Τα πουλιά που φτάσανε από το νότο
δάγκωναν τις άκρες του σκοτεινού ουρανού
με μανία κι απόγνωση
με τις γυαλισμένες φτερούγες τους
τεμάχιζαν τα σκοτάδια
και με τις αιχμηρές ουρές τους
τρυπούσαν τις σφαλισμένες άκρες του ορίζοντα
Σκάλισε τη ρίζα του πρωινού
τη λίπανε με στερημένα χαμόγελα
την πότισε δροσερές ελεγείες
την τάισε ανυπότακτες παρορμήσεις
Στις γυάλινες στέγες του μεσημεριού
σύρθηκαν όλες οι εκδοχές
Στις ράχες τους είχαν φορτωθεί
τις κλεμμένες παιδικές φαντασιώσεις
και βαθιά στις τσέπες
κείτονταν οι μεταμεσονύχτιοι φόβοι τους
Τ’ απόγευμα όρμησαν οι μέλισσες
σαν τις αδίστακτες στιγμές
στο λευκό φόρεμα των αναμνήσεων
και το κατασπάραξαν, οι αχόρταγες
Μόλις έπεσε η νύχτα
άναψαν πολλές εστίες
λυγμών
που ώρα με την ώρα πύκνωναν
Μούσκεψε η νύχτα
την έπνιξε το ιδρωμένο δάκρυ
του ολέθρου
Κατανάλωσε όση υγρασία
της αναλογούσε για τον επόμενο αιώνα
Η έρημος που ζύγωνε είχε τις αιτίες της
είχε και τους στεγνούς λυγμούς της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου