Σελίδες

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Ιουλιανού



Είχε σηκώσει το γιακά

μέχρι ψηλά στο σβέρκο
της νοσταλγίας
και τα πέτα του παλτού
τα είχε κλείσει στο στήθος
όπως την ταφόπλακα
των νεκρών ερώτων

Βγήκε την ώρα
που τα όνειρα άλλαζαν βάρδια
με τους εφιάλτες
και οι χτύποι της πόλης
με τους χτύπους της καρδιάς
συντονίζονταν με σκοπό
να σπάσουν
το τσόφλι του σύμπαντος

Σε κάθε γωνιά σταματούσε
να εξαργυρώσει τα επόμενα
μέτρα περπατησιάς
με λίγα φλούδια λύπης
και δυο μαργαριτάρια
νωπού χαμόγελου

Στο τέλος γονάτισε
κι αποφάσισε να παρατήσει
το κορμί του
σαν μια σακούλα σκουπιδιών

Είδε τότε στο φανάρι ένα παιδί
μια στάλα φως να γλείφει
το φύλλο τ’ ουρανού
και να κρέμεται
σαν ανήσυχη ελπίδα

Ταυτόχρονα απλωνόταν
η μυρωδιά της θέλησης του μίσχου
και η αντοχή της δροσιάς
που παίρνει τα βάσανα μακριά
πίσω από τα βαθύσκιωτα βουνά
της επόμενης μέρας

Σηκώθηκε και βάδισε
στην άκρη του δρόμου
τα σανίδια της ύπαρξής του
έτριξαν
και τον προειδοποιούσαν
για τις αιμόφυρτες ήττες
που ζύγωναν
από τα μέρη του μέλλοντος

-τι μου δίνεις να σ’ αφανίσω μονομιάς
χωρίς βάσανα και πόνο
του ψιθύρισε το σκοτάδι
-τίποτα, γιατί με δυο χάντρες
βλέμμα παιδικό
μπορώ να θρέψω αιώνες
ούρλιαξε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου