Σελίδες

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

(Σ' αυτή τη χώρα)

Σ' αυτή τη χώρα,
από τα πόδια
έως το μέτωπό σου,
θέλω να πηγαίνω,
όλο να πηγαίνω,
εκεί θέλω συνεχώς
να πηγαίνω,
ώσπου να μου στερέψει
επί τέλους ο βιος...


 Πάμπλο Νερούντα, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής

(Στον κόσμο που γεννήθηκα)

Στον κόσμο που γεννήθηκα
τα χάνει κανείς όλα
τις λέξεις τρώει ο καιρός
και μέσα απ' τις λέξεις
φαγώνονται τα μάτια
τα φιλιά
ακόμα κι η ανάγκη
να υποφέρεις.

ΑΜΑΡΤΩΛΕΣ ΓΩΝΙΕΣ / Κρανιώτης Π. Δημήτρης

"Νίκωνος Μετανοείτε"
στο ημερολόγιο
συννεφιασμένου πρωινού,
με τη βροχή ν' αντέχει,
αμετανόητα να ξεπλένει
ενοχών Ερινύες,
νίκες και ήττες
σε αμαρτωλές γωνίες
πεζοδρομίων και δωματίων,
στιγμών ελασσόνων
κι ομοίων.

(από την ποιητική συλλογή "Ενδόγραμμα",
εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, 2010)

Ηπείρου



Τα πουλιά που φτάσανε από το νότο
δάγκωναν τις άκρες του σκοτεινού ουρανού
με μανία κι απόγνωση
με τις γυαλισμένες φτερούγες τους
τεμάχιζαν τα σκοτάδια
και με τις αιχμηρές ουρές τους
τρυπούσαν τις σφαλισμένες άκρες του ορίζοντα

Σκάλισε τη ρίζα του πρωινού
τη λίπανε με στερημένα χαμόγελα
την πότισε δροσερές ελεγείες
την τάισε ανυπότακτες παρορμήσεις

Στις γυάλινες στέγες του μεσημεριού
σύρθηκαν όλες οι εκδοχές
Στις ράχες τους είχαν φορτωθεί
τις κλεμμένες παιδικές φαντασιώσεις
και βαθιά στις τσέπες
κείτονταν οι μεταμεσονύχτιοι φόβοι τους

Τ’ απόγευμα όρμησαν οι μέλισσες
σαν τις αδίστακτες στιγμές
στο λευκό φόρεμα των αναμνήσεων
και το κατασπάραξαν, οι αχόρταγες

Μόλις έπεσε η νύχτα
άναψαν πολλές εστίες
λυγμών
που ώρα με την ώρα πύκνωναν

Μούσκεψε η νύχτα
την έπνιξε το ιδρωμένο δάκρυ
του ολέθρου
Κατανάλωσε όση υγρασία
της αναλογούσε για τον επόμενο αιώνα

Η έρημος που ζύγωνε είχε τις αιτίες της
είχε και τους στεγνούς λυγμούς της

Ωγύγου



Σταμάτησε στη δεξιά στροφή μιας σκέψης
ζύγωσε στην κόχη του παιδικού του φόβου
και δοκίμασε την κόψη του με το δείχτη
έκοβε ακόμα

Κατέβηκε στο πλάτωμα με τις νυσταγμένες ενοχές
σκούντηξε μια δυο με τον αγκώνα της χρόνιας αγωνίας
η μία ίσα που άνοιξε τη σκοτεινή αγκαλιά της να τον πάρει

Κι οι ενοχές μετά από τόσες κακουχίες
μετά από τόσες εφιαλτικές χαράδρες
θεονήστικες
δεν είχαν το κουράγιο
ούτε να τον αφανίσουν

Τον άφησαν να γυρίζει
ανάμεσα στα δάχτυλα της πόλης
να περπατά παρέα με αποστεωμένους εφιάλτες
μέσα σε παλιοσίδερα φόβων
να μπαινοβγαίνει σε ξενοίκιαστα όνειρα

-γιατί γυρίζεις άσκοπα, του είπαν μετά από αιώνες
-κρατώ ξάγρυπνες τις ευχές ψιθύρισε
και ξεμάκρυνε
με το φωτοστέφανο του ολέθρου
να τον σημαδεύει στο σταυρό

Άρεως



Τράβηξε το κουρτινάκι
των λευκών στιγμών
κι απλώθηκε στο δρόμο
βαριά η σκιά της υπομονής
των αιώνων

Έσπασε ένα τσουρούλι
χρόνου σε κομματάκια
και μαζεύτηκαν
τα περιστέρια της συγγνώμης
να καταπιούν το ψιχαλάκι τους

Έσπρωξε τη σκουριασμένη
πρόκα του μεσονυχτίου
στα πλευρά της Ανάστασης
και πετάχτηκαν σταγόνες
οι παπαρούνες στο μέτωπο
του λυπημένου ουρανού

-μην εύχεσαι περιπάτους
μέσα στους αιώνες
μια στιγμή άνοιξη να εύχεσαι
-φοβάμαι
-αστράφτει δυνατά σου λέω
και κόβει το σκοτάδι καλύτερα

Ιουλιανού



Είχε σηκώσει το γιακά

μέχρι ψηλά στο σβέρκο
της νοσταλγίας
και τα πέτα του παλτού
τα είχε κλείσει στο στήθος
όπως την ταφόπλακα
των νεκρών ερώτων

Βγήκε την ώρα
που τα όνειρα άλλαζαν βάρδια
με τους εφιάλτες
και οι χτύποι της πόλης
με τους χτύπους της καρδιάς
συντονίζονταν με σκοπό
να σπάσουν
το τσόφλι του σύμπαντος

Σε κάθε γωνιά σταματούσε
να εξαργυρώσει τα επόμενα
μέτρα περπατησιάς
με λίγα φλούδια λύπης
και δυο μαργαριτάρια
νωπού χαμόγελου

Στο τέλος γονάτισε
κι αποφάσισε να παρατήσει
το κορμί του
σαν μια σακούλα σκουπιδιών

Είδε τότε στο φανάρι ένα παιδί
μια στάλα φως να γλείφει
το φύλλο τ’ ουρανού
και να κρέμεται
σαν ανήσυχη ελπίδα

Ταυτόχρονα απλωνόταν
η μυρωδιά της θέλησης του μίσχου
και η αντοχή της δροσιάς
που παίρνει τα βάσανα μακριά
πίσω από τα βαθύσκιωτα βουνά
της επόμενης μέρας

Σηκώθηκε και βάδισε
στην άκρη του δρόμου
τα σανίδια της ύπαρξής του
έτριξαν
και τον προειδοποιούσαν
για τις αιμόφυρτες ήττες
που ζύγωναν
από τα μέρη του μέλλοντος

-τι μου δίνεις να σ’ αφανίσω μονομιάς
χωρίς βάσανα και πόνο
του ψιθύρισε το σκοτάδι
-τίποτα, γιατί με δυο χάντρες
βλέμμα παιδικό
μπορώ να θρέψω αιώνες
ούρλιαξε

Πανεπιστημίου

Λευκά άλογα μ’ ερπύστριες στα γόνατα
κατηφόριζαν την οδό
των πυκνών γεγονότων
και των στεγνών οιμωγών

Βγήκε στο ξέφωτο της προσμονής
που είχε στη μέση ένα πλατάνι καρτερίας
στη δυτική πλευρά μια πηγή με τρεχούμενα
γέλια
και το βέλασμα του προηγούμενου αιώνα
χωμένο στα μεσοφόρια της αυγής

Ξεδίψασε στην πηγή
σκούπισε το μέτωπο του
μ’ ένα πλατανόφυλλο
αναίτιας αισιοδοξίας
και πήρε το δρόμο
που κατηφόριζαν τα λευκά άλογα
με την υψικάμινο στον αυχένα

Είχε στο στήθος μια σκουριασμένη φιλία
στο μπράτσο δυο φτερούγες
από έναν ασήμαντο έρωτα
και στη φτέρνα
τη μουχλιασμένη εκκίνηση
με τις μωβ αναβολές

-Τ’ άλογα αγαπούν
τα ξέφωτα εσύ τι γυρεύεις πίσω τους
-κυνηγάω τη λεπτή ακρίβεια
της γεωμετρίας
που ‘χει λίγη από τη θλίψη
της συννεφιασμένης Κυριακής
και ολόκληρα κομμάτια
ανέγγιχτων ονείρων

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Γιάννη Μαρκόπουλου σε ποίηση του Διονύσιου Σολωμού

Δίσκος του 1977


το χάραμα


Το χάραμα επήρα του ήλιου το δρόμο,
κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο
κι απ' όπου χαράζει έως όπου βυθά,
τα μάτια μου δεν είδαν
τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.

Παράμερα στέκει ο άντρας και κλαίει
αργά το τουφέκι σηκώνει και λέει:
"Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ".

Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου
φθαρμένα και μαύρα, σαν ίσκιους ονείρου.
Λαλεί το πουλάκι στου πόνου τη γη
και βρίσκει σπειράκι και μάνα φθονεί.

Γρικούν να ταράζει του εχθρού τον αέρα
μιαν άλλη, που μοιάζει τ' αντίλαλου πέρα
και ξάφνου πετιέται με τρόμου λαλιά
πολύ ώρα γρικιέται κι ο κόσμος βροντά.

Αμέριμνον όντας τ' αράπη το στόμα
σφυρίζει, περνώντας στου Μάρκου το χώμα.
Διαβαίνει κι' αγάλι ξαπλώνετ' εκεί,
που εβγήκ' η μεγάλη του Μπάιρον ψυχή.

Προβαίνει και κράζει
τα έθνη σκιασμένα.

Και ω πείνα και φρίκη!
Δεν σκούζει σκυλί!

Και η μέρα προβαίνει,
τα νέφια συντρίβει.
Να, η νύχτα που βγαίνει
κι αστέρι δεν κρύβει.



 Άκρα του τάφου σιωπή


Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γώ στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει".



Παλικαρά και Μορφονιέ


Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος,
στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.
Παλικαρά και μορφονιέ, γειά σου, καλέ χαρά σου!
Άκου! Νησιά, στεριές της γης, έμαθαν τ' όνομά σου.

Εδώ 'ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
πριν όλοι χάσουν τη ζωή κι εγ' όλη τη πνοή μου.
Να μείνεις χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι,
η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.
Κοίταξα γρήγορα, γοργά αχ πού 'ν ο δοξασμένος
γύρω σαΐτεψα ματιές αχ πού 'ν ο παινεμένος.
Θύρες ανοίξτ' ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.


Βαρώντας γύρου ολόγυρα 

Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται
κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανής πετιέται
και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
τ' αράθυμο, το δυνατό κι όλο ψυχές γιομάτο,
βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα.
Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν' άστρο,
τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.


Ο γιός σου κρίνος με δροσιά

Τόσ' άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας,
ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.
Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
Ο γιός σου κρίνος με δροσιά φεγγαροστολισμένος.
Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους.
Παράπονο χαμός καιρού σ' ότι κανείς κι αν χάσει.


η θέλησή μου βράχος

Πάλι μου ξίπασε τ' αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας.
Κι έπλασε τ' άστρο της νυχτός και τ' άστρο της ημέρας.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ' ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.

Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
η Ανατολή τ' αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση.

Έστρωσ', εδέχθ' η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους
κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους.
Κι όπου η βουλή τους συφορά κι όπου το πόδι χάρος.
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.


όπου 'ν' ερμιά και σκοτεινιά

Φως που πατεί χαρούμενο τον ʼδη και το χάρο
όπου 'ν' ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι,
στο δρόμο επαίζαν τα παιδιά και τραγουδούσε η κόρη
στον όμορφο κι ατάραχο ελευθεριάς αέρα
με φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι ωραία
και με το ρούχο ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα.

Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.


Στα μάτια και στο πρόσωπο 

Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ' οι στοχασμοί τους.
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους,
αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν.
Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Γλυκιά κι ελεύθερ' η ψυχή σα να 'τανε βγαλμένη
κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.





 Μια χούφτα χώμα ( Επάψαν τα φιλιά στη γη )


 Επάψαν τα φιλιά στη γη!
Μια χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ' εκείνο.

Ιδού, σεισμός και βροντισμός κι εβάστουναν ακόμα,
που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα
κι εσχίσθη αμέσως κι έβαλε στης μάνας τα ποδάρια
τα λίγα απομεινάρια.
Τ' απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,
τα γόνατα και τα σπαθιά τα ματοκυλισμένα.

Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.



οι γυναίκες



Οι γυναίκες απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά,
μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείσει,
αλλά μία άλλη της είπε:
«Όχι, παιδί μου, άφησε να μπει η μυρωδιά από τα φαγητά, είναι χρεία να συνηθίσουμε.
Mεγάλο πράμα η υπομονή!
Eμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.
Aπ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»

Kι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων
εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο.
Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει;»
Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της
κι άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι
και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.

Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ’ όνειρό της
κι όλες εφώναξαν μαζί κι είπαν πως είδαν ένα
κι ότι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους.

Kαι μία είπε:
«Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι,
ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς,
εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου
κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή
και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας».

Kαι μία δεύτερη είπε:
«Eγώ ’δα δάφνες κι εγώ φως
κι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της».

Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πού 'χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε:
«Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα».
Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που 'χε ξεψυχήσει.

Iδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά αυτές είναι μεγαλόψυχες
κι ας λένε ότι μαθαίνουν από μας δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν
να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία.
Eμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα.



 Μητέρα μεγαλόψυχη

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρη έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα να σε ιδούν μες το πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια.
Κοίτα, με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα των Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πώχει,
που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα.
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου
κι ευθύς εγώ του Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.


Για κοίτα 'κει χάσμα σεισμού

Για κοίτα 'κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα
και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα.
Λουλούδια μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι,
άσπρα, γαλάζια, κόκκινα και κρύβουνε τη χλόη.

Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.

 Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος

 Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
δεν τους βαραίν' ο πόλεμος, αλλ' έγινε πνοή τους
δεν τους βαραίν' ο πόλεμος κι εμπόδισμα δεν είναι
στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.

Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε
κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης
κι ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε.


 Αραπιάς Άτι


Έργα και λόγια, στοχασμοί, στέκομαι και κοιτάζω,
λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι
κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με τον Χάρο.
Μες τα χαράματα συχνά και μες τα μεσημέρια
και σα θολώσουν τα νερά και τ' άστρα σα πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτούν ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
"Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ' ʼγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι.
Κι αλιά! Σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν,
αθάνατη 'σαι που ποτέ βροντή δεν ησυχάζεις;"
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα 'π' ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε
και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Το μίσος όμως έβγαλε και 'κείνο τη φωνή του:
"Ψαρού, τ' αγκίστρι π' άφησες αλλού να ρίξεις άμε".

Μες τα χαράματα συχνά και μες τα μεσημέρια
κι όταν θολώσουν τα νερά κι όταν πληθύνουν τ' άστρα,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π' απίθωσε στ' αγκίστρι τη ζωή του,
το πέταξε, τ' αστόχησε και περιτριγυρνώντας:
"Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ' ʼγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι".



 Πειρασμός

 ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ
Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς
την ανυπομονησία να πάρουν την χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους
τον πόνο ότι θα την χάσουν. Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται με χίλιες γλώσσες κραίνει:
Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει.

Έστησ' ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη
κ' η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα
και μες τη σκιά, που φούντωσε και κλεί δροσιές και μόσχους,
ανάκουστος κηλαηδισμός και λιποθυμισμένος.

Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη
και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια.

Έξ' αναβρύζει κ' η ζωή σ' ΄γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
ακίνητ' όπου κι αν ιδείς και κάτασπρ' ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
πούχ' ευωδίσει τς' ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες.

Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο, π'ασπρίζει μες τη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.



 Αηδονολάλειε στήθος μου 

 ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ
Εις το ποίημα, ένα απ' τα σημαντικότερα πρόσωπα ήταν μία κόρη ορφανή
την οποίαν οι άλλες πλέον ηλικιωμένες γυναίκες είχαν αναθρέψει και την αγαπούσαν
όλες ως θυγατέρα τους.Η νέα ενθουσιασμένη στρέφεται νοερώς προς τον άγγελο
τον οποίον είδε στο όνειρό της να της προσφέρει τα φτερά του. Γυρίζει έπειτα
προς τες γυναίκες να τους ειπεί ότι αυτή τα θέλει τα φτερά πραγματικώς,
αλλ' όχι για να φύγει, αλλά για να τα κρατεί κλεισμένα εκεί κοντά τους
και να περιμένει μαζί τους την ώρα του θανάτου.

Άγγελε, μόνον στ' όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Ιδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα
τα θέλω 'γω, να τάχω 'γω, να τα κρατώ κλεισμένα.

Εδώ π' αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες
αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσει.
Με σας να πέσω στο σπαθί κι άμποτε νάμαι πρώτη!
Τα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο.
Και στη θωριά του, είν' όμορφο το φως και μαγεμένο!

Χωρίς φιλί, χαιρετισμό, χωρίς ματιά να δώσω.
Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν
κι όσα άνθια θρέφει και καρπούς τόσ' άρματα σε κλειούνε.




 Έξοδος - Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά

 Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π' άναψαν και θλιβερά τη θρέψαν
μ' αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Και 'γγίζ' η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα στάχτη να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.

Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν.

Λεύκωμα: Ο συνθέτης Γιώργος Χατζηνάσιος σε στίχους του Γιώργου Κανελλόπουλου


Τα τραγούδια του δίσκου





Βίκυ Μοσχολιού
1. Είμαστε μεις
2. Ξενύχτησα στην πόρτα σου
3. Κλείσ’ το ραδιόφωνο
4. Άλλη μια μέρα
5. Πι-πι το παπί (συμμετέχει παιδική χορωδία)
6. Είμαστε μεις (Ορχηστρικό)

Δήμητρα Γαλάνη
7. Τα γαλάζια σου γράμματα
8. Τι να σου χαρίσω
9. Σύρε γιε μου στην Αθήνα
10. Θλιμμένα χαμόγελα
11. Καληνύχτα σας
12. Τα γαλάζια σου γράμματα (Ορχηστρικό)

 


Είμαστε εμείς

 Είμαστε εμείς κομμένα λούλουδα κάποιου πικρού Απρίλη
είμαστε εμείς στο γέρμα σύννεφα στεγνά χωρίς βροχή
και με της πίκρας το χαμόγελο στα χείλη
είμαστε εμείς κι από τη φτώχεια πιο φτωχοί.

Είμαστε εμείς ήλιος π' αρνήθηκε να πάει ξανά στη Δύση
είμαστε εμείς σαν κάτι πράγματα φτηνά χωρίς ψυχή
κι όπου πηγαίνουμε οι πόρτες έχουν κλείσει
είμαστε εμείς κι από τη φτώχεια πιο φτωχοί.




 Ξενύχτησα στην πόρτα σου

 Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ
Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ
Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ
Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

Εδώ είναι πλούσιοι και φτωχοί
Άνθρωποι κι ανθρωπάκια
Εδώ είν’ ο ήλιος κι η βροχή
Αγάπες και φαρμάκια

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ
Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ
Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ
Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

Είν’ η ζωή μια φυλακή
Και γύρω-γύρω τοίχοι
Είναι του πόνου η μουσική
Της μοναξιάς οι στίχοι

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ
Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ
Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ
Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

Εδώ είναι πλούσιοι και φτωχοί
Άνθρωποι κι ανθρωπάκια
Εδώ είν’ ο ήλιος κι η βροχή
Αγάπες και φαρμάκια

Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ
Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ
Ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ
Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ



κλεισ’ το ραδιόφωνο

 Κάθε μέρα αλλάζουνε τα σύνορα
Σφάζονται στους δρόμους οι ανθρώποι
Δες στο Ισραήλ και τα περίχωρα
Κι ύστερα σου λένε Άγιοι Τόποι

Πέρα στη Χιλή τα δάση εκάψανε
Κάνανε λέει τα δένδρα συγκεντρώσεις
Κι αν θα γράψεις κάτι για τον τόπο σου
Κάποτε ακριβά θα το πληρώσεις

Σε παρακαλώ κλεισ’ το ραδιόφωνο
Σφάζουν σαν μαχαίρι οι ειδήσεις

Χίλια σωματεία χίλιοι σύλλογοι
Τα συνθήματα έρχονται και πάνε
συνομιλητές παλιοί δωσίλογοι
Για δημοκρατία σου μιλάνε

Όλοι τους αυτοί σκληροί κι αδίστακτοι
Βράζουνε στο ίδιο το καζάνι
Και για του καθένα τα συμφέροντα
Καίνε του κοσμάκη το λιβάνι


  Άλλη μια μέρα


Άλλη μια μέρα όπου να’ναι θα περάσει
Και στη ζωστήρα τελευταία χαρακιά
Είπα στη μάνα μου τα λόγια να σωπάσει
Για να μη γίνουμε από χίλια δυο χωριά

Άλλη μια μέρα όπου να’ναι θα περάσει
Και στη ζωστήρα τελευταία
Άλλη μια μέρα μακριά σου καλέ
Άλλη μια μέρα και γεια σου καημέ

Άλλη μια μέρα και η χτένα θα τελειώσει
Κι όταν γυρίσεις θα βουίξει η γειτονιά
Είπα στη μάνα μου πως δεν θα μου γλιτώσει
Που δεν σε θέλει και μου κάνει προξενιά

Άλλη μια μέρα και η χτένα θα τελειώσει
Κι όταν γυρίσεις θα βουίξει η γειτονιά
Άλλη μια μέρα μακριά σου καλέ
Άλλη μια μέρα και γεια σου καημέ



 Πα πι πι το παπί

Στη πρώτη τάξη στο σχολειό
Σε κάποιο κτίριο παλιό
Σε κάθε μάθημά μας
Μας λέγανε πολλές φορές
Πως έχει η ζωή χαρές
Κι είναι η ζωή μπροστά μας

- Πα πι πι το παπί
Κανείς δεν ήρθε να μας πει
Πως για να δεις μια προκοπή
Να την ξεγράψεις την ντροπή
- Και νι νι το νινί
Να κάνεις λένε υπομονή
Να μην υψώνεις τη φωνή
Γιατί θυμώνουν οι τρανοί

Στη πρώτη στο Δημοτικό
Το μάθαμε το μυστικό
Που μια φορά μαθαίνεις
Πως του εργάτη το παιδί
Κι αυτός εργάτης θα γενεί
Το θες ή δεν το θέλεις




 Τα γαλάζια σου γράμματα


 Τα γαλάζια σου γράμματα
κάθομαι και διαβάζω
και με παίρνουν χαράματα
καθώς πίσω κοιτάζω

Τα γαλάζια σου γράμματα
τρυφερές αναμνήσεις
να μου λες χίλια πράματα
μα δε λες αν γυρίσεις

Μια ζωή περιμένω
μα δε γίνονται θάματα
μια ζωή σ' ανασταίνω
στα γαλάζια σου γράμματα

Τα γαλάζια σου γράμματα
μαχαιριά κάθε λέξη
και με πιάνουν τα κλάματα
σε ρωτώ τι έχω φταίξει

Τα γαλάζια σου γράμματα
τρυφερές αναμνήσεις
να μου λες χίλια πράματα
μα δε λες αν γυρίσεις

Μια ζωή περιμένω
μα δε γίνονται θάματα
μια ζωή σ' ανασταίνω
στα γαλάζια σου γράμματα


  Τι να σου χαρίσω


Τι να σου χαρίσω
όπως το΄χουν κάνει το φεγγάρι Ρώσσοι Αμερικάνοι
τί να σου μιλήσω να σου πώ για μένα
είν΄τα λόγια χιλιοειπωμένα

Αχ μην ακούς πια του καθένα τη ψευτιά
μη δίνεις βάση σ΄όλα εκείνα που σου λένε
κανείς για σένα δεν θα πέσει στη φωτιά
εγώ θα σβήσω τους καημούς σου
που σε καίνε

Χάθηκαν οι κήποι
πού να βρείς λουλούδια
δεν μιλάν για αγάπη τα τραγούδια
κι από πού να κόψω τώρα να σου στείλω
γίνανε τα δάση Τίμιο ξύλο

Αχ μην ακούς πια του καθένα την ψευτιά
μη δίνεις βάση σ΄όλα εκείνα που σου λένε
κανείς για σένα δεν θα πέσει στη φωτιά
εγώ θα σβήσω τους καημούς σου
που σε καίνε



 Σύρε γιε μου στην Αθήνα

Μη λες παλιόλογα μη φτύνεις καταγής
Και στους μεγάλους να μην κάνεις υποδείξεις
Σε ό,τι λένε πάντα να’σαι συνεπής
Να τους πιστεύεις μη γυρεύεις αποδείξεις

Σύρε γιε μου στην Αθήνα
Σύρε κι όλα αυτά αν κάνεις
Θα ξεχάσεις τι’ναι πείνα
Θα μου γίνεις πεχλιβάνης

Μη θες περισσότερα μην είσαι αναιδής
Και πάνω απ’ όλα να μιλάς χαμηλοφώνως
Κι αν γίνει έγκλημα μπροστά σου και το δεις
Σκέψου καλά πριν πεις ποιος είναι ο δολοφόνος


θλιμμένα χαμόγελα

 Στο καθρέφτη θλιμμένα χαμόγελα
Που τα στέλνω εγώ σε μένα
Παν τα χρόνια μου φύγαν ανώφελα
Παν τα χρόνια μου φύγαν χαμένα

Σαν με κοιτά και τον κοιτώ
Βλέπω την ερημιά μου
Αλλά με κάνει και ξεχνώ
Λίγο τη μοναξιά μου

Θα στερέψει όπου πά’ναι το καντήλι
Λιγοστεύει όσο πάει η ζωή μου
Στον καθρέφτη φιλώντας τα χείλη μου
Αυτό θα’ναι το στερνό το φιλί μου


 Καληνύχτα σας


 Τώρα που φάγατε καλά
Απλώστε την αρίδα
Στ’αλήθεια τι ευχάριστο
Να έχεις ό,τι θες
Διαβάστε τα κοινωνικά
Απ’ την εφημερίδα
Μα προσοχή μην βλέπετε
Την πρώτη τη σελίδα
Λέει πως κοιμούνται άνθρωποι
Ακόμα σε σκηνές

Αλλά μην ανησυχείτε
Κάνει κρύο σκεπαστείτε
Σκεπαστείτε κοιμηθείτε
Καληνύχτα σας

Τώρα που μάθατε καλά
Στον κόσμο τι αξίζει
Σε λόγια συνηθίσατε
Γλυκά που σας μιλάν
Μα εμένα το τραγούδι μου
Την ανθρωπιά σας βρίζει
Κι αν σας χαλά η διάθεση
Αυτό μη σας φοβίζει
Τέτοια τραγούδια ευτυχώς
Τρία λεπτά κρατάν








Σαν μια καρδούλα

Σαν μια καρδούλα
που δεν ερωτεύτηκε
ούτε μια φορά.
Μπουμπουκάκι μου,
μικρό τριαντάφυλλο
πότε θ΄ ανοίξεις
τα πέταλα σου;
Να έρθει να φωλιάσει
φως και αγάπη.

Φυλλορρόημα

Δώσε μου μια
σταγόνα πνοής,
μέσα από την φυλλορρόημα
του κορμιού σου.
Σφίξε τα όνειρα, τρεμούλιασμα
της έλξης να γίνουν,
σε πανέμορφα
αλώνια του έρωτα.
Σειρήνες,να τραγουδούν
γύρω μας, δεμένοι
στα χέρια της αγάπης.
Απλά αφουγκράσου τον
αχό της ανάσας,
να τρέχει σαν δυο
κάτασπρα άλογα, πάνω
στον σίτο της γεύσης.
Μη τα φοβίσουμε.
Λαχανιασμένα,θα ξαποστάσουν,
σε κάτασπρα ανακατωμένα
σεντόνια.Και στην στιγμή
του ανασασμού,
μαγεμένος,να σου κρατώ
το χέρι.Μια στιγμή,μια ζωή.

(Μια φωτιά, για καληνύχτα)

Μια φωτιά, για καληνύχτα/
κεριά, οι σκέψεις μας/
αναβοσβήνουν, στον πρώτο άνεμο/
σημαία, κυματίζει ιστορία/
τσαλακωμένοι ρόλοι, καλοκάθονται/
σε μια πόρτα, πριν κλείσει/
 παράθυρα, τόσα παράθυρα/
για ξεπούλημα/ και εκείνη, νοσηρή χώρα/
παλιά αγάπη, γλυκοκοιτάει/
και δεν νιώθει ενοχή/
 μια προστυχιά, η εξουσία/
μας μοιράζει, μας γεμίζει διαβολή/
κι όμως, μοιραστήκαμε, χαθήκαμε/
αλίμονο στα χρόνια/ τρέχουν ρολόγια/
και ξενυχτάνε σε αδιέξοδα/
ένα αίνιγμα, μια ενοχή."

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Αντίθεση / Κρανιώτης Π. Δημήτρης

Ναι,
το χελιδόνι
έφερε την άνοιξη,
μ’ ακόμα χιονίζει.
Το χελιδόνι,
το πρώτο φετινό χελιδόνι,
πέθανε.
Η άνοιξη;
Ζει και χωρίς
το πρώτο χελιδόνι.

(από την ποιητική συλλογή "Ίχνη", 1985)

Στου Αιώνα την Παράγκα : Ο Θάνος Μικρούτσικος γράφει Μουσική σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Γιώργου Κακουλίδη και Λίνας Νικολακοπούλου. Τραγουδά ο Δημήτρης Μητροπάνος

 Δίσκος εν έτει 1996

Ατάκες  (στίχοι Άλκης Αλκαίος)

Πόσο σου πήγαιν' η βροχή
κείνο το βράδυ του Γενάρη
κι έλεγες μέσα στην βοή:
"Κανένα μέλλον δεν μπορεί
αυτό που ζούμε να μας πάρει"

Τώρα ποζάρεις στο γυαλί
σαν θεατρίνα στη σκηνή
τι να σου λέω για το χθες
για τις καμένες μας Ιθάκες
εσύ γυρεύεις παρτενέρ
για να σου δίνει τις ατάκες

Πόσο σου πήγαινε το φως
κείνο το χάραμα του τρόμου
κι έμοιαζες μες στα γέλια σου
και στα χρυσά κουρέλια σου
φευγάτη Παναγιά του δρόμου

Τώρα ποζάρεις στο γυαλί
σαν θεατρίνα στη σκηνή
τι να σου λέω για το χθες
για τις καμένες μας Ιθάκες
εσύ γυρεύεις παρτενέρ
για να σου δίνει τις ατάκες



για μια Ντολόρες  (στίχοι Άλκης Αλκαίος)


 Στις ανθισμένες κορυφές
ζήτησες τη ζωή σου
στ' άστρα της γης και τ' ουρανού
το φως του παραδείσου
χαράζει η μέρα σαν γυαλί
στην κόψη κόβεις βόλτες
παρέα με λαθρόβιους
πότες και μηχανόβιους
παράταιρους ιππότες

Στου αιώνα την παράγκα
στρώσε τ' όνειρό σου μάγκα
με βρισιές και προσευχές
και της μάνας τις ευχές
Στου αιώνα την παράγκα
στρώσε τ' όνειρό σου μάγκα
στα κρυφά και ταπεινά
ψάξε τα παντοτινά

Για μια Ντολόρες χάραξες
το δέρμα σου μια νύχτα
και το κορμί σου κάρφωσες
στου φεγγαριού την πίστα
Μ' άφιλτρο τώρα κι αλκοόλ
τσακίζεις τη φωνή σου
ληστής, Πιλάτος και Χριστός
εκεί που στάζει ο Θεός
θ' απλώσεις τη ζωή σου


Λούνα Παρκ (στίχοι Άλκης Αλκαίος)


Η πόλη άναψε τα φώτα της και φεύγει
μ' ένα τρενάκι λούνα παρκ στο πουθενά,
σαν το κορμί σου που απ' τα χέρια μου ξεφεύγει
κι αναζητάει σε ξένα χέρια την χαρά.

Τα μάτια σου έκλεισες και μ' άφησες απ' έξω
άλλη μια νύχτα θα τη βγάλω στη βροχή,
όλα για πάρτη σου κι απόψε θα τα παίξω
και δεν με νοιάζει τι θα φέρει το πρωί.

Μεταμορφώνεσαι σαν μέδουσα στους δρόμους
κι εγώ τα χίλια πρόσωπα σου ακολουθώ,
στου έρωτά σου υποτάσσομαι τους νόμους
και λίγα ψίχουλα μονάχα σου ζητώ.

Τα μάτια σου έκλεισες και μ' άφησες απ' έξω
άλλη μια νύχτα θα τη βγάλω στη βροχή,
όλα για πάρτη σου κι απόψε θα τα παίξω
και δεν με νοιάζει τι θα φέρει το πρωί.




 Μια παλιά φωτογραφία (στίχοι Άλκης Αλκαίος)

 Με το καράβι Αχαριστία
μια μέρα κρύα σαλπάρισες,
κι απ' τα προσωπικά σου δώρα
εκτός από βροχή και μπόρα
ένα μονάχα μ' άφησες.

Μια παλιά φωτογραφία,
αγκαλιά στη θάλασσα.
Χτες την έκανα κομμάτια
να μη βλέπουνε τα μάτια
πόσα χρόνια χάλασα.

Όσες φορές μ' έχεις φιλήσει
τόσες φορές σταυρώθηκα,
κι αυτό που απ' όλα τώρα μένει
είναι μια κάμαρα θλιμμένη
που κάποτε σου δόθηκα.



Πάντα Γελαστοί  (στίχοι Άλκης Αλκαίος)


Της νύχτας οι αμαρτωλοί και της αυγής οι μόνοι
θέλουν βαρύ ζεϊμπέκικο και νευρικό τιμόνι
σε τόπους τριγυρίζουνε σβησμένους απ' το χάρτη
για μια σταγόνα ουρανό για μιαν αγάπη σκάρτη

Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι

Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα - Σαλονίκη
μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι
έπεσα να σ' ονειρευτώ σε ψάθα από φιλύρα
κι είδα πως βγάζει η νύχτα φως και τ' όστρακο πορφύρα

Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι
Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι





Πατησίων και Παραμυθιού γωνία (στίχοι Άλκης Αλκαίος)

Ξημερώνει στο γαλάζιο σου το στρώμα
λιώμα ξύπνησα μα σ' αγαπώ ακόμα
στάξε εύθυμο φαρμάκι για το γλέντι
με μισή μεζούρα τζιν και λίγο αψέντι

Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

Θέλω σήμερα παιχνίδι με το Χάρο
στο καζίνο της καρδιάς σου να ρεστάρω
να ενωθώ μ' όλης της γης τα κατακάθια
να γευτώ όλα τα ρόδα και τ' αγκάθια

Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

Ρόζα  (στίχοι Άλκης Αλκαίος)


Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα
γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
και συ μου λες μας περιμένει η μπόρα
και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό

Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο
μα τα κελιά μας είναι χωριστά
σε πολιτεία μαγική γυρνάμε
δε θέλω πια να μάθω τι ζητάμε
φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά

Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις
σε ένα παραμύθι εφιαλτικό
φωνή εντόμου τώρα ειν' η φωνή μου
φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου
με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί

Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι
πώς σ' έχει αλλάξει έτσι ο καιρός
περνάνε πάνω μας τα τροχοφόρα
και γω μέσ' στην ομίχλη και τη μπόρα
κοιμάμαι στο πλευρό σου νηστικός

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί



Σαν πλανόδιο τσίρκο(στίχοι Άλκης Αλκαίος)

 Σαν πλανόδιο τσίρκο τη ζωή μου τη σκόρπισα
σε σταθμούς και πλατείες πού με πας δεν σε ρώτησα
τώρα δίχως πυξίδα τα ταξίδια μου κάνω
τη φωνή σου ακούω μα τι λες δεν σε πιάνω

Ελλάδα Βέμπο μου και Μαίριλιν Μονρόε
Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ ʼλλαν Πόε
Ελλάδα μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου
Ελλάδα Τούμπα, Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου

Μια φορά μου γεννούσες ένα πάθος παράφορο
τώρα παίζεις παιχνίδι που μ' αφήνει αδιάφορο
δεν κερδίζω δε χάνω σ' αγαπώ και σ' αρνιέμαι
κι από ένα κλαράκι του γκρεμού σου κρατιέμαι



Τα πλοία των Ερώτων  (στίχοι Άλκης Αλκαίος)


 Όταν ο άνεμος φυσά
κι οι άνθρωποι σωπαίνουν
κάτι σκιές με προσκαλούν
στις έρημες μαρίνες
τα πλοία των ερώτων μας
μου δείχνουν που πεθαίνουν
και τριγυρνούν στην πλώρη τους
νεράιδες και σειρήνες

Πάνω στον πάγκο ενός καφέ
τα βρόχινα τους μάτια
για τα ναυάγια με ρωτούν
και της ζωής το ψέμα
κι εγώ δειλά τους απαντώ
κοιτώντας τα κατάρτια
η δύση κι η ανατολή
έχουν το ίδιο αίμα

Έτσι στα καθημερινά
αμήχανοι γυρνάμε
παιδιά που παίζουν στη βροχή
με τρυπημένη μπάλα
μα κάποιος γέρος ναυτικός
μας είχε πει θυμάμαι
πως πάντα μέσα μας θα ζουν
τα μπάρκα τα μεγάλα

Τρικάταρτο η αγάπη σου
και ο καιρός αρμύρα
μια Κυριακή σ΄αντίκρισα
και μού΄κλεψες το φως μου
ό,τι με πνίγει ν΄αγαπώ
είν΄η δική μου μοίρα
καλά ταξίδια,μάτια μου,
στις θάλασσες του κόσμου ...


θα κόψω το κεφάλι σου (στίχοι Γεώργιος Κακουλίδης)

Τα μάτια που περίμενα ετούτο το βραδάκι,
γίναν ψυχές και γλύφουνε τ' αυτιά μου σαν σκυλιά
με βγάζουν απ' το δρόμο μου και μέσα στο σκοτάδι,
ένα μαχαίρι αφήνουνε στα χέρια μου απαλά.

Κυρία εσύ που έρχεσαι σε με, τον πεθαμένο,
και βλέπεις μέσα μου όσα εγώ αγνοώ,
το άγριο ρόδο σου ας γέρνει μεθυσμένο,
θα κόψω το κεφάλι σου για να το παντρευτώ,
το άγριο ρόδο σου ας γέρνει μεθυσμένο,
θα κόψω το κεφάλι σου για να το παντρευτώ.


Κόσμε μού γινες πληγή (στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)

Στην αλυσίδα τη βαριά
θα ψάξω εγώ παρηγοριά
γιατί και τούτη τη ζωή
τι να την κάνω.
Στην παγωνιά της φυλακής
να βρεις καρδιά να κρατηθείς
που πας στ' αγκάθια κι αγαπάς
κι όλο σε χάνω.

Κόσμε μου 'γινες πληγή
κι είναι το γρήγορο π 'αργεί
που μ 'ορμήνεψε να πιω και να μεθύσω
για να παρηγορηθώ
μη τυχόν και λυπηθώ
την κακούργα την αγάπη της
να σβήσω
κι ας χαθώ.

Στη συννεφιά του Γολγοθά
σ' ένα σταυρό που με μεθά
θα γίνει η σκέψη σου καρφί
να με καρφώνει.
Και ξημερώματα Μαγιού
θα λάβεις μάνα ενός σου γιου
τ' άσπρο πουκάμισο
το μαύρο παντελόνι.


ο Άγγελος (Κώστας Λαχάς)

Στην πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου
σαν αρχαία τραγωδία οι φαντάροι
περιμένουν Λαγκαδά - Μοναστηρίου
κι ανεβαίνουνε μετά για Καφαντάρη.

Περπατώ πάνω στα Κάστρα
μέσα στο βαθύ σκοτάδι
ουρανός με δίχως άστρα
δρομολόγια του Άδη.

Παραδίπλα Αφροδίτης και Ταντάλου
ένας άγγελος φευγάτος για τ' αλλού
πώς να μιλήσεις για τα βάσανα του άλλου
πώς να μπαλώσεις μία τρύπια κουρελού.


ο τυμβωρύχος (Κώστας Λαχάς)

Τα λόγια μου της νύχτας μετανάστες
σε δρομολόγια χωρίς επιστροφή
άσ' τις πλατείες να βογκούν σου λέω άστες
ίσως με βρεις μες στην επόμενη στροφή

Στενεύουν τα περάσματα
οι φίλοι μου φαντάσματα
κι η πόλη μοιάζει γενικώς
τάφος οικογενειακός

Ένας Στρυμόνας και βουλιάζω στα νερά
όπως ψαράς μέσα στη λάσπη της Κερκίνης
οιωνοσκόπος με σημάδια φανερά
χάθηκα πάλι μες στο πρόσωπο εκείνης

Στενεύουν τα περάσματα
οι φίλοι μου φαντάσματα
κι η πόλη μοιάζει γενικώς
τάφος οικογενειακός

Ματώνει στα Κυβέλεια η οθόνη
κι εγώ ρεμβάζω σε πεδία αχανή
στο Μιραμάρε κολυμπούσες πάντα μόνη
και ο Ματθαίος έχει χρόνια να φανεί

Στενεύουν τα περάσματα
οι φίλοι μου φαντάσματα
κι η πόλη μοιάζει γενικώς
τάφος οικογενειακός



Δημώδες (Κώστας Λαχάς)

Πάλι εξόριστος και χάνομαι στην πόλη
ένας ακτήμονας της νύχτας μοναχός
ναυαγισμένος Τειρεσίας σε φορμόλη
σφάζουν κριάρια και σηκώνεται αχός

Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα

Πέφτουν τα οδοφράγματα κι η νύχτα Ιανός
πίσω από σπασμένες διαθλάσεις
ένας καθρέφτης και γελά ο ουρανός
κι ο Ιωνάς μέσα στο κήτος της θαλάσσης

Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα

Ωροσκόπιο

Μέρες βροχής κι ένας αέρας δυνατός
σε παρασέρνει σε αδέσποτο σεργιάνι.
Σκηνές φιλμάρεις με μια κάμερα νυχτός
ξέμπαρκα μάτια και φευγάτα στο λιμάνι.

Στην πολιτεία οι τοίχοι μάρτυρες βουβοί
φορούν συνθήματα παλιά ξεθωριασμένα.
Ξέρω θα φύγεις πριν χαράξει η αυγή
κι εγώ θα μείνω δίχως άλλοθι κανένα.

Μην πεις ποτέ ποτέ πως όλα ήτανε μια πλάνη
περιπλανήθηκα μαζί σου και μου φτάνει.
Βάλε σημάδια μες στη νύχτα μη χαθείς
είναι πιο εύκολο να κλαις παρά να ζεις.

Έλεγες – αύριο θα ‘ναι ο κόσμος φωτεινός,
έλεγα – είναι με το μέρος μας ο χρόνος.
Δεν ειν’ ο χρόνος με το μέρος κανενός,
τις συμπληγάδες του περνά καθένας μόνος.

Φύλλα αλκαλικά

Κλειστό το φινιστρίνι και το γυαλί θαμπό
ποτέ στα όνειρά σου δε μ' άφησες να μπω.
Αν δεις λευκό καράβι με πορφυρά πανιά
θα 'ναι η δική μου αγάπη που πάει στη λησμονιά.

Μην έρχεσαι μαζί μου
μου είπες πριν χαθείς
θα μαραθεί η αγάπη
κι εσύ θα μ' αρνηθείς.

Φτιάξε μαγιά στο χώμα
με φύλλα αλκαλικά
σε μια ζωή χαμένη
κανένας δε νικά.

Γλυκάνισο σου στέλνω
και μέλι φοινικιάς
τις πίκρες σου να λιώνεις
και να μη με ξεχνάς.

Κι αν σ' έπιασε το βράδυ
κι ο έρωτας αργεί
το πιο βαθύ σκοτάδι
είναι πριν την αυγή.

Τα πλοία των ερώτων


Όταν ο άνεμος φυσά
κι οι άνθρωποι σωπαίνουν
κάτι σκιές με προσκαλούν
στις έρημες μαρίνες
τα πλοία των ερώτων μας
μου δείχνουν που πεθαίνουν
και τριγυρνούν στην πλώρη τους
νεράιδες και σειρήνες

Πάνω στον πάγκο ενός καφέ
τα βρόχινα τους μάτια
για τα ναυάγια με ρωτούν
και της ζωής το ψέμα
κι εγώ δειλά τους απαντώ
κοιτώντας τα κατάρτια
η δύση κι η ανατολή
έχουν το ίδιο αίμα

Έτσι στα καθημερινά
αμήχανοι γυρνάμε
παιδιά που παίζουν στη βροχή
με τρυπημένη μπάλα
μα κάποιος γέρος ναυτικός
μας είχε πει θυμάμαι
πως πάντα μέσα μας θα ζουν
τα μπάρκα τα μεγάλα

Τρικάταρτο η αγάπη σου
και ο καιρός αρμύρα
μια Κυριακή σ΄αντίκρισα
και μού΄κλεψες το φως μου
ό,τι με πνίγει ν΄αγαπώ
είν΄η δική μου μοίρα
καλά ταξίδια,μάτια μου,
στις θάλασσες του κόσμου ...

Στης γοργόνας το φτερό

Ώρες αργόσυρτες σα φορτωμένα κάρα,
απ’ τα ηχεία ψιχαλίζει μια κιθάρα.
Φύτρωσαν κάκτοι και λωτοί στην κορδιλιέρα,
κι εσύ κλειστός σε μια καμπίνα φεύγεις πέρα.

Οι έρωτες σου καρυδότσουφλα στο κύμα,
μα στον ασύρματο καιρό δεν πέφτει σύρμα.
Ο τόπος σου σ’ ακολουθεί όπου κι αν πας,
σ’ ένα παιχνίδι για χαμένους ξενυχτάς.

Άστρο του Ωρίωνα, φεγγάρι του Τοξότη,
είπαν μια άγνωστη φωτιά σ’ έχει δεσμώτη.
Που δεν τη σβήνουν χίλια κολασμένα μπάρκα,
μα στης γοργόνας το φτερό η αιώνια τσάρκα.

Στον Ινδικό πλοία παλιά φουνταρισμένα,
ιθαγενείς μασάνε φύλλα ξεραμένα.
Και για μουσώνες σου μιλούν στο νότιο σέλας,
ναύτες που πέρασαν τα σύνορα της τρέλας.

Μια σούπα ο κόσμος και ο νους τρύπιο κουτάλι,
κι εσύ στης θάλασσας για πάντα την αγκάλη.
Δακρύζεις κήπους με παράξενα λουλούδια,
για μάτια πρόστυχα κεντάς άγια τραγούδια.

Κι εγώ που ξέχασα ποιος είμαι που πηγαίνω,
λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο παροπλισμένο.
Απόψε σ’ άκουσα να λες απ’ τα ηχεία,
για να χαράξεις μες στο πουθενά πορεία,
χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.

Σαν πλανόδιο τσίρκο

Σαν πλανόδιο τσίρκο τη ζωή μου τη σκόρπισα
σε σταθμούς και πλατείες πού με πας δεν σε ρώτησα
τώρα δίχως πυξίδα τα ταξίδια μου κάνω
τη φωνή σου ακούω μα τι λες δεν σε πιάνω

Ελλάδα Βέμπο μου και Μαίριλιν Μονρόε
Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ ʼλλαν Πόε
Ελλάδα μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου
Ελλάδα Τούμπα, Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου

Μια φορά μου γεννούσες ένα πάθος παράφορο
τώρα παίζεις παιχνίδι που μ' αφήνει αδιάφορο
δεν κερδίζω δε χάνω σ' αγαπώ και σ' αρνιέμαι
κι από ένα κλαράκι του γκρεμού σου κρατιέμαι

Πρωινό τσιγάρο

Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό
στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο
κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο
και σαν καφέ πικρό και σαν καφέ πικρό

Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση
και γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή

Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών
μ' ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιον Τάσο
κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο
σ' ένα καρέ τυφλών σ' ένα καρέ τυφλών

Πόρτο Ρίκο


Φιγούρα ξωτική και ταξιδιάρικη
στο φως του φεγγαριού ανθίζει πάλι
γιατί όλη την ζωή του την εξόδεψε
παράφορα γυρεύοντας μιαν άλλη

Θυμάμαι σαν παιδί γελούσε και έλεγε
στην σέλα ακροβατώντας ποδηλάτου:
«Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας
πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του»

Μα ο κόσμος προχωρά χωρίς να μας ρωτά
κλεισμένοι δρόμοι, κλέφτες και αστυνόμοι
αγάπα το κελί σου, του παν, κι ύστερα
έξω πιο μόνος μα γελούσε ακόμη

Μια νύχτα μεθυσμένη παίρνει ανάποδες
ημερολόγια καίει και πτυχία
Το χάραμα μπαρκάρει σε πειρατικό
για της ζωής του την σκηνοθεσία

Αλγέρι, Αλεξάνδρεια, South Africa
στο Άμστερνταμ δυο τέρμινα και κάτι
γλιστρούσαν οι αγάπες μες στα μάτια του
σαν τον αφρό στα δάχτυλα του ναύτη

Στο Πόρτο Ρίκο χρόνια ασυλλόγιστα
και τις καρδιάς του σκόρπισε τα φύλλα
σε υπόγεια σκοτεινά και ύποπτα
λες και έψαχνε το φως μες στην ξεφτίλα

Κάποια ζεστή βραδιά σε ένα μπλουζάδικο
άκουσε να φαλτσάρει η μουσική του
τα αφεντικά στον δρόμο τον πετάξανε
τα στίγματα σαν είδαν στο κορμί του

Κι η Σύλβια που με πάθος τον αγάπησε
δεν έλειψε στιγμή απ' το πλευρό του
ζητώντας με μανία στην αγκάλη του
την κόλαση και τον παράδεισό του

Σαλπάρισε μια νύχτα με πανσέληνο
και στο στερνό του γράμμα μου 'χε γράψει:
«Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο
και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει»

Τα χρόνια έχουν περάσει δε θυμάμαι πια
Ερνέστο τον ελέγανε η Νίκο;
Κι ακόμα συγχωρείστε με που ξέχασα
αν χάθηκε στο Μετς η στο Πόρτο Ρίκο

Όσο για μένα είμαι πάντα εδώ
με των ματιών σας την φωτιά σημαία
είναι όμορφα απόψε που ανταμώσαμε
μ' αρέσει να αρμενίζουμε παρέα

Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

Ξημερώνει στο γαλάζιο σου το στρώμα
λιώμα ξύπνησα μα σ' αγαπώ ακόμα
στάξε εύθυμο φαρμάκι για το γλέντι
με μισή μεζούρα τζιν και λίγο αψέντι

Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

Θέλω σήμερα παιχνίδι με το Χάρο
στο καζίνο της καρδιάς σου να ρεστάρω
να ενωθώ μ' όλης της γης τα κατακάθια
να γευτώ όλα τα ρόδα και τ' αγκάθια

Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

Πάντα γελαστοί

Της νύχτας οι αμαρτωλοί και της αυγής οι μόνοι
θέλουν βαρύ ζεϊμπέκικο και νευρικό τιμόνι
σε τόπους τριγυρίζουνε σβησμένους απ' το χάρτη
για μια σταγόνα ουρανό για μιαν αγάπη σκάρτη

Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι

Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα - Σαλονίκη
μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι
έπεσα να σ' ονειρευτώ σε ψάθα από φιλύρα
κι είδα πως βγάζει η νύχτα φως και τ' όστρακο πορφύρα

Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι
Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι

Μια παλιά φωτογραφία

Με το καράβι Αχαριστία
μια μέρα κρύα σαλπάρισες,
κι απ' τα προσωπικά σου δώρα
εκτός από βροχή και μπόρα
ένα μονάχα μ' άφησες.

Μια παλιά φωτογραφία,
αγκαλιά στη θάλασσα.
Χτες την έκανα κομμάτια
να μη βλέπουνε τα μάτια
πόσα χρόνια χάλασα.

Όσες φορές μ' έχεις φιλήσει
τόσες φορές σταυρώθηκα,
κι αυτό που απ' όλα τώρα μένει
είναι μια κάμαρα θλιμμένη
που κάποτε σου δόθηκα.

Λούνα Παρκ

Η πόλη άναψε τα φώτα της και φεύγει
μ' ένα τρενάκι λούνα παρκ στο πουθενά,
σαν το κορμί σου που απ' τα χέρια μου ξεφεύγει
κι αναζητάει σε ξένα χέρια την χαρά.

Τα μάτια σου έκλεισες και μ' άφησες απ' έξω
άλλη μια νύχτα θα τη βγάλω στη βροχή,
όλα για πάρτη σου κι απόψε θα τα παίξω
και δεν με νοιάζει τι θα φέρει το πρωί.

Μεταμορφώνεσαι σαν μέδουσα στους δρόμους
κι εγώ τα χίλια πρόσωπα σου ακολουθώ,
στου έρωτά σου υποτάσσομαι τους νόμους
και λίγα ψίχουλα μονάχα σου ζητώ.

Τα μάτια σου έκλεισες και μ' άφησες απ' έξω
άλλη μια νύχτα θα τη βγάλω στη βροχή,
όλα για πάρτη σου κι απόψε θα τα παίξω
και δεν με νοιάζει τι θα φέρει το πρωί.

Κι αυτό κακόηθες παιδιά;


Σε παίρνει για ταξίδι μια σειρήνα
και μια πικρία μας ματώνει ανείπωτη
Τη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα
καχύποπτοι, ανύποπτοι και ύποπτοι

Στην Πέργαμο και στην Μπαστιά
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη
Τα ναύλα μου πως ν' αγοράσω
τώρα που απόμεινα στον άσσο

Στο μέτωπο, τριγύρω στις ραβδώσεις
μια μύγα παίζει ως κορασίδα άπορη
Οι φίλοι σ' επισκέπτονται με δόσεις
παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι

Στην Πέργαμο και στην Μπαστιά
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη
Απόψε πρέπει να προφτάσω
γιατί αύριο θε να σε χάσω

Ιωνικές κολόνες σε μαγκώνουν
και σου χαρίζουν τιμωρία άδικη
Σ' αυτή την άσπρη πρέσα δε γλιτώνουν
διάδικοι, υπόδικοι, κατάδικοι

Στην Πέργαμο και στην Μπαστιά
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη
Τα ναύλα μου δε θ' αγοράσω
γιατί απόμεινα στον άσο

Μέχρι ν' αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις
το πρόσωπό τους αποστρέψαν άφωνοι
οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις
μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι

Στην Πέργαμο και στην Μπαστιά
δίδυμα φτάνουν φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη
Κι εγώ απόψε θα σε χάσω
και αύριο θα σε ξεχάσω

Θέατρο σκιών

Σ΄αυτό το θέατρο σκιών τι περιμένω
θολή φιγούρα δίχως πρόσωπο και λόγια
οι θεατές μ΄έχουνε κιόλας ξεχασμένο
και φεύγουν βιαστικά κοιτώντας τα ρολόγια

Τώρα γυρίζω σε μια πόλη μεθυσμένη
σαν μετανάστης που δεν ξέρει πού πηγαίνει
τώρα βυθίζομαι στου κόσμου την ανία
ριξ΄τα μαλλάκια σου για να πιαστώ Μαρία

Σ΄αυτό το θέατρο σκιών τι περιμένω
πάλι θα σβήσουνε τα φώτα της οθόνης
και συ σαν σφίγγα θα μου το κρατάς κρυμμένο
ποιος είν΄ο θεατής και ποιος ο θεατρώνης

Εναέρια τρένα

Μια στήλη φως του δειλινού
τη γρίλια μου περνάει,
όνειρο η μέρα πάει
και πίσω δε γυρνά.
Ανοίγω το παράθυρο
στον τελευταίο ήλιο.
Κόλλησε το βινύλιο,
σ' ένα ''ποτέ ξανά''.

Σαν όνειρο σ' αγάπησα
και πως να σε ξεχάσω.
Ποτέ μου δε σ' απόκτησα,
ποτέ δε θα σε χάσω.

Φεύγουν στα ξένα τα πουλιά
σαν εναέρια τρένα,
να παίρνανε και μένα
μαζί τους μια φορά.
Τις αλυσίδες τ' ουρανού
κάθε ψυχή ζητάει.
Στο σώμα δε χωράει
στα λόγια δε χωρά.

Σαν ουρανό σ' αγάπησα
και πως να σε ξεχάσω.
Ποτέ μου δε σ' απόκτησα,
ποτέ δε θα σε χάσω.

Είδα

Είδα στον ύπνο μου εχτές
χρυσές ανταύγειες και φωτιές να μας τυλίγουν
παίζαν χιλιάδες μουσικές
και συ τα σύννεφα να διώχνεις που μας πνίγουν
Είδα θεούς να αιμορραγούν
νύμφες να λούζονται σε μαύρους καταρράχτες
παιδιά να μας καθοδηγούν
κρίνα ν' ανθίζουνε στου κόσμου όλους τους φράχτες

Είδα το φίδι να πετά
και τ' αετόπουλο να σέρνεται στο χώμα
είδα πανό μοναχικά
να τραγουδάνε πως υπάρχουμε ακόμα
Είδα το φίδι να πετά
και τ' αετόπουλο να σέρνεται στο χώμα
είδα πανό μοναχικά
να τραγουδάνε πως υπάρχουμε ακόμα

Είδα στης πόλης τα στενά
γονατισμένους πρίγκηπες να ξαγρυπνάνε
σκλάβους να σπάνε τα δεσμά
κι άλλα δεσμά πιο ματωμένα να ζητάνε
Είδα γενναίους εραστές
να καθρεφτίζονται σε δρόμους από χιόνι
είδα αστυνόμους, δικαστές
απ' τα κλεφτρόνια να γυρεύουνε συγγνώμη

Είδα το φίδι να πετά
και τ' αετόπουλο να σέρνεται στο χώμα
είδα πανό μοναχικά
να τραγουδάνε πως υπάρχουμε ακόμα
Είδα το φίδι να πετά
και τ' αετόπουλο να σέρνεται στο χώμα
είδα πανό μοναχικά
να τραγουδάνε πως υπάρχουμε ακόμα

Γραμμαγραφία

Το μπάντζο σφίγγανε στα χέρια οι μιγάδες
δέκα ρεπόρτερ καταγράφαν τα συμβάντα
πριν στο χορό τους μας τραβήξουν οι μαινάδες
οι ανεμώνες μας βρεθήκαν μείον σαράντα.

Πού πας χλομός καλέ μου Μιγκέλ
γέμισε ο τόπος κίτρινες τουλίπες
και στην πλατεία Χόρχε ντ' Αλβαράδο
περιπολούν δεινόσαυροι και γύπες.

Ο σεισμολόγοι στο Παλάσιο Νασιονάλ
τα βάζανε με τους κρατήρες της Σάντα Άννα
φοράς σομπρέρο κι έχεις πρόσωπο οβάλ
κι ούτε που πρόλαβες να παίξεις στην αλάνα.

Πού πας γυμνός καλέ μου Μιγκέλ
γέμισε ο τόπος με κηλίδες απουσίας
τις τεφροδόχους κλείσαν σε κρυφή σπηλιά
και μας πουλάν ενέσεις ευθυμίας.

Για μια Ντολόρες

Στις ανθισμένες κορυφές
ζήτησες τη ζωή σου
στ' άστρα της γης και τ' ουρανού
το φως του παραδείσου
χαράζει η μέρα σαν γυαλί
στην κόψη κόβεις βόλτες
παρέα με λαθρόβιους
πότες και μηχανόβιους
παράταιρους ιππότες

Στου αιώνα την παράγκα
στρώσε τ' όνειρό σου μάγκα
με βρισιές και προσευχές
και της μάνας τις ευχές
Στου αιώνα την παράγκα
στρώσε τ' όνειρό σου μάγκα
στα κρυφά και ταπεινά
ψάξε τα παντοτινά

Για μια Ντολόρες χάραξες
το δέρμα σου μια νύχτα
και το κορμί σου κάρφωσες
στου φεγγαριού την πίστα
Μ' άφιλτρο τώρα κι αλκοόλ
τσακίζεις τη φωνή σου
ληστής, Πιλάτος και Χριστός
εκεί που στάζει ο Θεός
θ' απλώσεις τη ζωή σου

Βοριάς φυσάει τα λόγια μου

Το χιόνι καίει τον καρπό
Και την αγάπη ο χρόνος
Στην κούπα μου παλιό κρασί
Κι εσύ καινούργιος πόνος

Βοριάς φυσάει τα λόγια μου
Νοτιάς τα φέρνει πίσω
Κι από τα φύλλα της καρδιάς
Δεν ξέρω να σε σβήσω

Για να μη γίνεις σύννεφο
Καρφώθηκα στο χώμα
Κι άφησες τα τραγούδια μου
Ρούχα με δίχως σώμα

Βοριάς φυσάει τα λόγια μου
Νοτιάς τα φέρνει πίσω
Κι από τα φύλλα της καρδιάς
Δεν ξέρω να σε σβήσω

Δεν είναι η ζήλια μάτια μου
που σαν καπνός με πνίγει
Είναι που κάποτε θα ‘ρθεις
Κι η αγάπη θα ‘χει φύγει

Ατάκες

Πόσο σου πήγαιν' η βροχή
κείνο το βράδυ του Γενάρη
κι έλεγες μέσα στην βοή:
"Κανένα μέλλον δεν μπορεί
αυτό που ζούμε να μας πάρει"

Τώρα ποζάρεις στο γυαλί
σαν θεατρίνα στη σκηνή
τι να σου λέω για το χθες
για τις καμένες μας Ιθάκες
εσύ γυρεύεις παρτενέρ
για να σου δίνει τις ατάκες

Πόσο σου πήγαινε το φως
κείνο το χάραμα του τρόμου
κι έμοιαζες μες στα γέλια σου
και στα χρυσά κουρέλια σου
φευγάτη Παναγιά του δρόμου

Τώρα ποζάρεις στο γυαλί
σαν θεατρίνα στη σκηνή
τι να σου λέω για το χθες
για τις καμένες μας Ιθάκες
εσύ γυρεύεις παρτενέρ
για να σου δίνει τις ατάκες

(Ένα βούλιαγμα)

"Ένα βούλιαγμα, η στάση/
η παραμονή στις αδυναμίες/
είναι και η ζωή, ένα βάρος/
όσο μεγαλώνει τις ευθύνες μας/
χρήσιμο, διδακτικό/
μα η αμάθεια, η εφηβική αμάθεια/
απλώνει και χάνεται/ στα χρόνια/
είμαστε κι εμείς τόσο λίγοι/
τόσο σκληροί, στα λάθη μας/
 τόσο παρασιτικοί, στο αύριο/
κάθε μέρα χτίζεται ένα τείχος/
κι εμείς κρεμόμαστε απέναντι/
για λίγο φως, λίγη περισσότερη ζωή/
στιγμές, περισσότερες στιγμές/
με ευτυχισμένο τέλος/
ζωγραφίζω μια ιστορία, σε συνέχειες/
χθες, σήμερα, αύριο/
μαζί με κάποια μάτια, την κοιτάμε/
κι όλο αλλάζουμε/
την αρχή, τη μέση, το τέλος/
αβοήθητοι στις επιλογές/
μα απερίσκεπτα ρομαντικοί/
στις αναγκαίες προσαρμογές μας."

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

η άρνησή σου



Την άρνησή σου την έκανα καράβι
που θα με ταξιδεύει στα χρόνια που θα ΄ρθουν.
Κυματάκι της θάλασσας που πάνω του θα χαϊδεύομαι
Φωνούλα μέσα μου που τραγουδάει για αθωότητα.
Την άρνησή σου την έκανα στίχους ηχηρούς,
την έκανα στιγμή ολόκληρη γεμάτη από σένα,
ελπίδα ότι μπροστά μου θα σταθείς μια μέρα,
Κι εγώ,
ελεύθερη,
θα σου ψιθυρίζω την αλήθεια μας,
κι εσύ,
για πρώτη φορά,
θα την αποδέχεσαι.

από την συλλογή: ΠΛΗΓΕΣ

(Συχνά τις νύχτες δεν κοιμάμαι)

Συχνά τις νύχτες δεν κοιμάμαι. 
Φαντάζομαι πως ανοίγεις την πόρτα και μπαίνεις. 
Έχεις λάγνο βλέμμα. 
Χαιδεύεις τα κόκκινα μαλλιά. 
Μυρίζεις το σώμα μου. 
Εγώ δεν κουνιέμαι. 
Σκύβεις 
μου φιλάς το λαιμό. 
Μετά φεύγεις 
σιωπηλός 
όπως ήρθες. 
Μα εγώ εχω την αίσθηση πως κάτι ψιθυρίζεις, 
σαν όνειρο πως λες 
"Μη σπαταλάς τις νύχτες σου,δεν θα΄ρθω".
Από την ποιητική συλλογή: Πληγές

Δίσκος : Άλκηστις Πρωτοψάλτη

 Ένας δίσκος του 1981


Δρόμοι που χάθηκα

Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης


Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π' αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
Πικρό το βράδυ φτάνει.





 Ένα παλληκάρι είκοσι χρονώ

 Στίχοι- Μουσική: Παραδοσιακό

Ένα παλληκάρι είκοσι χρονώ
Τ' άρματα του δώσαν για τον πόλεμο

Πόλεμο δεν βρήκε πίσω γύρισε
Στα μισά του δρόμου νεροδίψασε

Έσκυψε να πιει νερό στο Γιουλ μπαξέ
Εκεί μία σφαίρα τόνε λάβωσε

Σύρε πες στην μάν μ' την μπαμπόγρια
Και στην αδερφή μου την καλόγρια

Θέλει ας βάλει μαύρα θέλει ας παντρευτεί
Μ' ένα με σκοτώσανε στο Γιουλ Μπαξέ



  


 Με παγωνιές και θύελλες

Στίχοι: Σπανουδάκη Ζωή
Μουσική: Χρήστος Γκάρτζος



 Με παγωνιές και θύελλες
Στον δρόμο μου η ζωή με καρτερούσε
Κι έχει ακόμα απλήρωτες
Τις δόσεις της χαράς που μου χρωστούσε

Κι όλο μετράω τις πληγές
Τα λάθη – τις χαμένες ευκαιρίες
Κι έχω κι εσένα να μου λες
Παράφωνα τις ίδιες ιστορίες

Αν πεις λουλούδι τη ζωή
Για μένα έχει μυτερά αγκάθια
Αν πεις μοιάζει με θάλασσα
Για μένα έχει σκόπελους και βράχια




 Μοιρολόι της βροχής



Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης


Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.

Παλληκάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.

Παλληκάρι χλωμό
σ' ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π' αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.




 ο αγέρας στους δρόμους


Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος


Πάγωνε στους δρόμους ο αγέρας
σαν χαρταετός μοιάζει η ψυχή
κι έχεις τα δυο μάτια βουρκωμένα
σαν προάστια μέσα στην βροχή

Νύχτωσε νωρίς στην οικουμένη
ψάχνω, σε φωνάζω, δεν μ’ ακούς
βλέπω τα ηφαίστεια στους δρόμους
με φωτιές να καίν' τους ζωντανούς

Φεύγω πικραμένη και σ' αφήνω
ακυβέρνητη στη θάλασσα σανίδα
δεν μπορώ το αίμα μου να δίνω
σε μιαν άρρωστη συνέχεια πατρίδα




Σε βρήκακ στην Μονεμβασιά


Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Λουκηανός Κελαηδόνης


Σε βρήκα στη Μονεμβασιά
να περπατάς μ' αρματωσιά
και στο λαιμό μαντήλι
Να 'χεις την ώχρα του καιρού
και το γαλάζιο του νερού
στα πεθαμένα χείλη

Τώρα κοιμάσαι στ' ανοικτά
του πέλαγου με σταυρωτά
τ' Ανάπλι και τη Μάνη
Αχ αδελφέ της ποταμιάς
του κόσμου και της ερημιάς
παιδί του Μακρυγιάννη

Φουσάτα πάνε στο Νοτιά
μα εσύ φουντώνεις τη φωτιά
στη μέση του Γενάρη
Κι από την Ύδρα ως τη Χιό
σε κυνηγάνε σαν στοιχειό
φονιάδες και κουρσάροι

Μα εσύ κοιμάσαι στ' ανοικτά
του πέλαγου με σταυρωτά
τ' Ανάπλι και τη Μάνη
Αχ αδελφέ της ποταμιάς
του κόσμου και της ερημιάς
παιδί του Μακρυγιάννη



Σε λίγο θα νυχτώσει


 Στίχοι: Ανδρέας Μαλλιάρης
Μουσική: Γιώργος Γιαννουλάτος



Απ' το παράθυρο το μισανοιγμένο
Προσμένω να σε δω στον δρόμο να περνάς
Με το τσιγάρο σου στα χείλη κρεμασμένο
Σκυφτός απ' την δουλειά στο σπίτι να γυρνάς

Έλα σαν όνειρο σε λίγο θα νυχτώσει
Στο κρύο στη βροχή πες μου πού θα πας
Έλα κι αυτή η νυχτιά ν' αργήσει να τελειώσει
Αφού μες στ' όνειρο μονάχα μ' αγαπάς

Ούτε χαμόγελο ούτε καλησπέρα
Είναι τα μάτια σου σβησμένη πυρκαϊά
Κι εγώ σαν το κερί στο φύσημα του αγέρα
Για να 'ρθεις προσευχή κάνω στην Παναγιά


Στάθηκε απόψε το φεγγάρι

Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Γιώργος Γιαννουλάτος



Στάθηκε απόψε το φεγγάρι
σε μια γωνιά στο παρακάτω το στενό
κι ένας στρατιώτης έχει πάρει
όλο το φως σαν εκκλησιά σ' εσπερινό.

Έχει τριαντάφυλλο το στόμα
και μες στα μάτια γαλάζιο χρώμα
κι απ' τ' ουρανού την πίσω πόρτα
σαν τον Αη-Γιώργη μου βγαίνει βόλτα.

Στάθηκε ο ήλιος στο μπαλκόνι
σαν τη φωτιά που καίει το βράδυ τα βουνά
κι ένας στρατιώτης χελιδόνι
όλο περνά με ρούχα καλοκαιρινά.




Στο σοκάκι που μεγάλωσες

Στίχοι: Σπύρος Ζαχαράτος
Μουσική: Λουκηανός Κελαηδόνης


Αχ να 'ταν η Αθήνα πασχαλιά
κι η Ελευσίνα κόκκινο γεράνι
θα σου 'βαζα λουλούδια λουλούδια στα μαλλιά
σαν βγαίναμε στου ήλιου το σεργιάνι

Στο σοκάκι που μεγάλωσες Τασία
τώρα δέντρα δεν υπάρχουν με φυλλώματα
μόνο σκόνη παγωνιά παγωνιά και υγρασία
και μας πνίγουν τα δεκάξι τα πατώματα

Αν είχε η Αθήνα μια σκεπή
να χτίσουνε φωλιά τα χελιδόνια
θα 'ρχόμουνα ξανά ξανά μ' ένα φιλί
να βγούμε στου ονείρου τα μπαλκόνια

Στο σοκάκι που μεγάλωσες Τασία
τώρα δέντρα δεν υπάρχουν με φυλλώματα
μόνο σκόνη παγωνιά παγωνιά και υγρασία
και μας πνίγουν τα δεκάξι τα πατώματα



Τετάρτη Βράδυ


Στίχοι: Λάζαρος Ανδρέου
Μουσική: Χρήστος Λεττονός



Στην πόλη απόψε βρέχει τ' όνομά σου
τα βήματά σου δεν τ' ακούω πια
ποτάμι μες στους δρόμους τ' όνομά σου
σκεπάζει τη ζωή μου σαν σκιά.

Τετάρτη βράδυ, απολυτήριο και τρένο
και να σε κρύβει ένα παράθυρο θαμπό
Τετάρτη βράδυ είναι το σπίτι μου πιο ξένο
στέκομαι απ' έξω και δε θέλω πια να μπω.

Στην πόλη απόψε βρέχει σαν και τότε
είν' η ζωή μου ένα παράπονο πικρό
σε σκέφτομαι μονάχο από τότε
μέσα σ' ομίχλη και μαντίλια στο σταθμό.


Την πόρτα ανοίγω το βράδυ

Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης


Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.



 Φεύγω πρωί για τη δουλειά

Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Γιώργος Γιαννουλάτος


Φεύγω πρωί για τη δουλειά
με το λεωφορείο, δώσ' μου
στην πόρτα δυο φιλιά
και πες μου ένα αντίο.

Μη μου κλαις να χαρείς
στον κόσμο τούτο ήρθαμε νωρίς
κι όπως όλοι κι εμείς
με βάσανα περνάμε.

Να χαρείς μη μου κλαις
τραγούδια πάντα όμορφα να λες
είν' οι πίκρες πολλές,
γιατί να τις μετράμε.

Δάκρυ στα μάτια σου μη δω
σαν θα γυρίσω απόψε
στρώσε τραπέζι για τους δυο
και δυο λουλούδια κόψε.

Μη μου κλαις να χαρείς
στον κόσμο τούτο ήρθαμε νωρίς
κι όπως όλοι κι εμείς
με βάσανα περνάμε.

Να χαρείς μη μου κλαις
τραγούδια πάντα όμορφα να λες
είν' οι πίκρες πολλές,
γιατί να τις μετράμε.



Χάσαμε κάθε επαφή



Στίχοι: Ζωή Σπανουδάκη
Μουσική: Χρήστος Γκάρτζος

Χάσαμε κάθε επαφή
Κι όσο ψάχνουμε να πιάσουμε ένα σήμα
Οι ασύρματοι σωπάσανε – τι κρίμα
Κι είν' η φουρτούνα που μας φέρνει δυνατή

Χάσαμε κάθε επαφή
Αποκομμένοι σε μια ξέχωρη πορεία
Καράβι που του σπάσαν την πυξίδα
Κι έχει στοιχειώσει μες στην κοσμοταραχή

Δύο τραγούδια τῆς Ἄνοιξης

Ι

Μοῦ φαίνεται, πὼς ἡ ἄνοιξη
Σὰν κελαηδᾶ μὲ τρέμει
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα σκοπὸ
Νὰ δώσει τοῦ ἔρωτά μου
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα φιλὶ
Νὰ σοῦ φιλήσω τὴν καρδιὰ
Νὰ σοῦ χαρίσω δυὸ φτερὰ
Καὶ νὰ σὲ δῶ δικιά μου

ΙΙ

Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη
Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της
Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου
Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ
Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Εγχειρίδιο Ποιητικής


1. Αν ζήσεις μ’ ένα ποίημα, θα πεθάνεις μόνος.
2. Αν ζήσεις με δύο ποιήματα, θ’ αναγκαστείς να απατήσεις το ένα.
3. Αν συλλάβεις ένα ποίημα, θ’ αποκτήσεις ένα παιδί λιγότερο.
4. Αν την ώρα που γράφεις φοράς το στέμμα σου,
οι άλλοι θα σε κοροϊδεύουν.
5. Αν την ώρα που γράφεις δεν φοράς το στέμμα σου,
θα κοροϊδεύεις εσύ τον εαυτό σου.
6. Αν επαινείς τα ποιήματά σου, θα σ’ αγαπήσουν οι βλάκες.
7. Αν επαινείς τα ποιήματά σου κι αγαπάς τους βλάκες,
θα σταματήσεις να γράφεις.
8. Αν γράψεις ένα ποίημα και επαινέσεις το ποίημα κάποιου άλλου,
θα σ’ ερωτευθεί μια ωραία γυναίκα.
9. Αν γράψεις ένα ποίημα και επαινέσεις υπερβολικά το ποίημα κάποιου άλλου,
θα σε προδώσει μια ωραία γυναίκα.
10. Αν αφήσεις τα ποιήματά σου γυμνά,
θα σε κατατρύχει ο φόβος του θανάτου.
11. Αν σε κατατρύχει ο φόβος του θανάτου,
τα ποιήματά σου θα σε σώσουν.
12. Αν απαρνηθείς τα ποιήματά σου για την πεζογραφία,
θα βγεις σίγουρα κερδισμένος.
Η ποίηση θα αντέξει και χωρίς εσένα.

Χάρης Βλαβιανός Νέα Ποιήματα 1996 – 1997

(Όταν γεννιέμαι)

Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος 
Όταν μεγαλώσω, είμαι μαύρος 
Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος 
Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος 
Όταν αρρωσταίνω, είμαι μαύρος 
Κι όταν πεθαίνω, ακόμα είμαι μαύρος 
Κι εσύ λευκέ άνθρωπε 
Όταν γεννιέσαι, είσαι ροζ 
Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι λευκός 
Όταν κάθεσαι στον ήλιο, γίνεσαι κόκκινος 
Όταν κρυώνεις, γίνεσαι μπλε 
Όταν φοβάσαι, γίνεσαι κίτρινος 
Όταν αρρωσταίνεις, γίνεσαι πράσινος 
Κι όταν πεθαίνεις, γίνεσαι γκρι 
Και αποκαλείς εμένα έγχρωμο...



ένα  ποίημα που έχει γράψει ένα παιδί από την Αφρική.
προτάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως το καλύτερο ποίημα του 2006

Μην με φωνάζεις ξένο

Επειδή άλλη μάνα με γέννησε
και σ' άλλη γλώσσα άκουσες εσύ
τα όμορφα παιδικά σου παραμύθια...
μη με φωνάζεις «ξένο»
το ψωμί σου δε διαφέρει απ' το δικό μου
το χέρι σου είναι όμοιο με το δικό μου,
σαν τη φωτιά καίει
και η δική μου φωτιά.
Γιατί λοιπόν με φωνάζεις «ξένο»;
Επειδή σ' άλλους δρόμους βρέθηκα
και σ άλλο λαό γεννήθηκα
και άλλες θάλασσες γνώρισα
και απ'; αλλού σάλπαρα;
Αλλά το ίδιο άγχος κρύβουμε κι οι δυο
η ίδια εξάντληση
στην πλάτη μας βαραίνει,
αυτή που συντρίβει το κάθε θνητό
μέσ' απ' του χρόνου τα σκοτάδια
από τότε που σύνορα δεν είχαν τεθεί
κι ανάμεσά μας ακόμη δεν είχαν φθάσει
όσοι διχάζουν
και σκοτώνουν το φτωχό,
αυτοί που κλέβουν
και μοιράζουν ψέμματα,
αυτοί που εμπορεύονται κι εμάς
και θάβουν αδίστακτα τα όνειρά μας
όσοι εφεύραν αυτή τη λέξη
τη σκληρή: «ξένος».
λέξη παγωμένη και γεμάτη θλίψη
που θυμίζει αλησμοσύνη κι εξορία.
Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός
σταμάτα τώρα να με φωνάζεις «ξένο»
αν θέλεις, κοίταξέ με στα μάτια,
πιο πέρα απ' το μίσος
ας φθάσει η ματιά σου,
ας ξεπεράσει φόβο, εγωισμό.
Για δες, άνθρωπος είμαι κι εγώ
Όχι, δεν είμαι «ξένος»!

 

Ψωμί μοιράζεις και γη

Ψωμί μοιράζεις και γη
κι εγώ σ' ακολουθάω
για χάρη σου απαρνήθηκα
τα ουράνια τσίνορά της.

Φεύγω Ζαπάτα
με την δροσιά των πρωινών καβαλαρέων
Φεύγω Ζαπάτα
σε μια ντουφεκιά από τους κάκτους
για τα σπίτια με τους κόκκινους τους τοίχους

Μπορασίτα - Μπορασίτα
μεταξωτές κορδέλες
φέρνω για τα μαλλιά σου
Για τον Πάντσο σου μην κλαις

Το ψωμί είναι στο τραπέζι

Με ρώτησες γιατί τάχα γράφω.
Και πάντα στης κουζίνας το τραπέζι.
Δεν ξέρω.
Είναι που τίποτα δεν έμαθα να κάνω.
Αν ήξερα από Μουσική
θα σε ξαναγεννούσανε τα δάχτυλά μου.
Στα ακόρντα σου να σκαλώνω. Άπνοη.
Στα κρεσέντο σου να ιδρώνω. Φορτίσσιμη.

Αν μάθαινα ν' ανακατεύω τα Χρώματα σωστά
θά' φτιαχνα το καινούργιο μαύρο που κουβαλάς.
Το κόκκινο ρόδο του πόθου μου. Το αγκάθι μου.
Το κίτρινο της ζήλιας που με σκάβει.
Κι εκείνα τα λεπτά, αέρινα νήματα
που μ' έχουνε δεμένη
ζεμένη στο κορμί σου. Άρρηκτη.

Μα Τέχνες δε διδάχτηκα.
Κι έτσι ψελλίζω πάνω από χαρτιά.
Ζυμώνω του Αύριο το ψωμί,
κι ως να φουσκώσει, γράφω.
Κι η άσπρη σκόνη πάνω μου είναι αλεύρι.
Όχι όνειρα για μεγαλεία της Τέχνης.
Εγώ ψωμί θα φτιάχνω στο τραπέζι.
Να χορτάσει, έστω, ένα στόμα. Όχι το δικό μου.
Γιατί εγώ έτσι θέλω. Μες στ' αλεύρι, πεινασμένη και να γράφω.



η κυρία που υπογράφει το ποίημα επισημαίνει : http://www.flytoistros.com/modules.php?name=News&new_topic=66

Γεννήθηκα το 1968 στην Γιουγκοσλαβία. Ζω στη μεθόριο και ασχολούμαι με αγροτικές εργασίες και με το νοικοκυριό. Δεν ξέρω αν είμαι Ελληνίδα, ούτε αν θέλω να γίνω ποιήτρια. Έχω και πολλές άλλες απορίες. Με το γράψιμο θέλω να απαντηθούν - ή να τις ξεχάσω. Δεν μπορώ να απαντήσω στο γιατί δημοσιεύω. Ίσως τελικά το αποτέλεσμα της πράξης μου αποκαλύψει το κίνητρο.