Σελίδες

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

ΜιΑ ΑΣΠΡΟΘΑΛΑΣΣΑ / Καρούσος Κώστας



 Μιαν ασπροθάλασσα με λιτανεύει
-προσάρτηση στα βαθυκύανα βάθη-
σαν καρίνα ιστιοφόρου που ανιχνεύει
ό,τι στα βουβά πελάγη της εχάθει !!
Μιαν ασπροθάλασσα με διαπορεύει
-πέρ΄από σκότη και προαύλιες μελωδίες-
σαν καρίνα ιστιοφόρου που ανιχνεύει,
βάρκες-μνήμες και βυθοπορείες !!
Μιαν ασπροθάλασσα με δυναστεύει
σα πρωτογνώση κι΄ανάβρας μαγεία,
σαν καρίνα ιστιοφόρου που ανιχνεύει
της εσπέρας γαλαζόθροην αιθρία !!...

΄΄ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ...΄΄ / Καρούσος Κώστας

Σπαραγμός η κάθοδος των Μουσών
στο περιβόλι της ζωής
και στη φιλόκαλη τέχνη των πλήκτρων !!
Το μεσοτοίχι της εξόδου μισογέρνει
στο γιοματάρι των χρωμάτων
και στο περιβρέξιμο του στίχου,
με λειψούς ήχους κι΄ακούσματα !!
Πορτοκαλάνθι και μελισόχορτο η ψυχή,
αναδύει στον αιθέρα γαληνότατο πάθος !!
[--Ταυτοποίηση ή προσποίηση νάναι
της πραγματικότητας ;;!! ]

ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ / Αντώνης Χρ. Περδικούλης


Η θάλασσα η αστραφτερή
Μάς κοίταξε στα μάτια
Μεσημεριού πνοή
Στην αγκαλιά μας άφησε
Χάδια φιλιά κομμάτια
Κι εχάθη στη βουή
Μές στο βυθό της γίναμε
Λεπτή διάφανη μνήμη
Και δόξα τών πουλιών
Απ’ την ψυχή μας άνθισε
Μεστή η χαρά τ’ ονείρου
Κι αφέθη τών ωρών.

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Η πάγκαλος βουβή σιωπή .. του Νικόλα Σαλίβερου


(Του βράχου και της θάλασσας ο έρωτας)

Στο βουβό αποθαλάσσι του γιαλού,

στου «Οδυσσέα» τη χάση,

ο κρυφός «Μνηστήρας» ψαράς,

με το πυροφάνι του,

ζωντανεύει το βυθό.

Κινήσεις νευρικές, νωχελικές

θέλγουσες και αλγούσες,

όμως αθόρυβες,

σιωπές άηχες.

Όλα τα χρώματα της ίριδας,

πάνω στο φύκι πήδησαν,

τη πέτρα του βυθού χρωμάτισαν

Η αναπνοή δεν ακούγεται.

Το απέραντο ενάλιο αφουγκράζεται.

Ο νούς και οι αισθήσεις παραδίνονται

στον υπέρηχο της σιωπής.

Οι ήπειροι ,οι θάλασσες, τα όντα

συρρικνώθηκαν.

Ο ουρανός παρακολουθεί

με έκσταση, με φροντίδα

να κρύψει το υπέροχο μυστικό

που συντελείται στα πόδια του.

Το σύμπαν απλώς ακολουθεί,

ανίκανο να αντιδράσει,

στο ταξίδι του πεπρωμένου.

Στο χάρτη του κόσμου ξέμειναν,

το μύθο να ανακυκλώσουν

ένας του Αιγαίου ερημικός βράχος

και το πέλαγος που τον σφιχταγκαλιάζει.

Η σιωπή παιανίζει

στο πέρασμα της άμαξας,

με το γυμνό ζευγάρι της αιωνιότητας

και οδηγό-ίσκιο, τον γιο των Ναϊάδων,

Ερμαφρόδιτος άκουγε

και στον κόλπο λιμνόβιας Νύμφης πνίγηκε.

Στου φεγγαριού τη χάση,

η πλανεύτρα Θάλασσα,

λεύτερη  και μόνη Κυρά,

τ’ αγριοθύμαρο  φιλεί και

με ηδονική αρμύρα

χαϊδεύει τα βρεχάμενα

του Βράχου.

Ο άνεμος υποκλίνεται,

αιχμάλωτος ,στο άρωμα της ωραιότητας

Πάγκαλος Φύσης.

Βροντή σε τυφλά ώτα,

κεραυνός σε αγέννητους οφθαλμούς,

δροσιά ανοιξιάτικου φύλλου λεμονιάς.

Βουβή σιωπή,

Έρωτας-Ζωή.

Ο «Οδυσσέας» πάντα θέλει να γυρίσε στην «Ιθάκη του».

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

ΣΤΑΖΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΜΝΗΜΕΣ / Μιχαλόπουλος Γεώργιος


Στα ακατοίκητα λιβάδια της φαντασίας,
γυμνές καλπάζουν οι λέξεις,
πάνω σ άλογο τυφλών επιθυμιών.
Ενας ζηλιάρης άνεμος,
για να εκδικηθεί την ερωτική του απογοήτευση με τα απειθαρχα σύννεφα,
συγκεντρώνει στρατιά βροχής,
για να εκδικηθεί την στυγνή τους απόφαση.
Αφήνω την βροχή να ξεπλύνει στο πρόσωπο μου τα σημάδια της αυπνης και κουρασμένης επιμονής.
Στις φωλιές της ψυχής κουρνιάζω,
φτιάχνοντας προχειρο καταφύγιο,σε δίνες μιας απρόσμενης ταραχής
ζω την δική μου πραγματικότητα, στις εσοχές των κορμών της αισιοδοξίας.
Διαποτισμένος από μια νοσταλγία αγνώστου προελεύσεως
ψάχνω ν ανακαλύψω τις πτυχές μου,
κομματιασμενο σύννεφο απο την ισχυρή καταιγίδα,
με λύσσα χτυπά ο άνεμος τα σωθικά της νύχτας,
αυλακωνοντας τον ορίζοντα ο κεραυνός της τόλμης.
Στις πόλεις η κυκλοφορία της ανεμελιάς στις φλέβες του ενθουσιασμού μειώνεται,
τα γερασμένα σπίτια των φτωχών δεν κρύβουν μυστικά,
δεν θα επιστρέψω νωρίς τα κλοπιμαία όνειρα.
Νύχτα μοχθηρή,
ακαθόριστης φοβίας,
το φώς στα δωμάτια μπαίνει διστακτικά,
βάφει τα γυμνά σώματα μ' ένα φτερό ,
απλωνοντας σκιές κι ενα επίδεσμο στις πληγωμενες απο το περπατημα σε μνήμες φλέβες της καρδιάς.
Οι ανάσες ταξιδεύουν το βλέμμα,
συνυπάρχουν με τις παράφορες αισθήσεις,
αποξεχνιεμαι σ ενα θαμπό ταξίδι με δάκρυα για ναύλα
και κραυγές του οδηγου στις στασεις μοναξιας.
Κρύβω στα φύλλα της καρδιάς
μια λεπτή χορδή ευαισθησίας.
Ξεθάβω απο το κρυμμένο αλφάβητο σιωπές,
και ταριχεύοντας τις σταγόνες βροχής,
σε σταλακτίτες μεταλλάσονται οι αργόσυρτες ραψωδίες.

Ελένη Τσαρουχά : Οι προσμονές δεν στερεύουν στη θέα του ανέφικτου...


"Ειμαρμένη"

Αφήσαμε τις σκέψεις μας

εσκεμμένα να αποδράσουν

από τη φυλακή της άρνησης,

μα δεν αντάμωσαν ποτέ..

κι απέμεινε ένα όνειρο ημιτελές,

μετέωρο,

τρομαγμένο,

απεγνωσμένο,

ν' ακροβατεί σε τεντωμένα σχοινιά

και σε οροφές κτηρίων εγκαταλελειμμένων,

που σφύζουν από θορυβώδεις απουσίες..

Κι όμως η αλήθεια,

ανυποχώρητη επανέρχεται,

περιστρέφοντας τον τροχό της ειμαρμένης•

εξακοντίζει βέλη πύρινα,

στοιχειώνοντας τις λαβωμένες θύμησες,

του παρελθόντος του απρόσκλητου...

**

"Όρκος"

Οι προσμονές δεν στερεύουν

στη θέα του ανέφικτου•

αιώνια ανυπότακτες,

σπάνε τα δεσμά χρόνων ανελέητων,

ορίζοντας αέναα τη ρότα των ανέμων,

χτίζοντας τις πύλες του αδιανόητου

μ' αστέρια και πέτρινες γροθιές

φωτιές και δάκρυα..

κι εκεί.. στ' ουρανού τα αδιάβατα ύψη,

καταθέτουν όρκο ιερό,

το ανέσπερο φως του ονείρου,

στην άσβεστη φλόγα του απείρου

να γεννιέται κάθε που πεθαίνει..

 

**

"Έλξη"

Έλξη ακαταμάχητη,

υφαίνεις το μυστήριο της αγρύπνιας,

στους ιστούς ανεκπλήρωτων πόθων•

έκσταση μυστηριακή,

ως λάβα, από τα έγκατα της γης

αναγεννιέσαι αέναα..

ζωοδόχα πνοή της νιότης της ανέσπερης,

πυροδοτείς εκρήξεις αλλεπάλληλες

σε παλμούς που ξεδιψούν

με τ' αθάνατο νερό του ατέρμονου...


Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

[ Να κρατάς ορθό τ' ανάστημα τ' ανθρώπου...] / Αλεξιάδης Χρήστος

 Να κρατάς ορθό τ' ανάστημα τ' ανθρώπου,

όπου βρεθείς κι όπου σταθείς,
με μαρτυρία συγγενόπιστη της αλήθειας,
χωρίς πολλές φανφάρες και φιοριτούρες,
κι αυτή η πράξη σου να είναι
μύηση μα και προς μίμηση
και προπάντων έμπνευση
για την νέα γενιά ,
γιατί αν υπάρχει μια πιθανότητα
να αλλάξει κάτι,
οι μη έχοντες θώκους και φόβους
θα τολμήσουν το άλμα
προς μια ανώτερη αρμονία,
κι αν σώσεις τα παιδιά
αυτά θα σώσουν κι εσένανε....

Αλεξιάδης Χρήστος (Μικρό βιογραφικό)

 

 Γεννήθηκε στους Τοξότες Ξάνθης και από μικρός διακρινόταν για την περιέργεια του σε νέα πράγματα αλλά και την διάθεση του να φτιάχνει καινούριες λέξεις. Τον δρόμο των γραμμάτων τον ακολούθησε μέχρι και το πανεπιστήμιο και μετά από δαιδαλώδεις δρόμους της ζωής έγινε κομιστής αυτών (ταχυδρόμος γαρ). Συνεχίζει να γράφει κυρίως ψυχανεμίσματα (τα λες και ποιήματα) αλλά παράλληλα ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο, την φωτογραφία και τον χορό. Αρθρογραφεί σε εφημερίδα της Δράμας στην στήλη ‘ Ποίηση’ και έχει συμμετοχή σε ηλεκτρονικές συλλογικές εκδόσεις ποιημάτων. Η ποίηση συνεχίζει να αποτελεί τρόπος της ζωής του και να αντλεί απ’ αυτήν ενέργεια και χαμόγελο.

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

Σερενές Παρασκευάς Αλέξανδρος / Βιογραφικό σημείωμα

 Ο Σερενές Παρασκευάς Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πύλο της Πελοποννήσου τον Ιανουάριο του 1936 και απεβίωσε το 2021. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Marburg της «τότε» Δυτικής Γερμανίας και στο Mainz, όπου και αναγορεύτηκε Διδάκτορας της επιστήμης του το 1964. Εξειδικεύτηκε στην Γενική Χειρουργική, την Τραυματολογία και στην Ορθοπεδική. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Κασταλία, Αντιπαραθέσεις, Αιολικά Γράμματα, Νέα Αριάδνη, Νέα Σκέψη, Πειραϊκά Γράμματα, Η Λέξη, Ίαμβος, Ιθώμη, Φιλολογική Στέγη, Κοινωνικές Τομές, Ομπρέλα, Αργοναύτης, Οδός Πανός, Νουμάς), συλλογικούς τόμους και ανθολογίες.Υπήρξε μέλος της Πανελλήνιας Εταιρείας Λογοτεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρών Λογοτεχνών, της Ομάδας Καλλιτεχνών Παλαιού Φαλήρου, της Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων, και του Αττικού Πνευματικού Ομίλου. Έχει βραβευτεί με το πρώτο βραβείο ποίησης στον Πανελλήνιο διαγωνισμό – Δελφικές Αμφικτιονίες, στους Δελφούς το 1991. Το 1997 βραβεύεται από την Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων, όπως και το 2005. Τέλος με το Ροδίνειο πρώτο βραβείο ποίησης.

Εργογραφία: 
  •  1990 «Περπατώντας στον κόσμο».    
  • Ανάγνωση κειμένου
  • Τριήρεις Νέστορος
  • Γραμμική γραμμή βήτα 
  • Δανείζομαι φως 
  • Ηνίοχος
  • Πυρρίχιος
  • Ο χρυσός της Πύλου 
  • Ες Πύλον ημαθόεντα
  • Equus του ανεξήγητου ωραίου
  • Τέμνειν το φως

[ Θάνατος ] / Σερενές Παρασκευάς Αλέξανδρος

 Θάνατος, 
όταν τα χέρια δεν (μπορούν να) 
κρατούν το ψωμί, 
θάνατος σημαίνει 
ακίνητα χέρια. 
Έπεσε σκότος γύρω, 
μέσα μας, 
στο μεγάλο δωμάτιο με το νεκρό 
είχαν σωπάσει οι θόρυβοι. 

Τι είναι ποίηση / Παρασκευάς - Αλέξανδρος Σερενές

 Αφαίρεση του περιττού, 
λέξεις ίδιες με χρώματα 
υποδέχονται το φως, 
θάλασσα που δεν γεμίζει με ποτάμια 
ήταν εδώ από την αρχή. /

Δείχνει την αλήθεια, είναι. 
Συλλαβίζοντας, από την γραμμική Β γραφή 
έφτασε στις ημέρες φορτωμένη σύνθεση. 
Βλέπω τον Όμηρο να συγυρίζει (ή τακτοποιεί) 
τις παμπάλαιες σελίδες του 
με τις πολύδενδρες λέξεις. 

Αυτά για την ποίηση, 
αρκεί να την ζητάς 
όπως ο Goethe την Ελλάδα 
με τα μάτια της ψυχής. 
Πώς να αλλάξεις τα χρώματα 
που καρφώνουν τον ήλιο; 

Ποίηση είναι ο λυρικός χιτώνας της ύπαρξης, την ντύνει.

ΤΑ ΔΙΑΟΛΙΚΑ ΧΡΩΜΑΤΑ / Λόλιου Εύα



Ε, δεν έχει πια ιερό και όσιο τούτη η γη, πως αυτή τα κάνει όλα , κι αλλάζει τα σύννεφα στον ουρανό, τ΄αγριεύει. Και την θάλασσα σκέτο θεριό, να καταπιεί το καράβι, το σπίτι, τις δυο μου κατσίκες και την ελιά μου τη νόστιμη, π' αλμύρισαν αλλιώτικα οι καρποί απ' τα χάδια της. Κι ύστερα μωρέ λένε γιατί χωρίζουν οι άνθρωποι.. Για δες εδώ τους αγγέλους του Θεού πως ξελογιάζουν ο ένας τον άλλονε, με σκέρτσα και τρικλοποδιές..
Ήτανε μέρες που δε χόρταινα την ομορφιά της, πήγε κι άνθισε στον γκρεμνό αντίκρυ απ' τα πρασινογάλανα νερά της θάλασσας μπουκέτα κατακόκκινα με παπαρούνες. Κι ερχόταν το κόκκινο καίκι να ρίχνει τα δίχτυα του μπρος στα κάλλη της μια το πρωί και μια το βράδυ. Τυχαίο ήταν, δε γνωρίζω, μα κείνες τις φορές βρισκόμουν πίσω απ' τα φύλλα τους κι άλλος αν με έβλεπε θα 'λεγε πως μάτιασα τούτο τον έρωτά τους.
Δεν είχα δόλο στο μυαλό, δε ζήλεψα δράμι μα κι εγώ είχα δυο ματάκια έρμα που τέτοια εικόνα δεν είχαν συναντήσει στη πλάση. Πως καθρεπτίζονταν τα πέταλά τους στο γαλάζιο κι έφτανε η πλώρη του τρυφερά κι άγγιζε με το κόκκινο της ξύλο τ΄άνθη.. Κι ακριβώς εκεί στο πρώτο ερωτικό τους χάδι, να σου ο κάτασπρος γλάρος να βουτά στο γυαλί που ήλθε απρόσκλητη μια τροφαντή ζαργάνα, να σου η θάλασσα π' άφριζε ξάφνου κι έσπρωχνε προς τ' ανοιχτά το καίκι..
Αναστέναζε ο Παναγής μαζεύοντας τ' αδειανά του δίχτυα και μιλούσε στο Θεό.
'' Ωχ θεέ μου'', στέναζε πολλές φορές που 'χε καημό η βάρκα του να ζευγαρώσει μ' άγγελο.
'' Ωχ θεέ μου , θα περάσει τούτη η ζωή, έτσι γκρίζα κι άψαρη'', του μιλούσε.. Γιατί είχε μια τρέλα αλλιώτικη αυτός ο καπετάνιος, πίστευε στα καλά μάγια που θα φέρουν μεγάλη ψαριά στα σανίδια του και που τον έβρισκες που τον έχανες, έφτιαχνε συνοικέσια ανάμεσα στ' αγγελούδια! Και μόνο ένα κακό του βρίσκω σ' όλο αυτό, που πίστευε πως το καίκι του ήταν ξέχωρο απ' τα ανθρώπινα ποιήματα, λες κι ο ίδιος ήταν άγιος ή θεός!
Έκαμα να φύγω, δεν άντεχα άλλο αυτή την παραφροσύνη.
Δυο βήματα είχα κάνει κι έπεσε πάνω στα μπουκέτα ένας μαύρος κεραυνός, κι ύστερα σα πόλεμος, μπαμ, μπουμ!
Να σου το σκάφος ξαπλωτό στα βράχια, να σου κι ο Παναγής μέσα στο αίμα! Θύμωσε κι η θάλασσα τόσο, που με λύσσα χτυπούσε τ' άψυχα κορμιά τους στ' ακρογιάλι. Έτρεξα αλαφιασμένος να φτάσω στο καλύβι , πουθενά οι κατσίκες, φευγάτα στον ουρανό τα παραθύρια, τσακισμένη η βάρκα μου και λιπόθυμη απ' τον τρόμο. Πιάστηκα απ' την ελιά, κι αυτή έγειρε στον ώμο μου λυπημένη που έκλαιγα πολλές ώρες με κλειστά τα μάτια.
''Ας με έπαιρνε και μένα ο άνεμος, μ' άξιζε θεούλη μου,
που θαύμασα τα διαολικά τούτα χρώματα, που 'βαψε η γης τις αθώες παπαρούνες..''
-------------

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟΥΤΗ Η ΠΑΤΡΙΔΑ / Νίκος Δημογκότσης

 

Λοιπόν! εδώ που στεκόμαστε, εδώ που μένουμε,
εδώ στο υπνοδωμάτιο που βλέπουμε τα όνειρα,
καλά είμαστε...που να βαδίζουμε τώρα
και να πηγαίνουμε σε άλλους Τόπους,
σε άλλα ήθη και έθιμα,
σε άλλες κρήνες νερό να πιούμε...που να πηγαίνουμε...
Ίδια ανατέλλει ο ήλιος,
και ίδια ξεπροβάλλει στον ουρανό η χαριτωμένη
πανσέληνος,
και τ΄ αστέρια ίδια λαχταρούν τον διάττοντα θάνατο...
Που να τρέχουμε λοιπόν! Καλά είμαστε εδώ,
στην ακριβή μας Ελλάδα.
Μόνο να! Λίγο πιο πολύ να την αγαπήσουμε,
λίγο πιο πολύ να την νοιαστούμε,
και από τα γόνατα που βρίσκεται,
ορθή να την σηκώσουμε
και υπερήφανοι μαζί της να πούμε:
Τούτη η Πατρίδα, το πέταγμα και το σπίτι μας.
Τούτη η Πατρίδα το σώμα και το αίμα μας.
Τούτη η Πατρίδα η γνώση και η δύναμη μας!
Κι αν ξένος ή δικός,
θελήσει να την τελειώσει,
η Θέληση μας τρομερή, θα τον εξαϋλώσει!...

"Όρκος" της Ελένης Τσαρουχά


Οι προσμονές δεν στερεύουν
στη θέα του ανέφικτου•
αιώνια ανυπότακτες,
σπάνε τα δεσμά χρόνων ανελέητων,
ορίζοντας αέναα τη ρότα των ανέμων,
χτίζοντας τις πύλες του αδιανόητου
μ' αστέρια και πέτρινες γροθιές
φωτιές και δάκρυα..
κι εκεί.. στ' ουρανού τα αδιάβατα ύψη,
καταθέτουν όρκο ιερό,
το ανέσπερο φως του ονείρου,
στην άσβεστη φλόγα του απείρου
να γεννιέται κάθε που πεθαίνει..

OTAN / Κώστας Καρούσος

 Όταν χρυσίζουν τα μήλα την άνοιξη
κι΄όταν βάφεται μεσονύχτι ο τοίχος,
σαν απολίθωμα ορυκτό λάμπεις
και την όψη του προσώπου σου κρύβεις !!
Όταν τα παιδιά κρατούν
τον αχνιστό καιρό παραμάσχαλα
κι΄αψηφούν τα κρυόνερα του κόσμου,
σαν παιδί πρωτότοκης λύπης γίνεσαι,
που δίσεχτα χρόνια σωριάστηκε
στο κατώφλι σου ο καιρός.
Στο συναπάντημα των δακρύων τους,
υγραίνεται η ψυχή σου, κι ένα βήμα
στο ξέφωτο μονοπάτι σου κάνεις !!

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

ΣΕ ΑΓΓΙΖΩ / Νόρα Ξένου


Σε αγγίζω,
ναι σε αγγίζω με τα δάχτυλά μου θέλοντας να σε νιώσω,
γιατί εσύ δεν είσαι ένας κοινός άνθρωπος!
Το πρόσωπό σου είναι φωτεινό με μια πρωτόγνωρη ομορφιά
και το κορμί σου αψεγάδιαστο από τις φθορές του χρόνου.
Αδημονώ κάθε φορά να βουτήξω τη γλώσσα μου στη γεύση
που αφήνει το σώμα σου τρέφοντας την ψυχή μου
από το νάμα του κορμιού σου.
Μια γεύση που εμπεριέχει πόθο, επιθυμία, αγάπη και έρωτα,
σε ένα συνταίριασμα ανυπομονησίας για τη συνεύρεση
και έκρηξης του καταπιεσμένου πάθους.
Κοίταξε τον καπνό που αφήνει η φλόγα
του πάθους μας στο πέρασμά της.
Αχνοφαίνονται οι γυμνές φιγούρες μας
και τα πρόσωπα χαρούμενα
σαν να ζουν στον ίδιο τον παράδεισο.
Μάθε πως μου λείπεις σε κάθε ανάσα μου,
σε κάθε ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων μου,
είσαι η ζωή μου και η έμπνευση των στίχων μου.
Μείνε κοντά μου, μείνε!
Η τρέλα μου για σένα δεν έχει εξαντληθεί ακόμα,
επιθυμώντας να ποτίσω το κορμί σου
με το αίμα της ψυχής μου
φωνάζοντας το όνομά σου!

ΣΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ ΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ / Μικέλης Αντώνης


Τον πόνο ρίχνεις βρε ζωή στου ναυτικού τη ράχη,
σαν φεύγει από το πέλαγος και φθάνει στο λιμάνι,
σε άλλο μαύρο πέλαγος αρχίζει άλλη μάχη,
στο πέλαγος το σκοτεινό και του καπνού ντουμάνι.
Στο πέλαγος τούτο της βρωμιάς και της ακολασίας,
θυμάται που ναυάγησε και όρκο είχε κάνει,
ζητώντας την απόλαυση σε ώρα απελπισίας,
τώρα ζητά τη λύτρωση τον πόνο του να γιάνει.
Και να ξεχάσει προσπαθεί ο νους του όσα βγάζει,
της ναυτικής του της ζωής στα διάφορα πελάγη,
στο πέλαγος τ’ ωκεανού π’ ο θάνατος ουρλιάζει,
στο πέλαγος του λιμανιού της ηδονής αρπάγη.
Το αλκοόλ για συντροφιά την νικοτίνη αρπάζει,
πόνος βαρύς της μοναξιάς παντού τον αγκαλιάζει,
σαν τα ποτήρια γρήγορα αδειάζουν και γεμίζουν,
τα χνώτα, η ανασαιμιά, μαύρο καπνό μυρίζουν.
Και προσπαθεί με το ποτό τον πόνο του να πνίξει,
για να γλυκάνει την καρδιά σ’ αυτήν εδώ την άκρη,
στο πέλαγος της λησμονιάς τις πίκρες του να ρίξει,
αρμύρα έχει η θάλασσα αρμύρα και το δάκρυ.
Να νιώσει λίγη ζεστασιά να νιώσει αναγάλλια,
να φθάσει σε χαράς κορφές έστω για λίγο μόνο,
και η ματιά του να σταθεί σε ρόδιν’ ακρογιάλια,
ΧΑΡΕΣ που ξεπληρώνονται μονάχα με τον ΠΟΝΟ.
-------------
Απονομή Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟΥ από τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ
ΟΜΙΛΟ ΚΥΠΡΙΩΝ στον Παγκόσμιο Λογοτ. Διαγωνισμό 2018

------------ ΑΡΚΤΙΚΗ ----------- / Φιλιππάκης Γιάννης


Είναι η ώρα
που χωρίς φανάρια η πόλη
και του πολικού τα ρολόγια
το ολόλευκο δείχνουν.
Πουθενά βλάστηση,
μόνον κάτι ανοίγματα
και ξιφοφόροι δελφίνια
να διασταυρώνουν τον έρωτα.
Παγόβουνα τείχη
στων καιρών τον ορίζοντα
κι ένας μοναχικός θηρευτής,
της αγάπης ουτοπίες
να στήνει παγίδες.
Είπε λιμάνια να χτίσει
νά’ ρθει με μπάρκο η άνοιξη,
μα χώμα πού να’ βρει…
Κρύο παντού
απ’ της ψυχής τις γεννήτριες.
Μόνο κάτι χαλίκια ολοστρόγγυλα,
δουλεμένα στην κατηφόρα των δακρύων.
Άξονα νοητέ
λίγο πιο κει στάσου
να αλλάξουν οι καιροί,
να φυτρώσουν της δικαιοσύνης οπωροφόρα,
να ευτυχίσουν οι ανθοκόμοι του ήλιου,
να γεννηθούν τα χαμογελαστά των αγγέλων
αύριο…

ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΑΣ / Κατερίνα Πήττα


Μάνα, ψωμί όλης της γης,
ανασαιμιά του κόσμου,
μοσχοβολιά τα στήθια σου
βασιλικού και δυόσμου!
Μάνα, τα χέρια σου αγρός
κι η αγκαλιά μποστάνι,
μάνα, καντήλι Παναγιάς,
της άνοιξης φουστάνι!
Μάνα 'λαφίνα της πλαγιάς,
του αργαλειού γιορντάνι,
μάνα, γυναίκα και ζευγάς,
μ' αλέτρι και δρεπάνι!
Μάνα νερό ξεδιψασμού
και χορτασιάς λιμάνι,
ραίνουνε τον ιδρώτα σου,
άγγελοι με λιβάνι!
Μάνα, στα άγια χέρια σου
λάδι, κρασί και στάρι,
φεγγοβολούν τα μάτια σου,
τον ήλιο, το φεγγάρι!
Μάνα, μαντριού βασίλισσα,
του κάμπου πριγκιπέσσα
μάνα της φτώχειας φόνισσα,
των "ζωντανών" γιατρέσα!
Μάνα μου, απροσκύνητη,
μάνα φωτιά και χάδι,
μάνα γλυκιά μοσχοβολιά,
της πλάσης το υφάδι!
Μάνα μου, αφτιασίδωτη,
μάνα μου αδικημένη,
μάνα μου αταξίδευτη
και πολυδουλεμένη!
Τα ροζιασμένα χέρια σου
δος μου να τα φιλήσω,
τα ασημένια σου μαλλιά,
γλυκά να προσκυνήσω!