Σελίδες
▼
Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019
Δεν θα χαθώ... / Γαβρίλης Ιστικόπουλος
Το μελανοδοχείο άδειο
πάνω στο γραφείο,
μάταια περιμένει την πένα
που θα χαράξει
εκείνο το ξεχασμένο ''έλα''.
Η κίτρινη λάμπα σκοτείνιασε
αφού πια κανείς δεν της... μιλάει.
Η μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία
άφησε στη γωνιά της κορνίζας
το άλικο χνάρι του γέλιου Σου.
Το τσιγάρο στο τασάκι
στέλνει με τον καπνό του
το αχ του στερνού σου φιλιού,
σύνθημα και φυλαχτό μαζί
της επερχόμενης Λύτρωσης.
Μια ζωή θα Σε καρτερώ...
Δεν θα χαθώ...
Φθινόπωρο Εσύ...
Πλατάνι αναμμένο εγώ...
Αλαργινό φιλί Εσύ...
Σκιά Σου εγώ...
Σπαθί Εσύ...
Εγώ... θηκάρι
στη φιλντισένια ζώνη
της αλληλοπροσμονής μας!
Από τη συλλογή ''Εξομολογήσεις''.
Σεργιάνισέ με.. / Γαβρίλης Ιστικόπουλος
.
Σεργιάνισέ με Ποίηση
στ' απάτητα λημέρια Σου!
Ζωγράφισέ με Έρωτα,
να αναβαπτιστώ,
σαν τότε
να Σε κορφολογήσω!
Σεργιάνισέ με Ποίηση
στο ''Αιώνιο Ωραίο'' Σου!
Ακούμπησέ με Ομορφιά
να ξαναγεννηθώ,
αποξαρχής
για να Σου τραγουδήσω!!
Το μενταγιόν / Γαβρίλης Ιστικόπουλος
Έφτασε
νωχελικά εκεί.
Δυο βήματα
μπροστά
απ το παγκάκι
του κήπου
που συνήθιζαν
να κάθονται.
Άνοιξε στη γη
μια τρύπα.
Έθαψε με πόνο
ένα μενταγιόν
Το δικό της
Κι ένα μικρό
ξερό κλαράκι
από αμυγδαλιά.
Χειμώνας
έφτανε
κι η Άνοιξη
αργούσε ακόμα.
Ήταν η επόμενη
μέρα
αφ' ότου
εκείνη
δεν θα
μπορούσε πια
να τον
αγαπήσει
με τα μάτια
που τόσο
τον είχαν
λατρέψει.
Μετά, έβαλε
πάνω στο χώμα
μια μικρή
στρογγυλή πέτρα.
Για να θυμάται
το μέρος
που ήθελε πολύ
να την ξανά
συναντούσε.
Έφυγε.
Χρόνια μετά,
σαν κέντρισε η
μορφή της
το κουρασμένο
του μυαλό,
τα πρώτα του
βήματα
τον οδήγησαν
εκεί.
Η μικρή
στρογγυλή πέτρα
είχε χαθεί.
Σε λίγο θα
χανόταν
και το
λιόγερμα.
Στη θέση της
μόνο η θύμηση
και μια μικρή
ανθισμένη αμυγδαλιά.
Δεν σκέφτηκε
πολύ.
Εδώ θα είναι,
μονολόγησε.
Και κάθισε
στην σιωπηλή σκιά της
για να την
αγαπήσει
πάλι απ την
αρχή.
Την έλεγαν
Κλάρα.
Εκείνος την
έλεγε... Κλαράκι μου.
Να, που έστω
και αργά
η άνοιξη δεν
τους ξέχασε.
Γαβρίλης
Ιστικόπουλος / Από τη συλλογή ''Επισημάνσεις''
Έναν ουρανό με σύννεφα... / Γαβρίλης Ιστικόπουλος
Η ζωή σου... Αχ, η ζωή σου...
Ένα κλικ... Μία φωτογραφία...
Λες και πήρε η καρδιά
την κάμερα στο χέρι
και τράβηξε από εκεί μέσα, εσένα!...
Πόζα πανοραμική 360 μοιρών
με όλα σου τα τοπία ανοιγμένα,
σε μία μόνη στιγμή σου!...
Χωρίς φλας... Με χίλιες φωτιές
κι ακόμα φωνάζεις πως διψάς
τόσο πολύ για αγάπη!...
Η ζωή σου... Αχ, η ζωή σου...
Ενα κλικ ονείρου, φτιαγμένο
απ' όλες του κόσμου τις απαντοχές,
σε μία μόνη στιγμή σου!...
Εγώ, δίπλα σου εκεί
με φλέβες πρησμένες από ανάσες
που δεν μίλησαν ποτέ,
επινοώ θύμησες με ορμές
και φτιάχνω ψευδαισθήσεις,
ακροβατώντας σε χορδή
σπασμένου βιολοντσέλου
για μία μόνη νότα σου,
που θα τολμήσει το ''Σ' αγαπώ''!
Αχ, πόσο φαρμακώνουν τα όνειρα
των ανθρώπων οι ...κραυγές;...
Και πως φαλτσάρουν τα φιλιά
χωρίς την μουσική σου;...
Για πρώτη φορά αναζητώ
έναν Ουρανό με σύννεφα...
Μόνο για την ...βροχή του!...
Από την Συλλογή ''Εξομολογήσεις''.
Τι κοιτάς;... ΩΔΗ II / Γαβρίλης Ιστικόπουλος
Δεν άργησε να 'ρθει κι ο Έρωτας.
Τι αριστούργημα... είπα.
Έστειλα πίσω την ζωή μου
για να φορέσω την καινούργια.
Να σταθώ επάξια δίπλα Σου.
Και το χαμόγελο; Το πρώτο Σου χαμόγελο.
Που ήταν κρυμμένη τόση ομορφιά;
Είπα μέσα μου... κοίτα που τα όνειρα
θ' αρχίσουν να αλληλοερωτεύονται.
Και τα κομμάτια μου πριν γίνουν θρύψαλα,
θα γίνουνε Ζωές.
Που θα γεννούν καινούργιες
εις τους αιώνες των αιώνων.
Κι ο αέρας θα διαστέλλεται
όσο τα στήθη τον αντέχουν
για να ''φωνάξουν'' τα τραγούδια μας.
Δεν θέλω είπα, καμία λογική.
Την παραζάλη μόνο, αυτήν κρατώ.
Μ' αυτήν θα πορευτώ.
Μ' αυτήν το σώμα μου θα αγαπήσω.
Μ' αυτήν μαζί, θα αγαπηθώ.
Τι αριστούργημα... είπα.
Έστειλα πίσω την ζωή μου
για να φορέσω την καινούργια.
Να σταθώ επάξια δίπλα Σου.
Και το χαμόγελο; Το πρώτο Σου χαμόγελο.
Που ήταν κρυμμένη τόση ομορφιά;
Είπα μέσα μου... κοίτα που τα όνειρα
θ' αρχίσουν να αλληλοερωτεύονται.
Και τα κομμάτια μου πριν γίνουν θρύψαλα,
θα γίνουνε Ζωές.
Που θα γεννούν καινούργιες
εις τους αιώνες των αιώνων.
Κι ο αέρας θα διαστέλλεται
όσο τα στήθη τον αντέχουν
για να ''φωνάξουν'' τα τραγούδια μας.
Δεν θέλω είπα, καμία λογική.
Την παραζάλη μόνο, αυτήν κρατώ.
Μ' αυτήν θα πορευτώ.
Μ' αυτήν το σώμα μου θα αγαπήσω.
Μ' αυτήν μαζί, θα αγαπηθώ.
Τι κοιτάς;
Δεν ειν' κακό που πόθησα
να γίνω ο ποιητής Σου!
Δεν ειν' κακό που πόθησα
να γίνω ο ποιητής Σου!
''ΕΣΥ του ΕΡΩΤΑ'' Από το ποιητικό έργο ''ΓΕΝΕΣΗ''.
Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019
Θέμα οπτικής!. / Δασκαλάκης Τάσος
Τα βροχερά τους πρωινά
με άνοιξη φαντάζουν
όσο αψηφούνε τον καιρό
και τρέχουν μες στ` αγιάζι.
με άνοιξη φαντάζουν
όσο αψηφούνε τον καιρό
και τρέχουν μες στ` αγιάζι.
Πίσω τους μαύρα σύννεφα
αφήνουνε στη χάση
τ` αυγινά τους όνειρα
απλώνουνε στην πλάση.
αφήνουνε στη χάση
τ` αυγινά τους όνειρα
απλώνουνε στην πλάση.
Είναι απείρως πιο ζεστά
τα συναισθήματά τους
κει που τα ντύνει απανωτά
η αύρα της καρδιάς τους.
τα συναισθήματά τους
κει που τα ντύνει απανωτά
η αύρα της καρδιάς τους.
Βλέπουν τα, όλα μπορετά
με δράσεις πρώτης τάξης
όποια σκοτείνιασε μεριά
φωτίζουν την, μ` εκλάμψεις...
με δράσεις πρώτης τάξης
όποια σκοτείνιασε μεριά
φωτίζουν την, μ` εκλάμψεις...
Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019
MΠΕΡΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΛΑΝΕΣ / Ζωχιού Λυγερή
Στου νου τα συμμαζέματα
Και στης ψυχής το σκόρπισμα
Στης μέρας τα μπερδέματα
Και στης νυχτιάς τις πλάνες
Στου χρόνου τ’ άγγιγμα
Θύμησης παραστάτες
Ή χελιδόνια στο φευγιό τους
Πλανέματα μαντέματα
Διώχτες του φόβου
Απελπισίας κραυγές
Στης ύπαρξης το βάρος
Αναμονή, σιωπή και σκέψη
Πάλης αλώνι
Κι ό,τι γενεί
Κι ό,τι κι αν γίνει
Όνειρα με χρυσόσκονη
Γοργόνες με φτερά
Κι όμορφοι πρίγκιπες
Ακίνητα, φυλακισμένα αγάλματα του ονείρου
Δέσμιοι, τιμωροί
Και δάσκαλοι θαρρείς
Φύλακες άγνωστου πεπρωμένου
Επί το έργον
Επισήμανση: Ο Πίνακας είναι της Λυγερής Ζωχιού
Ναπολέων Λαζάνης (μικρή αναφορά)
Γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1945. Αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Σχολή το 1963. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης απ’ όπου πήρε το δίπλωμα του Τοπογράφου Μηχανικού. Μετάφραση λογοτεχνία από τα Γερμανικά. Συγγραφέας και ποιητής
Έργα του:
- Διαδρομή, μυθιστόρημα, 1987.
- Οι ψαράδες, νουβέλα, 1989.
- Ίχνη σιωπής, μυθιστόρημα, 1991.
- Εγώ, ο Πέτρος, μυθιστόρημα, 1993.
- Τω αγνώστω, νουβέλα, 1996.
- Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο, μυθιστόρημα, 1996.
- Καμαρόλα
Απεβίωσε τον Ιούλιο του 2005.
Των Αγίων Αναργύρων / Ναπολέων Λαζάνης
Των Αγίων Αναργύρων
Των θαυματουργών
Ω γλυκύς μου τόπος
Γλυκύτατή μου μέρα
Σκιά ευγνωμονούσα τον πλάτανο
Άγιοι ευγνωμονούντες την σκιά
Εκκλησούλα ευγνωμονούσα τους Αγίους
Ω γλυκιά ζωή
Γλυκύτατά μου χρόνια
Βλοσυρή η ματιά των τζαμιών
Η εκκλησούλα αγκαλιάζει το φως
Τρελή η ματιά των ανθρώπων
Το Ιερό γαληνεύει ψυχές
Ω γλυκύς μου χώρος
Γλυκύτατη ζωή μου
Ο ήλιος θωπεύει τα πρόσωπα
Ο ήλιος φιλεί ομμάτια
Ήλιος προσκυνητής του ασήμαντου
Ωσαννά
Η σαύρα κοντανασαίνει στη χλόη
Η χλόη θρέφει τα κουνέλια
Τα κουνέλια θυσία στη φτώχεια
Ωσαννά
Τρεις γαλατσίδες. Δυο ζουμπούλια.
Ένας υάκινθος. Μια τριανταφυλλιά.
Ω της θεσπέσιας καθημερινότητας.
Τα βάσανά μου ελησμόνησα
Τους κόπους μου εξέχασα
Χάθηκαν τα δάκρυα του πόνου
Την άγια πόρνη ξαναβρήκα
Τον άγιο χωματόδρομο οσμίστηκα
Τον δρόμο για την εκκλησούλα ανηφόρισα
Την αστρική σκόνη προσέγγισα
Ω των Αγίων Αναργύρων
Των θαυματουργών
Θαύμα το ξεραμένο φύλλο
Θαύμα η φλούδα της καστανιάς
Θαύμα το σκουλήκι το ελάχιστο
Θαύμα η καλημέρα των ανωνύμων
Θαύμα ο αναστεναγμός της μάνας
Θαύμα ο ζήτουλας στο κατώφλι
Θαύμα το μειδίαμα
Θαύμα το χαμόγελο
Θαύμα η ανάσα της νύχτας
Θαύμα θαυμάτων
Η ταπεινότητα τ΄ ουρανού
Σε πολύβουα λιμάνια ενθυμήθηκα
Μυρωδιά τ ΄απόβροχου σ΄ αμφιθέατρα
Στις μεταλλικές κατασκευές σκιά της πέτρας
Ω της σαρακοφαγωμένης εικόνας
Του Παντοκράτορα το μισό πρόσωπο
Ω της καμπάνας η βραχνάδα
Του προναού η ζωοδόχος δροσιά
Ω των πιστών η σοβαρότητα
Της ανύψωσης του ποιμνίου στα ουράνια
Ω της προθανάτιας καθαρότητας
Της ονειρικής μου εξομολόγησης
Της ονειρικής μου ενατένισης
Της εξαΰλωσης ο βιωματικός μου χρόνος
Ω γλυκύς μου τόπος
Γλυκύτατη ζωή μου
Της εκκλησούλας γαλήνια σιωπή
Ω των παιδικών μου χρόνων η αθωότητα
Της κατοπινής ζωής μου ο συνομιλητής
Ω δώρον θείον
Των Αγίων Αναργύρων
Των θαυματουργών
αναδημοσίευση από: http://www.zosimaia.gr/?page=article&id=258
Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019
Αγάπη: Ρητά από τα στόματα Ελλήνων
- «Η αγάπη αποτελείται από μία ψυχή που κατοικεί σε δύο σώματα»
Αριστοτέλης - «Η αγάπη καταλαγιάζει πάνω στα μάτια, και φέρνει μία μαγευτική χάρη στην καρδιά»
Ευριπίδης - «Μία λέξη μας απελευθερώνει από όλο το βάρος και τον πόνο στη ζωή. Και αυτή η λέξη είναι Αγάπη»
Σοφοκλής - Τον έρωτα τον σταματάει η πείνα ή η έλλειψη χρημάτων / Μένανδρος
- Έρως ανίκατε μάχαν,Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις, ός εν μαλακαίς παρειαίς νεάνιδος εννυχεύεις.Σοφοκλής
- Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ… Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά.Μενέλαος Λουντέμης
- Δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, έξυπνοι και χαζοί, όμορφοι και άσχημοι, υπάρχουν μόνο άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκανΜαλβίνα Καράλη
- Τα σώματά μας θα χαθούν θα σβήσουν από μας θα μείνει μέχρι της συντέλειας των αιώνων αυτό το “σε αγαπώ” που σου ψιθύρισα στις ώρες τις πιο κρυφές.Νίκος Εγγονόπουλος
- Ο έρωτας είναι σαν την θάλασσα. Χίλιοι την χαίρονται, ένας την πληρώνειΝτίνος Χριστιανόπουλος
- Τι σχέση έχει με την αγάπη ο έρωτας; Η αγάπη είναι αυταπάρνηση, ο έρωτας εγωισμός.Άγγελος Τερζάκης
- Δεν αγαπά πραγματικά όποιος δεν αγαπά για πάντα.Ευριπίδης
- Και εξ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας διά να ωριμάση, είναι ο σατανικός έρως.Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
"Ανοιξιάτικος λόγος" / Ελεύθερος Νικήτας
Αδόκιμα τα πρώτα σχεδιάσματα,
εuδόκιμα μετά,καθολικά
μετά ενός δεuτερόλεπτοu τα κλάσματα
στα μάτια μοu τα uπερφuσικά.
Στοu ονείροu μοu την έρημη την τέλεψη
δεν έχω για να πω παρά σιωπή
ποu είν'η κοινωνία και η μέθεξη
κι η νuχτα κείνη η πρασινωπή.
Σφuρίζω και το χάραμα ερχόμενο
γεννά το καθετί ψιθuριστά,
το αιώνιο ποu στέκει παρεπόμενο,
τα θεία κι άγια ήθη τα χρηστά.
Η θάλασσα δεν κρuβει παρά κόλαση
σ'ένα πορτοπαράθuρο γuμνό
ποu είν'ενός παράδεισοu η επώαση-
-αστείρεuτα μεγάλο κuανό.
Θαρθεί κι μαuρη νuχτα μοu κι η λuτρωση
ποu όσο τίποτ'άλλο την ποθώ
μα δεν είν' η <<Ζωή μοu>> στην επίπτωση,
αστήριχτη,δεν είναι μόνο εδώ.
Στα νοuφαρα μιλώντας εξεχώρισα
και άντεξα το δρόμο διαuγής,
στις χίλιες δuο ψuχές,βαθειά ποu ζόρισα
τον πρώτιστο τον πόθο της αuγής.
Οι αγάπες έρχονται φεύγουν αφήνοντας χάδι ανάγλυφο / Γρηγορία Πελεκούδα
Οι αγάπες έρχονται φεύγουν
αφήνοντας χάδι ανάγλυφο.
αφήνοντας χάδι ανάγλυφο.
Ποιος ξελόγιασε
τους κεραυνούς του Δία
με βλέμμα βυζαντινό,
τις ώρες που γεννιότανε
το θαύμα της ποίησης
και η αύρα χτένιζε τα μαλλιά της
από ψηλά δέσποζε το γαλανό
λιγάκι θολό και κάτω ο διαβάτης της
της φώναζε, ένα σου φιλί και μόνο
πέτα μου να λαβωθώ κι ας πεθάνω
ένα σου τραγούδι και μόνο τριγύρω
και μακριά μου ν΄ανταλλάξουμε
ήχους και συλλαβές
και νοσταλγίες παλιές,
σαν θρόισμα το αντίο να μας χαϊδεύει
το όνειρο, σαν δυο δροσοσταλίδες
όταν κυλούν από τα μάτια σου
να μην κοιτάς κάτω,
μόνο του ήλιου να κοιτάς το φως
τ΄αγνάντεμα τις λίγες χρυσές στιγμές,
τα φευγαλέα φιλιά της μοίρας
την ώρα που χτυπάνε οι καμπάνες
εσπερινό θα ναι ο αχός της αγάπης
ο βυζαντινός, αυτός που χάσαμε.
τους κεραυνούς του Δία
με βλέμμα βυζαντινό,
τις ώρες που γεννιότανε
το θαύμα της ποίησης
και η αύρα χτένιζε τα μαλλιά της
από ψηλά δέσποζε το γαλανό
λιγάκι θολό και κάτω ο διαβάτης της
της φώναζε, ένα σου φιλί και μόνο
πέτα μου να λαβωθώ κι ας πεθάνω
ένα σου τραγούδι και μόνο τριγύρω
και μακριά μου ν΄ανταλλάξουμε
ήχους και συλλαβές
και νοσταλγίες παλιές,
σαν θρόισμα το αντίο να μας χαϊδεύει
το όνειρο, σαν δυο δροσοσταλίδες
όταν κυλούν από τα μάτια σου
να μην κοιτάς κάτω,
μόνο του ήλιου να κοιτάς το φως
τ΄αγνάντεμα τις λίγες χρυσές στιγμές,
τα φευγαλέα φιλιά της μοίρας
την ώρα που χτυπάνε οι καμπάνες
εσπερινό θα ναι ο αχός της αγάπης
ο βυζαντινός, αυτός που χάσαμε.
Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019
Μαντάς Θεόδωρος (μικρή αναφορά)
Ο Θεόδωρος Μαντάς έχει σπουδάσει Δημόσια Διοίκηση και Οικονομία και έχει πραγματοποίησει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία και Οικονομία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Κατοικεί στην Χαλκίδα και εργάζεται ως εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στον ιδιωτικό τομέα. Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά. Ποίησή του έχει συμπεριληφθεί στο Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο του Βιβλιονετ 2018 και συμμετείχε με ποιήματα του στην 4η Συλλογική Ποιητική των Εκδόσεων Διάνυσμα. Επίσης ποιήσεις του έχουν αναρτηθεί σε Ποιητικά Ιστολόγια και σχετικές σελίδες του διαδικτύου και πιο συγκεκριμένα στα διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά biblionet και fractal
Σμιλευμένη Αιωνιότητα / Μαντάς Θεόδωρος
Λασπωμένος ο βρόχινος δρόμος της θλίψης' γνωστός.
Σιωπηλή άγνωρη
σκιά ο εφιάλτης της' επισκέπτης συχνός.
Η ξέφρενη πνοή που
αντικρίζει το απροσπέλαστο πενθεί.
Ακόρεστη μέθη το άγγιγμα του απείρου' απουσιάζει.
Ακτινοβόλα μορφή αδημονεί αρμονικά να λάμψει,
στο βαθύ σκοτάδι της ημέρας' η εικόνα της ασύλληπτη.
Αδιόρατο ιδανικό η μακρινή θέληση του σύμπαντος'
ατρόμητος ο ιχνηλάτης στα ζώπυρα του ποθεί να ξεδιψάσει.
Υποφέρει αβάσταχτα από το βρόντο της έμπνευσης' κεραυνός.
Το λάθος ίσως μοιραίο' η λαβωματιά απύθμενη, αγιάτρευτη.
Η δακρυσμένη συγκίνηση τρέμει το αναπάντεχο φύσημα του
ανέμου.
Η εικόνα πρέπει κρυστάλλινη' το φως αιώνια ακηλίδωτο.
Πυρωμένες σταγόνες η καταιγίδα της αιωνιότητας'
επικίνδυνες.
Ο γυμνός χορευτής
πάνω στις πυρακτωμένες γλώσσες βρυχήθηκε.
Εκστασιασμένο το ευφυές βλέμμα πάγωσε το άφθαρτο'
στιγμιαία.
Το αρμονικά ωραίο, το λευκό υπέρτατο... το σμίλεψε. Ω! Η
ψυχή του...
Φεγγαρολούλουδο / Μαντάς Θεόδωρος
Σε μια γωνιά του φεγγαριού
άνθισε ένα λουλούδι
που 'χει το χρώμα του χρυσού
και την καρδιά αγγέλου
που σαν το αγγίξεις μια φορά
δροσίζεσαι για πάντα
που σαν σε κοιτάξει μια στιγμή
λιώνει η καρδιά σου
και σαν κοιμηθείς τη νύχτα
σου τραγουδά στα όνειρα σου.
άνθισε ένα λουλούδι
που 'χει το χρώμα του χρυσού
και την καρδιά αγγέλου
που σαν το αγγίξεις μια φορά
δροσίζεσαι για πάντα
που σαν σε κοιτάξει μια στιγμή
λιώνει η καρδιά σου
και σαν κοιμηθείς τη νύχτα
σου τραγουδά στα όνειρα σου.
Η όαση ίσως οφθαλμαπάτη / Μαντάς Θεόδωρος
Συμπαθητική τιμιότητα, φροντίδα η πλήξη βολική.
Μαραμένη η αγκαλιά, απρόσιτη.
Βρόχινη η γαλήνη, άβολα περπατά μονάχη.
Το πεπρωμένο άδειο, γκρίζο το κάστρο ερειπωμένο,
χωρίς μουσική, κι απρόσμενα τα όνειρα δραπέτευσαν.
Βυθισμένη στην ασπρόμαυρη ρουτίνα,
δεν το πρόσεξε, μπάλωνε μια τρύπια τσέπη.
Μαραμένη η αγκαλιά, απρόσιτη.
Βρόχινη η γαλήνη, άβολα περπατά μονάχη.
Το πεπρωμένο άδειο, γκρίζο το κάστρο ερειπωμένο,
χωρίς μουσική, κι απρόσμενα τα όνειρα δραπέτευσαν.
Βυθισμένη στην ασπρόμαυρη ρουτίνα,
δεν το πρόσεξε, μπάλωνε μια τρύπια τσέπη.
Ροκανισμένη η ευτυχία της συννεφιασμένης πίστης.
Συντετριμμένο το παράτολμο χάδι, βαδίζει ανικανοποίητο.
Απρόσεχτη η αρωματισμένη ντροπή κοκκινίζει,
την υποψιάστηκαν, απέτυχε, λυπημένη φεύγει.
Συντετριμμένο το παράτολμο χάδι, βαδίζει ανικανοποίητο.
Απρόσεχτη η αρωματισμένη ντροπή κοκκινίζει,
την υποψιάστηκαν, απέτυχε, λυπημένη φεύγει.
Βραχύς ο θρίαμβος της θυμωμένης μονότονης άρνησης.
Η ρωγμή της βαθιά, ακίνητη η ζωή σκληρή,
βράχος δαρμένος από τα κύματα της επιθυμίας,
κοιτάζει το πέλαγος, το μέλλον χωρίς ορίζοντα.
Η ρωγμή της βαθιά, ακίνητη η ζωή σκληρή,
βράχος δαρμένος από τα κύματα της επιθυμίας,
κοιτάζει το πέλαγος, το μέλλον χωρίς ορίζοντα.
Θλιμμένη η ξεχασμένη απιστία ξυπνάει στο σκοτάδι.
Ζηλεύει το θρίαμβο του απρόσκλητου βέλους.
Θυμάται απελπισμένη, όνειρο ή εφιάλτης.
Η πληγή ρέει άφθονο έρωτα, τα φιλιά πύρινα, τα χάδια αρίφνητα.
Περαστικό το σύννεφο της ηδονής, ζάχαρη η βροχή του.
Τρομάζει στην πρώτη ηλιαχτίδα, απομακρύνεται.
Ζηλεύει το θρίαμβο του απρόσκλητου βέλους.
Θυμάται απελπισμένη, όνειρο ή εφιάλτης.
Η πληγή ρέει άφθονο έρωτα, τα φιλιά πύρινα, τα χάδια αρίφνητα.
Περαστικό το σύννεφο της ηδονής, ζάχαρη η βροχή του.
Τρομάζει στην πρώτη ηλιαχτίδα, απομακρύνεται.
Ήσυχη, ακλόνητα θλιμμένη η συμπαθητική πίστη
υπακούει στη δέλτο του πρέπει, η δόξα της συννέφιασε.
Στην έρημο η βροχή έχει νόημα;
Και η όαση ίσως οφθαλμαπάτη...
υπακούει στη δέλτο του πρέπει, η δόξα της συννέφιασε.
Στην έρημο η βροχή έχει νόημα;
Και η όαση ίσως οφθαλμαπάτη...
Οι ψυχές / Άννα Ζανιδάκη
Ψυχές οδεύουν ολοταχώς
Σε διαδρομές γενoμένες
Από τα απυρόβλητο
Των είναι τους δοσμένες
Κατευθυντήριες ιαχές
Απ’ της καρδιάς τη θέση
Ψυχών τα αδιανόητα
Στρατεύματα που ‘χουνε παραθέσει
Εντολές επιστολές
Στο διάβα στο πέρασμά τους
Έρχονται επέρχονται
Σύμβουλοι στο κέρασμά τους
Πόνων και οδυρμών
Καταπονημένων των κινδύνων
Απόηχων μη ευτελών
Αγνοημένων παρασήμων
Που δόθηκαν νομοταγώς
Παράδοση εκάμαν
Αισθήματα λογιών λογιών
Κι έτσι αποθάναν
Στη ζήση τους την τωρινή
Γραφτήκανε σελίδες
Ακόλουθοι βρεθήκανε
Μέσα στις ελπίδες
Ψυχές που αιμορραγούν
Που εκπέμπουν σήμα κινδύνου
Άλλες ισορροπήσανε
Δεν είναι του ανευθύνου
Διατάγματος ορθώς
Που ήρθε να επιβάλλει
Τα δόγματά του δυστυχώς
Μ’ αγκάλη να περιβάλλει
Αυτή που κλείνει εκεί με μιας
Κιγκλιδώματα αγνοίας
Αυτή που παρασέρνει μονομιάς
Απωθημένα εφηβείας.
Που γενήκανε ταχιά
Δεδομένα για μια τάξη
Πραγμάτων που εξοστρακίστηκαν
Ζητουμένων εν διατάξει
Που θα ‘πρεπε να συμπεριληφθεί
Σε νόμο σε κανόνα
Μα εστροβιλίστηκε
Παρασύρθηκε απ’ τον τυφώνα
Αυτόν που στο έλεος κοιτά
Των μαθιών που ‘χουν δείξει
Πορείες στράτες τσι ζωής
Στα ζάλα τους να μπήξει
Μαχαίρι ως το κόκαλο
Να πάρουν την ευθύνη
Ψυχές όπου πονέσανε
Τέτοιο κακό να μη ματαγίνει
Σε διαδρομές γενoμένες
Από τα απυρόβλητο
Των είναι τους δοσμένες
Κατευθυντήριες ιαχές
Απ’ της καρδιάς τη θέση
Ψυχών τα αδιανόητα
Στρατεύματα που ‘χουνε παραθέσει
Εντολές επιστολές
Στο διάβα στο πέρασμά τους
Έρχονται επέρχονται
Σύμβουλοι στο κέρασμά τους
Πόνων και οδυρμών
Καταπονημένων των κινδύνων
Απόηχων μη ευτελών
Αγνοημένων παρασήμων
Που δόθηκαν νομοταγώς
Παράδοση εκάμαν
Αισθήματα λογιών λογιών
Κι έτσι αποθάναν
Στη ζήση τους την τωρινή
Γραφτήκανε σελίδες
Ακόλουθοι βρεθήκανε
Μέσα στις ελπίδες
Ψυχές που αιμορραγούν
Που εκπέμπουν σήμα κινδύνου
Άλλες ισορροπήσανε
Δεν είναι του ανευθύνου
Διατάγματος ορθώς
Που ήρθε να επιβάλλει
Τα δόγματά του δυστυχώς
Μ’ αγκάλη να περιβάλλει
Αυτή που κλείνει εκεί με μιας
Κιγκλιδώματα αγνοίας
Αυτή που παρασέρνει μονομιάς
Απωθημένα εφηβείας.
Που γενήκανε ταχιά
Δεδομένα για μια τάξη
Πραγμάτων που εξοστρακίστηκαν
Ζητουμένων εν διατάξει
Που θα ‘πρεπε να συμπεριληφθεί
Σε νόμο σε κανόνα
Μα εστροβιλίστηκε
Παρασύρθηκε απ’ τον τυφώνα
Αυτόν που στο έλεος κοιτά
Των μαθιών που ‘χουν δείξει
Πορείες στράτες τσι ζωής
Στα ζάλα τους να μπήξει
Μαχαίρι ως το κόκαλο
Να πάρουν την ευθύνη
Ψυχές όπου πονέσανε
Τέτοιο κακό να μη ματαγίνει
Η προσμονή / Ζανιδάκη Άννα
Τα θαύματα
εγίνονται
Θαρρώ στα
χίλια χρόνια
Μα δε θα πάψω
΄πια εγώ
Να αναμένω τα
χιόνια
Αυτά που θα ρθουν
Να στολίσουν
τα μαλλιά μου
Κι ίσως ο Θεός
με λυπηθεί
Και με πάρει
αυτός κοντά του
Να απαλλάξω τους γονείς
Φίλους μα και
τα αδέλφια
Από δεκάδες
βάσανα
Ζόρια σκέψεις
και ντέρτια
Να βρω επιθυμώ
Λύση να
τελειώσουν
Και μένα τα
μαρτύρια
Ζωής κι ας με
προδώσουν
Εδειξα τη δύναμη
Που όλοι μου
ζητούσαν
Μα στα δικά
μου σωθικά
Αλλα
παραμιλούσαν
Τα πως τα που και τα γιατί
Της νιότης που
χαθήκαν
Κι έτσι άξαφνα
Αυτά
εξαυλωθήκαν
Εγένηκανε άνεμοι
Βοριάδες και
νοτιάδες
Λες και
ανοίξανε για με
Πληγές και
Συμπληγάδες
Που με καλοδέχτηκαν
Και μου
στρωσαν κιλίμι
Πόνων
αβάσταχτων εκεί
Σφαδάζοντας
σαν αγρίμι
Μα ποτέ δεν το έβαλα
Κάτω και να
χάσω
Ελπίδες που χω
στην ψυχή
Σε εςάς θα τις
αράξω
Σε ένα καμβά ζωγραφικής
Θα
αυτοσχεδιάσω
Οχι μελανά τα
χρώματα
Μα θα
καταδικάσω
Τη μοίρα μου που στοίχιωσε
Τα αγνά τα
όνειρά μου
Κακότυχα
εφέρθηκε
Κι έφυγε
μακριά μου
Κακία δεν της κρατώ
Μου μαθε
επίσης
Να αντέχω να
επιζητώ
Να βρω τρόπους
και λύσεις
Τους άλλους να βοηθώ
Οσο μου
επιτρέπουν
Δυνάμεις
σώματος ψυχής
Καλό και να
διέπουν
Μηνύματα θετικά
Στον καθένα
στην καθεμία
Που ο Θεός
εθέλησε
Να ζούμε
υποτυπώδη αδυναμία
Γιατί η θέληση ψυχής
Θερριεύει και
αντριεύει
Το είναι μας
καραδοκεί
Τον εαυτό μας
κατασκοπεύει
Μη λάχει και δεχθεί
Κάποια
αδυναμία
Σε άτροπο φυγή
εκτεθεί
Και χάσει τα
βραβεία
Καταβολής επιβολής
Των θέλω και
των πρέπει
Καταστούνε
άξια
Τη ζωή μας
καθωσπρέπει.
Στιγμές γαλήνης / Γεροντούδη Λ. Παυλίνα
Δε μετρώ πια το χρόνο με μέρες και χρόνια.
Εκείνες τις ελάχιστες στιγμές αθροίζω
που έχω γαλήνη μες την ψυχή.
Τότε θαρρώ πως είμαι άτι λευκό,
σε πράσινα λιβάδια πως γυρίζω
κι ύστερα γλάρος γίνομαι, ακροβατώ,
μες τους αφρούς
του Αιγαίου παιχνιδίζω
και δρόμο γαλανό χαράζω, ως τον ουρανό.
Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019
[Βγήκε σεργιάνι η θύμηση] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ
Βγήκε σεργιάνι η θύμηση
σε δρομάκια σκοτεινά
και ανήλιαγα
σε σπίτια αραχνιασμένα
που μυρίζουνε μούχλα
Ξεψυχισμένες ανάσες
κι ερωτικοί στεναγμοί
κομματιάζουν την καρδιά
που εμπιστευτηκε
τ αστέρια ενός ουρανού
που τα έσβησε το πρώτο σύννεφο
Κι έμεινε η αγάπη στη μιζέρια
στα συντρίμια του σεισμού
μια ζητιάνα
της συντέλειας του νού
η μόνη ζωντανή
ένα φάντασμα να τριγυρνάει
σε δρομάκια σκοτεινά
και ανήλιαγα
σε σπίτια αραχνιασμένα
που μυρίζουνε μούχλα
Ξεψυχισμένες ανάσες
κι ερωτικοί στεναγμοί
κομματιάζουν την καρδιά
που εμπιστευτηκε
τ αστέρια ενός ουρανού
που τα έσβησε το πρώτο σύννεφο
Κι έμεινε η αγάπη στη μιζέρια
στα συντρίμια του σεισμού
μια ζητιάνα
της συντέλειας του νού
η μόνη ζωντανή
ένα φάντασμα να τριγυρνάει
~ Όλα μπορούν ν’ αλλάξουν / Γιώργος Καραγιάννης
Το τρένο πέρασε
κι ο σταθμός ερήμωσε
κι εσύ στην παγωνιά.
Χωμένος στο δικό σου πόνο
στις δικές σου αναμνήσεις
δεν πας πουθενά.
κι ο σταθμός ερήμωσε
κι εσύ στην παγωνιά.
Χωμένος στο δικό σου πόνο
στις δικές σου αναμνήσεις
δεν πας πουθενά.
Χάνεις χρόνο
σε όνειρα που φύγαν
κι υπόσχονταν πολλά...
σε όνειρα που φύγαν
κι υπόσχονταν πολλά...
Αν δε θες
τα ίδια να ζήσεις
πάρ’ το απόφαση
και άλλαξε προορισμό.
Μπες σε άλλο τρένο
κι απ’ την αρχή ξεκίνα
με νέο ενθουσιασμό.
τα ίδια να ζήσεις
πάρ’ το απόφαση
και άλλαξε προορισμό.
Μπες σε άλλο τρένο
κι απ’ την αρχή ξεκίνα
με νέο ενθουσιασμό.
22/1/2019
Σ΄ αναζητώ… / ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΜΠΙΜΗΣ.
Σ’ αναζητώ,
στο κύμα και στην άμμο τη νωπή,
στη μέρα που ξυπνά το στεναγμό,
στη νύχτα που δε θέλει να μου πει,
ποιος άνεμος σου κράτησε το χέρι,
ποιος ρήγα γιος σε έντυσε αστέρι,
ποιος χάραξε στη γη μου τη σιωπή…
στο κύμα και στην άμμο τη νωπή,
στη μέρα που ξυπνά το στεναγμό,
στη νύχτα που δε θέλει να μου πει,
ποιος άνεμος σου κράτησε το χέρι,
ποιος ρήγα γιος σε έντυσε αστέρι,
ποιος χάραξε στη γη μου τη σιωπή…
Μες στου καιρού την ερημιά πεθαίνουν καλοκαίρια
κι η θύμηση σκορπίζεται,
βροχή στα δυο μου χέρια…
κι η θύμηση σκορπίζεται,
βροχή στα δυο μου χέρια…
Σ’ αναζητώ
στο ήμερο τραγούδι της βροχής,
στα λόγια της αθέατης φωτιάς,
στην άγια αμαρτία της ψυχής.
Στο νου μου καίει η μορφή σου,
κλέβω ζωή απ’ τη ζωή σου
κι όμως το ξέρω δε θα ‘ρθεις…
στο ήμερο τραγούδι της βροχής,
στα λόγια της αθέατης φωτιάς,
στην άγια αμαρτία της ψυχής.
Στο νου μου καίει η μορφή σου,
κλέβω ζωή απ’ τη ζωή σου
κι όμως το ξέρω δε θα ‘ρθεις…
Κατάθλιψη. / Σοφία Τανακίδου
Το χρυσόψαρο στη γυάλα
είναι ανήσυχο απόψε.
Ψάχνει κάτω απ' τα χαλίκια
στις γωνιές του ενυδρείου
νά 'βρει φαγητό.
Δεν το τάισα νομίζω,
δε θυμάμαι από πότε
έχει μείνει νηστικό,
εδώ εξάλλου δε γνωρίζω
για το αν έχω φάει εγώ.
είναι ανήσυχο απόψε.
Ψάχνει κάτω απ' τα χαλίκια
στις γωνιές του ενυδρείου
νά 'βρει φαγητό.
Δεν το τάισα νομίζω,
δε θυμάμαι από πότε
έχει μείνει νηστικό,
εδώ εξάλλου δε γνωρίζω
για το αν έχω φάει εγώ.
Το κοιτάζω, με κοιτάζει.
Το λυπάμαι, προσπαθώ,
μα δε μπορώ να σηκωθώ.
Κάπου θά 'βρει στο ενυδρείο
ίσως λίγο φαγητό.
Δε μπορώ να σηκωθώ,
και συγνώμη του ζητώ
μα εκείνο με κοιτάζει
με ένα βλέμμα τρομερό
σαν να με λυπάται αυτό.
Το λυπάμαι, προσπαθώ,
μα δε μπορώ να σηκωθώ.
Κάπου θά 'βρει στο ενυδρείο
ίσως λίγο φαγητό.
Δε μπορώ να σηκωθώ,
και συγνώμη του ζητώ
μα εκείνο με κοιτάζει
με ένα βλέμμα τρομερό
σαν να με λυπάται αυτό.
ΟΙ ΥΠΝΩΤΙΣΜΕΝΟΙ …..........….του ΠΕΤΡΟΥ Β. ΚΟΥΡΤΗ
Ούτε Εσύ δε βλέπεις τι ΜΑΓΕΙΡΕΎΕΤΑΙ…;!
Μα ούτε και Εσύ δεν βλέπεις τα δάκρυα της Ελλάδος;
Ούτε Εσύ δεν ακούς τι γίνεται;!
Θεέ της Ελλάδος,.... σε Σένα μιλώ...!
Σήκωσε τη ρομφαία Σου, μήπως και ξυπνήσουν οι 300 υπνωτισμένοι.
Όχι οι 300 ήρωες του Λεωνίδα…
Τους βολεμένους μας που πάσχουν από άνοια…
Ταρακούνα τους Πανάγαθε, μήπως και ξυπνήσουν από τη μέθη…
Από το ναρκωτικό του Ζάεφ, το διάχυτο στο Ναό μας…στους εφιάλτες μας…
Κάμε το θαύμα σου Μεγαλοδύναμε, μην και αποτοξινωθούν νωρίς…
Παναγία μου, σε ικετεύω και Σένα…
Μη λυγίσεις όμως στους άπιστους, διότι και αυτοί δε λυγούν…
Χειροκροτούν για την ήττα τους, χωρίς ντροπή…χαίρονται για την κατάντια τους...την προδοσία...
Φώναξε σε βοήθεια την Αθηνά με το «βουκέντρι» της»…
Είναι αδίσταχτοι Παναγιά μου…
Πολύ αδίσταχτοι …
Μας έπνιξαν με τα καπνογόνα στις 20 του Γενάρη…
Τα ληγμένα από χρόνια…
Έπνιξαν τα Παιδιά μας, για χατίρι των, των ληστών της Μακεδονίας μας
Της «ψυχής μας»…
Των «δακρύων μας» Μεγαλόχαρη…
Μέσα στα 2 εκατομμύρια Θεέ μου, ήμουν κι εγώ…
Με τις εγγονούλες μου…
Και τώρα τους κάνω κουράγιο να συνέλθουν...
Να συνέλθουν από τον τρόμο που έζησαν...
Που τους προκάλεσαν τα ανδρείκελα της Πατρίδας μου…
Αυτά, που θέλουν να την ακρωτηριάσουν,
Χωρίς ίχνος ντροπής…
Ήρθαμε λοιπόν να εκφράσουμε την οργή μας…
Να αντισταθούμε στην προδοσία από τα κορόιδα μας…
Τους μεθυσμένους από τα βαριά πορτοφόλια…
Θεέ μου, κανε το θαύμα σου, πριν το κάνουμε Ε Μ Ε Ι Σ…!
Μα ούτε και Εσύ δεν βλέπεις τα δάκρυα της Ελλάδος;
Ούτε Εσύ δεν ακούς τι γίνεται;!
Θεέ της Ελλάδος,.... σε Σένα μιλώ...!
Σήκωσε τη ρομφαία Σου, μήπως και ξυπνήσουν οι 300 υπνωτισμένοι.
Όχι οι 300 ήρωες του Λεωνίδα…
Τους βολεμένους μας που πάσχουν από άνοια…
Ταρακούνα τους Πανάγαθε, μήπως και ξυπνήσουν από τη μέθη…
Από το ναρκωτικό του Ζάεφ, το διάχυτο στο Ναό μας…στους εφιάλτες μας…
Κάμε το θαύμα σου Μεγαλοδύναμε, μην και αποτοξινωθούν νωρίς…
Παναγία μου, σε ικετεύω και Σένα…
Μη λυγίσεις όμως στους άπιστους, διότι και αυτοί δε λυγούν…
Χειροκροτούν για την ήττα τους, χωρίς ντροπή…χαίρονται για την κατάντια τους...την προδοσία...
Φώναξε σε βοήθεια την Αθηνά με το «βουκέντρι» της»…
Είναι αδίσταχτοι Παναγιά μου…
Πολύ αδίσταχτοι …
Μας έπνιξαν με τα καπνογόνα στις 20 του Γενάρη…
Τα ληγμένα από χρόνια…
Έπνιξαν τα Παιδιά μας, για χατίρι των, των ληστών της Μακεδονίας μας
Της «ψυχής μας»…
Των «δακρύων μας» Μεγαλόχαρη…
Μέσα στα 2 εκατομμύρια Θεέ μου, ήμουν κι εγώ…
Με τις εγγονούλες μου…
Και τώρα τους κάνω κουράγιο να συνέλθουν...
Να συνέλθουν από τον τρόμο που έζησαν...
Που τους προκάλεσαν τα ανδρείκελα της Πατρίδας μου…
Αυτά, που θέλουν να την ακρωτηριάσουν,
Χωρίς ίχνος ντροπής…
Ήρθαμε λοιπόν να εκφράσουμε την οργή μας…
Να αντισταθούμε στην προδοσία από τα κορόιδα μας…
Τους μεθυσμένους από τα βαριά πορτοφόλια…
Θεέ μου, κανε το θαύμα σου, πριν το κάνουμε Ε Μ Ε Ι Σ…!
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ/ Γκανέλης Γιώργος
Στην Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
Το πήρα πια απόφαση
να γράφω ασυναίσθητα
κι ούτε έχω σωσίβιο
και δεν είναι λίγες οι φορές
που πνίγομαι από συνήθεια
άλλωστε χιλιάδες ρήματα
περιμένουν να δράσουν
και είναι τόσο φοβερό
να τα εγκλωβίζω στο χαρτί
να γράφω ασυναίσθητα
κι ούτε έχω σωσίβιο
και δεν είναι λίγες οι φορές
που πνίγομαι από συνήθεια
άλλωστε χιλιάδες ρήματα
περιμένουν να δράσουν
και είναι τόσο φοβερό
να τα εγκλωβίζω στο χαρτί
Μετά θα σπάσουν τα μάτια
(η συντέλεια της όρασης
πίσω από φτηνά γυαλιά)
κυρίως όμως θα γίνει ποίημα
αυτό που δεν ήθελα ποτέ
(η συντέλεια της όρασης
πίσω από φτηνά γυαλιά)
κυρίως όμως θα γίνει ποίημα
αυτό που δεν ήθελα ποτέ
Τέλος θα ψάχνω για τίτλο
μέσα στο υποσυνείδητο
-τι ψυχή θα παραδώσω;-
μέσα στο υποσυνείδητο
-τι ψυχή θα παραδώσω;-
Κι όταν βρω χαρτοκόπτη
θα πετσοκόψω τους στίχους
θα πετσοκόψω τους στίχους
[Ὅταν ἡ μοναξιὰ πνίγει Γράφω] / Μασμανίδης Ιωάννης
Ὅταν ἡ μοναξιὰ πνίγει
Γράφω
Γράφω
Ὅσο νὰ χαμηλώσει πιότερο
Τὸ φῶς
Ὅσο φωνὴ νὰ γίνει
Δριμὺς βοριᾶς ἀμίλητος
Πεισματάρης λυγμὸς
Ἐντὸς μου
Τὸ φῶς
Ὅσο φωνὴ νὰ γίνει
Δριμὺς βοριᾶς ἀμίλητος
Πεισματάρης λυγμὸς
Ἐντὸς μου
Κρυφὲς καταπαχτὲς
Οἱ μέρες μου
Δὲν εἶναι ποτὲ
Πλούσιες
Οἱ μέρες μου
Δὲν εἶναι ποτὲ
Πλούσιες
Γεμάτες σοβάδες
Βογγοῦν μονολογοῦν
Μαυρίζουν τὸν οὐρανὸ
Βογγοῦν μονολογοῦν
Μαυρίζουν τὸν οὐρανὸ
Φλογώνουν ὁλοένα
Τὴν πεῖνα τῆς ψυχῆς
Τὴν πεῖνα τῆς ψυχῆς
Μὲ
Σιωπηλὰ δάκρυα
Τὸ παγωμένο ζεσταίνουν κορμὶ μου
Σιωπηλὰ δάκρυα
Τὸ παγωμένο ζεσταίνουν κορμὶ μου
Ἀστοχημένος ἀπὸ πάντα
Ἀποσκιάζω τὴ λύπη
Στὶς γωνιές τῆς ὕπαρξης
Ἀποσκιάζω τὴ λύπη
Στὶς γωνιές τῆς ὕπαρξης
Γιὰ νὰ ζῶ
Τό νοῦ ἀφήνω
Στὶς ἀπαγορεύσεις τῆς βιωμένης ζωῆς μου
Στὶς ἀπαγορεύσεις τῆς βιωμένης ζωῆς μου
Σὲ μιὰ σειρὰ φίλυδρες λεύκες
Σὲ πλέγμα ποθητοῦ μύθου
Ἀναμετρῶ τὰ βήματὰ μου
Σὲ πλέγμα ποθητοῦ μύθου
Ἀναμετρῶ τὰ βήματὰ μου
Γιὰ νὰ ζῶ
Ὅταν ἡ μοναξιὰ πνίγει
Γράφω
Ἐκχέω ροδόσταγμα
Στὶς ρωγμὲς μου
Γράφω
Ἐκχέω ροδόσταγμα
Στὶς ρωγμὲς μου
Μὲ τῶν κρύων ἡμερῶν μου
Πορεύομαι
Τὰ ἀπομεινάρια
Σὲ ἕνα ταξείδι δίχως ἐπιστροφὴ
Στὰ ἐγκατά μου
Πορεύομαι
Τὰ ἀπομεινάρια
Σὲ ἕνα ταξείδι δίχως ἐπιστροφὴ
Στὰ ἐγκατά μου
Ὅταν
λυτρωτικὴ καταφυγὴ
Ἡ ποίηση
Μὲ διαστέλλει
Ἀποτινάζω τὴ λύπη
λυτρωτικὴ καταφυγὴ
Ἡ ποίηση
Μὲ διαστέλλει
Ἀποτινάζω τὴ λύπη
Τὴν ἐρημιὰ κατακτῶ
Μόνος δὲν εἶμαι
Ὅταν ἡ μοναξιὰ πνίγει
Ὅταν ἡ μοναξιὰ πνίγει
Γράφω
Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019
Ο άνθρωπος της βροχής / Άννα Ραχιώτη
Ήσουν εκεί, όπως συνήθιζες μόνος
και έστεκες μέσα στη βροχή.
Τα ρούχα σου βρεγμένα, κολλούσαν πάνω σου.
Το κρύο ήταν δυνατό και τα πόδια σου
μες στα λασπόνερα.
Μα εσένα ούτε που σε ένοιαζε.
Πότε χαμογελούσες και πότε μάλωνες
με τις σταγόνες της βροχής
που έπεφταν στο πρόσωπό σου.
Τα μάτια σου ήταν υγρά, τα ανοιγόκλεινες
ξανά και ξανά, λες και κάτι να ήθελες να διώξεις.
Ήταν η βροχή ή μήπως δάκρυα
δεν μπόρεσα να δω.
Φάνταζες υπνωτισμένος από τον ήχο που έκανε
το νερό όπως άγγιζε το χώμα και τα ξερά φύλλα.
Στιγμές στιγμές σε είδα να λικνίζεσαι, λες και
σε είχε συνεπάρει το άκουσμα μιας μελωδίας.
Ήσουν ένα με τη φύση κι έδειχνες μαγεμένος
Πέρασαν κάτι άνθρωποι, σε είδαν
Και τρομαγμένοι έτρεξαν να φύγουν.
Ίσως σε πέρασαν για άγριο ζώο,
ίσως για άγνωστο στοιχειό.
Ήταν η βροχή, ίσως ήταν που είχε αρχίσει
να σκοτεινιάζει κιόλας και έτσι δεν μπόρεσαν
να διακρίνουν ότι ήσουν άνθρωπος.
Χριστίνα Θέμα (μικρό βιογραφικό)
Η Χριστίνα Θέμα γεννήθηκε το 1958 στην Κέρκυρα. Έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στην Αθήνα και Παιδαγωγική Συμβουλευτική στο Μόναχο.
Ποιήματά της, διηγήματα και θεατρικά έργα έχουν διακριθεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Ποιητικές συλλογές:
α “Οστράκων Κελύφη Κενά”,
β. “Δευτερολέπτων Όνειρο”,
γ. “Της Σαπφούς Μαθητευόμενη”,
δ. “Sappho’s Disciple” αυτοεκδόσεις 2016,
ε. “Καλοκαίρια Της Σιωπής”, Όστρια 2018.
Μανόλια ακριβή / Θέμα Χριστίνα
Ζωή μου από παλιά…
Δυστυχισμένο, καταραμένο
δίχως καρπούς, στείρο
με τα χέρια στους ουρανούς
να θρηνεί μόνιμα
ένα δέντρο διαφορετικό
μα να το αγνοεί,
ξεχωριστό δέντρο
και δεν το ξέρει,
δεν του είπε κανείς,
κανένας,
ποτέ
ότι δέντρο δεν είναι…
Και θλίβεται γυμνό
τ’ άνθη και τους καρπούς
θολά καθώς κοιτάζει
μιας βερικοκιάς, κερασιάς
της μηλιάς, δαμασκηνιάς
μιας πορτοκαλιάς, λεμονιάς
και μέσα του ζηλεύει –
ασχημόδεντρο αυτό
που δέντρο δεν είναι…
Ζωή μου σε είπαν για πάντα…
Τα γυμνά λιγνά κλαδιά του
γεμίζουν κούπες άνθη
ξαφνικά, λευκά
σαν με αίμα ραντισμένα –
ίσως να ‘ναι κι αίμα…
Το άγγιγμα απαγορευτικό
σαν φτηνό φιλί στο στήθος,
κάθε πέταλο πέφτει ευθύς
μαραίνεται στο χώμα
σαν αγάπη με την ώρα…
Γιατί δέντρο δεν είναι
η μανόλια η ψηλή,
το ακριβό λουλούδι
σε μιαν αυλή φτωχή μέσα
ολόρθο για λίγο, στητό
τεράστια άνθη φορτωμένο…
Χαίρεται όσο το θαυμάζεις,
για λίγο έστω μόνο,
όσο ψιθυριστά το πείθεις
το ασχημόδεντρο, ότι άνθος είναι
και ας δύσκολα το πιστεύει…
Ζωή μου… ποτέ…
Μια τρυφερή μανόλια
μεταξωτή, διακριτική
βελούδινη, αρωματισμένη
τόσο ξεχωριστή όσο κι εσύ,
λουλούδι ματωμένο…
Και πόσο λίγη η ζωή σου
με αμφιβολίες, απορίες
πληγωμένη, σκεφτική
είσαι κι εσύ
ψυχή μου ευαίσθητη…
Διαφορετική τόσο,
σε πελάγη και ωκεανούς
με κύματα να ταξιδεύεις…
Ρομαντική σε μιαν εποχή λάθος
όλα να τ’ αμφισβητείς,
να φυλλορροείς σταθερά
αδιάκοπα να ψάχνεις για ταυτότητα
και μιαν επιβεβαίωση
ποια στ’ αλήθεια να είσαι…