Σελίδες

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Magnificat



Πότε θα περάσει αυτή η εσωτερική νύχτα, το σύμπαν,
κι εγώ, η ψυχή μου, θα 'χω τη μέρα μου;
Πότε θα ξυπνήσω απ' το ξύπνημά μου;
Δεν ξέρω. Ο ήλιος λάμπει ψηλά,
αδύνατον να τ' αριθμήσεις.
Η καρδιά χτυπά ξένη,
αδύνατον να την ακούσεις.
Πότε θα τελειώσει αυτό το δράμα χωρίς θέατρο,
ή αυτό το θέατρο χωρίς δράμα,
και θα γυρίσω σπίτι;
Πού; Πώς; Πότε;
Γάτα που με κοιτάς με τα μάτια της ζωής
ποιον έχεις στο βάθος τους;
Είναι αυτός! Είναι αυτός!
Αυτός θα διατάξει σαν τον Ιησού του Ναυή στήθι
ήλιε κι εγώ θα ξυπνήσω.
Και θα 'ναι μέρα.
Χαμογέλασε, μες στον ύπνο σου, ψυχή μου!
Χαμογέλασε, ψυχή μου: θα 'ναι μέρα!

Ποίημα από τον «Απόμαχο μηχανικό», στην έκδοση Fernando Pessoa, 
Τα ποιήματα του Αλβαρο ντε Κάμπος, επιλ.-εισ.-μτφρ.: Μαρία Παπαδήμα, 

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Ο Ξένος

Στο Μιχάλη Τσιανίκα
Κατάγιαλα, σε τραπεζάκι μιας ταβέρνας στο νησί
δυο ντόπιοι αδέλφια κάθονταν μ’ έναν ξένο
αργά μιαν εσπέρα. Το λίγο φως απ’ την ταβέρνα
φώτιζε σαν φανάρι του δρόμου μιας άλλης εποχής,
αχνά-χλομά, το πρόσωπο του ξένου, στραμμένο
προς τη θάλασσα. Κι αυτός, σαν ονειρόπαρτος,
μακρινός, με χέρια ακουμπησμένα στα γόνατα
π’ αλαφροτρέμανε σαν από πυρετό κι αλλόφερτο κρύο.
“Δεν περιμέναμε να μας σκεφτείς, λέει ο ένας.
Έτσι στην τύχη σ’ έφερε η κουβέντα, δεν ξέρω
πώς.” “Ίσως γιατί τον πήγε στον πουνέντη”,
λέει ο άλλος. Και ήταν αλήθεια ζέφυρος καιρός
που ζωντανεύει του βουνού τα βότανα
και είναι η θάλασσα καθρέφτης. “Πες μας τα νέα σου
αδελφέ, πώς τα βολεύεις σ’ εκείνα τα μέρη.”
Ο ξένος δεν αποκρίθηκε. Τον πήρε το σύγκρυο
κι ο πυρετός. Σηκώθηκε τρικλίζοντας, ίσκιος
που ρίχνει κίτρινο κερί σε χειμωνιάτικο ξωκκλήσι
νυχτερινό, κι έφυγε σβήνοντας σαν από ρέμα
μες στις λαχταριστές ευωδιές – το χταποδάκι
στο κάρβουνο, η κατσαρή γαρίδα, ο αθερνός.

Ποιητική συλλογή “Δίψα”, Εκδόσεις Πλανόδιον- 2010

Επειδής ήταν πόλεμος και η ώρα αργά

Επειδής ήταν πόλεμος και η ώρα αργά
είπα να γυρίσουμε σπίτι μη και μας βρει η περίπολος
κι η συμφορά. Εκείνος σαν να γέλασε,
κάτι σαν μαρμαρωμένος λυγμός στην παγωνιά
του μισοφέγγαρου. “Σιγά, μή βιάζεσαι αδελφέ,
ξεχνάς πως έχω χρόνια ν’ ανεβώ αυτές τις σκάλες.
Κι έπειτα, δεν είναι αυτός ο δρόμος που θυμάμαι.
Πού είναι εκείνες οι αυλές, οι βαμμένοι τενεκέδες
με τα γεράνια, τα μπαλκόνια με τις μοσκοκαρφιές;
Και για ποια περίπολο μιλάς; Ξέρεις πως χρόνια τώρα
με σέρνουν κρύα ρέματα και βολοδέρνω
μέσα στου νου σου τις ερημιές.” Κι ήτανε τότες
που ξαφνικός αγέρας σίφουνας έσπρωξε το φεγγάρι
πέρα απ’ τον ουρανό, αφήνοντας το καντήλι να τσιρίζει
στο μισοσκόταδο, μπροστά στο εικονοστάσι.

Αργά


Είναι αργά για νεκρούς έρωτες
Άκου τη σιωπή
Μας λέει πως χάνουμε
Τα ανεξίτηλα σημάδια στο κορμί μου έχουν τ’ όνομά σου
Κι εγώ περιμένω ν’ ανοίξεις την πόρτα
Φύγε, είναι αργά
Η σελήνη έδυσε
Κι εμείς ακόμα έχουμε αϋπνίες

Πετάξτε Μέχρι να γίνουν θρύψαλα οι καρδιές σας

Φιλήστε
Μέχρι τα χείλη σας να ματώσουν

Ουρλιάξτε
Μέχρι οι φωνητικές σας χορδές να σπάσουν

Πετάξτε
Μέχρι να γίνουν θρύψαλα οι καρδιές σας

Ζήστε
Μέχρι θανάτου

Τότε μόνο θα μάθετε
Τι σημαίνει ελευθερία.

Μαρία Κατσοπούλου (βιογραφικά στοιχεία)

Η Μαρία Κατσοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Σπούδασε Ιστορία στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ποιήματα και κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

Ποιητικές συλλογές:

(2012)Ποιήματα για τσακισμένες καρδιές και σαλεμένα μυαλά, Γαβριηλίδης
(2009)Τα ποιήματα της τρελής, Γαβριηλίδης

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Ασέβεια



<Η ηθική είναι η αναπηρία του εγκεφάλου>
Είχε πεί ο Ρεμπώ
Ετσι λοιπόν και γω διασκεδάζω
Δείχνοντας ασέβεια στο κοινό
Και χλευάζοντας τις κριτικές επιτροπές
Με τα χυδαία ντεκολτέ.

ΑΚΥΡΟ



 H  φέτα ενός πορτοκαλιού
 Η ρόδα ενός ποδηλάτου
 Ο ιστός μιας αράχνης
 Ο λαβύρινθος του μυαλού σου
 Γαμώ τη φαντασία σου που τρέχει
 και γω δεν την προφταίνω

Θα πεις…


Και για μένα θα πεις
πως ήμουν άλλη μια Μαρία
ανάμεσα στις χιλιάδες


Ανάμεσα στις νεκρές σου ερωμένες
Νεκρά γράμματα τα “σ΄αγαπώ”
καμμένες λέξεις σε παλιά ημερολόγια


Τα ημερολόγια που πέταξες
τα δάκρυα που δεν έκλαψες
κι ένα άδειο ποτήρι μπύρας στο τραπέζι


θα είναι ό,τι με θυμίζει
ό,τι έχεις δικό μου
κι ό,τι στο εξής θα μισήσεις

Μιλάς


Μου λες πως τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο
Πως μαζί μπορούμε να νικήσουμε τα πάντα
Πως τα χρόνια που θα περάσουν θα μας βρουν αγκαλιά
Κι εγώ δεν σε καταλαβαίνω.
Μιλάς για την αγάπη
Σαν να είναι κάτι σημαντικό.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ


Όλοι μου λένε
«Μη μιλάς»
«Είναι δύσκολοι καιροί»
Κι έτσι λοιπόν
Δε μιλάω
Σε κανέναν
Το πρωινό μου είναι
Ένα φλυτζάνι τσάι
Το μεσημεριανό μου
Ένα τοστ
Το βραδυνό μου
Ένα κρουασάν με σοκολάτα
Πριν κοιμηθώ διαβάζω λίγο
Να ξεχαστώ μέχρι το αύριο
Όταν θα φορέσω ξανά το ταμπελάκι μου
Θα τους κοιτάξω και πάλι σιωπηλή
Ήρεμη και ταπεινή
Και όπως πάντα
Μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη
Θα πω
«Καλημέρα σας»

Η ΜΠΑΛΑΡΙΝΑ


 
Η μικρή μπαλαρίνα
χορεύει πάντα στο σκοτάδι
μπροστά σ' έναν πορνόγερο με χοντρό μουστάκι.
Δεν τον βλέπει, αλλά ξέρει πως είναι εκεί.
Μυρίζει τη λάγνα του ανάσα
ανακατεμένη με φτηνά τσιγάρα κι αλκοόλ.
Κάθε βράδυ ονειρεύεται ότι το σκάει με τον μολυβένιο της στρατιώτη
μα πάντα κάτι τυχαίνει και δεν τα καταφέρνει.


 
Απόψε της ανανέωσαν τις μπαταρίες.
Θα χορεύει χωρίς σταματημό μέχρι να ξεράσει

Επιτέλους, Γαλήνη!

Επιτέλους,
ξεμπουρίνιασε τ' αγέρι το θρασύ,
τούτη τη νύχτα την Εαρινή....
Καλμάρησε η θάλασσα
κι έπαψε ν' ανεμοδέρνεται του Ναύτη το πανί!
Ηρέμησαν τα αφροκύματα
που χτύπαγαν τον κάβο με μανία
κι αφού ξεθύμωσε ο Αίολος,
μιά Νηνεμιά απρόβλεπτη
και απέραντη Γαλήνη,
μιά σιγανόπνευτη Πνοή
και μιά Εικόνα φιλική,
απλώθηκαν παντού!
Και οι Νεράιδες,
άλλο που δεν τόθελαν κι Αυτές....
Χαρούμενες, ξεπετάχτηκαν γιά να λουστούν,
τη Μάνα Θάλασσα ακροφιλώντας!
Κι έγινε Αστροπλούμιστος του Ουρανού ο καμβάς,
ενώ, Αχτίδες Παιχνιδιάρικες
έσπειρε η Πάμφωτη Σελήνη,
λαμπερά αντιφωτίσματα
σε θάλασσα και σε στεριά,
στέλνοντας τον Ποιητή γι' Απόψε,
σε Άγρυπνη Νυχτιά!!

Το Νησί μου...

Χιλιοχρώματη προβάλλει ολούθε η Γη
σε τούτο το έμορφο νησί,
πούναι πνιγμένο
σε χρώματα λογιών-λογιών
και σε αρώματα σμιγμένα
με της αύρας την πνοή,
που στέλνει η θάλασσα η γαλάζια.
Και πως να μην είναι άραγε
Μαγεύτρα και Χαρούμενη εδώ η ζωή,
όταν του Ήλιου τ' αχτίδια κάθε αυγή
χρυσώνουν στ' άνθια την αχλύ,
ενώ τριγύρω η χλωροσιά
στον κάμπο ανθεί,
κάνοντας τη Φύση να χαμογελά,
σαν τη νυφούλα στης εκκλησιάς το έμπα!!
Ακόμα και τη χειμωνιά,
όταν τα σύννεφα αργοσταλλάζουν,
σαν Αγιασμό
την κάθε μιά σταλλαματιά μαζόνω,
καθε φορά,
τον Πόνο και τις Πίκρες μου....να ραίνω!
Εδώ,
σε τούτη την έμορφη γωνιά,
μακριά απ' της μεγαλούπολης τα βουητά,
εδώ που καθημερνά
οι μύριες ευωδιές της με μεθούν,
διάλεξα τη ζωή μου να περνώ,
ως το σούρουπό μου το στερνό,
που ο Θεός, 
κοντά Του θε να με καλέσει.....

Αλλαγή...

΄Ηρθε κι αναθάρεψε ηψυχή μου η Πονεμένη,
που την είχανε πληγώσει μύριες Συμφορές,
βγαλμένη σε μιάν άκρια της ζωής κλαμένη,
ζηλεύοντας του Μάταιου Κόσμου τις Χαρές!
Παντού, την πλήγωναν οι Αρνησιές,
Πάντοτε Βίαιες-Σκληρές,
Γεμάτες Θλίψεις οι Νυχτιές
και Ημέρες Γκρίζες-Πονηρές....
Και μόνη συντροφιά της η Ελπίδα,
Μόνιμη Παρηγορήτρα και Θεόσταλτη Αχτίδα,
στην ΄Αραχνή της Ερημιά!
΄Ηρθαν ,όμως, και αλλάξανε οι Εποχές
και η ζωή,
τούτη τη φορά Αρμονικά βαλμένη,
κρατάει ανθιά με μιά νωπή Δροσιά
βγαλμένη απ' τη μοσχοπότιστή της χλωροσιά!
Κι αρχένεψε Γιορτή Ατέλειωτη-Μεγάλη
και αναθάρεψε η ψυχή μου η Πονεμένη,
που την είχανε πληγώσει μύριες Συμφορές!

Η μέρα που θάρθει...

Της Αμφιβολίας τα σκαλιά
προσπαθώ να ανεβώ,
χωρίς αποτυπώματα ν' αφήσω....
Φοβάμαι τις Κακοτοπιές
που οδηγούν,
στο Ναρκοπέδιο των Ονείρων.
Με ψίθυρους κρυφούς
των μονολόγων μου το Πένθος απαλύνω,
σβαίνοντας
με ΄Απλετο Φως Ηλιακό,
τα ΄Ιχνη της περιπλάνησής μου.
Κι όταν θα σβήσω
απ' το χάρτη τη Νυχτιά,
η Μέρα που θαρθεί,
θα μ' εύρει Ευτυχισμένο.

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

ΤΙ ΚΡΙΜΑ

Τι κρίμα που δεν μάζεψες το
χρώμα της ανατολής,
χρώμα αναιδέστατης ομορφιάς
της νιότης,
και χάθηκε μαζί με το όνειρό
μας.
Τι κρίμα που δεν μάζεψες
χρώμα
από τη γαλήνης της θάλασσας,
να θυμίζουν λιμάνια, που έχουν
απομείνει.
Σε παρακαλώ, μάζεψε
τουλάχιστον χρώμα ουρανού,
χρώμα αδέξιου
φεγγαρόλουστου έρωτα,
Μάζεψέ τα, πριν χαθούν,
καλέ μου, και χαθούμε κι εμείς
μαζί τους

Του σχολειού μου η Αυλή

Οχτώ η ώρα το πρωί
και το κουδούνι του σχολειού ηχεί,
να μαζοχτούν οι μαθητές γιά προσευχή,
προτού το μάθημα αρχίσει....
Και μούρχονται θύμησες πολλές
από κάποιες άλλες εποχές,
απ' όταν ήμουνα κι εγώ παιδί,
στην ίδια σχολική αυλή,
που μαθητούδι ανέμελο έτρεχα,
φώναζα, έπαιζα,γελούσα.....
Όλα, τριγύρω σχεδόν αλλάξανε,
όμως,
στην παλιά μου γειτονιά την ταπεινή,
παρέμεινε η ίδια σχολική αυλή,
και, κάθε οχτώ η ώρα το πρωί,
το ίδιο κουδούνι πάντα ηχεί,
καλόντας τους μαθητές γιά προσευχή,
προτού το μάθημα αρχίσει.....
Θεέ μου,
ας είναι τούτοι οι Αγνοί Μικροί,
να κάνουν
και γιά μένα  μία προσευχή,
να είναι Ανώδυνη και Ειρηνική
όταν με το καλό θα' ρθεί
και η δική μου Ώρα....

Θα φυτέψω λίγα Όνειρα

Πάνω σε τούτα τα φιλόξενα χώματα τηςΓης
και στα ατέρμονα οδοιπορικά μας,
μάταια προσπαθούμε δυστυχώς,
να διώξουμε απο τον Ουρανό,
κάποια σύννεφα μαβιά-βαριά,
που τη ζωή μας δυσκολεύουν,
αφήνοντας τις Ελπίδες μας μετέωρες
και τα Ονείρατά μας,
γιά Πάντα.....Ονείρατα να μένουν!
Γιαυτό Σήμερα κι εγώ,
μέρα Μαγιού Λιόλουστη και Χαμογελαστή,
σκέφτομαι
σε μιά του κήπου μου αλτάνα
να φυτέψω
ολίγα Ονείρατα απ' αυτά
που απέμειναν στο μισοάδειο μου πουγγγί,
με την ελπίδα πως θ' ανθίσουνε,
τις Άλλες Άνοιξες που θάρθουν....

Ρώτησα το Πεπρωμένο μου

Μέσα απ' το Παρελθόν καί το Παρόν
στης ζωής τα μύρια μονοπάτια,
διάλεξα του Πεπρωμένου το στρατί
κάτω απ' τη σκιά της Μπρούτζινης Σελήνης,
που με κοιτούσε αδιάκοπα
με αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη.
Κι εγώ,
με μιά ματιά αγέρωχη
το Πεπρωμένο μου κατάματα κοιτώ
καί το ρωτώ,
για το τι μέλλει μου γενέσθαι....
Κι αυτό,
αντί για κάποια απόκριση,
μιά φούχτα άστρα μάζοξε
καί χάθηκε
πίσω απ' του Φεγγαριού την πλάτη,
αφήνηντάς με μοναχό,
ανάμεσα σε είδωλα φευγάτα
καί σε μιά Ύπνωση βαθειά,
γεμάτη Αμφιβολίες!

Πρωί νύχτα....

έζησα θαλασσινό βλέμμα
 αυτή φανατική ελπίδα
αυτή δική μου διαδρομή
η μόνη μου ΑΛΗΘΕΙΑ
 αυτό έχει μόνο αξία
μέχρι η καρδιά θα γίνει στάχτη
αγριολούλουδο του Ελύτη
στον συναισθημάτων κάμπο
με αιωνιότητας φλόγα
φορούσα δικό σου ουρανό
ένα κύμα μεγάλο
γυμνή χωρίς τίποτα άλλο

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Φοβάμαι

Φοβάμαι το έρημο ποίημα
Ότι κάποια στιγμή
Θα με αφορά

ΜΕΛΛΟΝ

Όταν τελειώσουν όλα
θα κάνω μια βόλτα στο Brick Lane
μια ηλιόλουστη μέρα. Η καρδιά μου
θα είναι μεγάλο ανοιχτό τριαντάφυλλο
απ’ αυτά τα ροζ, που μυρίζουν
τριαντάφυλλο υπερβολικά
και διαλύονται ήσυχα
ήσυχα.

Τι θ΄απογίνει



Τί θ’ απογίνει το ποίημα από το οποίο γράφεται το ποίημα
που γράφουμε; Θα ρίξει τις ελπίδες του
στο ποίημα του άλλου. Αλλιώς,
να λεγόμαστε ανέμελα
χαμένοι. Αυτονόητοι.

Κύριε Δικαστά



Ζητώ αναβολή
Μέχρι να εμφανιστεί
Ο εαυτός που διέπραξε το αδίκημα

Αυτός ο άντρας είναι άρρωστος με πυρετό



Αυτός ο άντρας είναι άρρωστος με πυρετό
Κι αν πλησιάσω θα κολλήσω



Κάθεται οκλαδόν στο διάδρομο
Μιας δυτικής πολυκατοικίας
Και με κοιτάζει με δυο μάτια
Ένα κλειστό, ένα ανοιχτό



Ύστερα του επιτίθεμαι κόσμια
Έτσι που είναι αδύνατο
Να πάμε μπρος ή πίσω

Οδηγίες προς αναγνώστες ποίησης εν γένει



Να διαβάζετε τα ποιήματα εγωϊστικά
Με τριζάτα δόντια και σφιχτές κλειδώσεις
Αλλιώς θα γίνετε ολόκληροι φρουί ζελέ
Από τη ζάχαρη, τις χρωστικές
Και τις ευαίσθητες συνδέσεις

Στη χώρα των θαυμάτων



Κάποιος στο γραφείο του 3ου ορόφου
Κοιτάει απ’ το τζάμι
Το δρόμο
Εγώ σ’ εκείνο το κλειστό δωμάτιο
Φυλάω
Το βελούδινο ρόδο
Μεσημεριάζει σα να έλειπα
Γυρνάω Αλίκη με το λεωφορείο
Προσπαθώντας να χωρέσω τα ροδοπέταλα
Στην τσάντα με τις φωτοτυπίες

Πώς φτιάχνουμε ένα μουσείο



Τανύουμε το περελθόν
Με τις μυτίτσες των παπουτσιών
Έτσι που να σκοντάφτουμε πάνω του
Κάθε φορά
Που μας σκιάζουν τα φτερά
Μιας απίθανης φαντασίας

Να έρχεστε χωρίς σκοπό



Κι εγώ
Όσο μπορώ
Θα κεντάω ανατολίτικα μαξιλάρια το σούρουπο
Με μια άγρυπνη μέλισσα ανάμεσα στα μάτια

Το μεταξωτό βρακί



Έχω ένα μεταξωτό βρακί
Φυλαγμένο για την τέλεια νύχτα
Που δεν έχει έρθει ακόμα
Κι αυτό το ξέρω γιατί
Δε φόρεσα ποτέ το μεταξωτό βρακί

Τυφλοί έρωτες (μικρό απόσπασμα)



Δε μπορείς να υπολογίζεις σε μένα -
είμαι το σημειωματάριο του ποιήματος.

*


Έσπασα μέσα μου παντοδύναμους. Θρίαμβος:
τώρα γκρινιάζουν απ’ το στόμα μου τραυματίες και πεθαμένοι.



*
Εγώ -το καταλαβαίνεις;- για να χαλαρώσω, πρέπει πρώτα να κοιμήσω μέσα μου σώους
όλους τους αγαπημένους.



*
“Ας είναι ελαφρύ το παρελθόν που σε σκεπάζει'
λεν, ενώ ρίχνουν πάνω μου μια χούφτα
απαίτησης για συνέπεια.



*
Σε θέλω χάρη στον τυφλό φρουρό που σε συνέχει.


*
Μένω στ’ αλήθεια μ’ αυτούς που
ξεχνάμε παρόμοια τον έρωτα.

Θέλω να μου χαρίσεις κάτι

Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θες.
- Ό,τι θέλω; Τ’ ορκίζεσαι;
- Στ’ όρκίζομαι.
- Είναι δύσκολο.
- Δεν πειράζει.
- Είναι ακριβό.
- Δεν με νοιάζει.
- Είναι σπάνιο.
- Τόσο το καλύτερο.
- Είναι επικίνδυνο.
- Δεν φοβάμαι.
- Μπορεί να καείς άμα το πιάσεις.
- Θα γίνω νερό να σβήσω την φωτιά.
- Μπορεί να σου γλιστρήσει απ’ τα χέρια και να φύγει.
- Θα το ξαναπιάσω.
- Μπορεί να πάει πολύ μακριά.
- Θα το κυνηγήσω.
- Μπορεί να χαθεί στον ουρανό.
- Θα γίνω πουλί να το ψάξω.
- Μπορεί να βυθιστεί στη θάλασσα.
- Θα γίνω αγκίστρι να το πιάσω.
- Μπορεί να πνιγεί στο σκοτάδι.
- Θα περιμένω τα χαράματα.
- Μα μπορεί να διαλυθεί ως τότε.
- Θα φέρω τ’ άστρα να φωτίσουν πιο νωρίς.
- Είναι τόσο μικρό, δεν θα μπορέσεις να το πιάσεις.
- Θα ζητήσω σ’ ένα μυρμήγκι να με βοηθήσει.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν σπίτι;
- Θα φέρω γερανό.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν βουνό;
- Θα φέρω ένα γερανό πιο μεγάλο από βουνό.
- Υπάρχει;
- Θα τον φτιάξω.
- Που ξέρεις να φτιάχνεις γερανούς;
- Δεν ξέρω.
- Τότε;
- Τότε θα μάθω.
- Από που;
- Από τα βιβλία.
- Κι αν δεν το λένε τα βιβλία;
- Θα βρω τον γέροντα που φτιάχνει γερανούς.
- Κι αν έχει πεθάνει;
- Θα βρω τον άλλον γέροντα.
- Ποιον άλλον γέροντα;
- Εκείνον που ξέρει όλα τα βότανα.
- Όλα τα βότανα;
- Όλα τα χόρτα και τα μικρά άνθη του αγρού. Ξέρει τι μάγια κρύβουν.
- Και πως θα φέρει εκείνος το βουνό;
- Όχι εκείνος, εγώ. Θα μου δώσει βότανα να πιω, να γίνω τόσο δυνατός, που θα μπορέσω να το σηκώσω το βουνό.
- Εμένα θα μπορείς να με πάρεις αγκαλιά;
- Πάντα.
- Τώρα.
- Τώρα. Έλα, τι θέλεις;
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ’ ορκίζεσαι;
- Στ’ ορκίζομαι.
- Θέλω … θέλω κάτι που δεν υπάρχει πουθενά.
- Να το φτιάξουμε.
- Με τι;
- Με τι θέλεις;
- Δεν ξέρω.
- Να το φτιάξουμε με ξύλο καρυδιάς και χρυσά καρφιά.
- Όχι, όχι δεν είναι έτσι.
- Να το φτιάξουμε με πούπουλα και ψίχουλα, με σταγόνες και γαργαλήματα και να του βάλουμε ένα κλειδί να το κουρδίζεις.
- Όχι, όχι, δεν θέλω κλειδί.
- Γιατί;
- Μπορεί να το χάσω.
- Θα στο κρεμάσω στον λαιμό.
- Μπορεί να χαθώ κι εγώ.
- Θα έρθω να σε βρω.
- Κι αν δεν μπορείς να με βρεις;
- Θα μπορέσω.
- Κι αν είναι σκοτάδι;
- Θ’ ανάψω κερί.
- Κι αν λιώσει το κερί;
- Ως τότε θα σ’ έχω βρει.
- Κι αν όχι;
- Θα ψάχνω ώσπου να σε βρω.
- Πόσο θα ψάχνεις;
- ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!
- Τι θα πει για πάντα;
- Ότι Σ’ ΑΓΑΠΩ!
- Κι εγώ τι θα κάνω ώσπου να με βρεις;
- Μπορείς να κοιμηθείς.
- Που;
- Κάτω από μια μυρσινιά.
- Που έχει μυρσινιές;
- Παντού.
- Έχει και λιοντάρια παντού;
- Όχι.
- Που έχει λιοντάρια;
- Στην ζούγκλα.
- Είναι κοντά η ζούγκλα;
- Πολύ μακριά. Στην άλλη άκρη του κόσμου…
- Δεν μπορούν να έρθουν εδώ ποτέ;
- Ποτέ.
- Τ’ ορκίζεσαι;
- Στ’ ορκίζομαι.
- Ξέχασα τι θα πει για πάντα.
- Θα πει ότι σ’ αγαπώ.
- Πόσο;
- Ως τον ουρανό.
- Ναι, ναι. Να κοιμηθώ τώρα;
- Ναι.
- Θα με πάρεις αγκαλιά;
- Ναι.
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ’ ορκίζεσαι;
- Ναι....... 

Δειλινό του Μάη


 
΄Ωρα δειλινού Μαγιάτικου
και Χρυσέρυθρη ξεπρόβαλε η Ουράνια Χάρη,
με Νεραιδόμορφες τις αχτίδες της θαρείς,
που άπλετο σκορπούν τριγύρω φως
και....μιά απαλή χλωμάδα!
Απο καταράχι διπλανό,
ήχοι φλογέρας αντηχούν,
απαλοκουδουνίσματα και σιγοβελασμοί προβάτων.....
Βουνίσιες ευωδιές κι αγέρι δροσερό,
σκορπιούνται ολούθε απλόχερα,
χωρίς σταματημό!
Τη Θάλασσα τη Φεγγαρόλουστη,
κύμα αλαφρύ τη ρυτιδώνει
και μιά ανατριχίλα απο Φιλί,
που Αύρα Γλυκειά-Ηδονική,
με χάρη της προσφέρει!
Κάθε της κύμα Απαλό
που φτάνει ως τ' ακρογιάλι,
μοιάζει με σκαστό γοργό φιλί
στων πετραδιών την άκρια,
που σβεί και χάνεται
στης Θάλασσας τα βάθια....
Φυλλοθροίσματα ακούγονται σαν Στεναγμοί,
τα υστερνά της μέρας χάδια,
ενώ του ακρογιαλού οι σύντροφοι
τ' ακροβρεγμένα βράχια,
σιωπηλά απλώνουνε στη Θάλασσα
πελώριες σκιές που αντιφεγγίζουνε,
σαν νάναι γαλαζοπράσινες πλαγιές,
σαν ,,,,,,Ασημένια ΄Ορη!
Στο βάθος,
πριν του Ορίζοντα τήν άκρια,
δίκωπη ασπρόπανη βαρκούλα αρμενίζει,
με τέμπο αλαφροσκίζοντας
τα ήρεμα νερά....
Κάλλη Υπερκόσμια- Μεθυστικά 
τούτο το Δειλινό σκορπίζει,
σ' ενα μεθύσι αισθήσεων,
που Νου και Λογισμό γοητεύει,
αφήνοντας Λεύτερη την Ψυχή 
για να χαρεί,
της Φύσης τα πλουμίδια!

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Καθʼ οδόν


Eίναι ήσυχος ο Θεός απόψε,
αμίλητος,
ανοίγει το παράθυρο
βγάζει το χέρι έξω
γέρνει το κεφάλι στο πλάι,
ζεστός αέρας, ο νυχτερινός.
Ρίχνω μια ματιά στον καθρέφτη,
στα πίσω καθίσματα
ο Παππούς και ο Σπυριδόνοφ
λαγοκοιμούνται,
γυρίζω και Τον κοιτάζω
«έχε το νου σου στον δρόμο» μου λέει
κι αυτό κάνω.

H φορά του σάλιου


Δεν σε φοβάμαι
Από τότε που άρχισα νʼ αλλάζω
τη θέση των δωματίων στο σπίτι
να τα μετακινώ, να τα γυρίζω ανάποδα ή στο πλάι
εφαρμόζω πάντα την συνταγή του σάλιου:
αν θαφτείς ζωντανός, λένε οι παλιοί νεκροί,
σκάψε στην αντίθετη φορά
από εκεί που πέφτει το σάλιο σου.
Υπάρχουν όμως και οι ουράνιες κατάλευκες σαύρες
και τα σκοτεινά λαγούμια του χώματος
που χρησιμεύουν για αυτιά ή κάτι παρεμφερές
που έχει να κάνει με ξεραμένη κόκκινη ακοή.
Διεγνώσθη πατέρας βαριάς μορφής,
στο εσωτερικό της κοιλιάς μου ένας αρουραίος
ακολουθεί μια γενικευμένη ευθύνη
ιστολογικά ακμαίος γονιμοποιεί τα εντόσθιά μου
αργότερα κρεμάει με συνδετήρες τα σκουλήκια
στον πίνακα των ανακοινώσεων,
σημάδια όσφρησης για τους καιρούς της βροχής, λέει,
και έτσι προχωράμε. Δεν σε φοβάμαι.
Υπήρξα πολύ πιο ζωντανός απʼ όσο άντεχε η ζωή
θα είμαι πολύ πιο νεκρός απʼ όσο επιτρέπει ο θάνατος.
Η επιβίωση είναι ένα είδος παχύσαρκο
που πασχίζει να γλιτώσει
βαρύ από το θλιβερό λίπος της πίστης
κινείται αργά
ο ιμάντας όμως προχωρεί πολύ πιο γρήγορα
ανοίγω τα πόδια, βγαίνουν σπασμένα γυαλιά
και πετρωμένο αίμα, η κοιλιά μου αδειάζει,
σήμερα γεννάω τις κρυστάλλινες κόρες του αρουραίου
αύριο θα είμαι πάλι νέα και όμορφη
θα με παντρευτείς
θα τρως κορν φλέϊκς
θα είσαι γενναίος.
Δεν σε φοβάμαι.
Γλύψε το σάλιο μου.
Ακόμα και στον θάνατο επικρατεί η βαρύτητα.

Το Φως.... μας ανήκει

Σκοτάδια στο Νου και Σκέψεις Ανάκατες,
σαν ταραγμένα λιμνόνερα,
που ο τελευταίος Αγέρας
τ' ανακάτωσε με Μανία και Μίσος!
Ο Λογισμός έγειρε σε κλινάρι
βαθειά λαβωμένος
απ' της Λύσσας το τόξο
και δεν θέλει πιά
να βλέπει και να νοιόθει
τον Κοντινό,τον Μακρυνό και τον Δίπλα!
Κι ο Χρόνος,
σταμάτησε κι Αυτός,
θρηνόντας και σιωπόντας
μπρός στον γκρεμό του Χάους,
Για του Καλού και της Αλήθειας το χαμό,
Για της Αμαρτίας την Ξέφρενη Παραγωγή
και Για τη Χαρά του Ψεύδους!
Μα, πάνω απ' όλα, ο Θεός,
με την Χιλιολαβωμένη Αλήθεια Του
και την Αμφισβητούμενη Αναγνώρισή Του....
Και στη μέση....ο ΄Ανθρωπος,
να ψάχνει γιά ξαποσταμό
σε Γερο-Πλάτανου τα ριζιμιά,
έστω και για λίγο να αφουγκραστεί
των Αερολαλητάδων το τραγούδι,
ν'ακούσει τ' ανάβλυσμα του νερού απ' την πηγή του,
για να προλάβει τον Πόνο τον Ανθρώπινο,
για ν α γιατρέψει όσο μπορεί
τη Λαβωμένη Ανθρωπιά
μ' ένα Ευχαριστώ Ευγνωμοσύνης,
γιά να συντηρήσει το Αχνό Χαμόγελο
στα ήδη Παγωμένα του τα χείλη
και, γιά να γευτεί επιτέλους τους Λωτούς,
προτού Οριστικά χαθεί
στου ΄Ερεβους τα Σκότη.....
Και σαν ξαποστάσει για καλά,
μπροστά του προβάλλει ο Δρόμος ο Πλατύς,
για το Τεράστιο Τόλμημα,
που θα τον βγάλει πιά στην Απλωσιά,
με τ'Ανοιχτά Περάσματα....
Και Τότε, 
θα διακρίνει τα Χαμηλά και τ' Αψηλά,
αδειάζοντας σε βύθια θαλάσσης άμετρα,
της Νύχτας τις κακοτοπιές 
και τα γκριζόχρωμα καμώματά της!
Κι ύστερα,
θα ψάξει για το Δίκιο του ο ΄Ανθρωπος,
αφού, πρωτα στον ΄Ολεθρο στείλει τ' ΄Αδικο,
και για να φέρει ξανά το Φως,
ΠΟΥ το Θέλουμε,
ΠΟΥ το Μπορούμε
και......ΠΟΥ Μας Ανήκει.

΄Ηρθες

΄Ηρθες,
όταν δεν Σε περίμενα,
ήσυχα και ανάλαφρα
σαν σπουργιτοπέταγμα από δεντρί σε δέντρο,
όμοιο με θρόισμα
εαρινό των φύλλων.
Φορούσες χαμόγελο πλατύ
στα άβαφτά Σου χείλη,
που έδειχνε,
πως Ευτυχίας ήτανε
ετούτο το Ταξίδι!
Βάλσαμο και Γιατρειά
η κάθε μιά Πνοή Σου
και τώρα πιά,
που η Φωνή Σου
μεσα μου βυθίστηκε
σαν τη βροχή σ' απότιστο χωράφι,
με Σένα γιά Πάντα Δίπλα μου,
τον Γολγοθά της Μοναξιάς,
τον έχω ήδη....ξεπεράσει!

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

 Δεν ήξερα τι να πω
 Εκείνοι έκαναν παιδιά
 εγώ μεγάλωνα ποιήματα
Δεν ήξερα
Κουράστηκα να εξηγώ
Σιχάθηκα και τη λογική τους
και το δίκιο μου

Πώς να μιλήσω χωρίς να παγιδευτώ
Τι άλλο να πω δεν ήξερα
Κι είπα ίσαμε δω και σώπασα Ο
ικογενειακή κατάσταση:
 Γονέας άτεκνος

Εφιάλτης



Περνούσε τα βράδια απ’ τη γειτονιά
πίσω του σκυλιά συμπλήρωναν το κάδρο.
Ερχόταν πάντα νύχτα
όταν τα φώτα έσβηναν
όταν τα χέρια έβγαιναν
ν’ αγγίξουν άλλα χέρια.
Με τρυπημένα μάτια απ’ την άνοιξη
έφευγε το πρωί ο εφιάλτης.

Θλιμμένες Κυριακές



 Τις Κυριακές
όταν κάνετε τη βόλτα σας,
διαβάζοντας εφημερίδα
και πίνοντας καφέ σαν ξεκουράζεστε
απ' της εργασίας τον ορυμαγδό εγώ προτιμώ ποιήματα
να γράφω, έτσι που εξαντλημένο με βρίσκει
η καινούργια εβδομάδα.


ποίημα από την συλλογή : η ηλικία της παραδοχής

Η ηλικία της παραδοχής (απόσπασμα)

Καθόταν στο τρένο
κοιτάζοντας το τοπίο
δάση πολυκατοικιών
εργατικές συνοικίες πέρα απ' τις ράγες
παιδιά που βιάζονται να μεγαλώσουν
να φορέσουν την ηλικία της παραδοχής
βαθιά μέσα στο αίμα
αυτοκίνητα αφημένα στη λάσπη της βροχής


κι ύστερα δέντρα
κι ο ποταμός ξεραμένος
σκουπιδότοπος από ανάλγητες υποθήκες.

-------

Αλλαγή σκηνικού
το τοπίο κοίταζε αυτόν
άνθρωπος και τοπίο το ίδιο αίμα
εξανθηματικό και αφρώδες
σαν ξαφνική μπόρα στον Θερμαϊκό.


                   Κατάθλιψη

Ο κύριος Μιχάλης δεν μιλούσε πια
Καθόταν στη βεράντα μερόνυχτα
Τρώγοντας πορτοκάλια
Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μόνο
Κοίταζε σταθερά τη μανιασμένη θάλασσα
Στη χλόη του κήπου του
Την επόμενη νύχτα φόρεσε ανάποδα
Τον εαυτό του
Του έσφιξε το χέρι και τράβηξε
Κατά τη θάλασσα
Μεγάλη Πέμπτη με δυο αποκαθηλώσεις
Κι ο ήλιος να λάμπει πένθιμα
Ο Ιησούς ο Ναζωραίος
γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας
μετά την παρέλευση τριών ημερών
Ανέστη
ο κύριος Μιχάλης
γιος της κυρ-Αλέκας
Και αγνώστου πατρός
φτωχός από προνόμια
Μη πιστεύοντας σε θαύματα
Σπαραγμένος από νεκρολούλουδα
Με μια βροχή αναιμική στον τάφο του
προσμένει.


                 Ποιος κοροϊδεύει ποιον

Θα δεις της λέω
Όλα θα πάνε καλά
Και το Πάσχα θα είσαι
Καλύτερα από πριν
Κάτι μέσα μου παλεύει όμως
Κάτι μέσα μου πενθεί
Ένας στριμωγμένος λυγμός
Που δε λέει στην επιφάνεια να βγει
Γιατί ξέρω
Πως το τέλος δεν αργεί
Όσο κι αν τα λόγια
Το αντίθετο πασχίζουν
Να σου πουν.


                     Run x2-3-4

Οι πεθαμένοι πόσο γρήγορα
τρέχουν στο βίντεο
run x2-3-4
Τους παγώνω σ' ένα μόνιμο χαμόγελο
και μια αστεία γκριμάτσα
Παντρεύονται και σβήνουν κεράκια γενεθλίων
οι πεθαμένοι
μου φέρνουν τα δώρα κι η γάτα
ήταν μια ενζενί μικρή σβήνουν τα φώτα
και στροβιλίζονται στο δωμάτιο
σσσσσ μην ξυπνήσουμε τα παιδιά φιλιούνται οι πεθαμένοι
κι όταν τους βαρεθώ τους σκοτώνω
στο συρτάρι μέσα τους παραχώνω καρδιά μου.