Είχε σηκώσει το γιακά
μέχρι ψηλά στο σβέρκο
της νοσταλγίας
και τα πέτα του παλτού
τα είχε κλείσει στο στήθος
όπως την ταφόπλακα
των νεκρών ερώτων
Βγήκε την ώρα
που τα όνειρα άλλαζαν βάρδια
με τους εφιάλτες
και οι χτύποι της πόλης
με τους χτύπους της καρδιάς
συντονίζονταν με σκοπό
να σπάσουν
το τσόφλι του σύμπαντος
Σε κάθε γωνιά σταματούσε
να εξαργυρώσει τα επόμενα
μέτρα περπατησιάς
με λίγα φλούδια λύπης
και δυο μαργαριτάρια
νωπού χαμόγελου
Στο τέλος γονάτισε
κι αποφάσισε να παρατήσει
το κορμί του
σαν μια σακούλα σκουπιδιών
Είδε τότε στο φανάρι ένα παιδί
μια στάλα φως να γλείφει
το φύλλο τ’ ουρανού
και να κρέμεται
σαν ανήσυχη ελπίδα
Ταυτόχρονα απλωνόταν
η μυρωδιά της θέλησης του μίσχου
και η αντοχή της δροσιάς
που παίρνει τα βάσανα μακριά
πίσω από τα βαθύσκιωτα βουνά
της επόμενης μέρας
Σηκώθηκε και βάδισε
στην άκρη του δρόμου
τα σανίδια της ύπαρξής του
έτριξαν
και τον προειδοποιούσαν
για τις αιμόφυρτες ήττες
που ζύγωναν
από τα μέρη του μέλλοντος
-τι μου δίνεις να σ’ αφανίσω μονομιάς
χωρίς βάσανα και πόνο
του ψιθύρισε το σκοτάδι
-τίποτα, γιατί με δυο χάντρες
βλέμμα παιδικό
μπορώ να θρέψω αιώνες
ούρλιαξε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου