Σελίδες

Σάββατο 16 Απριλίου 2022

Σταυραετός / Β.Α: Τρία [3] Ποιήματα

 

ΑΠΟΗΧΟΣ ΤΗΣ  ΦΛΟΓΕΡΑΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
 
 
Κι έστρεξε *
αλλάξαν οι καιροί
και σκάρτεψαν τα χρόνια
του λιόντα του Βενετικού του αιματοπότη λιόντα
που σπάραζε Δυρράχια και πελεκούσε Πόντους
φίδι θηρίο ανήμερο βαρκάριζε στα τείχη
κι άρπαζε της αρχόντισσας
φέγγαρο αναθρεμένης
πριγκήπισσας καλογριάς χρυσό ένα σταυρουδάκι.
Tα Άγια ξεπούλαγε
χρυσοντυμένη εικόνα
Νικοποιό
στα ταπεινά Αγγέλων Ιερέων
τα χέρια !
Και σ’ άλλα χέρια που βαριά κρατήσανε  κοντάρια
του Νικηφόρου
Ηράκλειου του πέμπτου Κωνσταντίνου
του Βασιλείου του δεύτερου
Κομνηνών Αλεξίων
και στα Χαλέπια ρίχτηκαν 
στα Σίρμια στο Δάρας
στις πύλες τις Αρμενικές στης Σύρας τα λαγκάδια
μες σε κλεισούρες
σε Κλειδιά
σε βίγλες των θεμάτων.
Μα ο Βενετής δε χόρταινε
διαμαντικό με αίμα
πορφύρα κι ολομέταξη στολή του Λογοθέτη
λείψανα πετραδόλαμπα  ευωδιά χρυσοδεμένη
στέμματα απ’  Άγια Τράπεζα
που οι αιώνες τα δωρίσαν
ως αφιέρωμα ψυχής παράκληση βοήθειας
πόλης της Ύμνο ακάθιστης
στην Παναγιά Παρθένα.
 
Και μάκρυνε το γέρας του από ψυχή Ελληνίδα
που σπάραξε μιαν άνοιξη
μια τ’ Απριλιού ημέρα
τη θυγατέρα του γιαλού του ήλιου
την ερρωμένη
στης Βασιλίδας που ήτανε κλεισμένη μες τα τείχη
σε τρούλο της Αγια Σοφιάς και σε Μαγναύρας έδρα
και χόρτασε
κι από Θαλή από Αναξαγόρα
και Πλάτωνα
και διική γιορτή και των κρονίων.
με πάνδημη ευφράνθηκε κι Ουράνια Αφροδίτη.
Ανεμισμένα του ’φερναν
τα πέπλα του Ελικώνα
και Πιερίων τα όμορφα κορίτσια οι αιώνες.
Γεύτηκε κι αλεξανδρινά κι  Αλέξανδρου τα βήλα
που τα καρύκευσε η παλιά
η λάγνα η κόρη
η Ρώμη
με Καίσαρες  μ’  Αυρήλιους μ’ εφήμερες εταίρες
και με τους πρωτομάρτυρες σύναξαρο αστέρες.
Και πάλι όμως δε χόρτασε
ο γαστριμάργης λιόντας
δευτέρωσε κι αρίστεψε
και δείπνησε αλλοτρίως αλαξοφάι πονηριάς
και χορτασμούς κακίας
και ζήτησε Βασίλειους Μεγάλους να του φέρουν
και Νείλους και Χρυσόστομους
Νύφες και Πατριάρχες
από επίσημη γονή
με αργυρή τη βούλα η και χρυσή
να ’χει κι αυτός το μερτικό
το διάφορο να έχει
στον αρπαγμένο θησαυρό στο θησαυρό του κόμη
να χρηματίζει Ματζικέρτ
Οσμάν και Οσμανλήδες
της Άγιας να εμπορεύεται
τις άγιες στους Αλήδες της Πόλης της Σταυρόκαρφης
τις μέρες και τα χρόνια.
Κι έριξε κλήρους χωραφούς και ιματίων κλήρους
και τους ανθέλληνες καιρούς
ανάτρεφε ομήρους.
Κι αφού σκέλεθρο έκανε τη γη τη Βυζαντίδα
νόστισε πίσω πατρικά της γέννας του παλάτια
και στου Αιγαίου τα επίστροφα ξανοίχτηκε τα πλάτια
της Άγαρ συνοθύλευμα αφήνοντας ξωπίσω.
Κι η Ελληνίδα είπε γη
Σκλάβα ! Όχι δε θα ζήσω!
Και πήρε δίπλα τα βουνά
τα χιονισμένα όρη
λαβώθηκε
και πόνεσε η προδωμένη κόρη
κι από να πνεύμα λευτεριάς η κόρη εγκαστρώθη
κι από την έμβρυα ορμή
με σταυραετών το ραμφισμό
καισαρικά ελυτρώθη.
Ο λιόντας αναχάραζε
και σ’  Άγιους Μάρκους  ’πάνω
κλεμμένα εξαγίαζε πετράδια και εικόνες
ψυχής του τραχηλίσματα
ρομφαιοφόρα τη μομφή για να ’χει στους αιώνες.
Και γερασμένος τώρα πια  στα ίδιά του στέκει
Αδύναμος !
Χωρίς ψυχή !
Χωρίς δύναμης πνεύμα !
Μόνο με νόθους ροχθησμούς με ψευτοπλάνο νεύμα
και με μια υποκριτική του πάλαι καλοσύνη
μέσα σε μακρυγόνδολες σε γέφυρες απάνω
ζητάει να του κάνουνε
ανάδελφοι περαστικοί
μια κάποια ελεημοσύνη.
Αλλά έτσι είναι των εθνών οι μοίρα
που αγαπάνε ν’αρπάζουνε τα μάταια
το πνεύμα δεν κοιτάνε.
Φεύγουν οι υλόφρονοι καιροί
σβήνεται η μιλιά τους
φεύγουν μαζί και οι άρπαγες
οι λιόντες
οι απνευμάτιστοι
φεύγουν
και παν καλιά τους.
 
                                                                       Β.Α.
 
 
 
 * Έστρεξε= Ταίριασε
 **
ΑΥΤΟΧΟΙΡΙΑΣ  <<  ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ >>
 
Καλώδια τυλίξαμε τριγύρω απ’ το λαιμό μας
μ’ οθόνες χιλιοχρώματες τα μάτια μας θολώσαν
δυαδική φυτέψαμε ακρίβεια στο χαμό μας
όσα ψυχής μας ιερά τ’ αργύρια βεβηλώσαν.
 
Της πτηνιάδος χάσαμε χρώματα και φωνή
από τρελού ποικιλισμού αχόρταγα στομάχια
το αστροδώρο που ’στελναν γαληνευτοί ουρανοί
κι από τις πόες του Μαγιού τα τρυφερά τα στάχυα.
 
Κονσέρβες ντανιαστήκαμε σαρδέλες οι παστές
σε αποθήκες τάριχης πράξης και σκέψης, τρόπου
οι μέρες μας οι σκέψεις μας οι πεθυμιές πλαστές
κι ο βίος πια αβίωτος του τεχνολόγου ανθρώπου.
 
Κι οι κύνες υλακτίζουνε εν μέσω συμποσίων
ιμάτια διαρήγνοντες ανά τετραετία
με τραπεζών τα σάβανα χρέη των γραμματίων
σκεπάζοντας ιδίων αυτών αλλήλων την αιτία.
 
Ω  Γαδαρά << Αναγέννησης >> τα ρυπαρά γουρούνια
φαυλότητος οι παχυντές νέων Κρανίων Τόπων
Ω φαύλοι ! Ω επίφαυλα καρναβαλά κουδούνια
Ω ζοφεροί σκοταδιστές και σταυρωτές ανθρώπων.
 
                                                                Β.Α.
 
 **
ΔΕΙΛΙΝΟ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ
 
Στο τρένο της ζωής
στις ράγες των καιρών τα χρόνια σου κυλάνε.
Διατεταγμένοι  είναι οι σταθμοί
από μορφοποίηση ανάγκης.
Τελικός προορισμός
η απόρριψη
ο μετασχηματισμός
η εναλλαγή
η απαλλαγή
η υπερτατωσύνη διττώς της α νοήτου υπάρξεως.
Τίνος άραγε !
Μα εις εαυτόν και ίδιον βελοδεικτεί ο λόγος.
Με διερχόμενη απάθεια αφηρημένα κοιτάζοντας
ισημερίες διασχίζεις.
Το φως και το σκοτάδι στα μάτια σου εναλλάσονται.
Στα χυμένα χρώματα του  ήλιου
πάνω στο φόρεμα της προσωπικής σου μέρας
που όσο πάει και σκουραίνει
σβήνουν οι επιθυμίες της προσδοκίας.
Στη στρατοπεδευμένη στο πρόσωπο κούραση
στοιχίζονται των καυμών οι ρυτίδες.
Αδράχτια φύλλα
στριφογυρίζουν δέσμες από μνήμες παλιακές
θέλοντας να πλέξουν
κάτι για τη ζεστασιά της χρόνο εγκατάλειψης
Στα μονοπάτια του ουρανού
ανάβουν τα ονόματα των καλών.
Η μόνη σταθερή σου συντροφιά.
Οι εικόνες που χάνονται
σου προξενούν μια αδιόρατη λύπη.
Τι ήταν δικό σου σήμερα !
Τι ήταν χθες !
Αύριο τι θα είναι πάλι δικό σου!
Όλα σε προσπερνούν !
Όλα διαβαίνουν !
Όλα ένα αεράκι !
Μια κάποια συνέχεια υπάρξεως.
Και συ μένεις !
Και περιμένεις… και περιμένεις…
πιστεύοντας ότι ένας θεός
μια θεά θα ’ρθει να γίνει υπηρέτης σου
για να εκπληρώσει
την κάθε σου ανομοιότητα
την κάθε σου παραπλάνηση
το κάθε κρύπτιο που η φαντασία ιερουργεί
ολοκληρώνοντας έτσι την εκδίκηση
στον πολύ επαναλαμβανόμενο εαυτό σου
του όντος του εικονικού
που τα αόρατα δεσμά θέλει να σπάσει
με του μη όντως
τις σιδερένιες τις βαριές τις  χρόνο αλυσίδες...
 
                                                    Β.Α.
 
 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου