Στα ακατοίκητα λιβάδια της φαντασίας,
γυμνές καλπάζουν οι λέξεις,
πάνω σ άλογο τυφλών επιθυμιών.
Ενας ζηλιάρης άνεμος,
για να εκδικηθεί την ερωτική του απογοήτευση με τα απειθαρχα σύννεφα,
συγκεντρώνει στρατιά βροχής,
για να εκδικηθεί την στυγνή τους απόφαση.
Αφήνω την βροχή να ξεπλύνει στο πρόσωπο μου τα σημάδια της αυπνης και κουρασμένης επιμονής.
Στις φωλιές της ψυχής κουρνιάζω,
φτιάχνοντας προχειρο καταφύγιο,σε δίνες μιας απρόσμενης ταραχής
ζω την δική μου πραγματικότητα, στις εσοχές των κορμών της αισιοδοξίας.
Διαποτισμένος από μια νοσταλγία αγνώστου προελεύσεως
ψάχνω ν ανακαλύψω τις πτυχές μου,
κομματιασμενο σύννεφο απο την ισχυρή καταιγίδα,
με λύσσα χτυπά ο άνεμος τα σωθικά της νύχτας,
αυλακωνοντας τον ορίζοντα ο κεραυνός της τόλμης.
Στις πόλεις η κυκλοφορία της ανεμελιάς στις φλέβες του ενθουσιασμού μειώνεται,
τα γερασμένα σπίτια των φτωχών δεν κρύβουν μυστικά,
δεν θα επιστρέψω νωρίς τα κλοπιμαία όνειρα.
Νύχτα μοχθηρή,
ακαθόριστης φοβίας,
το φώς στα δωμάτια μπαίνει διστακτικά,
βάφει τα γυμνά σώματα μ' ένα φτερό ,
απλωνοντας σκιές κι ενα επίδεσμο στις πληγωμενες απο το περπατημα σε μνήμες φλέβες της καρδιάς.
Οι ανάσες ταξιδεύουν το βλέμμα,
συνυπάρχουν με τις παράφορες αισθήσεις,
αποξεχνιεμαι σ ενα θαμπό ταξίδι με δάκρυα για ναύλα
και κραυγές του οδηγου στις στασεις μοναξιας.
Κρύβω στα φύλλα της καρδιάς
μια λεπτή χορδή ευαισθησίας.
Ξεθάβω απο το κρυμμένο αλφάβητο σιωπές,
και ταριχεύοντας τις σταγόνες βροχής,
σε σταλακτίτες μεταλλάσονται οι αργόσυρτες ραψωδίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου