Αυτές οι γερασμένες κάργιες
που στα ακροκέραμα χτυπιούνται των αετών,
δεν φέρνουν πια μαντάτα,
απλώς αυτοκτονούν σε πείσμα του ποιητή
με ένα μειδίαμα σαρκαστικό.
που στα ακροκέραμα χτυπιούνται των αετών,
δεν φέρνουν πια μαντάτα,
απλώς αυτοκτονούν σε πείσμα του ποιητή
με ένα μειδίαμα σαρκαστικό.
Αχ! να ‘ταν μια ανάσταση ακόμα
Εύελπις παρακμίας του χτες,
κρατάς το τελευταίο προπύργιο του εαυτού
και μέσα κρύβεις μιαν ελπίδα θολή,
που μυστικά ματαιώνεται.
Κατέθεσες στον χρόνο άτοκα
κι έρχεται λήθη.
κρατάς το τελευταίο προπύργιο του εαυτού
και μέσα κρύβεις μιαν ελπίδα θολή,
που μυστικά ματαιώνεται.
Κατέθεσες στον χρόνο άτοκα
κι έρχεται λήθη.
Λιγοστός ο ουρανός που άφησες στα σύννεφα
κι η βροχή, στην παιδική της ακόμα ηλικία,
δεν νιώθει ποιον θάνατο ξεπλένει...
κι η βροχή, στην παιδική της ακόμα ηλικία,
δεν νιώθει ποιον θάνατο ξεπλένει...
ΚΔαφνη