Σελίδες

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Η ΑΚΡΑΙΑ ΑΚΤΗ /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ


Έχει ειπωθεί πως για να γραφεί ένα ποίημα
απαραίτητη προϋπόθεση είναι
η ύπαρξη αποθέματος εμπειριών.
Αν η εικόνα, ο λόγος, ο ήχος,
ο πόνος, το ψέμα και η αλήθεια,
εάν η συμπόνια εντάσσονται στις....
εμπειρίες τότε αντί άλλου λόγου
γράφτηκε το παρακάτω.
Γιατί τελικά πρέπει όλοι μας κάτι να γράψουμε,
κάπως να αντιδράσουμε, κάπως....
Δεν ξέρω, περνούν οι μέρες και δεν ξέρω....


Η ΑΚΡΑΙΑ ΑΚΤΗ
Περίεργο, μου εφάνηκε που πέτρωσα
τόσοι πολλοί άνθρωποι στοιβαγμένοι
σε μια απόκρημνη παραλία τι να κοιτούνε άραγε;
Ημίγυμνοι μέσα από τα νερά της Αττικής θάλασσας
σαν ιεροτελεστία θανάτου, δάδες των Καβειρίων
πότε βάνοντας πότε βγάζοντας το κεφάλι από το νερό
τι να κοιτούνε άραγε;
Το αλάτι που κόχλαζε από το λυσσαλέο της φωτιάς
και την ανημποριά των ανθρώπων,
τη πολιτεία που δεν πρόκαμε;
Κι ούτε ένα δελφίνι!
Ήταν η θάλασσα πιο πάνω από τα βράχια…
Κάμω έτσι, πιάνω το χρέος σου πατρίδα, έχεις και συ χρέος
Και σου μιλώ: μας φοβάσαι και θέλεις να μας κάψεις;
Ο κόσμος, ο πιο μικρός κόσμος που είδα, τόσο μεγάλος
δεν μπόρεσε να κρύψει τίποτα.
Δεν είχε και τίποτα να κρύψει καθώς έτρεχε μες στη πυρά του Ηφαίστου,
πίσω από παράφορα ρήματα, πυριγενείς λέξεις και φλογερούς φθόγγους,
πίσω από παρατεταμένες κραυγές και ουρλιαχτά που έσβηναν,
πίσω από τα πυρόξανθες άλλοτε πανέμορφες
-στου Αι Γιάννη ίσως και της Αγίας Βαρβάρας- φλόγες
μα τώρα – τώρα δεν έφταναν οι τοίχοι, δεν όριζαν οι δρόμοι,
τρόμαζαν οι θιασώτες, δεν υπήρχαν λαγούμια και κρυψώνες.
Μόνο σφυρί και αμόνι
Κι ανάμεσα η απόγνωση και τα δάκρυα.
Πώς να κρυφτούν, κυλούν επί των γκρεμνών του προσώπου.
Δεν σώθηκαν ακόμα τρέχουν.
Κι αν σώθηκαν τα χρέωσες με τόκους και επιτόπια Πατρίδα!
Κρυφτό με τη φωτιά, κυνηγητό με τη φωτιά, γλυτωμό με τη φωτιά.
Μεγαλώνουμε, καιρός να γίνουμε αποκαΐδια.
Η καρδιά του πύρινου, υπέρταση, ξεπηδούσε κι άλωνε.
Παρέσερνε στο χορευτικό της μένος,
χλιμιντρισμένα άλογα φοβισμένα,
φυλακισμένα περιστέρια άφτερα,
πεύκα και κυπαρίσσια χωρίς άκρα,
πυργοδεσπότες κρατώντας τις τσακισμένες ελπίδες,
μικρές πριγκίπισσες να κοιτάνε θλιμμένες κούκλες
παλικάρια να κλαίνε αγκαλιασμένα
και ένας νους να πλανιέται ανάμεσα στις καιόμενες πευκοβελόνες
ακόμα και στο μέλλον,
όπου θα καταλαγιάζουν αριθμημένες στα κιτάπια όμοιοι πίνακες.
Και θα έρθουν όμοιες εικόνες, με προταγμένα τα στήθη κι αντίχειρες
εσένα πάλι θα δείχνουν.
Εσένα που κατοικείς μέσα στη φωτιά, κι είν η πατρίδα σου μια φωτιά.
Νερό, φωτιά, αέρας. Αεί,αεί...
Η δύναμη μας, της γης που αγαπάμε
Αυτή μας σκότωσε και μεις αναμένουμε ανάσταση
Θα αναμένουμε Ανάσταση
Θολώνουμε το νερό, φτύνουμε στη φωτιά, φυσάμε στον άνεμο.
Θα αργήσει πολύ να έρθει ξανά σε μας, μα θα έρθει.
Με το νερό, τη φωτιά, τον άνεμο!
Μεγαλώνουμε, καιρός να γίνουμε αποκαΐδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου