Σελίδες

Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

ΑΠΟΗΧΟΣ ΤΗΣ ΦΛΟΓΕΡΑΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ / Σταυραετός / Β.Α

 

 
 
Κι έστρεξε *
αλλάξαν οι καιροί
και σκάρτεψαν τα χρόνια
του λιόντα του Βενετικού του αιματοπότη λιόντα
που σπάραζε Δυρράχια και πελεκούσε Πόντους
φίδι θηρίο ανήμερο βαρκάριζε στα τείχη
κι άρπαζε της αρχόντισσας
φέγγαρο αναθρεμένης
πριγκήπισσας καλογριάς χρυσό ένα σταυρουδάκι.
Tα Άγια ξεπούλαγε
χρυσοντυμένη εικόνα
Νικοποιό
στα ταπεινά Αγγέλων Ιερέων
τα χέρια !
Και σ’ άλλα χέρια που βαριά κρατήσανε  κοντάρια
του Νικηφόρου
Ηράκλειου του πέμπτου Κωνσταντίνου
του Βασιλείου του δεύτερου
Κομνηνών Αλεξίων
και στα Χαλέπια ρίχτηκαν 
στα Σίρμια στο Δάρας
στις πύλες τις Αρμενικές στης Σύρας τα λαγκάδια
μες σε κλεισούρες
σε Κλειδιά
σε βίγλες των θεμάτων.
Μα ο Βενετής δε χόρταινε
διαμαντικό με αίμα
πορφύρα κι ολομέταξη στολή του Λογοθέτη
λείψανα πετραδόλαμπα  ευωδιά χρυσοδεμένη
στέμματα απ’  Άγια Τράπεζα
που οι αιώνες τα δωρίσαν
ως αφιέρωμα ψυχής παράκληση βοήθειας
πόλης της Ύμνο ακάθιστης
στην Παναγιά Παρθένα.
 
Και μάκρυνε το γέρας του από ψυχή Ελληνίδα
που σπάραξε μιαν άνοιξη
μια τ’ Απριλιού ημέρα
τη θυγατέρα του γιαλού του ήλιου
την ερρωμένη
στης Βασιλίδας που ήτανε κλεισμένη μες τα τείχη
σε τρούλο της Αγια Σοφιάς και σε Μαγναύρας έδρα
και χόρτασε
κι από Θαλή από Αναξαγόρα
και Πλάτωνα
και διική γιορτή και των κρονίων.
με πάνδημη ευφράνθηκε κι Ουράνια Αφροδίτη.
Ανεμισμένα του ’φερναν
τα πέπλα του Ελικώνα
και Πιερίων τα όμορφα κορίτσια οι αιώνες.
Γεύτηκε κι αλεξανδρινά κι  Αλέξανδρου τα βήλα
που τα καρύκευσε η παλιά
η λάγνα η κόρη
η Ρώμη
με Καίσαρες  μ’  Αυρήλιους μ’ εφήμερες εταίρες
και με τους πρωτομάρτυρες σύναξαρο αστέρες.
Και πάλι όμως δε χόρτασε
ο γαστριμάργης λιόντας
δευτέρωσε κι αρίστεψε
και δείπνησε αλλοτρίως αλαξοφάι πονηριάς
και χορτασμούς κακίας
και ζήτησε Βασίλειους Μεγάλους να του φέρουν
και Νείλους και Χρυσόστομους
Νύφες και Πατριάρχες
από επίσημη γονή
με αργυρή τη βούλα η και χρυσή
να ’χει κι αυτός το μερτικό
το διάφορο να έχει
στον αρπαγμένο θησαυρό στο θησαυρό του κόμη
να χρηματίζει Ματζικέρτ
Οσμάν και Οσμανλήδες
της Άγιας να εμπορεύεται
τις άγιες στους Αλήδες της Πόλης της Σταυρόκαρφης
τις μέρες και τα χρόνια.
Κι έριξε κλήρους χωραφούς και ιματίων κλήρους
και τους ανθέλληνες καιρούς
ανάτρεφε ομήρους.
Κι αφού σκέλεθρο έκανε τη γη τη Βυζαντίδα
νόστισε πίσω πατρικά της γέννας του παλάτια
και στου Αιγαίου τα επίστροφα ξανοίχτηκε τα πλάτια
της Άγαρ συνοθύλευμα αφήνοντας ξωπίσω.
Κι η Ελληνίδα είπε γη
Σκλάβα ! Όχι δε θα ζήσω!
Και πήρε δίπλα τα βουνά
τα χιονισμένα όρη
λαβώθηκε
και πόνεσε η προδωμένη κόρη
κι από να πνεύμα λευτεριάς η κόρη εγκαστρώθη
κι από την έμβρυα ορμή
με σταυραετών το ραμφισμό
καισαρικά ελυτρώθη.
Ο λιόντας αναχάραζε
και σ’  Άγιους Μάρκους  ’πάνω
κλεμμένα εξαγίαζε πετράδια και εικόνες
ψυχής του τραχηλίσματα
ρομφαιοφόρα τη μομφή για να ’χει στους αιώνες.
Και γερασμένος τώρα πια  στα ίδιά του στέκει
Αδύναμος !
Χωρίς ψυχή !
Χωρίς δύναμης πνεύμα !
Μόνο με νόθους ροχθησμούς με ψευτοπλάνο νεύμα
και με μια υποκριτική του πάλαι καλοσύνη
μέσα σε μακρυγόνδολες σε γέφυρες απάνω
ζητάει να του κάνουνε
ανάδελφοι περαστικοί
μια κάποια ελεημοσύνη.
Αλλά έτσι είναι των εθνών οι μοίρα
που αγαπάνε ν’αρπάζουνε τα μάταια
το πνεύμα δεν κοιτάνε.
Φεύγουν οι υλόφρονοι καιροί
σβήνεται η μιλιά τους
φεύγουν μαζί και οι άρπαγες
οι λιόντες
οι απνευμάτιστοι
φεύγουν
και παν καλιά τους.
 
                                                                       Β.Α.
 
 
 
 * Έστρεξε= Ταίριασε
 
 

Το πεφταστέρι / Παπασταθόπουλος Γεώργιος

                  

 

                       Χάθηκες και δε σ’ έχω ξαναδεί  

                             λες κι ήσουν της βραδιάς το πεφταστέρι  

                             κι εγώ με της φωνής σου το ραβδί,  

                             ψάχνω μα δε σε βρίσκω τζιβαέρι!  

 

                             Μίλησε, η φωνή σου μελωδεί,  

                             να ξέρω πού θα στήσω το καρτέρι  

                             και τότε θα με δεις σαν το δαδί,  

                             να καίγομαι και σαν το αγιοκέρι!  

 

                             Και συ σαν πεταλούδα πλουμιστή,  

                             θα ’χεις απ’ τη φωτιά μου υπνωτιστεί  

                             και θα πετάς κοντά σ’ αυτή, χαρά μου,  

 

                             κι εγώ τη μια θα σιγοτραγουδώ,  

                             στίχους την άλλη θα σου ραψωδώ,  

                             πριν απομείνω στάχτη εκεί χάμου!  

   

ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΧΡΟΝΙΚΕΣ: Ποιητική Συλλογή της ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΡΟΝΤΑΡΑ (τρία ποιήματα)

 

ΕΓΚΑΙΡΩΣ

 


Με δάκρυα φθινοπωρινά
προστάτευα τους ρυτιδιασμένους μου χειμώνες.
Τους μαλάκωνα με την υγρασία της ψυχής μου
να 'ναι νωποί και ζουμεροί
να μην μαραζώσουν 
στο κρύο των άδειων ψυχών 
που θα συναντούσα στη ζωή.
Για μια Άνοιξη ζούσα
κι ήλπιζα να νιώσω την ευωδιά της.
Μα όλο άρχιζε κι όλο αργούσε...

Σκληρή και όμορφη αγέρωχα με προσπέρασε.
Τι τα θες όλα στην ώρα τους οφείλουν να γίνονται
αλλιώς τελειώνουν σύντομα
προτού καν αντιληφθείς πως άρχισαν.


**

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ

 

Κάθε μέρα το ίδιο σκοτάδι αναμόχλευε. 
Φορούσε το λευκό και βυσσινί πουκάμισο

και το καλό το τζιν το πανταλόνι
κρεμούσε το τσιγάρο απ' το στόμα κι έμπαινε στ΄αμάξι.
Ίδιος με χτες. 
Σταματούσε για καφέ στου "Γρηγόρη":
φρέντοεσπρέσσο γλυκό,
ήξερε η πωλήτρια τον είχε έτοιμο.
Και τα Σάββατα κοιμόταν γλυκά στην αγκαλιά της
κι ονειρευόταν τότε που ήταν παιδί και έκοβε νεράντζια 
και τα πέταγε στους δρόμους τους κατηφορικούς να τα κοιτά να κυλάνε.
Κι όλο ερχόταν οι Δευτέρες και να ξυπνήσει δεν ήθελε.

Φορές της μιλούσε γλυκά με ερωτόλογα

Άλλες πάλι θύμωνε και την απόδιωχνε.

Κάθε μέρα το ίδιο σκοτάδι

Ίδιος με χτες.

Να προσμένει τα Σάββατα.

Χωρίς εκείνην μοιάζαν Δευτέρες.


***

ΣΤΟ ΠΑΤΑΡΙ

 

Μάζεψα όλες μου τις μοναξιές σε μια βαλίτσα.
Τις σφράγισα.
Εκεί βαθιά μέσα στο πατάρι είναι
σκονισμένη, ξεχασμένη, φοβερή.
Την βρίσκω κάθε τέτοια εποχή 
που κατεβάζω τα χειμωνιάτικα.
Την κοιτάζω για λίγο, θυμάμαι...
Κάνω πίσω και την εγκαταλείπω στην τύχη της. 
Εκεί στο πατάρι στην άκρη να λιμνάζουν ατέλειωτες οι μοναξιές 
οι απογνώσεις κι οι λύπες.
Κάθε φθινόπωρο είναι μια άνοιξη που προσμένει μια αρχή.
Ας μένει για πάντα λησμονημένη αυτή η βαλίτσα.


Ειρήνη Γεροντάρα (Βιογραφικό Σημείωμα)

 

Η Ειρήνη Γεροντάρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Μυτιλήνη. Είναι μητέρα τριών παιδιών και ζει σε μια κωμόπολη του Κορινθιακού κοντά στους Δελφούς. Εργάζεται ως καθηγήτρια αγγλικών κι έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία και Ιστορία στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Ελλάδας (DereeCollege).  Η σχέση της με την συγγραφή ξεκινά από τα σχολικά της χρόνια. Έχουν εκδοθεί δύο προσωπικές ποιητικές συλλογές και ένα ανθολόγιο ποίησης με  δική της επιμέλεια και σε συνεργασία με άλλους  δεκατέσσερις δημιουργούς. Το καλοκαίρι του 2019 εκδόθηκε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τα προσωπεία των Θεών». Το 2021 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή «Χρονικές Δευτερεύουσες» από τις εκδόσεις «Ραδάμανθυς». Γράφει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης  με το ψευδώνυμο «Ρένα Γέρου». Έργα της, έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορα ανθολόγια ποίησης και πεζογραφίας. Έχει βραβευθεί σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.

Τρίτη 19 Απριλίου 2022

ΑΛΙΜΟΝΟ /Άρης Μπιτσώρης


Αλίμονο στον ποιητή που η άκρη της γραφίδας 
δε γράφει λόγια της καρδιάς μα της επιδερμίδας. 

Αλίμονο στο Δάσκαλο, με πόνο σας το λέω, 
που με μικρό αντάλλαξε το Δέλτα Κεφαλαίο. 

Κι αν είναι αυτός ο ποιητής και δάσκαλος συνάμα 
αλίμονο! στην παιδική ψυχούλα αφήνει τραύμα. 

Αλίμονό σου ποιητή, σε πήραμε χαμπάρι 
έχεις πουλήσει την καρδιά, κράτησες το τομάρι. 

Αλίμονό σου δάσκαλε και το παιδί δακρύσει 
«ο δάσκαλός μου ο ποιητής γυμνός» θ’ αναφωνήσει.

ΧΑΛΚΗΣ ΠΑΣΧΑ / Σταυραετός / Β.Α

 


 

Ανάβει απόψε  Αποσπερίτης λαμπερός
το αχνόθαμπο της Ιερής της Χάλκης το καντήλι
κι ο Άρχων Μιχαήλ ο στρατηγός
στων μυστηρίων φωταυγεί τη φλόγα απ’ φιτίλι.
 
Κι από τους τάφους πίσω του καθολικού
παλιοί καθηγητές ιεροδιδάσκαλοι ξυπνάνε
ίσκιοι που μπαίνουνε στην εκκλησία με τάξη με σειρά
και στ’αναλόγιο τη Νύμφια των Παθών ακολουθία αρχινάνε.
 
Στέκονται στα στασίδια των Αγγέλων οι χοροί
τάγματα μαθητών προαπελθόντων
και όσοι οι μεγαλοβδόμαδοι του πάλαι οι Σταυροί
τόσες κι οι χώρες νυν των εν Κυρίω ζώντων.
 
Κι αρχίζει εν τω μέσω της νυχτός
Νυμφίου η έλευση του Εσταυρωμένου
μωρές παρθένες θλιμμένες στέκονται εκτός
σχοινί ανεμίζει παρακεί του κρεμασμένου.
 
Και << η ζωή εν τάφω >> αντηχεί
σε έαρος το μυρωμένο τον ψυχόδακρυ αέρα
ένα αλεκτόρι φαναριώτικο ορθινά λαλεί
καλώντας για μετάνοια της άρνησης τη μέρα.
 
Κι η Χάλκη Σταυρωμένη Παναγιά
τη λάμπρυνση λαών πως την προσμένει
σε ένα << Δεύτε λάβετε το φως >> σαν μισμαγιά
σε μια Αναστάσεως   ημέρα ευλογημένη.
 
Κι Άγγελος ένας  στον πασχαλισμό την οδηγεί
με μυστική μια προσευχή αθωνισμένη
να ξανατρέξει η ζωοδόχος των Αγγέλων η πηγή
να αναβλύσει πάλι η πηγή η αγιασμένη.
 

Σάββατο 16 Απριλίου 2022

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΔΕΚΑΤΟ / Μπλάνας Γιώργος


Κόλαση ο κόσμος στέκεται, ασύστατοι, τριγύρω.
Τρεις αιώνες τουλάχιστον φωτιά, σκοτάδι, αέρας
χτυπημένος σαν πουλί στον αέρα, σωριασμένος στην γη,
αργός βαρύς από τον θάνατο,
που έρχεται με άπνοιες και σπασμούς:
τρεις αιώνες επιθανάτιος ρόγχος
και δεν προσέξατε πως η ζωή έγινε ικρίωμα,
όπου η ζωή σας εκτελεί την ζωή σας
κι εσείς θεατές και πρωταγωνιστές
της ανεπάρκειας, της δειλίας της θλιβερής υπεροψίας.
Κόλαση· και σέρνεται το αστείο κοπάδι
της Ιστορίας, σαν εξημερωμένο φίδι
σε τσίρκο, νωθρό, παραχορτασμένο ιδέες
με τα ψέματα και τα αίματα
και τις προφάσεις, τις προτάσεις,
τις αποφάσεις, τις δαπάνες, τα σαρκοβόρα κόστη.

Το χελιδόνι / Βασιλάκος Κώστας


Με ένα χελιδόνι, το ίδιο πάντα,
μου έστελνες -αραιά και πού- ένα μήνυμα κρεμασμένο
από τα φτερά της αποδημίας.
Εγώ ερμήνευα χαμόγελα και πίκρες
κάθε που η οπτική της ψυχής μου
ευθυγράμμιζε χρώματα, σκιές και ουρανό.
Ένα κλαδάκι βασιλικό από τα γήινα αντιγύριζα
να σου θυμίζει του σώματος την ταφή
και της καρδιάς την ευφορία κατά την ύψωση.
Πέρασε καιρός να καρτερώ συννεφιασμένες επισκέψεις,
να αφουγκράζομαι, μάταια,
το πέταγμα της συνήθειας.
Κάποια παιδιά είπαν «πέρασε το καλοκαίρι»
κι εγώ αποκρίθηκα «η αγάπη θα ξανάρθει».
«Το αριστερό μισό του Ήτα»
Κώστας Βασιλάκος/ Εκδόσεις Αγγελάκη

Η μέρα με αντάμωσε... / Ορφέας Σπαρτιώτης

 Η μέρα με αντάμωσε

να ανιχνεύω
τις πολιτείες του Αχέροντα.
Οι βιτρινόπληκτοι άνθρωποι
με χαιρέτησαν
με το απόκοσμο βλέμμα τους.
Τα χρόνια μου ενέχυρο
στα άδυτα του νου.
Χάνομαι
σε απροσδιόριστους παραδείσους,
χωρίς καν να διατηρώ
τον τελευταίο λόγο.

''Χωρίς αέρα και φωτιά'' / Χρυσανθάκης Κωνσταντίνος


.
Χωρίς αέρα και φωτιά, μάνα πως με γεννούσες
Στης γειτονιάς το κάτεργο, στου φόβου το πιθάρι
Του κόσμου όλα όμορφα γιατί μου εξηγούσες
Κι έχω τον πόνο σκέπασμα, την πίκρα μαξιλάρι
.
Το μαύρο το μαντήλι σου για να φυλάει τα έρμα
Η διπλωμένη προίκα σου ξεκίνημα και τέρμα
.
Αχ κουρασμένη μου γενιά, τον κόσμο μου ρωτούσα
Γιατί είναι τα γλυκά πικρά, τα όμορφα θολώνουν
Πως έγινε και μοναχός τα όνειρά πενθούσα
Σε χρόνια κατεχόμενα τι μάτια ξημερώνουν
.
Το μαύρο το μαντήλι σου για να φυλάει τα έρμα
Η διπλωμένη προίκα σου ξεκίνημα και τέρμα

Ο Κορωνοϊός ΙΓ΄ / Μουφτόγλου Λευτέρης


---------------------
Γιορτάζει ο Λάζαρος! Μεγάλη εορτή,
σε ένα θαύμα του Χριστού αφιερωμένη
και τρέχουν με ευλάβεια οι πιστοί
να προσκυνήσουν, όπως γίνεται εν γένει.
--------------------
«Λάζαρε, δεύρο έξω», ως γνωστόν,
είπεν ο Κύριος. Και ο Λάζαρος ανέστη.
Έτσι αυξήθηκ’ η προσέλευση πιστών,
έτσι η πίστη ισχυρότερη κατέστη.
--------------------
Αυτό το θαύμα εμείς οι Χριστιανοί
γιορτάζουμε σχεδόν είκοσι αιώνες,
μ’ ευλάβεια, με πίστη αληθινή,
χωρίς πολλές φανφάρες και κορώνες.
--------------------
Μα φέτος, που ατυχώς η εποχή
δύσκολη είναι, κορωνομπαμπέσα,
είπανε κάποιοι λίαν ειδικοί:
«Λάζαρε, φίλτατε, εφέτος δεύρο… μέσα!!!»
--------------------

⫷ μέσα στους φρέσκους ροδαμούς⫸ / Θεοδοσιάδη Σοφία


Στις απλωσιές της Άνοιξης
μέσα στους φρέσκους ροδαμούς
ν' ανθίσει συναισθήματα ελαχτάραε η ψυχή
με σπόρους να γεμίσει το κελάρι..
με ψίχουλα χορταίνουν τα σπουργίτια στις αυλές..
τρατάρισμα..τον εύγεστον καρπόν αποζήταε η αληθινή ζωή
εστένευε ο εγκλεισμός τα παραθύρια της..
οι πόρτες της γεμίζαν αγριάδα..
Ο δρόμος της της βούλησης
το φιδωτό της το δρομάκι ακολουθεί
την φέρνει στο μετόχι της..στην εξοχή
κωπάζουν οι αγέρηδες ψηλά εκεί
τους κόβουν οι ψηλές κορφές..
φορώντας χρώματα ανοιχτά
μ' ανάλαφρη περπατησιά
δένει τα πένθη των χαμένων ημερών
στη ρίζα τα φυτεύει ασπαλάθων..
Σε τούτη την απανεμιά..αποσταμένος περιπατητής
κλέβει αλκυονίδες ζεστασιές..
μες στα χειρόγραφα της σύντομης ζωής
στάζει σταγόνες ευτυχίας.
⫷ μέσα στους φρέσκους ροδαμούς⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη

Σταυραετός / Β.Α: Τρία [3] Ποιήματα

 

ΑΠΟΗΧΟΣ ΤΗΣ  ΦΛΟΓΕΡΑΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
 
 
Κι έστρεξε *
αλλάξαν οι καιροί
και σκάρτεψαν τα χρόνια
του λιόντα του Βενετικού του αιματοπότη λιόντα
που σπάραζε Δυρράχια και πελεκούσε Πόντους
φίδι θηρίο ανήμερο βαρκάριζε στα τείχη
κι άρπαζε της αρχόντισσας
φέγγαρο αναθρεμένης
πριγκήπισσας καλογριάς χρυσό ένα σταυρουδάκι.
Tα Άγια ξεπούλαγε
χρυσοντυμένη εικόνα
Νικοποιό
στα ταπεινά Αγγέλων Ιερέων
τα χέρια !
Και σ’ άλλα χέρια που βαριά κρατήσανε  κοντάρια
του Νικηφόρου
Ηράκλειου του πέμπτου Κωνσταντίνου
του Βασιλείου του δεύτερου
Κομνηνών Αλεξίων
και στα Χαλέπια ρίχτηκαν 
στα Σίρμια στο Δάρας
στις πύλες τις Αρμενικές στης Σύρας τα λαγκάδια
μες σε κλεισούρες
σε Κλειδιά
σε βίγλες των θεμάτων.
Μα ο Βενετής δε χόρταινε
διαμαντικό με αίμα
πορφύρα κι ολομέταξη στολή του Λογοθέτη
λείψανα πετραδόλαμπα  ευωδιά χρυσοδεμένη
στέμματα απ’  Άγια Τράπεζα
που οι αιώνες τα δωρίσαν
ως αφιέρωμα ψυχής παράκληση βοήθειας
πόλης της Ύμνο ακάθιστης
στην Παναγιά Παρθένα.
 
Και μάκρυνε το γέρας του από ψυχή Ελληνίδα
που σπάραξε μιαν άνοιξη
μια τ’ Απριλιού ημέρα
τη θυγατέρα του γιαλού του ήλιου
την ερρωμένη
στης Βασιλίδας που ήτανε κλεισμένη μες τα τείχη
σε τρούλο της Αγια Σοφιάς και σε Μαγναύρας έδρα
και χόρτασε
κι από Θαλή από Αναξαγόρα
και Πλάτωνα
και διική γιορτή και των κρονίων.
με πάνδημη ευφράνθηκε κι Ουράνια Αφροδίτη.
Ανεμισμένα του ’φερναν
τα πέπλα του Ελικώνα
και Πιερίων τα όμορφα κορίτσια οι αιώνες.
Γεύτηκε κι αλεξανδρινά κι  Αλέξανδρου τα βήλα
που τα καρύκευσε η παλιά
η λάγνα η κόρη
η Ρώμη
με Καίσαρες  μ’  Αυρήλιους μ’ εφήμερες εταίρες
και με τους πρωτομάρτυρες σύναξαρο αστέρες.
Και πάλι όμως δε χόρτασε
ο γαστριμάργης λιόντας
δευτέρωσε κι αρίστεψε
και δείπνησε αλλοτρίως αλαξοφάι πονηριάς
και χορτασμούς κακίας
και ζήτησε Βασίλειους Μεγάλους να του φέρουν
και Νείλους και Χρυσόστομους
Νύφες και Πατριάρχες
από επίσημη γονή
με αργυρή τη βούλα η και χρυσή
να ’χει κι αυτός το μερτικό
το διάφορο να έχει
στον αρπαγμένο θησαυρό στο θησαυρό του κόμη
να χρηματίζει Ματζικέρτ
Οσμάν και Οσμανλήδες
της Άγιας να εμπορεύεται
τις άγιες στους Αλήδες της Πόλης της Σταυρόκαρφης
τις μέρες και τα χρόνια.
Κι έριξε κλήρους χωραφούς και ιματίων κλήρους
και τους ανθέλληνες καιρούς
ανάτρεφε ομήρους.
Κι αφού σκέλεθρο έκανε τη γη τη Βυζαντίδα
νόστισε πίσω πατρικά της γέννας του παλάτια
και στου Αιγαίου τα επίστροφα ξανοίχτηκε τα πλάτια
της Άγαρ συνοθύλευμα αφήνοντας ξωπίσω.
Κι η Ελληνίδα είπε γη
Σκλάβα ! Όχι δε θα ζήσω!
Και πήρε δίπλα τα βουνά
τα χιονισμένα όρη
λαβώθηκε
και πόνεσε η προδωμένη κόρη
κι από να πνεύμα λευτεριάς η κόρη εγκαστρώθη
κι από την έμβρυα ορμή
με σταυραετών το ραμφισμό
καισαρικά ελυτρώθη.
Ο λιόντας αναχάραζε
και σ’  Άγιους Μάρκους  ’πάνω
κλεμμένα εξαγίαζε πετράδια και εικόνες
ψυχής του τραχηλίσματα
ρομφαιοφόρα τη μομφή για να ’χει στους αιώνες.
Και γερασμένος τώρα πια  στα ίδιά του στέκει
Αδύναμος !
Χωρίς ψυχή !
Χωρίς δύναμης πνεύμα !
Μόνο με νόθους ροχθησμούς με ψευτοπλάνο νεύμα
και με μια υποκριτική του πάλαι καλοσύνη
μέσα σε μακρυγόνδολες σε γέφυρες απάνω
ζητάει να του κάνουνε
ανάδελφοι περαστικοί
μια κάποια ελεημοσύνη.
Αλλά έτσι είναι των εθνών οι μοίρα
που αγαπάνε ν’αρπάζουνε τα μάταια
το πνεύμα δεν κοιτάνε.
Φεύγουν οι υλόφρονοι καιροί
σβήνεται η μιλιά τους
φεύγουν μαζί και οι άρπαγες
οι λιόντες
οι απνευμάτιστοι
φεύγουν
και παν καλιά τους.
 
                                                                       Β.Α.
 
 
 
 * Έστρεξε= Ταίριασε
 **
ΑΥΤΟΧΟΙΡΙΑΣ  <<  ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ >>
 
Καλώδια τυλίξαμε τριγύρω απ’ το λαιμό μας
μ’ οθόνες χιλιοχρώματες τα μάτια μας θολώσαν
δυαδική φυτέψαμε ακρίβεια στο χαμό μας
όσα ψυχής μας ιερά τ’ αργύρια βεβηλώσαν.
 
Της πτηνιάδος χάσαμε χρώματα και φωνή
από τρελού ποικιλισμού αχόρταγα στομάχια
το αστροδώρο που ’στελναν γαληνευτοί ουρανοί
κι από τις πόες του Μαγιού τα τρυφερά τα στάχυα.
 
Κονσέρβες ντανιαστήκαμε σαρδέλες οι παστές
σε αποθήκες τάριχης πράξης και σκέψης, τρόπου
οι μέρες μας οι σκέψεις μας οι πεθυμιές πλαστές
κι ο βίος πια αβίωτος του τεχνολόγου ανθρώπου.
 
Κι οι κύνες υλακτίζουνε εν μέσω συμποσίων
ιμάτια διαρήγνοντες ανά τετραετία
με τραπεζών τα σάβανα χρέη των γραμματίων
σκεπάζοντας ιδίων αυτών αλλήλων την αιτία.
 
Ω  Γαδαρά << Αναγέννησης >> τα ρυπαρά γουρούνια
φαυλότητος οι παχυντές νέων Κρανίων Τόπων
Ω φαύλοι ! Ω επίφαυλα καρναβαλά κουδούνια
Ω ζοφεροί σκοταδιστές και σταυρωτές ανθρώπων.
 
                                                                Β.Α.
 
 **
ΔΕΙΛΙΝΟ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ
 
Στο τρένο της ζωής
στις ράγες των καιρών τα χρόνια σου κυλάνε.
Διατεταγμένοι  είναι οι σταθμοί
από μορφοποίηση ανάγκης.
Τελικός προορισμός
η απόρριψη
ο μετασχηματισμός
η εναλλαγή
η απαλλαγή
η υπερτατωσύνη διττώς της α νοήτου υπάρξεως.
Τίνος άραγε !
Μα εις εαυτόν και ίδιον βελοδεικτεί ο λόγος.
Με διερχόμενη απάθεια αφηρημένα κοιτάζοντας
ισημερίες διασχίζεις.
Το φως και το σκοτάδι στα μάτια σου εναλλάσονται.
Στα χυμένα χρώματα του  ήλιου
πάνω στο φόρεμα της προσωπικής σου μέρας
που όσο πάει και σκουραίνει
σβήνουν οι επιθυμίες της προσδοκίας.
Στη στρατοπεδευμένη στο πρόσωπο κούραση
στοιχίζονται των καυμών οι ρυτίδες.
Αδράχτια φύλλα
στριφογυρίζουν δέσμες από μνήμες παλιακές
θέλοντας να πλέξουν
κάτι για τη ζεστασιά της χρόνο εγκατάλειψης
Στα μονοπάτια του ουρανού
ανάβουν τα ονόματα των καλών.
Η μόνη σταθερή σου συντροφιά.
Οι εικόνες που χάνονται
σου προξενούν μια αδιόρατη λύπη.
Τι ήταν δικό σου σήμερα !
Τι ήταν χθες !
Αύριο τι θα είναι πάλι δικό σου!
Όλα σε προσπερνούν !
Όλα διαβαίνουν !
Όλα ένα αεράκι !
Μια κάποια συνέχεια υπάρξεως.
Και συ μένεις !
Και περιμένεις… και περιμένεις…
πιστεύοντας ότι ένας θεός
μια θεά θα ’ρθει να γίνει υπηρέτης σου
για να εκπληρώσει
την κάθε σου ανομοιότητα
την κάθε σου παραπλάνηση
το κάθε κρύπτιο που η φαντασία ιερουργεί
ολοκληρώνοντας έτσι την εκδίκηση
στον πολύ επαναλαμβανόμενο εαυτό σου
του όντος του εικονικού
που τα αόρατα δεσμά θέλει να σπάσει
με του μη όντως
τις σιδερένιες τις βαριές τις  χρόνο αλυσίδες...
 
                                                    Β.Α.
 
 

 

 


Η πιτσιρίκα / Παπασταθόπουλος Γεώργιος

 

               


  

 

                           Δυο-δυο οι πεταλούδες, ταίρι-ταίρι,  

                          πετούσαν την ημέρα που σε βρήκα  

                          είχες ντυθεί την ομορφιά σου προίκα  

                          και θαρρετά σου κράτησα το χέρι!       

 

                          Καυτό ήταν Αυγούστου μεσημέρι,  

                          στων δυο ματιών σου μέθυσα τη γλύκα  

                          κι από τα θέλγητρά σου πιτσιρίκα,  

                          ανατριχίλα μου ’φερνε τ’ αγέρι!  

 

                          Και πήραμε μαζί τον ίδιο δρόμο  

                          και συ με το κεφάλι σου στον ώμο,  

                          που γέρνεις στο δικό μου, ξεθαρρεύω!  

 

                          Βρήκα την ευκαιρία που γυρεύω  

                          και σου κρατώ τη μέση, στις λαγόνες  

                          και συ κοιτάς κατά τους καλαμιώνες!