Σελίδες

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

Αυτόχειρες ουρανοί / Κουμουλή Δάφνη


Αυτές οι γερασμένες κάργιες
που στα ακροκέραμα χτυπιούνται των αετών,
δεν φέρνουν πια μαντάτα, 
απλώς αυτοκτονούν σε πείσμα του ποιητή
με ένα μειδίαμα σαρκαστικό.
Αχ! να ‘ταν μια ανάσταση ακόμα
Εύελπις παρακμίας του χτες,
κρατάς το τελευταίο προπύργιο του εαυτού
και μέσα κρύβεις μιαν ελπίδα θολή,
που μυστικά ματαιώνεται.
Κατέθεσες στον χρόνο άτοκα
κι έρχεται λήθη.
Λιγοστός ο ουρανός που άφησες στα σύννεφα
κι η βροχή, στην παιδική της ακόμα ηλικία,
δεν νιώθει ποιον θάνατο ξεπλένει...
ΚΔαφνη

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Η ΑΚΡΑΙΑ ΑΚΤΗ /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ


Έχει ειπωθεί πως για να γραφεί ένα ποίημα
απαραίτητη προϋπόθεση είναι
η ύπαρξη αποθέματος εμπειριών.
Αν η εικόνα, ο λόγος, ο ήχος,
ο πόνος, το ψέμα και η αλήθεια,
εάν η συμπόνια εντάσσονται στις....
εμπειρίες τότε αντί άλλου λόγου
γράφτηκε το παρακάτω.
Γιατί τελικά πρέπει όλοι μας κάτι να γράψουμε,
κάπως να αντιδράσουμε, κάπως....
Δεν ξέρω, περνούν οι μέρες και δεν ξέρω....


Η ΑΚΡΑΙΑ ΑΚΤΗ
Περίεργο, μου εφάνηκε που πέτρωσα
τόσοι πολλοί άνθρωποι στοιβαγμένοι
σε μια απόκρημνη παραλία τι να κοιτούνε άραγε;
Ημίγυμνοι μέσα από τα νερά της Αττικής θάλασσας
σαν ιεροτελεστία θανάτου, δάδες των Καβειρίων
πότε βάνοντας πότε βγάζοντας το κεφάλι από το νερό
τι να κοιτούνε άραγε;
Το αλάτι που κόχλαζε από το λυσσαλέο της φωτιάς
και την ανημποριά των ανθρώπων,
τη πολιτεία που δεν πρόκαμε;
Κι ούτε ένα δελφίνι!
Ήταν η θάλασσα πιο πάνω από τα βράχια…
Κάμω έτσι, πιάνω το χρέος σου πατρίδα, έχεις και συ χρέος
Και σου μιλώ: μας φοβάσαι και θέλεις να μας κάψεις;
Ο κόσμος, ο πιο μικρός κόσμος που είδα, τόσο μεγάλος
δεν μπόρεσε να κρύψει τίποτα.
Δεν είχε και τίποτα να κρύψει καθώς έτρεχε μες στη πυρά του Ηφαίστου,
πίσω από παράφορα ρήματα, πυριγενείς λέξεις και φλογερούς φθόγγους,
πίσω από παρατεταμένες κραυγές και ουρλιαχτά που έσβηναν,
πίσω από τα πυρόξανθες άλλοτε πανέμορφες
-στου Αι Γιάννη ίσως και της Αγίας Βαρβάρας- φλόγες
μα τώρα – τώρα δεν έφταναν οι τοίχοι, δεν όριζαν οι δρόμοι,
τρόμαζαν οι θιασώτες, δεν υπήρχαν λαγούμια και κρυψώνες.
Μόνο σφυρί και αμόνι
Κι ανάμεσα η απόγνωση και τα δάκρυα.
Πώς να κρυφτούν, κυλούν επί των γκρεμνών του προσώπου.
Δεν σώθηκαν ακόμα τρέχουν.
Κι αν σώθηκαν τα χρέωσες με τόκους και επιτόπια Πατρίδα!
Κρυφτό με τη φωτιά, κυνηγητό με τη φωτιά, γλυτωμό με τη φωτιά.
Μεγαλώνουμε, καιρός να γίνουμε αποκαΐδια.
Η καρδιά του πύρινου, υπέρταση, ξεπηδούσε κι άλωνε.
Παρέσερνε στο χορευτικό της μένος,
χλιμιντρισμένα άλογα φοβισμένα,
φυλακισμένα περιστέρια άφτερα,
πεύκα και κυπαρίσσια χωρίς άκρα,
πυργοδεσπότες κρατώντας τις τσακισμένες ελπίδες,
μικρές πριγκίπισσες να κοιτάνε θλιμμένες κούκλες
παλικάρια να κλαίνε αγκαλιασμένα
και ένας νους να πλανιέται ανάμεσα στις καιόμενες πευκοβελόνες
ακόμα και στο μέλλον,
όπου θα καταλαγιάζουν αριθμημένες στα κιτάπια όμοιοι πίνακες.
Και θα έρθουν όμοιες εικόνες, με προταγμένα τα στήθη κι αντίχειρες
εσένα πάλι θα δείχνουν.
Εσένα που κατοικείς μέσα στη φωτιά, κι είν η πατρίδα σου μια φωτιά.
Νερό, φωτιά, αέρας. Αεί,αεί...
Η δύναμη μας, της γης που αγαπάμε
Αυτή μας σκότωσε και μεις αναμένουμε ανάσταση
Θα αναμένουμε Ανάσταση
Θολώνουμε το νερό, φτύνουμε στη φωτιά, φυσάμε στον άνεμο.
Θα αργήσει πολύ να έρθει ξανά σε μας, μα θα έρθει.
Με το νερό, τη φωτιά, τον άνεμο!
Μεγαλώνουμε, καιρός να γίνουμε αποκαΐδια.

ΑΛΟΙΜΟΝΟ / Μαρούλλα Παναγου


Η κάθε μέρα μας επέτειο
να κάνουμε
κείνης της πρώτης μέρας
π' αγαπηθήκαμε
Αλοίμονο αν ξεχαστούμε αγάπη μου
κι η αγάπη πεθάνει
στην καθημερινότητά μας.

[Εστησε ο θανατος χορο με τις φλογες] ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Εστησε ο θανατος χορο με τις φλογες
και προσκαλουσε τη ζωη
Διχως οικτο κυνηγουσε τη χαρα
πυρινη λαιλαπα
και οδος διαφυγης πουθενα
Νεκρες οι ελπιδες χανονται
μες τους καπνους και τις κραυγες
Αγκαλιαζει η μανα το παιδι
που ουρλιαζει "μαμα ποναω "
" κλεισε τα ματια "λεει η μανα
και το κρατα πιο σφικτα
"κλεισε τα ματια ζωη μου
σε λιγο φτανουμε δεν θα πονας "
Σκεπαζει το μικρο κορμακι ο παππους
με το κορμι του
" μη φοβασαι " του λεει
" σε λιγο φτανουμε δεν θα πονας "
Εστησε ο θανατος χορο με τις φλογες
και πηρε τη ζωη
και πηρε τη χαρα
Και μειναν μες τ αποκαιδια
αυτοκινητακια και κουκλες
και κραυγες πονου παντου
Και μαυρισε παλι το Καλοκαιρι
για την Ελλαδα μας
Ανοιξε ουρανε πιο μεγαλη αγκαλια
να χωρεσει τ αγγελουδια που πεταξαν
κι αφησαν σε μενα την ενοχη γιατι ζω
ενω αυτα δεν μεγαλωσαν

Νεκρό καλοκαίρι / Σουβατζής Νίκος


Στη μνήμη των θυμάτων της πυρκαγιάς που έπληξε την Αττική
Μη μου μιλάτε για γραφικά σοκάκια 
και ασβεστωμένα σπίτια
κυκλαδίτικων νησιών
Μη μου μιλάτε για την πανσέληνο του Αυγούστου
Μη μου μιλάτε για μαγευτικά ηλιοβασιλέματα
Μη μου μιλάτε για του Αιγαίου τα γαλανά νερά
Μη μου μιλάτε για παιχνίδια
στη θάλασσα και την αμμουδιά
Μη μου μιλάτε για παραδεισένιες παραλίες
Μη μου μιλάτε για καράβια
που ταξιδεύουν στο πέλαγος
Μη μου μιλάτε για τη ραστώνη του μεσημεριού
και το τραγούδι των τζιτζικιών
Μη μου μιλάτε για ξέγνοιαστες στιγμές,
για ταξίδια και διακοπές
Μη μου μιλάτε για τον χορό των δελφινιών
Μη μου μιλάτε για ήσυχες νύχτες στο μπαλκόνι
με το άρωμα του νυχτολούλουδου
Μη μου μιλάτε για παραθαλάσσια ταβερνάκια
και ουζοκατανύξεις
Μη μου μιλάτε για περιπάτους
κάτω απ' το φως του φεγγαριού
Το καλοκαίρι πέθανε κάποια Δευτέρα του Ιουλίου
όταν ογδόντα εφτά αδέλφια μας
διάβηκαν αγκαλιασμένα το κατώφλι του θανάτου

ΣΤΟΥ ΘΕΟΎ ΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΆ / Παρασκευόπουλος Γιάννης


Απόψε κλείνει ο ουρανός
Τις πυλες του σφραγίζει
Παιδιών φωνές το ακουσμα
Ακόμα κι αυτός ραγιζει
Απόψε έστησαν χορό
Τεκνα του Θεανθρώπου
Χαίρονται ευγνωμονούν
Τα κάλλη αυτού του τόπου
Μα μόνο Αυτός κρατεί
Τα Δάκρυα Του τα κρύα
Πόνος πλέον να μη χωρεί
Θλίψη και απουσία
Οι ψυχές πια απαλυναν
Με τη Δική Του παρουσία
Κράτα Θεέ μου τις πυλες σου
Κλειστές για λίγο ακόμα
Άλλο παιδί να μη θαφτεί
Στο ελληνικό μας χώμα
Σε μάνα δως τη δύναμη
Τον πόνο της ν αντέξει
Και πες της το αγγελούδι της
Μαζί σου πως θα παίξει 
Γιάννης Παρασκευοπουλος

ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ, ΟΥΡΑΝΕ ΜΟΥ! / Τσερκεζης Πέτρος


Σέρνει η αγάπη μου χορό
Σε αλώνια νοσταλγίας
Μέσα σε τέσσερα βουνά
Είναι μια χούφτα τόπος
Άνοιξη αηδονολαλεί
Κούνια της γέννησης μου.
Πάνω στην πέτρα έγραψα,
Πάνω στο βράχο γράφω,
Με το αετίσιο βήμα μου
Μπήκα στο χοροστάσι.
Εκεί κοιμάμαι, εκεί ξυπνώ,
Εκεί με βγάζει ο δρόμος.
Εκεί η αγάπη και η χαρά
Στήνουνε πανηγύρι.
Από το ράμφος αηδονιού
Μ’ άρπαξε το τραγούδι,
Δάκρυ ματιού με λάβωσε
Καημός κλαρίνου καίει,
Μες το πηγάδι έπεσα
Απ’ των ματιών τα μάγια,
Και από χείλη φλογερά
Με ανάστησε η αγάπη.
Μέσα σε τέσσερα βουνά
Είναι μια χούφτα τόπος,
Ο γαλαξίας της καρδιάς
Ο αυγερινός του χρόνου.
Η κάνουλα του φεγγαριού
Με νέκταρ με φιλεύει,
Πέρδικα τρώω και γλεντώ
Σε ανθηρό τραπέζι.
Παίξε κλαρίνο, μέθυσε
Να μου διαβούν οι πόνοι
Κέρνα φιλί, κέρνα κρασί
Κέρνα λεβεντογέννα.
Παπίγκο μου ψηλή κορφή
Θρονιάζεις την καρδιάς μου,
Ε λάτρεψα τον ήλιο σου,
Λατρεύω τους θεούς σου.
Πλάι σου είμαι ημίθεος
Μακριά σου κόκκος άμμου,
Κοντά σου πίνω και γλεντώ
Μεθάω με γαλανάδα.
Βάλτε κλαρίνα και βιολιά
Να με χαρεί η αγάπη,
Και ας ειναι ύστατο φιλί
‘πο χείλη μαργαρίτας.
Πέτρος Τσερκέζης
Από τη συλλογή: "ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΙΑΣ ΗΤΤΑΣ"

Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

ΞΩΤΙΚΟ / Αριάδνη Πορφυρίου


Δεν γίνεται να καταβροχθίσουμε την άσφαλτο
Μόνο το καύμα τυφλώνει.
Η ερημιά της σκέψης.
Σήκωσε αέρα απόψε
Η πυρκαϊά ήδη λυσσομανάει.
Αλλά τι να σου κάνει ο άνεμος;
Εγκλωβίστηκε κι αυτός
Σα να ταν ξωτικό αθόρυβο
Με σφαλιστά τα χείλη.
Μια μαύρη αυλαία κρύβει τις φλόγες, όσο εσύ
Εγκλωβισμένος στη δίνη των πρόσκαιρων
Γεμίζεις απόσταση.
Πόσο ρηχά, αλήθεια….
Ακούω σκιές να περπατούν στις μύτες γελώντας ειρωνικά
Πριν καν στέρξεις να μ’ αγγίξεις
Πριν βρεις το μονοπάτι.
Σφυριά στο κεφάλι μου.
Χωρίς χάρτη, μόνο με μοναξιά κι οργή
Τι θα γράψεις, ξωτικό;
Ποια ιστορία;
Αριάδνη Πορφυρίου "Ελλάμψεις" (υπό έκδοση)

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Αν μ΄ακούς / Γρηγορία Πελεκούδα

Αν μ΄ακούς
Χάθηκαν οι λέξεις στις ασέληνες νύχτες,
έγιναν πουλιά στο ατλάζι της,
ίσως ανταμώσουμε πριν έρθει η βροχή 
και σβήσει στη σιγαλιά ασημένιας νέφωσης,
σε μια θάλασσα από φύκια μυρωμένη
όπου το μοιρολόι γίνεται ύμνος
στο θάμπος του λυκόφως,
αν μ΄ακούς;
Να σε κοιτάξω έστω για λίγο στα μάτια
στα βαθιά ανταριασμένα πάθη τους
όταν βασιλεύουν,
στο χώμα να αληθεύσει η προφητεία
ω άφραστη χαρά,
σαν ενώσουμε τα χείλη για στερνή φορά
η απουσία απ΄όλες τις δυστυχίες
να γίνει γιγαντιαίο ανάστημα,
μ΄ακούς;
Στον παράδεισο όταν βρεθείς
στα γιγαντιαία μπράτσα μου να έρθεις
και μην κλάψεις επώδυνα, ο αυλός
θα ξορκίζει την οργή της φωτιάς,
μην κλάψεις για τα νεκρολούλουδα
για τα οράματα, τα καταχθόνια όνειρα,
έχουν τρομαχτικούς εφιάλτες,
η φωτιά ηδονίζεται στο βωμό της θυσίας
λυσσά γιατί ερωτεύθηκε τον ύστατο
σπαραγμό της ψυχής μας...
Μ΄ακούς;

ΑΙΜΑΤΙΝΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ / Αρετή Γουργιώτου

Εις Μνήμην


Θλιμμένο πρόβαλε απόψε το φεγγάρι.
Άπλωσε το πορφυρό του
ντύμα στην θάλασσα
κι ευτύς αιμάτινη την έβαψε.
Κανείς δεν το τραγούδησε.
Θρήνους μόνον και οιμωγές στην λαμπράδα του απίθωσαν και μοιρολόγια.
Πάνω του γαντζωμένες
των Αδικοχαμένων οι ψυχές.
Δάκρυσε....
Απέστρεψε γοργά το πρόσωπό του από τα έργα 
και το Πάθος των ανθρώπων και βιάστηκε να δύσει.

Συναίσθημα / Βρακά Στέλλα


Δεν ξέρω πια τίποτα.
Κι όμως πίσω απ' το ποτάμι
της άγνοιας,
υπάρχει ένα συναίσθημα.
Κι έχει συνείδηση.
Τρέχει ο ουρανός στα χέρια
που περιμένουν την ακατόρθωτη
ευτυχία.
Στην προσμονή τους η μισή Ποίηση.
Στην εκπλήρωσή τους η ολόκληρη.

Σήμερα εἶναι κενὸ / Μασμανίδης Ιωάννης

Σήμερα εἶναι κενὸ
Οἱ λέξεις λαχανιάζουν
Στεγάζουν τὰ ἀδιέξοδα
Ἀνευχάριστος
Ἀπὸ τὴ δυναστεία τῆς ὕλης
Στὸ ὠμὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Ματώνω πάλι
Κρύβεται ὁ Θεὸς μου
Σὰ νἆναι ἀγαπημένος
Νεκρὸς μου
Γιατὶ ἡ ἀπελπισία
Γεμᾶτος κουμπαρᾶς
Χῶρο δὲν ἔχει
Βούλιαξε
Θεέ μου
(Ἔστω καὶ νεκρὲ)
Ἡ σκηνοθεσία ἐπενδυμένο δηλητήριο
Γύρω μου σταλάζει ἀδιάκοπα
Πρόσταξε Θεέ μου
Στὸν πειρασμὸ νὰ παραιτηθεῖ
Τὰ ἀνακόλουθα λόγια
Ποὺ διανθίζουν ἐπιδέξια διαλόγους
Νὰ ξηραθοῦν στὰ χείλια
Θεέ μου
Κάθε στιγμὴ ὑποπτεύομαι
Τὴν ὕπαρξη
Τὸ πολύπλοκο καὶ τὴν ποικιλία
Τῶν ἀντιφάσεων
Εἶναι φανερὸ
Παντοῦ
Πρόσωπα γυμνὰ ἀπὸ κάθε σάλεμα
Καὶ
Μυστικὰ ρίγη
Σκάβω μέσα μου μόνος μόνος
Τὸν ἀναγκαστικὸ δρόμο
Γιὰ στάλες παρηγοριᾶς
Ἔτσι αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἔξω κόσμου
Σ' αὐτὸ τὸ ταραγμένο καὶ σαλεμένο ὑλικὸ
Διαβλέπω
Τὸ τίποτα
Κρύβεται ὁ οὐρανὸς μου
Ἀπὸ τὴ μονότονη φτώχεια
Τῶν βλεμμάτων του
Ἀναρίθμητα μικρὰ ἐγκλήματα
Συμβαίνουν γύρω μου
Μέσα μου
Οὐρλιάζω ἀσταμάτητα
Χαμογελῶ
Γιὰ τὰ χαμένα μου ὅλα
Θεέ μου
Στὴ μνήμη μέ ἀληθοφανῆ τρόπο
Τοῦ πόνου καὶ τῆς πάλης μου
Στὴ παρουσίαση τῶν ἀδικιῶν
Τοῦ κόσμου Σου
Κινοῦμαι στὸ ἐκτυφλωτικὸ Σου
Ξαναγυρίζω στὸν ἐαυτὸ μου
Δικὸς Σου
Χωρὶς ἐνθαρρύνσεις χωρὶς ἐμπιστοσύνη
Τώρα πλέον χωρὶς φυγὴ ἔστω φανταστικὴ
Στὸ μπουκάλι μου ξαναβυθίζομαι

Ποιος φταίει; / Σοφία Τανακίδου


Και άκουσα το δέντρο που φώναζε:
Εγώ φταίω εγώ φταίω
που δε συγκράτησα τις φλόγες μέσα μου 
που δε σας προφύλαξα
απ' την οργή της.
Και άκουσα τον άνεμο
που φώναζε:
Εγώ φταίω, εγώ φταίω,
που δε σίγασα,
που μανιασμένα
την έστειλα καταπάνω σας.
Και άκουσα τη βροχή που φώναξε:
Εγώ φταίω, εγώ φταίω,
που μακριά την καταιγίδα μου έστειλα
και την δική σας φωτιά δεν έσβησα.
Και άκουσα τον φταίχτη να φωνάζει:
Ποιος φταίει;
Ποιος φταίει;

Αντώνης Σανουδάκης (μικρή αναφορά)

Ο Αντώνης Σανουδάκης γεννήθηκε στη Χερσόνησο Ηρακλείου. Σπούδασε Θεολογία και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. 

Ασχολήθηκε με την ποίηση, το διήγημα, καταγραφή μαρτυριών, μελέτη, ιστορία και λογοτεχνία. Τιμήθηκε το 1993 με το λογοτεχνικό βραβείο του Δήμου Ηρακλείου "Ν. Καζαντζάκης", την Ένωση Συντακτών και Δημοσιογράφων Ελλάδος και, με πρόταση του Π. Πρεβελάκη, τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών.


Λογοτεχνικά και ιστορικά αποσπάσματα των έργων του εμπεριέχονται σε σχολικά βιβλία Γυμνασίου-Λυκείου και σε ποιητικές ανθολογίες. Βιβλία και ποιήματά του έχουν μεταφρασθεί στα γερμανικά και ιταλικά. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει ο Χριστόδουλος Χάλαρης, ο Παν. Φουρναράκης και ο Μπάμπης Πραματευτάκης. 

Από το 1991 ως το 2007 υπήρξε τακτικός επιφυλλιδογράφος της εφ. Τα Νέα. Είναι αντεπιστέλλον μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου "Παρνασσός", μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, του Συνδέσμου Θεολόγων Κρήτης και της Ένωσης Φιλολόγων Ν. Ηρακλείου.


πηγή: http://www.biblionet.gr/author/35548/%CE%91%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%9A._%CE%A3%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82

Καπνισμένοι σταυροί / Κατσιγιάννης Λεόντιος



Υπήρχε κάποτε ένα δάσος θαλερό
που μύριζε ρετσίνι και φασκόμηλο.
Άγιο τοπίο, στεφανωμένο απ’ την ελιά,
που στύλωνε τα όνειρά μας χρόνια.
Καπνισμένοι σταυροί γίναν όλα,
κι ανάμεσά τους σιγοκαίει
το πυρωμένο τραγούδι της φωτιάς.
Μεγάλωσαν τα νεκροταφεία του κόσμου.
Στέρεψαν τα καντήλια της ψυχής μας.
Μαύρισε η καρδιά μας από τ’ αποκαΐδια.
Γέμισαν τα πλεμόνια μας στάχτες της οργής.
Χάθηκε ο μόχθος των πατέρων μας.
Περίσσεψε η οργή του Θεού.
Θέριεψε η παραφρόνηση των ανθρώπων.

Τα δένδρα σ’ ένα πένθιμο χορό.
Βουβό μοιρολόι στην αρχή, κι έπειτα,
θρήνος μεταλλικός θα ξεχυθεί πάνω τους,
ο  σιδερένιος ήχος του αλυσοπρίονου.
Η χαριστική βολή της καταστροφής.

Στη καπνισμένη πέτρα κάθομαι.
Μετράω τα χρόνια που θα γίνεις
               [μυρωμένος αέρας.
Μετράω τα χρόνια που θα γίνεις ρετσίνι και λάδι.
Ο χρόνος ταξιδεύει γρήγορα στο αίμα μου,
κι εγώ ελπίζω -γιατί πρέπει να ελπίζω-
πως θα σε ξαναδώ στο χορό της ζωής.
Στα χρόνια της άλλης γενιάς.

Λ. Κατσιγιάννης

Άργης Κόρακας (1888-1940) (βιογραφία)

Γεννήθηκε το 1888 στην Ξάνθη ή κατά άλλη εκδοχή στο Ροδολίβος Σερρών. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και αρχικά μεγάλωσε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας και ύστερα στην Αγχίαλο. Φοίτησε στο Ζαρίφειο Ελληνικό Γυμνάσιο της Φιλιππούπολης (Βουλγαρία) και στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Αδριανούπολης (Τουρκία). Επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αι. με την ανταλλαγή πληθυσμών. 
Έζησε για ένα χρόνο στην Κωνσταντινούπολη και μετά επί τρία χρόνια στην Αρτάκη της Κυζίκου και την Αμισό του Πόντου όπου μαζί με τον πατέρα του δούλεψε ως δάσκαλος.
Αρθρογράφησε στην εφημερίδα "Άγκυρα". 
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους κατέβηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και εργάστηκε στην "Ακρόπολη" του Βλάση Γαβριηλίδη. 
Εργάστηκε ως Δημόσιος Υπάλληλος στο  Υπουργείο Συγκοινωνίας και στο Υπ. Σιδηροδρόμων και Αυτοκινήτου.
Μετέφρασε στα ελληνικά τα έργα σύγχρονων Βουλγάρων συγγραφέων,όπως των Βάζωφ, Ελίν-Πελίν, Γιόφκωφ, Γεώργη Ράιτσεφ κ.ά., έργο για το οποίο τιμήθηκε με παράσημο (Σταυρό) του "Βασιλικού Τάγματος του Αγ. Αλεξάνδρου" από τον βασιλέα Μπόρις της Βουλγαρίας το 1940. Πέθανε το 1940

Εργογραφία: 

«Αναμνήσεις από την Παληάν Αγχίαλο»
Τα χελιδόνια φεύγουν./ 1938
Οράματα/ 1938




Κασσιανή / Άργης Κόρακας

 Άργης Κόρακας




Κύριε, η γυναίκα, που έπεσε
σε πλήθος αμαρτίες,
τη θεότητά Σου ως ένοιωσε
στην άθλια της ψυχή,
μια Μυροφόρα εγίνει,
και μύρα φέρνει Σου, προτού
στον τάφο Σ' αποθέσουν,
και κλαίει και δέρνεται η φτωχή.
Ωιμέ, λέει, η νύχτα μέσα μου,
με δέρνει η ακολασία
κι' η αμαρτία,
σκοταδερή κι' αφέγγαρη !
Δέξου τα δάκρυά μου, Εσύ,
που κάνεις νέφη το αλμυρό
της θάλασσας νερό.
Στους στεναγμούς μου της καρδιάς
κάμψου Εσύ, που έχεις κάνει
με την ενσάρκωσή Σου την άφραστη
να γείρει ο ουρανός στη γη.
Τα πόδια τα άχραντα
φιλιά θα Σου γεμίσω,
και με τα πλούσιά μου ύστερα μαλλιά
θα τα σκουπίσω,
τα πόδια, που η Έδυα, ως άκουσε
το δείλι να σιμώνουν
μες' στον Παράδεισο, η φτωχή
από το φόβο εκρύφτει.
Σωτήρα, ψυχοσώστη μου,
ποιος των αμαρτιών μου
το πλήθος θα μετρήσει,
και θα βυθοσκοπήσει
την άβυσσο της κρίσης σου;
Μη μ' αποδιώξεις τη φτωχή
τη δούλη σου Εσύ,
που άμετρο έχεις το έλεος.

Έθιμα / Άργης Κόρακας

Ω τα όμορφά μας έθιμα, που αγάλια αγάλια σβύνουν
στο πέρασμα της νέας ζωής, σαν κύμα ακρογιαλιάς,
που ως φτάσουν το του πέλαγου τα κύματα το αρπούνε
και στην ορμή το πνίγουν της υγρής τους αγκαλιάς!

Νυφούλα, ως κοντοστάθηκες στην κορυφή της σκάλας,
πριν την κατέβης για να πας στο νέο σου σπιτικό,
σταυροκοπήθης τρεις φορές κι' έγειρες το κορμί σου
σ' ευλαβικό χαιρετισμό μαζί κι' ευχαριστώ.

Του πατρικού σου του σπιτιού ξένος εγώ, διαβάτης
κι' ολόξενος για σένα, ως σ' είδα εκείνη τη στιγμή,
πώς η καρδιά μου εράγισε, γιατί άφηνες το σπίτι,
όπου γεννήθης, κι' έφευγες για μια άγνωστη ζωή!

Εργάτριες / Άργης Κόρακας



Κάθε βράδυ όταν σκολάνε και περνούνε,
άλλες τσούρμο, ή δυο τρεις, ή μια μονάχη,
τα βαμμένα τους χειλάκια κελαϊδούνε,
παπαρούνες άλλες κι' άλλες σαν το στάχυ.

Στο μηχάνημα όλη μέρα ή στο βελόνι,
κι' αν ανάσαναν μιαν ώρα, αυτή κλεμμένη.
Τώρα η πλάση είναι δική τους κι' ας νυχτώνη,
κι' όλη η κούρασή τους είναι ξεχασμένη.

Κομψές όλες, φτωχικά ή καλά ντυμένες,
φως γεμίζουνε το δρόμο, νιάτα, χάρη,
όλες πάνε βιαστικές και ξαναμμένες
απ' τη δίψα της ζωής, τ' ωραίο σμάρι.

Το Μαράκι στη γωνιά θα συναντήση,
τον καλό της, η Κική θα τον προσμένη
να φανή, την Πόπη κάποιος θα τολμήση
το κατόπι της να πάρη, ενώ διαβαίνει.

Νυχτωμένες θα γυρίσουνε στο σπίτι,
βιαστικά και νυσταγμένες θα δειπνήσουν,
και θα πέσουν σ' έναν ύπνο καταλύτη,
γιατί πρέπει νωρίς πάλι να ξυπνήσουν.

ΓΥΜΝΑ ΣΩΜΑΤΑ του Γιώργου Λινάρδου

https://www.youtube.com/watch?v=KcO1-QAx9SM
Δύο φίλοι, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, στην ηλικία των 16 ετών περίπου,

αποφασίζουν να ξεπεράσουν το ταμπού και τις αναστολές περί του γυμνού σώματος.

Η ταινία έγινε στα πλαίσια του μαθήματος 4ΕΣΘ1 (Εργαστήριο Σκηνοθεσίας) του Τμήματος Κινηματογράφου Α.Π.Θ. Συμμετείχε στα: Kaohsiung Film Festival International Short Film Competition 2017, 5ο Chania Film Festival, 7o Micro μ Festival, 6ο Athens International Digital Film Festival (Tιμητική Διάκριση), Local Short Film Festival #2 (Βραβείο Κοινού), Berlin Student Film Festival 2016, Back_Up Festival 2016, 1ο Θερνόν Short Film Festival
Ηθοποιοί: Μελίνα Σιδηροπούλου, Γιάννης Κακμέζης, Ιωάννα Λαμνή, Νίκος Λασκαρίδης Σενάριο - Σκηνοθεσία: Γιώργος Λινάρδος Οργάνωση Παραγωγής: Μαρία Λασκαρίδου, Δημήτρης Τσακαλέας Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ασημίνα Λυδία Διονυσοπούλου Μοντάζ: Δανάη Ξυλογιάννη Γκόντρια Ηχοληψία - Ηχητικός Σχεδιασμός - Μιξάζ: Ενές Αχμέτ Κεχαγιά Σκηνογραφία - Ενδυματολογία: Στέλλα Πιττάρη Μουσική: Αντώνης Γκαιρώ Σκριπτ: Λήδα Βαρτζιώτη
Μακιγιάζ: Πηνελόπη Δεληγιαννίδη
Χρωματική Διόρθωση: Γαβριήλ Αθανασίου
Βοηθός Φωτογράφου: Αλέξανδρος Ζαμπέτας

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Μισό Φεγγάρι / Μαντάς Θεόδωρος


Της λίμνης το νερό
του φεγγαριού το δάκρυ
που κύλησε σιγηλά
σαν έχασε μια νυχτιά
την πρώτη του αγάπη.

Τα χείλη του πικρά
το βλέμμα του χλωμό.
Πώς να σταθεί μονάχο
στο σκοτεινό ουρανό
δίχως το άλλο του μισό;
Το χάδι του είναι απαλό
το γέλιο είναι πικρό
και σαν χτυπά η καρδιά του
τ' ακούς να φωνάζει
μου λείπεις σ' αγαπώ.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

[Σκέφτηκα να διαπράξω το τέλειο έγκλημα] / Μιχαλόπουλος Γεώργιος

Σκέφτηκα να διαπράξω το τέλειο έγκλημα,
να δολοφονήσω τις αναμνήσεις που με βασάνιζαν χρόνια,
υπήρχε μία μοναδική ευκαιρία να τις εκδικηθώ,
την ώρα που θα μετέφεραν τα κλοπιμαία στιγμιότυπα της ζωής μου στο χρηματοκιβώτιο της ΘΥΜΗΣΗΣ.
Αρχικά γνώριζα το δρομολόγιο που ακολουθούν,
συλλέγουν προσεκτικά τις καθημερινές μας συνήθειες,
περιμένοντας να λήξει η περίοδος αντοχής της επιθυμίας,
μαζεύουν επιμελώς τα αποκόμματα των πράξεων μας,
χρηματοδοτούν τις συνθήκες με ανισότητες για να βρίσκουμε ανυπέρβλητα εμπόδια στο πέρασμα μας από το στιγμιαίο παρόν στην διαχρονική αξία των εντυπώσεων.
Σκέφτηκα να αποτελειώσω το σχέδιο εξόντωσης των αναμνήσεων χρησιμοποιώντας το μαχαίρι του παρόντος χρόνου.
Αναζητώ πειστικό άλλοθι,
γνωρίζοντας την ισχυρή προστασία που απολαμβάνουν του ΧΡΌΝΟΥ,εξαιτίας των δεσμών αίματος με την ΑΜΝΗΣΊΑ.
Οργανωμένη σχεδίαση και εκτέλεση μίας αναγκαίας δολοφονικής πράξης εκτός προγράμματος,
τέλεση αδικήματος με κίνητρο την απελευθέρωση του μυαλού απ τις ΕΡΙΝΎΕΣ της νοσταλγίας.
Προτιμώ να φυλακίσουν ισόβια το κορμί μου,
παρά να δεσμευθεί η πνευματική μου ελευθερία στα υπόγεια κελιά της λήθης.
Η αποφυλάκιση μου εκκρεμεί λόγω έφεσης των καταστάσεων.

Ἄγγελοι Καρφώνονται μὲ τὸ Κεφάλι στὴν Ἄσφαλτο / larry Cool


Ἐγκαταλείπω τὴν πόλη τελευταῖος
Παίρνω μόνο,
τὸν σάκκο μὲ τὴ συνείδησή μου.
«Ἀπὸ ’δῶ!» –μιὰ νεαρὴ γυναίκα μὲ τραβᾶ ἀπ’ τὸ χέρι
Ἀνεβαίνουμε μιὰν ἀπότομη σκάλα
Φθάνουμε σ’ ἕνα στενὸ δωμάτιο
Κάθεται πάνω μου γλιστρῶντας μέσα της τὸ πέος μου
Δίπλα μου ἕνα βρέφος ἀρχίζει νὰ κλαίει
Τὸ παίρνει καὶ τὸ θηλάζει,
χωρὶς νὰ διακόψῃ τὴ συνουσία.
Καπνίζω στὸ σκοτάδι
«Ὁ κόσμος καταρρέει» ψιθυρίζω
«Κόσμος εἶναι ἡ συνείδησή σου,»
λέει κι ἀδειάζει τὸν σάκκο μου ἀπ’ τὸ παράθυρο
Φόβοι, ἐπιθυμίες, ἀναμνήσεις μιᾶς ζωῆς,
σκορποῡν στὸν ἄνεμο.
Χωρὶς συνείδηση,
χωρὶς κεφάλι,
τρέχω στοὺς δρόμους χειρονομῶντας παράφορα
Μιὰ βουερὴ γαλάζια φλόγα,
ἐξέρχεται μ’ ὁρμὴ ἀπὸ τὸ στόμιο τοῦ λαιμοῦ μου
Τὸ κούφιο σῶμα μου εἶναι καμίνι διάπυρο.

Παραποίηση / Larry Cool

Φτάνω πρώτη στο χωριό
Εχοντας αφήσει
Το τσαντάκι με τις ενοχές μου.
“Φύγε!” ένας γέρος με σπρώχνει
Κατρακυλάμε σε μια τσουλήθρα
Φτάνουμε στο σκάμμα
Το μουνί μου γεμίζει άμμο
Πέρα μακριά, ένα πέος γελάει
Ρίχνω ένα δίχτυ και του κόβω το γέλιο
Γεννώντας ένα μωρό.
Το σκοτάδι γεμίζει καπνό
“Ο κόσμος είναι αστείος” κραυγάζω
“Κόσμος είναι οι ενοχές σου;”
Ρωτάει ο γέρος και εμφανίζει το τσαντάκι
Χαρές, θλίψεις, όσα θέλω να ξεχνάω,
Κρέμονται στα ρούχα του.
Γεμίζω με νέες ενοχές
Το άδειο μου κεφάλι βουίζει
Σκαρφαλώνω σε τοίχους σαν αράχνη,
Ενα κόκκινο φλογερό ποτάμι,
Πλημμυρίζει καίγοντας τις πατούσες μου
Εξαφανίζομαι λιωμένη στα Τάρταρα.

Δημήτρης Παλούκης / μικρή αναφορά

Ο Δημήτρης Παλούκης κατάγεται από την Έδεσσα και ασχολείται με την φωτογραφία και την λογοτεχνία. 

Φως / Παϊβανάς Δημήτρης

Γερνάω διαβάζοντας βιβλία.
Κι η μνήμη ανάλαφρη,
στήθος περιστεριού,
ή γάτας σβέρκος.
Πώς να κοιμηθείς με τέτοια μουσική
όταν σκοτεινιάζει ο δρόμος
που κάποτε πέρναγαν λατέρνες…
Τώρα, στην άσφαλτο, στις πλάκες των στενών,
στων κτιρίων τους διαδρόμους,
τίποτε άλλο από το βιαστικό βήμα
των θλιμένων κοριτσιών του γραφείου.
Και το φεγγάρι, μια στενή κόχη ματιού,
παραστατεί φωσφορίζοντας στα δέντρα,
στους ίσκιους τους
και στη σιωπή τους την ευγενική.

Δημήτρης Παϊβανάς (μικρή αναφορά)

Ο Δημήτρης Παϊβανάς   γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961 και ζει στην Αυστραλία από το 1977. Έχει σπουδάσει ελληνική και νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και διετέλεσε φροντιστής και λέκτορας στα τμήματα Νεοελληνικών του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης και του La Trobe.

Κυριακές / Παϊβανάς Δημήτρης

Ω, Κυριακές ηλιόλουστες,
ω, μέρες, ω, απογεύματα οκνά…
τι εφιάλτες και τι χίμαιρες
το λιόγερμά σας κρύβει;
ω, Κυριακές ανέμελες
των παιδικών μου χρόνων .
Η μνήμη σας με θλίβει.

ΚΑΡΕΚΛΑ / Παϊβανάς Δημήτρης


Η καρέκλα που κάθομαι και γράφω
είναι καιρός τώρα που τρίζει.
Σαν τα δοκάρια στη σοφίτα,
σαν άξονας βοιδάμαξας,
ή μάλλον – καλύτερα –
σα δόντια.

Περικλής Παγκράτης / Βιογραφικό

Ο  Περικλής Παγκράτης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1950. Σπούδασε νομικά. (Ασχολείται με την πεζογραφία και την ποίηση)
Εργογραφία
  • Γυναίκα της Ζάκυθος. Η αντιστοιχία μορφής και ψυχής: Οι αποχρώσεις. Αθήνα, Έψιλον, 1998. 
  • Χρόνος αντίμαχος. Αθήνα, Έψιλον, 1996. 
  • Δέκα γραφές για τον Διονύση Σέρρα και την ποίησή του [Συλλογικό έργο]. Ζάκυνθος, Ραπόρτο, 2006. 
  • Ανθολογία Κερκυραίων ποιητών: Οι μεταπολεμικοί (1944-1984) [επιμέλεια-ανθολόγηση]. Αθήνα, 1985.

[Οι αναμνησεις μαχαιρια] /ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Οι αναμνησεις μαχαιρια
στην καρδια του ονειρου
κι οι νυκτες πληγες
στα ματωμενα αστερια
Λαβωμενο το φεγγαρι ψυχορραγει
με μια προσευχη
που δεν φτανει στ αυτια σου
και σβηνει η ζωη μου
σε αγραφο ποιημα

ΝΕΚΥΙΑ / Πορφυρίου Αριάδνη


Οι βράχοι που σε περιτριγυρίζουν
Λευτερώνουν.
Ανάλαφρες σκιές
Στέκονται πίσω απ’ τη χαραγματιά
Του Οδυσσέα
Δίνοντας πυρακτωμένη αγάπη
(Μην κλείνεις τα μάτια
Το φως αντέχεται….)
Άλλοτε όμως νομίζω οι βράχοι
Θα με καταπιούν
Όσο περνάω το υφάδι
Στον αργαλειό της καρδιάς μου.
Οι λέξεις των αγαπημένων
Ποτέ δεν θα ‘ναι άηχες.
Τ’ όνειρο του κορμιού σου
Θα ξημερώνει τις μέρες
Δίχως να παρηγορεί τις νύχτες.
Θα ‘θελα οι βράχοι να ’στεκαν αμίλητοι
Όσο οι σκιές ριζώνουν
Αντί να ξεμακραίνουν.
Πικρό καλοκαίρι, αλήθεια
Σε τόνους του μαύρου
Μα συ σκαλώνεις στο χρυσαφί
Και τ’ άσπρο
Ίσως….

Μα γεννά ποιητές η ψυχή; / Σοφία Τανακίδου


Άπειρες λέξεις που δεν έχω αρμενίζουν μες στα ποιήματα,
στα δίχτυα των ποιητών πιάνονται
Ψαράδες έμπνευσης
Φτιάχνουν στίχους και με μέτρο αριστουργήματα.
Τα διαβάζεις και λες..
Τι δουλειά εχω εδώ;
Τι προσπαθώ να πετύχω;
Ούτε λέξεις δεν έχω.
Ούτε μέτρο.
Ούτε ρίμα σωστή.
Και σου λεν κάποιοι φίλοι πιστοί...όμως έχεις ψυχή...
Ευτυχώς μου έχει μείνει κι αυτή ...μα γεννά ποιητές η ψυχή;

Λόγος παραινετικός. …………………………Χρήστος Κουκουσούρης.

29/06/2018
(Τροχαϊκός 15σύλλαβος με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.)

Τόσα θύματα ποιος νοιάζεται άλλο ένα αν προστεθεί
ό σκοπός που αγιάζει μέσα, ξαργυρώνει τη σιωπή
κι αν επιτευχθούν οι στόχοι κι η πατρίδα πάει καλά
οι ταγοί σ’ όλες τις πόλεις θα γιορτάζουν σε gala.
Απ’ τη σκέψη ως την πράξη θέλει χρόνο να στηθεί
τα καθημερνά περνάνε κι η ανάμνηση ρηχή
αχ Ελλάδα να ‘χες κρίση να θυμάσαι τις πληγές
που αναλώνεσαι σε ξόρκια και ανθρώπων οιμωγές.
Να θυμάσαι στην παγκόσμια ιστορία που έχεις θέση
να θυμάσαι πως για όλους, η αρχή είσαι εσύ κι η μέση
κι αν για λίγο στην Ευρώπη χάνεις τον βηματισμό σου
κάποιοι σου ‘βαλαν εμπόδια θέλουν τον αφανισμό σου.
Τα παιγνίδια που όλοι παίζουν για δυο στάλες εξουσίας
χαμερπείς φτηνοί ρουφιάνοι και προδότες κάθε αξίας,
σε πωλούν σαν να ‘σαι πόρνη και εισπράττουν αμοιβή
αργυρώνητοι και κλέφτες που εδρεύουν στη Βουλή.
Αν Ελλάδα τιμημένη τα σπυριά και τα τσιμπούρια
που σε πλήγωναν για χρόνια και σε γέμισαν κουσούρια,
δυνηθείς ν’ αποτινάξεις και με καθαρό μυαλό
ίσως πάλι γίνεις πρώτη για να σέρνεις τον χορό.

Στον κύκλο της Σελήνης / Γρηγορία Πελεκούδα


Τόσο απλά τόσο όμορφα
χωρίς θόρυβο ήρθε το όνειρο,
μου μιλούσε ακατάπαυστα
για την πτώση αστεριών,
για τις σειρήνες που μάγευαν
με το τραγούδι τους την απόγνωση,
για τον μικρό έρωτα πως θα ΄ρθει
ασφυκτικά να μ΄αγκαλιάσει,
για την πανσέληνο που έχει κρεμάσει
στο λαιμό της κοχύλια πετρολούλουδα,
για τα ένοχα μυστικά για την μαγεία
της νύχτας.
Ποτέ μην κλάψεις για τις στιγμές
που χάθηκαν,
ούτε για τα ποιήματα,
σε λίγο ξημερώνει, καληνύχτα...

ο Χειμώνας έφτασε νωρίς / Ρουμελιωτάκης Χρίστος

Σεπτεμβρίου δεκαεπτά μέρα Τετάρτη
ανοίγω το σάκκο με τα χειμωνιάτικα
το σακκάκι μου το παντελόνι μου
δυό πουλόβερ
στην εσωτερική τσέπη μια απόδειξη συστημένου
(η απάντηση δεν ήλθε ποτέ).

Ο χειμώνας έφτασε νωρίς φέτος απροσδόκητα.

Δεν είναι τα όνειρα / Ρουμελιωτάκης Χρίστος

Δεν είναι τα όνειρα
αυτά και πότε ήταν
ούτε ο πρακτικός βίος που ανατράπηκε ξαφνικά
την μάνα μου συλλογίζομαι απόψε
στρατόπεδο παραμονή Χριστούγεννα
που θα γυρίζει μοναχή της μέσ΄ στο σπίτι
που θα κοιτάζει τα βιβλία μου
και θα κλαίει.

Δευτερολογία / Ρουμελιωτάκης Χρίστος


Και κάτι ακόμη για να μη λυπούμαστε
όπως οι άλλοι,
που δεν έχουνε ελπίδα –
οι Έλληνες ήταν, όταν χάσανε το θάρρος τους,
αυτοί που αργότερα
τον ονομάσανε απόβλητον
και απαράδεκτον εις την πατρίδα
και τον εξόρισαν
όπως από παλιά το συνηθίζουν.

Ά, ναι, και ένα σκύλο και μια καρδερίνα
Και μία τίμια συμφωνία με το θάνατο.

Ἐνύπνιον ᾿88 / Ρουμελιωτάκης Χρίστος

Ἦρθε ὁ πατέρας μου τή νύχτα  
καί μέ φώναξε·
  μαθαίνω πράγματα, μοῦ λέει,
  καί φοβοῦμαι,  
νά πληρώσεις τό νοίκι σου καί τά κοινόχρηστα
  καί τά ἄλλα,  
ὅπως συμφώνησες.  
Μά πατέρα, τοῦ λέω,  
ἐδῶ δέν εἶναι τό σπίτι μου, εἶναι ἡ φυλακή,  
δέν τό βλέπεις;  
κι αὐτή δέν εἶναι ἠ βρύση πού στάζει,  
εἶναι ἡ ζωή μου  
πού στραγγίζει σταγόνα-σταγόνα.  
Τό ξέρω, μοῦ λέει,  
ἀλλά καί σύ τό ἤξερες καί ὑπόγραψες
  καί τώρα ὀφείλεις νά πληρώσεις,  
ὅπως ὅλοι μας.
  Ξένος εἰμί

Μας έφεραν δυό γλάρους / Ρουμελιωτάκης Χρίστος

Μᾶς έφεραν δυό γλάρους πληγωμένους  
περπατούν ἀργά  
κοιτάζουν τή θάλασσα  
κοιτάζουν τά σύρματα
σταματούν  
περιμένουν
μόνο πού δέν καπνίζουν
δέν περιμένουν γράμμα
  καί τό πρωί δέν τούς μετροῦν
στό προσκλητήριο  
Κλειστή θάλασσα

Μόνιμη θλίψη / Ρουμελιωτάκης Χρίστος



Ἤμασταν τρεῖς. Ἡ Μαριάννα (πραγματικὸ ὄνομα Νίκη), ὁ Πέτρος (πραγματικὸ ὄνομα Δημήτρης), κι ἐγὼ (πραγματικὸ ὄνομα Χρῆστος). Ποιός εἶχε τὴν ἐπαφὴ δὲν ξέραμε. Ὑποθέτω ἡ Μαριάννα, γιατὶ μιὰ μέρα μᾶς σταμάτησε γιὰ μεγάλο διάστημα χωρὶς ἐξήγηση.
Τὰ θυμήθηκα τὸ πρωὶ στὴν ἀνακαίνιση, καθὼς πίσω ἀπὸ τὴν ντουλάπα βρῆκα τὸ πορτραῖτο τοῦ Μπρέχτ,  στὴν παλιὰ κλασικὴ ἀπεικόνιση, πού μοῦ τὸ εἶχε χαρίσει ἡ Μαριάννα. Φερμένο ἀπὸ τὸ Ἀνατολικὸ Βερολίνο.
Τί ἀπογίναμε, στοχάζομαι τώρα. Ὁ Δημήτρης (πραγματικὸ ὄνομα Πέτρος) ἔγινε ὑποθηκοφύλακας Νέας Φιλαδελφείας, ἡ Νίκη (πραγματικὸ ὄνομα Μαριάννα) ἔγινε νομικὸς σύμβουλος στὴν Ἐθνικὴ κι ἐγὼ (πραγματικὸ ὄνομα Τρέχα Γύρευε) δικηγόρος, μὲ εἰδικότητα στὸ δίκαιο τοῦ ἀνταγωνισμοῦ καὶ τὴ ναυαγιαίρεση.
Ἂ, ναί, ἡ Μαριάννα, ὅταν καμιὰ φορὰ τὴ συναντῶ στὸ δρόμο, ἔχει τὴ μόνιμη ἐκείνη θλίψη ποὺ εἶχε καὶ τότε. Στὰ μάτια της καὶ στὸ χαμόγελο.


ναδημοσίευση π τ περιοδικ ροπέδιο, τεχος 10ο, Καλοκαίρι 2010.

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

Διάθεση για κουβέντα (απόσπασμα) / Γιάννης Κορίδης



Όλοι οι ποιητές σκοντάφτουν στο τέλος
Γίνονται μωρά· αγαπούν τα παραμύθια
Στην κυριολεξία ψάχνονται
Βουτούν σαν το πεφταστέρι στο κενό
Μετά κλειδαμπαρώνονται

Ώσπου ένα πρωί σβήνουν
Μες στο μεθύσι τους.

Κορίδης Γιάννης (βιογραφικό σημείωμα)

Γεννήθηκε στη Μολόχα της Κοζάνης το 1936.  Σπούδασε νομικά και φιλολογία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε όλες σχεδόν   τις αθηναϊκές εφημερίδες και τα περιοδικά (Ελευθερία, Βήμα, Νέα, Ακρόπολις, Βραδυνή, Ημέρα, Ανένδοτος, Ελεύθερος Τύπος, Κέρδος, Ειδήσεις, Ταχυδρόμος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Εποχές, Ελληνίδα, Slim, Ελλάδα) Επίσης εργάστηκε ως ρεπόρτερ, διορθωτής, αρθρογράφος, χρονογράφος, κριτικός βιβλίου κ.λπ. και παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση και την συγγραφή. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά, βουλγαρικά, αλβανικά και σλοβένικα

Ποίηση

  • Με την ανατολή του ήλιου, 1952
  • Κραυγές στη θύελλα, 1955
  • Το πρόσωπο της Γης, 1957
  • Διεισδύσεις, 1962
  • Αφιέρωση, 1970
  • Κύπρος, 1974
  • Χρονολόγιο, 1978
  • Η νύχτα της Θάλασσας, 1994
  • Ποιήματα 1952-2002. Περιλαμβάνονται οι οκτώ παραπάνω συλλογές μαζί με την ανέκδοτη «Φωνές από το χτες και το σήμερα», 2002
  • Κλειστός χώρος, 2009
  • Σημείο αναφοράς, 2013.

Ανθολογίες

  • Ποιητική Ανθολογία 1930-1965, 1965
  • Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης, 1984
  • Τα Ωραιότερα Δημοτικά Τραγούδια
Α΄ τόμος: Ακριτικά-Ιστορικά Β΄ τόμος: Κλέφτικα-Της Εθνικής Αντίστασης Γ΄ τόμος: Της Αγάπης και του Έρωτα Δ΄ τόμος: Μοιρολόγια - Της Ξενιτιάς - Παραλογές (Πρώτη έκδοση 2000, Δεύτερη έκδοση 2002)


Μελέτες - Δοκίμια - άλλα βιβλία

  • Οι μεγάλες δίκες των αιώνων, τόμοι 3, 1968
  • Οι μεγάλοι εραστές, 1971
  • Βουλγαρία, ένα ταξίδι μια γνωριμία, 1978
  • Βαλκάνια, απύραυλη ζώνη, α΄ και β΄ έκδοση, 1985
  • Βαλκάνια, απύραυλη ζώνη, στην αγγλική, 1985
  • Μορατόριουμ, η αλήθεια για τα πυρηνικά, 1988
  • Τα γεράκια και οι λύκοι, 1989
  • Πέτρος Μωραΐτης - ο γλύπτης, ο άνθρωπος, 1994
  • Υπόθεση Οτζαλάν, 1999
  • Νικηφόρος Μανδηλαράς - Η δολοφονία ενός αγωνιστή, 2002
  • Το Αλβανικό Έπος (Λεύκωμα μεγάλου σχήματος), 2003
  • Nέα Ιωνία 1923-2003. 80 χρόνια (Λεύκωμα μεγάλου σχήματος), 2004.