Σελίδες

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

Κασσιανή / Άργης Κόρακας

 Άργης Κόρακας




Κύριε, η γυναίκα, που έπεσε
σε πλήθος αμαρτίες,
τη θεότητά Σου ως ένοιωσε
στην άθλια της ψυχή,
μια Μυροφόρα εγίνει,
και μύρα φέρνει Σου, προτού
στον τάφο Σ' αποθέσουν,
και κλαίει και δέρνεται η φτωχή.
Ωιμέ, λέει, η νύχτα μέσα μου,
με δέρνει η ακολασία
κι' η αμαρτία,
σκοταδερή κι' αφέγγαρη !
Δέξου τα δάκρυά μου, Εσύ,
που κάνεις νέφη το αλμυρό
της θάλασσας νερό.
Στους στεναγμούς μου της καρδιάς
κάμψου Εσύ, που έχεις κάνει
με την ενσάρκωσή Σου την άφραστη
να γείρει ο ουρανός στη γη.
Τα πόδια τα άχραντα
φιλιά θα Σου γεμίσω,
και με τα πλούσιά μου ύστερα μαλλιά
θα τα σκουπίσω,
τα πόδια, που η Έδυα, ως άκουσε
το δείλι να σιμώνουν
μες' στον Παράδεισο, η φτωχή
από το φόβο εκρύφτει.
Σωτήρα, ψυχοσώστη μου,
ποιος των αμαρτιών μου
το πλήθος θα μετρήσει,
και θα βυθοσκοπήσει
την άβυσσο της κρίσης σου;
Μη μ' αποδιώξεις τη φτωχή
τη δούλη σου Εσύ,
που άμετρο έχεις το έλεος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου