Σελίδες

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

1/1/2013 [Θέλω να βγω στο δρόμο ντυμένη

Θέλω να βγω στο δρόμο ντυμένη,
 γδυμένη από σκέψεις και πράξεις που βαφτίστηκαν λάθη.
 Με λευκή δαντέλα θηλιά στο λαιμό,
 με μαύρο πετσί λουστρίνι,
 να καθρεφτίζει του ουρανού τα πιο μύχια πάθη.
 Θέλω να βγω στο δρόμο ντυμένη,
 με μία ομορφιά στο σβησμένο πρόσωπό μου.
 Γερά να κρατώ της πρόποσης το ποτήρι,
 για ένα πλήθος ψυχρό μυωπικό,
γευόμενη τα φιλιά του Ιούδα στο λαιμό μου.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσ/νίκης : Βραβεία 1963


Α’ βραβείο: «Πέταξε ένα πουλί» (Γιάννης Βογιατζής – Νινή Ζαχά / Κώστας Κλάβας – Αλέξης Αλεξόπουλος)
Β’ βραβείο: «Εδώ τελειώνει ο ουρανός» (Τζένη Βάνου – Ζωή Κουρούκλη / Κώστας Κινδύνης – Μίμης Πλέσσας)
Γ’ βραβείο: «Άκου» (Τζένη Βάνου – Νίκη Καμπά / Τάκης Παναγόπουλος – Αλέκος Γεωργιάδης)

Δ’ βραβείο: «Που πάτε κύριε» (Νάντια Κωνσταντοπούλου – Λόλα Τσακίρη / Νάντια Κωνσταντοπούλου – Τάκης Μωράκης)

====

ΣΤΙΧΟΙ



Α’ βραβείο: Πέταξε ένα πουλί (στίχοι: Αλέξης Αλεξόπουλος)


Πέταξε ένα πουλί κι ήρθε και φώλιασε στην καρδιά
κι έφερε ένα φιλί απ’ τη στεριά την αντικρινή
Πέταξαν δυο πουλιά κι ήρθαν και χτίσανε μια αγκαλιά
και μες στο δειλινό τραγούδι σκόρπισαν σιγανό

Κι άνοιξε η αγκαλιά, κι άνοιξ’ η θάλασσα η γαλανή
κι έσμιξ’ η ακρογιαλιά με τη στεριά την αντικρινή

Ρόδισε η ανατολή, ξύπνησ’ η μέρα μες στην καρδιά
κι έφυγε το πουλί να φέρει μήνυμα και φιλί

Πέταξε το πουλί, πάει στη στεριά την αντικρινή

Κι άνοιξε η αγκαλιά...
Ρόδισε η ανατολή...

Πέταξε το πουλί, πάει στη στεριά την αντικρινή

Ρόδισε η ανατολή...

Πέταξε το πουλί, πάει στη στεριά την αντικρινή


====

Β’ βραβείο: Εδώ τελειώνει ο ουρανός (στίχοι: Κώστας Κινδύνης)


Εδώ τελειώνει ο ουρανός
εδώ είν’ ο κόσμος σκοτεινός
εδώ το βράδυ απλώνει.
Εδώ που η αγάπη μας τελειώνει.

Την τύχη σου, τον δρόμο σου
την μοίρα σου απόψε τα διαλέγεις
και παίρνεις την ανάσα νου
στο γέλιο σου και φεύγεις.

Κι εδώ τελειώνει ο ουρανός...

====

Δ’ βραβείο:Που πάτε κύριε (στίχοι: Τάκης Μωράκης) 


Πού πάτε Κύριε, πώς μας περνάτε,
γιατί γελάτε με των άλλων την καρδιά,
Πού πάτε Κύριε, πώς μας περνάτε,
και δε μας παίρνετε και μας στα σοβαρά

Ήταν καπρίτσια του Μάη θα πεις.
μοτίβα γλυκά ξεχασμένα,
ήταν για σένα παιχνίδια στιγμής,
δεν ήταν το ίδιο για μένα.

Πού πάτε Κύριε, πώς μας περνάτε,
γιατί γελάτε με των άλλων την καρδιά,
εγώ δε γέλασα, εγώ δεν έπαιξα.
μόνο π’αγάπησα πολύ, σε μια βραδιά


====


 
 ====
 ======

ένα σονέτο για το Λορέντζο


κι αν πέρασε καιρός, εσύ δε λησμονιέσαι
ένας αγέρας ήσουν, της ζωής το φως
που άφησε τη λάμψη του να βλέπω πώς
τα βράδια στα κρυφά με συλλογιέσαι

μαργώνουν τα πουλιά στην καταιγίδα
φωλιάζουν μόνα, μες στον κρύο το βοριά
παράξενη σαν πέφτει τώρα καταχνιά
μαζεύει ο ήλιος τη στερνή αχτίδα

η άνοιξη απρόσμενα θα ντύσει
διαβαίνοντας το δρόμο το μακρύ
τα λούλουδα του μάη μας θα βάψει

μοσκοβολιά θ' απλώσει, θα σκορπίσει
σαν πέπλο μες του κάμπου τη γιορτή

το δάκρυ το στερνό τώρα να πάψει.

ΚΑΘΑΡΣΗ

Φύσηξε τ΄ αγριοβόρι,
σήκωσε την άμμο
και την έριξε στα μάτια μας, 
για να μην βλέπουμε 
τις ελπίδες των ονείρων μας.
Γιατί φυσά ψαμηλά ο βοριάς;
Γιατί δε φυσά ψηλά, 
να διώκει τα νέφη
και να λάμπει ο ήλιος;

ΟΤΑΝ ΕΙΡΗΝΗ

Όταν 
ειρήνη
σταματήσουν οι πόλεμοι
οι εξουσίες 
να πουλάνε 
τον λαό
οι άρχοντες 
θα λένε
την αλήθεια
στον λαό
τότε ειρήνη
ειρήνη ξακουστή 
θα υπάρξεις 
στις καρδιές
όλου του κόσμου.
Όταν ειρήνη....

ΤΟ ΠΑΛΤΟ

Τυλίχτηκες σ΄ ένα χοντρό παλτό.
Ρίγος διαπερνά τα σωθικά σου, 
τα χέρια ξύλιασαν, 
ματώσανε τα χείλη 
τα μάτια σου θολώσανε, 
τα δόντια σου χτυπούν, 
το πρόσωπό σου πάγιασε.
Όσο κι αν ψάχνεις ζεστασιά, 
όσο κι αν χώνεσαι μέσα στο παλτό σου 
πάντα τρυπώνει η παγωνιά. 
Η μοναξιά παγώνει την καρδιά σου.

ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Μια ζωή δουλειά κι αγώνα
-πόσα φτιάξαμε καλά;-
Μια ζωή σκληρή μ΄ ελπίδες 
και με όνειρα πολλά.

Για τα έργα μας που τόσο 
εργαστήκαμε σκληρά, 
θα γελάσουμε μια μέρα 
ή θα κλάψουμε πικρά. 

Η ΑΜΟΙΒΗ ΜΟΥ

Ένα παιδί, αρκετά που κοντά μου μαθήτεψε, 
μου γύρισε πίσω τις γνώσεις που δεν του χρησίμεψαν, 
τις ιδ'εες μου που δεν μπόρεσε ν΄ ασπαστεί. 
Μου επέστρεψε την ομορφιάπου δεν άντεξε των ονείρων μου, 
και την μαχητικότητά μου, που τη βρήκε πολύ ήπια.
Κρατά όμως την αγάπη μου, το συγκινεί η αγωνία μου
και κατακτά την ελευθερία του με δική του ευθύνη.
Αυτή είναι η μέγιστη, η ανεκτίμητη αμοιβή μου. 

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Ποιος ήταν ο φονιάς του αδερφού μου;


Του Π. Ένιγουεϊ

Το άκουσα για πρώτη φορά καλοκαίρι του ’65, εγώ εφτά χρονών. Το γιούσουρι, το στοιχειωμένο δέντρο στο βυθό, στην είσοδο του Παγασητικού, κοντά στο Τρίκερι. Κανείς δε μπορούσε να το περιγράψει ακριβώς. Όσοι κατάφεραν να το πλησιάσουν και να το δουν δεν τους ξαναείδαν. Απλώς ξέραμε ότι υπάρχει, ότι είναι κάπου εκεί, νότια απ’ το Τρίκερι, και ότι είναι κάτι σα δέντρο. Στην Κατοχή είχαν δοκιμάσει να το φτάσουν και τρεις δύτες, δύο Γερμανοί κι ένας Ιταλός, αλλά επέστρεψε μονάχα ο τελευταίος.
«Είναι ξύλινο». «Από λάστιχο». «Σιδερένιο». «Σα βελανιδιά». «Ψηλό σαν κυπαρίσσι». «Ριζωμένο βαθιά, όπως ο πλάτανος». «Σα χταπόδι». «Έχει κλαδιά που κινούνται σα δαγκάνες κάβουρα». Φήμες. Μόνο φήμες. Κανείς δεν ήξερε πραγματικά πώς ήταν. Άκουγα τους ψαράδες να μιλούν για αυτό με σεβασμό, αν όχι φόβο. Άντρες που είχαν πολεμήσει στην Αλβανία, στο Ελ Αλαμέιν, στο Ρίμινι, και αργότερα στην «κόκκινη ανταρσία», άκουγαν για το γιούσουρι και ξεροκατάπιναν, έχαναν την μιλιά τους, σταματούσε η αναπνοή τους. Δε μπορούσα να το πιστέψω. Άντρες που είχαν περάσει τόσες κακουχίες, μάχες, αρρώστιες, πείνα, να μην μπορούν να ξεριζώσουν ένα δέντρο! Που είχαν δει το θάνατο τόσες φορές μπροστά τους και άλλαζαν χρώμα για ένα δενδρύλλιο!
Ε λοιπόν, θα το ’κοβα εγώ! Το ’χα βάλει σκοπό! Από το καλοκαίρι εκείνο ένα όνειρο είχα: να κατέβω στο βυθό μ’ ένα τσεκούρι, να του κόψω τα κλαδιά ένα ένα και μετά τον κορμό και να το σύρω με το καΐκι ως το λιμάνι του Βόλου και να το παρατήσω δίπλα στα «ψαράδικα». Αυτό ήθελα. Και μετά να δω τις γυναίκες να το κοιτάζουν και να σταυροκοπιούνται, τους ψαράδες να ζητωκραυγάζουν και τους υπόλοιπους να με φθονούνε. Αυτό και τίποτα άλλο. Και θα έπαιρνα για γυναίκα την πιο όμορφη του κάμπου.
Αλλά ένα τρέμουλο με έπιανε έπειτα, ένας φόβος, ένας πανικός… Όχι για το δέντρο, όχι: η ιδέα ότι κάποιος θα με προλάβαινε και θα το ξερίζωνε πρώτος, αυτό ήταν που με τρέλαινε! Αλλά έπειτα καθησύχαζα τον εαυτό μου. Το γιούσουρι ήταν εκεί στο βυθό για μένα. Εμένα περίμενε για να το πετσοκόψω. Ήταν η μοίρα του να πάει από μένα. Έτσι έδινα θάρρος στον εαυτό μου.

***

«Τζίφος! Τράβα για το λιμάνι!» φώναξε ο καπετάν Αντρέας στον τιμονιέρη. «Πάμε να πιούμε κάνα τσιπουράκι!»
Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν, τα μάτια μου θόλωσαν. Από το πρωί είχαμε φέρει βόλτα το μισό Παγασητικό μέσα έξω και δεν το ’χαμε δει πουθενά. Κρύωνα, το σώμα μου είχε μουλιάσει όλη μέρα στο νερό, αλλά αυτό δε με ενοχλούσε. Ούτε ακόμη η ιδέα να ξυπνήσω αύριο με καμιά βρογχίτιδα, με καμιά πνευμονία. 
«Πάμε πίσω! Τα γερόντια όλο το νου τους στα παραμύθια!»
«Άλλη μια βόλτα. Να φέρουμε μία τελευταία. Μία τελευταία, καπετάν Αντρέα, και μετά φεύγουμε…» τον παρακάλεσα ενώ ήμουν κρεμασμένος στην κουπαστή. Κοιτούσα ώρα τώρα επίμονα στο νερό μήπως δω κανένα κλαδί απ’ το δέντρο αλλά τίποτα.
Σεπτέμβριος του ’85, ακριβώς είκοσι χρόνια από τότε που το άκουσα, από τότε που το έβαλα (μοναδικό;) σκοπό της ζωής μου. Χρόνια ετοιμαζόμουν για αυτή τη στιγμή. Ασκήσεις, καταδύσεις με μπουκάλα, χωρίς μπουκάλα, αναπνοές, σημάδι με ψαροντούφεκο, και στη στεριά ασκήσεις και δωσ’ του ασκήσεις, γυμναστική, τρέξιμο, βάρη, και κυρίως κόψιμο δέντρων. Είχα πελεκήσει το μισό Πήλιο, σου λέω! Στο σπίτι είχαμε κούτσουρα για τους επόμενους δέκα χειμώνες… Και τώρα που είχα φτάσει στην πηγή να μην μπορώ να πιω νερό! Και ο καπετάν Αντρέας με το δίκιο του. Βαρέθηκε κυριακάτικα, λογικό. Όλη μέρα πηγαινοερχόμασταν άδοξα. Ξέραμε ότι ήταν κάπου νότια απ’ το Τρίκερι, αλλά πού;  
Τότε είδα τα τιρκουάζ κλαδιά του.
***

Τότε είδα τον τιρκουάζ κορμό του. Κοντά δύο ώρες μέσα στο βυθό, κόντευε να τελειώσει ο αέρας, κι αυτό πουθενά. Ώσπου στην τελευταία βόλτα είδα τον κορμό του. Γαντζωμένο σ’ ένα βράχο ψηλό, με τα κλαδιά του να αιωρούνται, φάνταζε σα δράκος που κοιμότανε με ανοιχτά χέρια. Έμοιαζε σα να ’θελε να με αγκαλιάσει. Ή μήπως να με κατασπαράξει; Το πλησίασα, έλυσα το τσεκούρι μου και ήμουν έτοιμος να του χτυπήσω την πρώτη, όταν είδα να ξεπροβάλει ένας άλλος πίσω απ’ το βράχο. Ποιος ήταν, τι ήθελε; Δε μπορούσα να καταλάβω. Είχε κατέβει κι αυτός με μπουκάλα. Στιγμή που διάλεξε κι αυτός να φανεί… Του έκανα νόημα να φύγει, να πάει αλλού για ψάρεμα, εδώ ούτως ή άλλως ψάρια δεν είχε. Αλλά αυτός δεν έφευγε. «Εδώ είναι επικίνδυνα», αλλά αυτός εκεί, ακίνητος. Τότε κατάλαβα. Ήθελε κι αυτός το γιούσουρι. Δεν υπήρχε περίπτωση. Ή αυτός ή εγώ. Θα το κατάφερνα μόνος μου. Δε χρειαζόμουν τη βοήθεια κανενός. Μια χαρά θα τα κατάφερνα και μόνος.
Τον αγριοκοίταξα και του ’δειξα προς τα πάνω. Μου ’δειξε το δέντρο και μ’ έσπρωξε. Του ’ριξα μια στο στομάχι. Πόνεσε. Αγρίεψε. Όταν συνήλθε τράβηξε μαχαίρι απ’ το πόδι του. Έβαλα το τσεκούρι στη ζώνη μου και τράβηξα ένα μικρό σουγιά. Θα γινόταν μακελειό. Με περίμενε στη θέση του. Μία μαχαιριά ήταν. Όποιος προλάβαινε. Όρμησα κατά πάνω του. Πιαστήκαμε στα χέρια, έπιασε τον καρπό μου, του ’πιασα το δικό του. Ήταν δυνατός. Όχι περισσότερο όμως από μένα… 
Τότε φάνηκε το σκυλόψαρο.

***

Καθόμουν στο ακρωτήρι κι αναπολούσα. Ο ήλιος έδυε. Φθινόπωρο του 2005. Πότε περάσανε είκοσι χρόνια που έχασα τον αδερφό μου… Το θυμάμαι σα χθες. Έσκυψα, πήρα ένα πετραδάκι και το έριξα στη θάλασσα. Φταρνίστηκα. Ένα ψυχρό αεράκι πάγωσε την πλάτη μου. Έκανα όπισθεν το αναπηρικό καροτσάκι και κατευθύνθηκα προς το αυτόματο αυτοκίνητο. Έβαλα μπρος και πάτησα το γκάζι με το αριστερό μου πόδι.         



(Βασίζεται στα Το γιούσουρι
και Οι σφουγγαράδες του Αντρέα Καρκαβίτσα)

πρώτη δημοσίευση: shortstory.gr

Θροίσματα του Σκοταδιού ,,,ποίηση του Λουκά Νικολαίδη

     γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 


  Ο φίλος ποιητής Λουκάς Νικολαίδης, συνεχίζει με το γνωστό του ύφος να συνθέτει τις ποιητικές του μελωδίες. Στα τέσσερα ποιήματα που ακολουθούν  ταξιδεύουμε μαζί του σε εικόνες που με λυρισμό και συναίσθημα αποτύπωσε η πένα του.
Πότε αισιόδοξος:…. της Αισιοδοξίας το άτι θα ιππεύσω…
Πότε ονειροπόλος και κλειδοκράτορας των ονείρων: Ένθερμος Εραστής ονείρων, θα παραμένω όσο ζω, ταξιδευτής της Φαντασίας μου Μονίμως….
Άλλοτε με μια διάθεση απολογητική, θεωρώντας ότι εκπλήρωσε το χρέος του: Εδώ και Χρόνια Πολλά,
ζω Ταπεινά,
πασχίζοντας να εξαγνιστώ…
και τέλος με την ελπίδα κοπίδι να πορεύεται μέχρι το έσχατο τέλος:… αρκούμαι στην λιτή Υπομονή,
προσδοκώντας Αναστάσιμες Ώρες!

Αυτό που διακρίνεται είναι μια θλίψη και ένας πόνος  που διαπερνούν τους στίχους τους και αποτελούν βαρύτατα φορτία που καλείται να σηκώσει ο ποιητής. Αναγνωρίζει ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με την:....Πρόκληση της Παρακμής.. και πως υπάρχουν :..Τύραννοι και Ενοχές ....που ταράζουν την ζωή του, γιαυτό και θα πρέπει να ορθώσει ανάστημα και να τρέξει να ξεφύγει.  Ο δρόμος προς το φως είναι το ζητούμενο. Ο ίδιος σοφά αναφέρει:..... βαδίζω μόνος προς τον Ήλιο..


Θροϊσματα του Σκοταδιού

Καθώς η Σκοτεινιά απλώνει τη Σκιά της,
τα Αγεροθροϊσματα του Σκοταδιού,
μοιάζουνε θαρρείς,
με μικροθεών το κλάμα,
που αξάφνου την εξουσία τους εχάσανε,
ταξίματα θνητών,λιβανωτούς και ύμνους!
Και είναι αυτό,
μιά Πρόκληση της Παρακμής,
απρόσμενη  γι αυτούς,
που τους Εαυτούς τους μόνοι τους,
σε θρόνους θεϊκούς, τους έχουν ενθρονίσει!
Σφαλίζω τα μάτια μου με το στανιό,
και αναζητάω όνειρα να δω,
που μέσα σ' αυτά....να Υπάρχω!
Όμως Τύραννοι και Ενοχές,
και εικόνες μισοφώτεινες- χλωμές
γεμάτες με ρυτίδες,
τον ύπνο μου....ταράζουν!
Γι αυτό, της Αισιοδοξίας το άτι θα ιππεύσω,
σε στράτες Λευκές θα πορευτώ,
και όταν κουραστώ,
στο πρώτο ξωκκλήσι που θα βρω,
ένα Αγιοκέρι κίτρινο θ' ανάψω,
τα παγωμένα μέλη των Αγίων.... να ζεστάνω!

****



Πάλι Απόψε...

Πάλι Απόψε ονείρατα στεγνά,
σαν αλαφρόπετρα ενός Αινίγματος,
άψευστα  αποκυήματα της Φαντασίας,
στον ύπνο μου με τριβελίζουν...
Θάλασσες, Ποτάμια, Κάβοι και Βουνά,
σαν συρφετός περνούν από μπροστά μου!
Κι όμως, είναι σημάδια της στιγμής,
που καθώς θ' ανοίξουνε τα μάτια,
όλα θα έχουν γίνει στάχτη!
Κι Εγώ, των ονείρων μου Ιχνηλάτης,
και Ένθερμος Εραστής ονείρων,
θα παραμένω όσο ζω,
ταξιδευτής της Φαντασίας μου Μονίμως!!

****

Θα αποτυπώσω τη ζωή


Εδώ και Χρόνια Πολλά,
ζω Ταπεινά,
πασχίζοντας να εξαγνιστώ,
πάνω στη θαλασσινή διαφάνεια
και στα νερά της Καλοκαιριάτικης στέγνας.
Ξεχωρίζω τις Αισθήσεις από την Ομοψυχία,
και βαδίζω μόνος προς τον Ήλιο.
Πάνω στο Άσπρο σεντόνι
που απλώνεται πάνω απ' την πόλη,
αύριο, θ' αποτυπώσω τη ζωή
με κόκκινα,πράσινα και γαλάζια χρώματα,
και ένα λευκό επάνω στο Άσπρο!
Και γύρω- γύρω,
θα ζωγραφίσω 
Ανάσες Αδύναμες και...Ύποπτα Χνάρια.
Εκείνη την ώρα ένας μπόμπιρας,
με την Ρομφαία του Αρχάγγελου
θα φοβερίζει Υποτιθέμενους Εχθρούς,
κι Εγώ, θα τον θαυμάζω!!

***

Πίσω από τα τείχη της Σιωπής


Τούτη τη φλύαρη Νύχτα,
στ' αποκαϊδια της Χαράς,
χορογλεντούν των ονείρων οι εμπόροι!
Στους ρυθμούς των σφυγμών μου,
αισθάνομαι τον Χρόνο να κυλά
στους δικούς του ρυθμούς....και Αδιάκοπα!
Πίσω από τα τείχη της Σιωπής,
η Ύπαρξη προτρέπει τις Στιγμές,
ν' ανταγωνιστούν με καλπασμό Ατιθάσευτο,
την Αιώνια Προσδοκία....
Με τον Ανάλαφρο κυματισμό της ψυχής μου,
παραμερίζω τα "Θέλω" μου
και τα φορτία της Πλάνης,
και αρκούμαι στην λιτή Υπομονή,
προσδοκώντας Αναστάσιμες Ώρες!
Η Αυγή μου χτυπάει την πόρτα,
και μιά Καινούργια Ημέρα... φεγγίζει!!




Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Παρουσίαση Έργου Κυπρίων λογοτεχνών στη Θεσσαλονίκη

Η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης,, η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου και η Ομοσπονδία Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδος σας προσκαλούν στη παρουσίαση του έργου των Κυπρίων λογοτεχνών Λεωνίδα Γαλάζη, Γιώργου Μολέσκη, Γιώργου Φράγκου, Ανδρέα Χατζηθωμά, Βασίλκας Χατζήπαπα, Χρίστου Χατζήπαπα και Γιώργου Χριστοδουλίδη.
Η εκδήλωση θα γίνει το Σάββατο 29 Νοεμβρίου στις 7.30μμ στην στέγη της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, Δημοσθένους 4 Θεσσαλονίκη.

Προλογίζει ο Κύπριος ποιητής Ανδρέας Καρακόκκινος.

Αύριο.

Αφήνω την Ευκαιρία
στο βάθος του χρόνου
και στις κλειδωμένες κάμαρες....
Στο τέλος του δρόμου,
Αύριο,
θ' αρχίσει μιά  Νέα Εποχή,
δίχως οδοιπόρους και Ξεδιψάστρες Πηγές,
και με τη Σιωπή σαν Καταιγίδα,
να σκεπάζει τις κραυγές
των Απογοητευμένων Αγέρηδων!
Μιά Πικρή, Άναυδη και Ασυλλάβιστη Άνοιξη,
κρέμεται από τις Ελπίδες των Ολίγων,
που περπατάνε ξυπόλητοι
στο ξεριζωμένο χορτάρι
της Αποξηραμένης Αγάπης,
και των χλωμών Αισθημάτων.

Θα βραχούμε

Κάθε μέρα η ομιλία τριγυρνά,
μα,  το "σ΄ αγαπώ" σαν βλέπεις να κρεμιέται πια στο στόμα, 
πιάνομε στα γέλια, τρέμει,κοκκινίζω και ξανά 
                                                     αύριο τα ίδια ακόμα. 

Όταν παίζουν στ΄ ακρογιάλι είδατε μικρά παιδιά;
Τρέχουν και το κύμα, μέσα που τραβιέται, κυνηγούνε.
Κάνει να γυρίσει πίσω; Έξω εις την αμμουδιά, 
                                                    όσο τέλος....να βραχούνε.

Με το κύμα της αγάπης έτσι παίζομα τρελά
αν πιο μέσα πνίγοντ΄ άλλοι, στ΄ακρογιάλι εμείς γελούμε
ως την ώρα καλά πάει το παιχνίδι μας, αλλά, 
                                                   μη σας μέλει....θα βραχούμε. 

Τ’ ακρογιάλι

Ακόμα χθες εκοίταξα τη θάλασσα να τρέχει
και τ’ ακρογιάλι το ξερό με κύματα να βρέχει.
Σήμερα όλα ήσυχα και τώρα τ’ ακρογιάλι
κατάξερο απλώνεται και διψασμένο πάλι.
Είναι η μοίρα του, ζωή μια μέρα να του δίνει
η θάλασσα και αύριο νεκρό να το αφήνει.
Γιατί δακρύζω; Αχ, γιατί σου μοιάζω ακρογιάλι:
τη μίαν μέρα μ’ αγαπούν και με ξεχνούν την άλλη.

[Απ’ έξω του Παράσχου μας τους στίχους ξέρουν όλοι]

Απ’ έξω του Παράσχου μας τους στίχους ξέρουν όλοι·
ένα λουλούδι αν κλέψουνε σε τέτοιο περιβόλι,
τι τάχα; Απ’ τον πλούσιο σαν κλέφτεις δεν πειράζει·
του παίρνει μια ιδέα του κανείς, τα λόγι’ αλλάζει
και την σερβίρει έπειτα. Το ίδιο όταν παίζει
η αδελφή σου η μικρή τις κούκλες, στο τραπέζι
σαν κάθεσθε, λίγο φαγί φροντίζει να της μείνει
και ύστερα η κούκλα της με κείνο γεύμα δίνει.
Τώρα, πιστεύω, δεν ζητείς θουρίους να τονίσω
και τον Παράσχο και εγώ να σου λιανοπωλήσω.
Αν θέλεις όμως, πήγαινε να εύρεις κάποιον άλλο
και άφησέ με, φίλε μου, σαν πώψαλλα, να ψάλλω
τα μάτια της αγάπης μου και τα ξανθά μαλλιά της.
Δεν είμαι ποιητής· μπορεί· μα ούτε μεταπράτης.

[Ετέρου, τέλος, έρωτος]

Ετέρου, τέλος, έρωτος το νέκταρ μάς μεθύσκει,
αλλά ο πρώτος τελευτά χωρίς να αποθνήσκη.

Ούτω, οπόταν άνθος τι την χείρα μας μυρώση,
αν απορρίψαντες αυτό κρατώμεν άλλο ήδη,
υπό το νέον άρωμα η χειρ μας αναδίδει
του πρώτου της αρώματος ολίγον τι λοιπόν.
Ούτω, ενώ να ψάλωμεν ζητούμεν άσμα νέον,
εξαίφνης μεταπίπτομεν λαθραίως εις αρχαίον

                       συνήθη μας σκοπόν.

[Και τα μαλλιά μου εθαύμασα. ―Πώς στέκονται ωραία]

Και τα μαλλιά μου εθαύμασα. ―Πώς στέκονται ωραία,
θα έλεγες, αν τα ’βλεπες, τι μαλακά που θα ’ναι!
― Ε! Σε γελούν τα μάτια σου, γιατί απ’ τον κουρέα
είν’ ό,τι ήλθα· αύριο να δεις πώς θε να πάνε·
ωσάν αγκάθια αχινού θα στέκουν ορθωμένα.
Την άλλη πάλι Κυριακή μπορείς να τα θαυμάζεις.
Το ίδιο με τους υπουργούς κ’ εδώ. Τους ανεβάζεις
εις το σκαμνί, στη φυλακή τους βάνεις. Στα χαμένα!
Ο τόπος διορθώνεται για μία τριμηνία
και ύστερα; Και ύστερα η ίδια ιστορία.
Να μου αλλάξεις τα μαλλιά μπορείς; Μπορείς να κάνεις
άλλους τους Έλληνας; Λοιπόν τα λόγια σου μη χάνεις.

[γύρισε πίσω ο ατός]

[..] γύρισε πίσω ο ατός κόκκινος από το γαίμα σου:
έλα πάμε τώρα 
κοιμήσου στα φτερά μου
κοιμήσου 
ομορφιά μου 



Για να μπορούν αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή
σιωπή
σιωπή
για να μπορούν αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή
σιωπή
σιωπή
για να μπορούν αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή
σιωπή
σιωπή
έλα πάμε τώρα ομορφιά μου
κοιμήσου
είσαι όμορφη
όμορφη
όμορφη
είσαι όμορφη
όμορφη
όμορφη
όμορφη
έλα πάμε τώρα
για να μπορούν αυτοί που έρχονται
ν΄ ακούσουν
τουλάχιστον ν΄ ακούσουν
άρχοντά μου
το τραγούδι μας
έλα πάμε τώρα
ομορφιά μου
πάμε
περήφανο
μοναχικό μου άτι
έλα πάμε τώρα 
για να μπορούν
πικρέ μου
να μπορούν αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή