανού,
                                    με το στόμα γεμάτο δικαίωσης φωνές πέτρινες -.
                                    Η Ιθάκη πάντα προορισμός της πέτρας.
                                   Οι κύκλοι της φωνής πάντα γυρεύουν μιαν όχθη,
                                    να αποθέτουν το δίκιο τους.
                                   Πάντα θ’αφήνουν μια πέτρα λεύτερη
                                  στην ανασκαφή της μνήμης του μέλλοντος,
                                   για την επιβίωση της αλήθειας,
                                   για το ψήλωμα των Νάνων.
                                  
                                            1978