Σταμάτησε στη δεξιά στροφή μιας σκέψης
ζύγωσε στην κόχη του παιδικού του φόβου
και δοκίμασε την κόψη του με το δείχτη
έκοβε ακόμα
Κατέβηκε στο πλάτωμα με τις νυσταγμένες ενοχές
σκούντηξε μια δυο με τον αγκώνα της χρόνιας αγωνίας
η μία ίσα που άνοιξε τη σκοτεινή αγκαλιά της να τον πάρει
Κι οι ενοχές μετά από τόσες κακουχίες
μετά από τόσες εφιαλτικές χαράδρες
θεονήστικες
δεν είχαν το κουράγιο
ούτε να τον αφανίσουν
Τον άφησαν να γυρίζει
ανάμεσα στα δάχτυλα της πόλης
να περπατά παρέα με αποστεωμένους εφιάλτες
μέσα σε παλιοσίδερα φόβων
να μπαινοβγαίνει σε ξενοίκιαστα όνειρα
-γιατί γυρίζεις άσκοπα, του είπαν μετά από αιώνες
-κρατώ ξάγρυπνες τις ευχές ψιθύρισε
και ξεμάκρυνε
με το φωτοστέφανο του ολέθρου
να τον σημαδεύει στο σταυρό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου