Υπήρχε κάποτε ένα δάσος θαλερό
που μύριζε ρετσίνι και φασκόμηλο.
Άγιο τοπίο, στεφανωμένο απ’ την ελιά,
που στύλωνε τα όνειρά μας χρόνια.
Καπνισμένοι σταυροί γίναν όλα,
κι ανάμεσά τους σιγοκαίει
το πυρωμένο τραγούδι της φωτιάς.
Μεγάλωσαν τα νεκροταφεία του κόσμου.
Στέρεψαν τα καντήλια της ψυχής μας.
Μαύρισε η καρδιά μας από τ’ αποκαΐδια.
Γέμισαν τα πλεμόνια μας στάχτες της οργής.
Χάθηκε ο μόχθος των πατέρων μας.
Περίσσεψε η οργή του Θεού.
Θέριεψε η παραφρόνηση των ανθρώπων.
Τα δένδρα σ’ ένα πένθιμο χορό.
Βουβό μοιρολόι στην αρχή, κι έπειτα,
θρήνος μεταλλικός θα ξεχυθεί πάνω τους,
ο σιδερένιος ήχος του αλυσοπρίονου.
Η χαριστική βολή της καταστροφής.
Στη καπνισμένη πέτρα κάθομαι.
Μετράω τα χρόνια που θα γίνεις
[μυρωμένος αέρας.
Μετράω τα χρόνια που θα γίνεις ρετσίνι και λάδι.
Ο χρόνος ταξιδεύει γρήγορα στο αίμα μου,
κι εγώ ελπίζω -γιατί πρέπει να ελπίζω-
πως θα σε ξαναδώ στο χορό της ζωής.
Στα χρόνια της άλλης γενιάς.
Λ. Κατσιγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου