Έφτασε
νωχελικά εκεί.
Δυο βήματα
μπροστά
απ το παγκάκι
του κήπου
που συνήθιζαν
να κάθονται.
Άνοιξε στη γη
μια τρύπα.
Έθαψε με πόνο
ένα μενταγιόν
Το δικό της
Κι ένα μικρό
ξερό κλαράκι
από αμυγδαλιά.
Χειμώνας
έφτανε
κι η Άνοιξη
αργούσε ακόμα.
Ήταν η επόμενη
μέρα
αφ' ότου
εκείνη
δεν θα
μπορούσε πια
να τον
αγαπήσει
με τα μάτια
που τόσο
τον είχαν
λατρέψει.
Μετά, έβαλε
πάνω στο χώμα
μια μικρή
στρογγυλή πέτρα.
Για να θυμάται
το μέρος
που ήθελε πολύ
να την ξανά
συναντούσε.
Έφυγε.
Χρόνια μετά,
σαν κέντρισε η
μορφή της
το κουρασμένο
του μυαλό,
τα πρώτα του
βήματα
τον οδήγησαν
εκεί.
Η μικρή
στρογγυλή πέτρα
είχε χαθεί.
Σε λίγο θα
χανόταν
και το
λιόγερμα.
Στη θέση της
μόνο η θύμηση
και μια μικρή
ανθισμένη αμυγδαλιά.
Δεν σκέφτηκε
πολύ.
Εδώ θα είναι,
μονολόγησε.
Και κάθισε
στην σιωπηλή σκιά της
για να την
αγαπήσει
πάλι απ την
αρχή.
Την έλεγαν
Κλάρα.
Εκείνος την
έλεγε... Κλαράκι μου.
Να, που έστω
και αργά
η άνοιξη δεν
τους ξέχασε.
Γαβρίλης
Ιστικόπουλος / Από τη συλλογή ''Επισημάνσεις''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου