Ώρες αργόσυρτες σα φορτωμένα κάρα,
απ’ τα ηχεία ψιχαλίζει μια κιθάρα.
Φύτρωσαν κάκτοι και λωτοί στην κορδιλιέρα,
κι εσύ κλειστός σε μια καμπίνα φεύγεις πέρα.
Οι έρωτες σου καρυδότσουφλα στο κύμα,
μα στον ασύρματο καιρό δεν πέφτει σύρμα.
Ο τόπος σου σ’ ακολουθεί όπου κι αν πας,
σ’ ένα παιχνίδι για χαμένους ξενυχτάς.
Άστρο του Ωρίωνα, φεγγάρι του Τοξότη,
είπαν μια άγνωστη φωτιά σ’ έχει δεσμώτη.
Που δεν τη σβήνουν χίλια κολασμένα μπάρκα,
μα στης γοργόνας το φτερό η αιώνια τσάρκα.
Στον Ινδικό πλοία παλιά φουνταρισμένα,
ιθαγενείς μασάνε φύλλα ξεραμένα.
Και για μουσώνες σου μιλούν στο νότιο σέλας,
ναύτες που πέρασαν τα σύνορα της τρέλας.
Μια σούπα ο κόσμος και ο νους τρύπιο κουτάλι,
κι εσύ στης θάλασσας για πάντα την αγκάλη.
Δακρύζεις κήπους με παράξενα λουλούδια,
για μάτια πρόστυχα κεντάς άγια τραγούδια.
Κι εγώ που ξέχασα ποιος είμαι που πηγαίνω,
λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο παροπλισμένο.
Απόψε σ’ άκουσα να λες απ’ τα ηχεία,
για να χαράξεις μες στο πουθενά πορεία,
χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
απ’ τα ηχεία ψιχαλίζει μια κιθάρα.
Φύτρωσαν κάκτοι και λωτοί στην κορδιλιέρα,
κι εσύ κλειστός σε μια καμπίνα φεύγεις πέρα.
Οι έρωτες σου καρυδότσουφλα στο κύμα,
μα στον ασύρματο καιρό δεν πέφτει σύρμα.
Ο τόπος σου σ’ ακολουθεί όπου κι αν πας,
σ’ ένα παιχνίδι για χαμένους ξενυχτάς.
Άστρο του Ωρίωνα, φεγγάρι του Τοξότη,
είπαν μια άγνωστη φωτιά σ’ έχει δεσμώτη.
Που δεν τη σβήνουν χίλια κολασμένα μπάρκα,
μα στης γοργόνας το φτερό η αιώνια τσάρκα.
Στον Ινδικό πλοία παλιά φουνταρισμένα,
ιθαγενείς μασάνε φύλλα ξεραμένα.
Και για μουσώνες σου μιλούν στο νότιο σέλας,
ναύτες που πέρασαν τα σύνορα της τρέλας.
Μια σούπα ο κόσμος και ο νους τρύπιο κουτάλι,
κι εσύ στης θάλασσας για πάντα την αγκάλη.
Δακρύζεις κήπους με παράξενα λουλούδια,
για μάτια πρόστυχα κεντάς άγια τραγούδια.
Κι εγώ που ξέχασα ποιος είμαι που πηγαίνω,
λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο παροπλισμένο.
Απόψε σ’ άκουσα να λες απ’ τα ηχεία,
για να χαράξεις μες στο πουθενά πορεία,
χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου