Σελίδες

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Γυναῖκες

Γυναίκα! Πλάσμα ἀδύναμο μὲ δύναμη μεγάλη.
Γυναίκα! Πλάσμα ἄπιστο μὲ πίστη δυνατή.
Μακριὰ ἀπ᾿ τὸ Διδάσκαλο κι ἀπόλυτα κοντά Του,
Στὸ μονοπάτι τοῦ Σταυροῦ, στοῦ ὄχλου τὴ βοή.

Κρυμμένη στὸν Παράδεισο νὰ μὴν τὴ δεῖ ὁ Πλάστης,
μὰ δίπλα στὸν Ἀγώνα τοῦ τὸ αἷμα τοῦ σκουπίζει.
Δειλὴ στὴ κρίση τῆς Ἐδὲμ τὴ σωτηρία χάνει
Μὰ στοῦ σφυριοῦ τὸ κάλεσμα σῴζεται σὰν δακρύζει.

Στὸ δρόμο πρὸς τὸ Γολγοθᾶ ὁ νοῦς βασανιστής της:
«Γυναίκα ἐσύ! Πῶς τὴν ὀργὴ τοῦ ξίφους θὰ νικήσεις;
Ὁ βασιλιάς σου ἀνίσχυρος στὰ χέρια αὐτοῦ τοῦ πλήθους.
Γυναίκα ἐσύ, ἀδύναμη! Στὸ μίσος θὰ λυγίσεις».

Στὸ δρόμο πρὸς τὸ Γολγοθᾶ ἡ ἀγάπη συνοδός της:
«Γυναίκα ἐσύ! Πὼς τὸ Θεὸ Δεσπότη σου
ἐδῶ μόνο θὰ ἀφήσεις;
Στὸ πλάι σου ἦταν πάντοτε τὸν πόνο σου νὰ γιάνει.
Γυναίκα ἐσύ! τὸν ἀγαπᾶς! Στὸ μίσος μὴ λυγίσεις!»

Στὸν καλπασμὸ τοῦ Χάροντα ἡ ἀγάπη τύραννός της:
«Γυναίκα ἐσύ! Δὲν τὸ μπορεῖς τὸ θάνατο ν᾿ ἀντέξεις.
Πονάει ὁ Πατέρας σου καὶ ἡ καρδιὰ ματώνει.
Δὲ θέλεις νὰ σταθεῖς ἐδῶ! Θέλεις μακριὰ νὰ τρέξεις»

Στὸν καλπασμὸ τοῦ Χάροντα ἡ πίστη σύντροφός της:
«Αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Σωτήρας σου, αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Θεός σου,
σπλάγχνο του ἐσύ: Στὴ μάχη Του νὰ μὴ λιποτακτήσεις.
Μεῖνε κοντά του στὸ Σταυρό. Εἶναι ὁ Κύριός σου!»

Μπρὸς στὸ νεκρὸ Πατέρα της ὁ πόνος δύναμή της:
Ἡ θλίψη της δὲ σκιάζεται τοῦ τέλους τὴ σιωπή.
Τὸ δάκρυ πνίγει τὴ βροχὴ καὶ τὴ βροντὴ ὁ θρῆνος.
Παράδεισος καὶ κόλαση τὸ νεκρικὸ φιλί.

Μπρὸς στὸ νεκρὸ Πατέρα της ἡ δύναμή της πόνος:
Κάλλιο δειλὴ νὰ ἤτανε κρυμμένη στὸ σκοτάδι.
Νὰ μὴν ἀντίκρυζ᾿ ἄψυχο τὸ Θεϊκὸ τὸ Σῶμα.
Νὰ μὴ στεκόταν μάρτυρας στὸ θρίαμβο τοῦ ᾍδη.

Στὸ μυρωμένο πρωινὸ τὸ χρέος βάσανό της:
«Πρέπει νὰ πᾶς στοῦ Δάσκαλου τὸ νεκρικὸ τὸ δῶμα!»
Τρομάζει, τρέμει ἡ ψυχὴ κι ἂς εἶν᾿ στητὸ τὸ βῆμα
Πῶς νὰ ἀγγίξει αὐτὴ μικρή τοῦ Σύμπαντος τὸ Σῶμα;

Στὸ μυρωμένο πρωινὸ τὸ Θάρρος σύμμαχός της:
Εἶναι στητὸ τὸ βῆμα της κι ἂν ἡ καρδιὰ σκιρτάει
Τὸ πάθος καὶ ἡ πίστη της τὴν ὁδηγοῦν στὸν Τάφο
Μύρο καὶ δάκρυ ἔφερε σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπάει!

Στὸν ἄδειο Τάφο του μπροστὰ τὸ Χαῖρε ἔπαθλό της:
«Νικήθηκε ὁ θάνατος, θριάμβευσε ὁ Θεός!
Τὸ φῶς τοῦ Κόσμου κούρσεψε τοῦ ᾍδη τὰ σκοτάδια.
Ἀπ᾿ τὰ σκοτάδια ἀνάβλυσε Ζωή, Ἐλπίδα, Φῶς!»

Στὸν ἄδειο Τάφο του μπροστὰ τὸ Χαῖρε νέο χρέος:
Μαυροντυμένη ἔφτασε τοῦ πένθους μυροφόρος,
μὰ τῆς Ζωῆς τὸ μήνυμα ἀλλάζει τὴ ζωή της:
Στὸ κενοτάφι χρίζεται Ζωῆς μαντατοφόρος.

Γυναίκα! Πλάσμα ἀδύναμο μὲ δύναμη μεγάλη.
Γυναίκα! Πλάσμα ἄπιστο μὲ πίστη δυνατή.
Ὅταν δειλιάζει, σύρεται στῆς κόλασης τὴ δίνη.
Ἀγγέλει τὸν Παράδεισο ὅταν στέκει πιστή.

Νυχτερινὴ σιγαλιά

Κοιμᾶται ἡ πλάση. Μὰ βαθειὰ
στὰ μαῦρα χώματά της,
ξύπνια κι ἀθάνατα στοιχειά,
γονεύουν τὰ σπαρτά της.

Πάψε, ἀηδονάκι τῆς φραγῆς
καὶ τῆς λυγιᾶς τριζόνι,
ν᾿ ἀκούσω ὁ σπόρος μέσ᾿ στὴ γῆς
πῶς σκάει καὶ πῶς ριζώνει!

Νοσταλγίες

Φέρε με πάλι στοὺς παληοὺς καιρούς,
καρδιὰ νοσταλγική,
κι ἄσε με ἐκεῖ μονάχο
σὰ ναυαγὸ ποὺ πρόφτασε
τὴν ὥρα πὄλαμψε ἡ ἀστραπὴ
κι᾿ ἁρπάχτηκε στὸ βράχο.

Δύστυχη ἀνθρώπινη καρδιά,
ποτὲ δὲ θὰ εὐχαριστηθεῖς!
Ἐνῷ εὐτυχεῖς περίσσια
στὰ ὁλάνθιστά σου τωρινά -
τῶν περασμένων σου ποθεῖς
τ᾿ ἄνανθα ξερονήσια.

Σελήνη

Θάμα κι᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀποψινό!
Στὸ περιβόλι τὸ πυκνὸ
καθὼς κοιμότουν σκοτεινὸ
μπῆκε ἡ κυρὰ σελήνη
καὶ ξύπνησε γιὰ μία στιγμὴ
τ᾿ ἀηδόνι καὶ τὸ γιασεμὶ
καὶ τὴ μουντὴ νεροσυρμὴ
ποὺ ὁλόχρυση ἔχει γίνει!

Θάμα κι᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀποψινό!
Τ᾿ ἄστρα ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
χορεύουν καλαματιανὸ
μὲ τὴν κυρὰ σελήνη
κι ἡ θάλασσα μουρμουριστὰ
τὸν ἦχο τάχα τῆς βαστᾷ
καὶ τὴν κυρὰ εὐχαριστᾷ
κι αὐτὴ φλωριὰ τῆς δίνει!

Ὁ Σαλπιγχτής

Στερνὸς ἀπ᾿ ὅλους δούπησε κι ὁ σαλπιγχτὴς στὸ χῶμα.
Τῆς σάλπιγγάς του ὁ ἀντίλαλος δὲν εἶχε σβήσει ἀκόμα.
Τῆς Μικρασίας ξετρέχοντας τὰ πλάτη πέρα ὡς πέρα
πότε ἀντηχοῦσε σὰ λυγμὸς καὶ πότε σὰ φοβέρα.

Ἄθαφτος λυώνει ὁ σαλπιγχτὴς μέσ᾿ στὶς βροχές. Παρέκει
ἡ σκουριασμένη σάλπιγγα πιστὰ τοῦ παραστέκει.
Μὲ τοῦ χιονιοῦ τὸ σάβανο τοὺς σκέπασε ὁ χειμώνας
κι ἦταν βαρὺς σὰν κόλαση, μεγάλος σὰν αἰώνας.

Μὰ τί κι ἂν ἦρθε ἡ ἄνοιξη; Μέσα στὸ νέο χορτάρι
δὲ φαίνεται οὔτε σάλπιγγα, οὔτε σκεβρὸ κουφάρι.
Μόνο ἀπὸ νύχτα σὲ νυχτιὰ βγαίνει τὸ φάντασμά του
καὶ ψάχνει στὰ χαμόκλαδα νὰ βρεῖ τὴ σάλπιγγά του...

Μὴν ἀποκάμεις, Σαλπιγχτή, καὶ μὴ λιγοπιστήσεις!
Χιλιάδες νύχτες θὰ διαβοῦν, νύχτες σιγῆς καὶ φρίκης.
Μὰ θἄρθει, θἄρθει ἕνα πρωὶ ποὺ ἐσὺ θὰ τοὺς χτυπήσεις
μὲ τὴν παλιά σου σάλπιγγα τοὺς νέους σκοπούς τῆς Νίκης!

Στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο

Ὑποκρισία, λάθος, ψέμα, ἀνοησία
τὰ ὅσα γιὰ σένα γράφουν τὰ βιβλία.
Δὲν ἐχρειάστηκε καμιὰ δοκιμασία
γιὰ ν᾿ ἀποχτήσεις τὴν ἁγιοσύνη,
καὶ νἄχεις ἔτσι αἰώνια βασιλεία,
ἐσὺ πού, πρῶτος, μὲς στοῦ πόλεμου τὴν δίνη,
εἶδες στὸν ὕπνο σου, στὸν οὐρανὸ ἕνα βράδυ,
σταυροῦ ζωοποιοῦ, νικοποιὸ σημάδι...

Ἔβαλες τότε ἀμέσως καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη
στὸ Πάνθεο, ἰσάξια μὲ ὅλα τ᾿ ἄλλα μέλη,
μὲ Δία, Μίθρα, Ρά, Ἴσιδα καὶ Κυβέλη.
Ἀκόμη καὶ τὸ δόγμα μας μὲ προσταγή σου ἐκτίσθη,
κι ἔγινες ἔτσι ὁ πρῶτος τῆς πίστης μας σωτήρας,
τοῦ νόμου ἐσὺ ὁ ρυθμιστὴς καὶ κύριος τῆς μοίρας.

Ὅ,τι λοιπὸν κι ἂν γράψουν, ὅ,τι τώρα κι ἂν γίνει
θἆσαι πάντα γιὰ μᾶς ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος·
καὶ τ᾿ ὄνομά σου, εἰκόνα ἀλώβητη θὰ μείνει,
ἀνθὸς κατάλευκος, καὶ ἄσπιλο σὰν κρίνος.

Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006

Δυναστεία Ἰσαύρων

Ἴσαυροι: ληστὲς καὶ πειρατές! Κακοῦργοι, δηλαδή,
οἱ βασιλεῖς ποὺ ἔσωσαν τὴν αὐτοκρατορία
ἀπὸ τὰ κοῦρσα τῶν Ἀράβων, ποὺ ἔστελνε ἡ Συρία.
Ὁ ἀρχηγός τους ἀπὸ τὸ Κὰρς (τότε Γερμανικία)
κι οὐδέποτε οἱ διάδοχοί του εἶχαν νὰ κάνουν μὲ Ἰσαυρία.
Τοὺς εἶπαν ἔτσι οἱ τῶν εἰκόνων φανατικοὶ ὀπαδοί,
ὅταν πρωτάρχισε ὁ Λέων τὴν εἰκονομαχία.

Μὲ ὅπλο λοιπὸν τὸ Ἴσαυρος, μπόρεσαν νὰ σταθοῦν,
ἀπέναντι στὸν θρόνο, οἱ καλόγεροι κι οἱ ἱερεῖς,
σὰν εἶδαν πὼς δὲν καταφέρνουν νὰ φύγουν, νὰ σωθοῦν,
οὔτε ὁ Χριστὸς κι ἡ Παναγιά, οὔτ᾿ Ἅγιος κανείς,
ἀπ᾿ τὰ πυρὰ ποὺ ἄναβαν οἱ εἰκονοκλάστες βασιλεῖς.

Ἔλεγαν τότε τὰ εἰκονίσματα εἴδωλα καὶ σανίδες·
κι ἔστελναν στοὺς ναοὺς στρατὸ νὰ ξύσει τὶς ψηφίδες
ἀπ᾿ τῶν Ἁγίων τὰ πρόσωπα. Ὀρθὸς μόνο ὁ Σταυρός,
ὅταν στὶς φλόγες ἔδιναν τὶς ἱερὲς εἰκόνες,
ἔμενε τῆς Ὀρθοδοξίας μάρτυρας καὶ φρουρός.
Ἔκαναν ὡς καὶ τὶς μονὲς χαμαιτυπεῖα καὶ στρατῶνες
(εἶχαν ἐνάντια στοὺς καλόγερους κηρύξει ἐκστρατεία)
καὶ στὶς καλόγριες ἔλεγαν κοινὲς νὰ γίνουν πόρνες.

Ἀνόσια βέβαια παντελῶς ἡ τῶν Ἰσαύρων δυναστεία...
Ὅμως χάρη στὸ ἔργο τους καὶ στὴ δική τους πολιτεία,
ἐσώθηκε ἡ Πόλις· κι ἀπ᾿ τὸ Ἰσλὰμ ἡ Μικρασία!
Ἄσχετο τώρα ἂν τὸ ἀγνοεῖ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία
ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς ἦταν τῶν Ἰουδαίων πράκτορες
ὅλοι οἱ εἰκονομάχοι τοῦ Βυζαντίου αὐτοκράτορες.

Γνώμη ἀνιστόρητη αὐτή· τέλεια δηλώνει ὑποκρισία.

Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006

Ἄννα Δαλασηνή

Ποτὲ δὲν τὴν φαντάστηκε τέτοια τιμὴ ἡ Δαλασηνή!
Ὁ γιός της αὐτοκράτορας, κι ἐκείνη νὰ κινεῖ
τοῦ Κράτους τὰ ἡνία, στὴν Πόλη ἀρχηγός,
ὅσο ἔλειπε ὁ Ἀλέξιος στὴν μάχη στρατηγός.
Περήφανη, σεμνή, σεβάσμια ἡ Ἄννα,
ὅμως κι ἀγέρωχη, ἄτεγκτη, ὡς βασιλέως μάνα,
ἔκρυψε τὴ χαρά, ποὺ νὰ τὴν κάνει θὰ μποροῦσε,
ἀπὸ συγκίνηση νὰ χύσει, δημόσια, ἕνα δάκρυ,
σὰν τῆς διάβαζαν τὸ χρυσοβουλλο, ποὺ τὴν τοποθετοῦσε
στῆς Ῥωμανίας τὴν ἀρχή, Δέσποινα ἀπ᾿ ἄκρου σ᾿ ἄκρη...
«Ὅ,τι δικό μου, καὶ δικό σου», ἔγραψε ὁ Κομνηνός,
στὴ μάνα του ἀφήνοντας τὴν αὐτοκρατορία.
Ὥστε ἕνα τὸ ὄνειρό τους, κι ὁ στόχος τοὺς κοινός.
Κι ἂς ἔλεγαν, στῆς Πόλης τὴν ἀγορά, μὲ μοχθηρία,
ἔξαρχοι τῶν συντεχνιῶν, μὰ καὶ συγκλητικοί,
ὅτι ἀπὸ τοὺς Κομνηνοὺς ἀρχίζει ἡ ἱστορία
ποὺ ἔκανε τὸν θρόνο, καρέκλα οἰκογενειακή.
(Ἴσως ἐξαίρεση ὁ Ἀνδρόνικος· ὅμως κι αὐτὴ περαστική).

Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Μέγας Κωνσταντῖνος

Πρῶτος στὸ λάβαρό του ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνος
ἔβαλε τὸν Χριστοῦ τὸ γράμμα· ὁ Κωνσταντῖνος,
βέβαια Ἰσαπόστολος, ἂν ὄχι παραπάνω.
Ὅμως (πρὶν νὰ τὸ πῶ ἕνα σταυρὸ θὰ κάνω),
νὰ μὴ μᾶς λὲν πὼς ἦταν καὶ Χριστιανὸς καλός,
καὶ ἅγιος, αὐτὸς ποὺ μὲ μία κίνηση ἁπλῶς
γυναίκα καὶ παιδὶ κατάφερε νὰ θανατώσει,
χωρὶς σ᾿ ἄνθρωπο ἢ Θεὸ λόγο ποτὲ νὰ δώσει...
Ποιὸς λοιπὸν τὸν ἁμαρτωλὸ κατόρθωσε νὰ σώσει;
Τὸ βάφτισμα ἢ ἡ μάνα του, ἡ Ἅγια Ἑλένη;
Τὸ ἐρώτημα ἀναπάντητο στὴν ἱστορία μένει...


Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006

Ὁ ἱππότης καὶ ὁ θάνατος

Καθὼς σὲ βλέπω ἀκίνητο
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἅη-Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Σ᾿ αὐτὲς τiς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιά μέρα νὰ σβηστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιά φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Μιὰ νεραντζιὰ στοῦ φεγγαριοῦ τοὺς χιονισμένους κάμπους
Καὶ τὸ μαγνάδι μιᾶς βραδιᾶς νὰ ξεδιπλώσω μπροστά σου
Μὲ τὸν Ἀντάρη κόκκινο νὰ τραγουδάει τὰ νιάτα
Μὲ τὸ Ποτάμι τ᾿ Οὐρανοῦ νὰ χύνεται στὸν Αὔγουστο
Καὶ μὲ τ᾿ Ἀστέρι τοῦ Βοριᾶ νὰ κλαίει καὶ νὰ παγώνει—
Μπορῶ νὰ βάλω λιβάδια
Νερὰ ποὺ κάποτε πότισαν τὰ κρῖνα τῆς Γερμανίας
Κι αὐτὰ τὰ σίδερα ποὺ φορεῖς μπορῶ νὰ σοῦ τὰ στολίσω
Μ᾿ ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ κι ἕνα ματσάκι δυόσμο
Μὲ τοῦ Πλαπούτα τ᾿ ἄρματα καὶ τοῦ Νικηταρᾶ τὶς πάλλες.
Μὰ ἐγὼ ποὺ εἶδα τοὺς ἀπογόνους σου σὰν πουλιὰ
Νὰ σκίζουν μιάν ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μου
Κι εἶδα τὰ κυπαρίσσια τοῦ Μοριᾶ νὰ σωπαίνουν
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τοῦ Ἀναπλιοῦ
Μπροστὰ στὴν πρόθυμη ἀγκαλιὰ τοῦ πληγωμένου πελάγου
Ὅπου οἱ αἰῶνες πάλευαν μὲ τοὺς σταυροὺς τῆς παλληκαριᾶς
Θὰ βάλω τώρα κοντά σου
Τὰ πικραμένα μάτια ἑνὸς παιδιοῦ
Καὶ τὰ κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ αἷμα τῆς Ὀλλανδίας.
Αὐτὸς ὁ μαῦρος τόπος
Θὰ πρασινίσει κάποτε.
Τὸ σιδερένιο χέρι τοῦ Γκὲτς θ᾿ ἀναποδογυρίσει τ᾿ ἁμάξια
Θὰ τὰ φορτώσει θημωνιὲς ἀπὸ κριθάρι καὶ σίκαλη
Καὶ μὲς στοὺς σκοτεινοὺς δρυμοὺς μὲ τὶς νεκρὲς ἀγάπες
Ἐκεῖ ποὺ πέτρωσε ὁ καιρὸς ἕνα παρθένο φύλλο
Στὰ στήθια ποὺ σιγότρεμε μιά δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ
Θὰ λάμπει ἕνα ἄστρο σιωπηλὸ σὰν ἀνοιξιάτικη μαργαρίτα.

Μὰ σὺ θὰ μένεις ἀκίνητος
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τ᾿ Ἅη-Γιωργιοῦ θὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Ἕνας ἀνήσυχος κυνηγὸς ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τῶν ἡρῴων
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβηστεῖς καὶ σὺ παντοτεινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Ὥσπου καὶ πάλι στὶς σπηλιὲς τῶν ποταμιῶν ν᾿ ἀντηχήσουν
Βαριὰ σφυριὰ τῆς ὑπομονῆς
Ὄχι γιὰ δαχτυλίδια καὶ σπαθιὰ
Ἀλλὰ γιὰ κλαδευτήρια κι ἀλέτρια.

Τα Πικρά Δάκρυα Της Πέτρα Φον Καντ

(απόσπασμα)
Πράξη 3η

                      (η Πέτρα μπαίνει στο δωμάτιο)
ΠΕΤΡΑ: Πού ήσουνα χτες βράδυ; (καμιά αντίδραση). Κάριν;
ΚΑΡΙΝ: Τί;
ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα, Πού ήσουνα χτες βράδυ.
ΚΑΡΙΝ: Χόρευα.
ΠΕΤΡΑ: Μέχρι τις έξι το πρωί;
ΚΑΡΙΝ: Και λοιπόν;
ΠΕΤΡΑ: Επειδή δεν υπάρχει τίποτα ανοιχτό αυτή την ώρα.
ΚΑΡΙΝ: Ναι;
ΠΕΤΡΑ: Ναι. Με ποιόν χόρευες λοιπόν μαζί;
ΚΑΡΙΝ: Τί θες να πεις;
ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα με ποιόν χόρευες μαζί. Μπήκες;
ΚΑΡΙΝ: Μ' έναν άντρα.
ΠΕΤΡΑ: Α! Ναι; Τι σόι άντρα;
ΚΑΡΙΝ: Έναν ψηλό νέγρο με μια μεγάλη μαύρη πούτσα.
ΠΕΤΡΑ: Έλα τώρα... (πηγαίνει στο μπαρ και φτιάχνει ένα τζιν-τόνικ). Θες και συ άλλο ένα;
ΚΑΡΙΝ: Ναι, πιάσε ακόμα ένα.
ΠΕΤΡΑ: Ευχαρίστως!
ΚΑΡΙΝ: Αν δε γουστάρεις και τόσο μη το κάνεις.ΠΕΤΡΑ: Θέλω. Πώς δε θέλω. Αλλά Θα μπορούσες να 'σαι πιο ευγενική; Ορίστε.
ΚΑΡΙΝ: Ευχαριστώ, αγαπημένη, ευχαριστώ.
ΠΕΤΡΑ: Και πώς ήταν αυτός ο άντρας;
ΚΑΡΙΝ: Στο κρεβάτι;
ΠΕΤΡΑ: Ας πούμε.
ΚΑΡΙΝ: Λυσσασμένος!
ΠΕΤΡΑ: Ναι;
ΚΑΡΙΝ: Ατέλειωτα! Φαντάσου δυο κατάμαυρες χερούκλες πάνω στο τρυφερό άσπρο δέρμα μου. Και... κάτι χείλια! Ξέρεις τώρα, οι νέγροι έχουνε χοντρά χείλια, καφτά. (η Πέτρα κρατά τη καρδιά της). Λιποθυμάς, αγαπημένη; (ξεσπά σε γέλιο ατέλειωτο). Και που 'σαι, δε σου 'πα το καλύτερο ακόμα.
ΠΕΤΡΑ: Μη γίνεσαι τόσο χυδαία.
ΚΑΡΙΝ: Δεν είμαι χυδαία. Λέω την αλήθεια, Πέτρα. Είχαμε αποφασίσει να λέμε πάντα αλήθεια μεταξύ μας. Αλλά εσύ δεν το αντέχεις. Προτιμάς να σου λένε ψέμματα.
ΠΕΤΡΑ: Ναι, λέγε μου ψέμματα, σε παρακαλώ, λέγε μου ψέμματα.
ΚΑΡΙΝ: Λοιπόν οκέι, δεν είναι αλήθεια!
ΠΕΤΡΑ: Ναι; (γεμάτη ελπίδα). Λες αλήθεια;
ΚΑΡΙΝ: Φυσικά όχι. Κοιμήθηκα μ' έναν άντρα. Αλλά δε χάλασε κι ο κόσμος ! Έτσι;
ΠΕΤΡΑ: (κλαίει) Δε χάλασε ο κόσμος! Όχι. Δε καταλαβαίνω, αλήθεια δε καταλαβαίνω. Γιατί... γιατί...
ΚΑΡΙΝ: Έλα, παράτα τα κλάματα, Πέτρα. Κοίτα, αλήθεια μου αρέσεις, αλήθεια σ' αγαπώ... αλλά... (σηκώνει τους ώμους. η Πέτρα κλαίει ασυγκράτητα). Κοίτα, ήτανε φως-φανάρι απ' την αρχή ότι εγώ κάποτε θα ξαναπήγαινα με άντρες. Έτσι είμαι γω. Και μετά αυτό δεν είναι πρόβλημα για μας τις δυο. Τους άντρες τους έχω για να βολεύομαι. Τίποτα παραπάνω. Λίγη ευχαρίστηση κι έξω απ' τη πόρτα. Εσύ δεν ήσουνα που 'λεγες πάντα για ελευθερίες και τέτοια; Εσύ δεν ήσουνα που 'λεγες συνέχεια, ότι εμείς δεν πρέπει να καταπιέζουμε η μια την άλλη; Έλα παράτα τα κλάματα, μ' ακούς;
ΠΕΤΡΑ: Η καρδιά μου πονά τόσο... Σα να με τρύπησαν με μαχαίρι.
ΚΑΡΙΝ: Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά σου να πονά.
ΠΕΤΡΑ: Η καρδιά μου να πονά. Η καρδιά μου να πονά. Πονώ, πονάς, πονά. Αυτή πονά. Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά μου να πονά.
ΚΑΡΙΝ: Έλα, Πέτρα, καλά, δεν είμαι τόσο έξυπνη σαν εσένα ή τόσο μορφωμένη, οκέι το ξέρουμε αυτό...
ΠΕΤΡΑ: Είσαι όμορφη! Σ' αγαπώ τόσο πολύ! Σ' αγαπώ τόσο πολύ που πονώ. Αχ Θεέ μου! Θεέ μου! (πάει να φτιάξει ένα ποτό) Θέλεις άλλο ένα κι εσύ;
ΚΑΡΙΝ: Όχι, πρέπει να προσέξω τη γραμμή μου. (κοιτά η μια την άλλη και για μια στιγμή γελάν αυθόρμητα. σταματούν. σχεδόν ταυτόχρονα κοιτάζονται λίγο ακόμα).
ΠΕΤΡΑ: Θα τον ξαναδείς;
ΚΑΡΙΝ: Ποιόν; Αυτόν τον άντρα;
ΠΕΤΡΑ: Ναι. Γιατί; Υπάρχουν κι άλλοι;
ΚΑΡΙΝ: Έλα Τώρα!
ΠΕΤΡΑ: Λοιπόν;
ΚΑΡΙΝ: Όχι, δε Θα τον ξαναδώ. Δε ξέρω ούτε τ' όνομά του. Και μετά αυτός κάτι είπε για μετάθεση ή κάτι τέτοιο.
ΠΕΤΡΑ: Αλήθεια ήταν νέγρος;
ΚΑΡΙΝ: Ναι! Γιατί;
ΠΕΤΡΑ: Τίποτα, έτσι.
ΚΑΡΙΝ: Ξέρεις, ήταν σπουδαίος τύπος. Θα σου πήγαινε πολύ κι εσένα. Δεν ήταν μαύρος-μαύρος, μελαψός. Κι είχε μια φάτσα πολύ ξύπνια. Υπάρχουνε κάτι νέγροι που είναι τα μούτρα τους σαν τους Ευρωπαίους, ξέρεις.
ΠΕΤΡΑ: Ναι;
ΚΑΡΙΝ: Πως υπάρχουν! Αυτός τέτοιος ήταν. Και μου 'πε κιόλας ωραία πραματάκια για την Αμερική και τα λοιπά.
ΠΕΤΡΑ: Κάριν, σε παρακαλώ! (αρχίζει πάλι να κλαίει)
ΚΑΡΙΝ: Εντάξει. Σταματώ. Νόμιζα πως μ' αυτό είχαμε ξεκαθαρίσει κάπως.
ΠΕΤΡΑ: Δεν υπάρχει όμως λόγος να το διασκεδάζεις κι από πάνω. (ετοιμάζει ένα ποτό για τη Κάριν).
KΑΡΙΝ: Εσύ όμως το γλεντάς για τα καλά, να πούμε.
ΠΕΤΡΑ: Τί άλλο μου μένει να κάνω;
ΚΑΡΙΝ: Μη το παρατραβάς, γαμώτο, είσαι κανονικά υστέρω.
ΠΕΤΡΑ: Δεν είμαι υστερική. Δεν αντέχω άλλο. Αυτό είναι όλο.
ΚΑΡΙΝ: Αν δεν αντέχεις άλλο, πιες τ' άντερά σου. Θα σου κάνει καλό.
ΠΕΤΡΑ: Εντάξει, εντάξει προπαντός μη χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας Αφού δεν αντέχω άλλο ας πιω τ' άντερά μου, θα μου κάνει καλό.
ΚΑΡΙΝ: Αλλά πώς;
ΠΕΤΡΑ: Πίστεψέ με, Θα 'θελα να 'μαι ευτυχισμενη. Όλο αυτό μ' αρρωσταίνει!
ΚΑΡΙΝ: Μα τί 'ναι αυτό που σ' αρρωσταίνει;
ΠΕΤΡΑ: Ξέχνα το.
ΚΑΡΙΝ: Μα γιατί δε μου λες αυτό που σ' αρρωσταίνει;
ΠΕΤΡΑ: Εσύ. Εσύ είσαι αυτό που μ' αρρωσταίνει, επειδή ποτέ δε μπορώ να ξέρω γιατί είσαι δω μαζί μου. Για τα λεφτά, επειδή σου ανοίγω δρόμους, ή επειδή μ' αγαπάς.
ΚΑΡΙΝ: Μα γιατί, φυσικά σ' αγαπώ!
ΠΕΤΡΑ: 'Αστα τώρα. Πώς ν' αντέξει κανείς μια τέτοιαν αβεβαιότητα.
ΚΑΡΙΝ: Αφού δεν με πιστεύεις, τότε...
ΠΕΤΡΑ: Δε σε πιστεύω! Τι πα να πει αυτό; Τί το θες αυτή την ώρα το πιστεύω; Δεν έχει κανένα νόημα. Ασφαλώς πιστεύω ότι μ' αγαπάς. Γιατί όχι; Αλλά δεν είμαι σίγουρη για τίποτα! Δε ξέρω απολύτως τίποτα! Κι αυτό είναι που μ' αρρωσταίνει. Αυτό! (παίρνει μιαν εφημερίδα και την ανοίγει). Εδώ είμαστε, λοιπόν: "Η τελευταία κολεξιόν της Πέτρα φον Καντ, μια αξιόλογη συνεισφορά στο χώρο της μόδας κάνει όλο τον κόσμο ν' ανυπομονεί πότε θα μπει ο χειμώνας". Έχει και φωτογραφία σου!
ΚΑΡΙΝ: Έλα! Πού είναι;
ΠΕΤΡΑ: Ορίστε.
ΚΑΡΙΝ: Α ψώνιο! Και καλή φωτογραφία μάλιστα ε; Έλα πες το μου!
ΠΕΤΡΑ: Ναι, πολύ ωραία!
ΚΑΡΙΝ: Πολύ ωραία, πολύ ωραία. Είναι φανταστικά καταπληκτική. Η πρώτη μου φωτογραφία στην εφημερίδα. Ψώνιο! (αγκαλιάζει και τη φιλά). Σ' αγαπώ έλα!
ΠΕΤΡΑ: Θέλω να σε φιλήσω. (φιλιούνται).

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
Μαλλιά μπερδεμένα
Αιδοία γαντζωμένα
Με το στόμα σου για προσκεφάλι
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη
Δίχως να μας χωρίζει ανάσα
Δίχως λέξεις να μας περισπούνε
Δίχως μάτια να μας διαψεύδουν
Δίχως ρούχα.
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος
Συσπασμένη και ιδρωμένη
Λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα
Απʼ την αδράνεια φαγωμένη
Της έκστασης τρελή
Πάνω στον ίσκιο σου νά ʽχω ξεμείνει
Καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου
Για να πεθάνω ανάμεσα στα δόντια του λαγού
Τα σάπια
Ευτυχισμένη.
*
Εγωιστικά μ’αγαπάει εκείνη,
της αρέσει που πίνω τα νυχτερινά της σάλια
της αρέσει που περπατώ τ’αλατισμένα χείλια μου
πάνω στις άσεμνες γάμπες της, πάνω στα πεσμένα στήθια της
της αρέσει που θρηνώ της νιότης μου τις νύχτες
ενώ αυτή στερεύει τα μούσκλα
που απ’τις άνομες επιθυμίες της αγανακτούνε
Δεν είναι από λάθος μου αν τα νύχια σου μακραίνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν τα μαλλιά σου μεγαλώνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν κανείς δεν σ’έκλαψε
Δεν είναι από λάθος μου αν πάγωσες αγαπημένε
Δεν προσδόκησα το θάνατό σου

**
Ναι έχω δικαιώματα πάνω σου
Σε είδα να στραγγαλίζεις τον κόκορα
Σε είδα να ξεπλένεις τα μαλλιά σου μέσα στο βρωμόνερο
των υπονόμων
Σε είδα μεθυσμένο από την μπόχα των σφαγείων
το στόμα γεμάτο κρέας
τα μάτια πλημμυρισμένα μ’ όνειρα
να βαδίζεις κάτω από το βλέμμα ανθρώπων ξεπνοϊσμένων
Μ’αρέσει να παίζω με τα μικροπράγματα
Τ’αγέννητα πράγματα ρόδινα στα μάτια μου της τρέλας
ξύνω, σουβλίζω, σκοτώνω, γελώ.
Νεκρά τα πράγματα δεν σαλεύουν πια
κι’εγώ νοσταλγώ τον πυρετό μου της τρέλας
λυπάμαι τα εκφυλισμένα γονικά μου
θα’θελα ν’αφανίσω των ονείρων μου το αίμα
καταργώντας έτσι τη μητρότητα.

***
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιούνται να χλωμιάζουν
θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε
Τα βίτσια των αντρών
είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.

**
Το μπηγμένο καρφί στον ουράνιο μάγουλό μου
τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ’τ'αυτιά μου
οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές
το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται που ευωδιάζει
τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους
όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας

**
Άσε με να σ’αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’το παχύ σου αίμα
το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ’αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.

Όλα τα βράδια

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
την αγάπη μου σου διηγούμαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεμένη από θλίψη.
Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται
κατοικούνε πεταλούδες.
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων
τα μάτια
την ανάσα μου ανακατώνω με της
κουκουβάγιας το αίμα
και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου
πιλαλάει κρεσέντο.

Ερωτικά, Κείμενα,

 1978          (μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος)


Σʼ αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι
οι παλιοί ιδρώτες μας δεν σʼ αηδιάζουν
τα λερωμένα, από ξεχασμένα όνειρα, σεντόνια μας
οι κραυγές μας που στο σκοτεινό δωμάτιο αντηχούνε
όλα ετούτα ξεσηκώνουνε το αχόρταγο κορμί σου,
το άσχημό σου πρόσωπο επιτέλους λάμπει
που οι χτεσινοί μας πόθοι είναι όνειρα αυριανά σου
*
Η ανάσα σου μέσα στο στόμα μου
τα ξερά σου χέρια τα νύχια σου τα σουβλερά
δεν αφήνουνε ποτέ το κρεμεζί λαρύγγι μου
κρεμεζί απʼ την ντροπή την ηδονή τη γλύκα
τα μελανιασμένα χείλια σου βυζαίνουνε το αίμα μου
κι οι στιλβωμένες σάρκες μου θα σε ξεσηκώνουν πάντα
ενώ τα μάτια μου θα μένουνε κλεισμένα.
Πόσοι έρωτες έκαναν να κραυγάζει το κρεβάτι…

*
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου
σε ανόσιες σε σπρώχνουν πράξεις
που τα ίσια μαλλιά της ασημένης κεφαλής μου
μπλέκονται στα νύχια σου
απʼ την παραφορά καμπυλωμένα
που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος
ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος.
Το κορμί σου ισχνό ανάμεσα στα σατινένια μου σεντόνια…
*
Πυρετός, το αιδοίο σου ένας κάβουρας
Πυρετός, οι γάτες που τρέφονται απʼ τα θαλερά βυζιά σου
Πυρετός η βιάση απʼ των νεφρών σου τα σαλέματα.
Των κανίβαλων βλεννών σου η λαιμαργία,
το σφίξιμο από τα λούκια σου που σκιρτούνε κι απαιτούνε
μου ξεσχίζουν τα πέτσινα δάχτυλα
μου ξεριζώνουν τα πιστόνια.
Πυρετός, σφουγγάρι ψόφιο απʼ την παραλυσία πρησμένο
πιλαλάει το στόμα μου στο μάκρος της γραμμής
του ορίζοντά σου
σε θάλασσα φρενίτιδας άφοβος ταξιδιώτης…
Είναι νύχτα
κι ηυ γαλήνια γρατσουνιά όπου πεθαίνει το κενό λαχανιασμένο
δέρνεται παλεύει ανοίγεται και κουλουριάζεται ηδονικά
πάνω στο αργοσάλευτο πέος του εξερευνητή Νώε.
*
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλομιάζουν
θέλω τα ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
Τα βίτσια των αντρών είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.

(Τζόυς Μανσούρ, «Κραυγές, σπαράγματα, όρνια», εκδ. Άγρα)


Δέκα χιλιάδες αυγές. (Απόσπασμα).


Είσαι άπιαστη
Σαν ένα ρυάκι
Στις τούφες του δυόσμου!…
Τ’ αστέρια ανάβουν όταν με κοιτάς.
Μου ανήκεις
Όπως το μάτι ανήκει σοι πρόσωπο…
Αλλά μου ξεφεύγεις, φεύγεις
Σαν ήχος του μαντολίνου μου
Άπιαστη
Ώ, έρωτά μου, ώ ζωή μου.

Τζιουζέππε Ουνγκαρέττι (1888-1970)

άσμα πέμπτο


Τα μάτια σφάλισες
Και γεννιέται η νύχτα όλο
κούφια βαθουλώματα,
ήχους νεκρούς, θα 'λεγες θόρυβος φελλού
από δίχτυα σε βυθό απλωμένα.


Τα δυο σου χέρια μια πνοή
από απαραβίαστα μάκρη
κι ως οι ιδέες άπαρτα.


Κι η σελήνη η διπλοσήμαντη
και το γλυκύτατο ταλάντεμα
μόλις που κάνεις ν' απιθώσεις
τα χέρια σου στα μάτια μου,
ευθύς αγγίζουν την ψυχή.


Στη γυναίκα μοιάζεις που διαβαίνοντας
όμοια φύλλο αφήνει
πάνω στα δέντρα μια χινοπωρινή πυρά.



άσμα έκτο


Λεία όμορφη ω
νυχτερινή φωνή,
πυρετό μου φέρνει
κάθε σου σάλεμα.


Συ μνήνη, μόνη,
δαιμονισμένη δύνεσαι
τη λευτεριά στα δίχτυα σου να πιάσεις.


Στη σάρκα σου που ξεγλιστρά
και σε βάθη τρικλίζει από θολούς καθρέφτες
Όνειρο, και τι κρίματα
συ δεν μου δίδαξες να συντελώ;


Κρατημό δεν έχω πια μ' εσάς. Οράματα.
Κι από τύψεις δικές σας είναι πάντα
βαριά η καρδιά μου το πρωί σαν ξημερώνει.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Δύσκολη Ισορροπία / Λένα Παππά

Υπάρχουν εκείνοι που στα γράμματά τους
δεν έχω ακόμα απαντήσει
κι εκείνοι που δεν περιμένουν από μένα
καμιά λύση.
Υπάρχουνε κι άλλοι, που σαν τις αράχνες
παραμονεύουνε στα σκοτεινά
πότε το εντομάκι της χαράς μου θα φανεί
για να το θανατώσουν
κι εκείνοι που επίτηδες αργοπορούν
να ‘ρθουν κοντά μου
για να με αποκαρδιώσουν.

Ανάμεσά τους πρέπει, Θέ μου, για να ζήσω
στου ξυραφιού την κόψη τους το μίσος
με την αγάπη να ισορροπήσω.

Μ’ εγκαρδιώνει η ελπίδα μου
να το τολμήσω
κι εγώ, όσο κι αν φαίνεται τρελό
όσο κι αν είμαι τρομαγμένη προσπαθώ
δε θέλω να παραδοθώ
δίχως να πολεμήσω.

Αυτό που νιώσαμε / Λένα Παππά

Αυτό που νιώσαμε και όχι
αυτό που ζήσαμε
που επιδιώξαμε και γράψαμε
με γράμματα χρυσά επάνω στις ταμπέλες μας
μονάχα αυτό που νιώσαμε θυμόμαστε
και νοσταλγούμε και φοβόμαστε.
Αυτό μονάχα
είναι η αλουργίδα μας, ο πλούτος μας
το παραμύθι και η παραμυθία
η ευτυχία μας και η δικαίωση
σ’ αυτόν τον κόσμο.

Το Λάθος / Λένα Παππά

Στο κάτω-κάτω
όλα είναι δανεικά.
"Ού παραμένει ο πλούτος
ού συνοδεύει η δόξα".
Δανεικά, σου λέω,
κι ο θάνατος μεγάλος τοκογλύφος
στα παίρνει ώσπου να πεις "κίμινο"
- μέχρι κεραίας.
Άλλωστε, εκεί που πας, τι να τα κάνεις;
Και μη μου πεις πως κάτ θα είναι εκεί που πας
το δείχνει επαρκώς η παγωμένη όψη
του οποιουδήποτε νεκρού: το Τίποτε
σε όλο του το μαύρο μεγαλείο.

Λοιπόν, μην κλαίγεσαι, παράτα τα όλα
χρησικτησία είχες μόνο
και πρόσκαιρη νομή: με προθεσμία.
Κι αν έκανες το σφάλμα υπερβολικά
να τ’ αγαπήσεις
βέβαια θα είναι πιο οδυνηρό να τ’ αποχωριστείς.
Αν έκανες θυσίες, κόλπα κι αμαρτίες
για να τ’ αποκτήσεις
θα είναι δυο φορές πιο οδυνηρό.

Όμως το ήξερες απ’ την αρχή πως ήταν λάθος
λάθος κατάδικό σου, Κατάδικε του λάθους σου.
Και ήξερες και το άλλο
παντού εμφανώς ανηρτημένο:
"Μετά την απομάκρυνσιν εκ της ζωής
ουδεμία μεταμέλεια αναγνωρίζεται".
Λοιπόν;

Του έρωτα (άει της αγάπης μαχαιριά) / Λένα Παππά

Άει σκοτεινό φως του έρωτα τρεμάμενο αίμα του έρωτα
μες τη γητειά σου ελησμόνησα τους φονιάδες καιρούς
γέννησα ρόδινα μωρά σε μέλλον με αστέρια
άει σκοτεινό φως του έρωτα

Άει της αγάπης μαχαιριά στης νιότης το κρουστό κορμί
πληγή που ανάβλυζε ευωδιές φιλιών και μουσική
ντύνοντας το γυμνό έρημο κόσμο
άει της αγάπης μαχαιριά

Το δωμάτιο / Λένα Παππά

Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς
κι ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό

Όλα είναι εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες στο κλειστό δωμάτιο, όλα και τίποτα
αγάλματα θεών λησμονημένων και της Ελένης το πουκάμισο
όλα είναι εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες

Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή**
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ από άγνωστες φυλές
κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ' αγγίξεις
μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα

Πικρό τραγούδι / Λένα Παππά

Στέκομαι απ' όταν έφυγες μες στους καιρούς μονάχος,
με τ' όνομά σου φυλαχτό, και μύρο, και μαχαίρι.

Στέκομαι στης απελπισίας το σκοτεινό κατώφλι,
βαριά-βαριά στης άβυσσος ζυγιάζομαι την άκρια.

Η μέρα είναι ένας εχθρός, κι η νύχτα ένας προδότης,
με νοσταλγίες και δάκρυα σκληρά με πολεμούνε...
η μέρα είναι ένας εχθρός, κι η νύχτα ένας προδότης,
με επιθυμίες και όνειρα ολοένα με παιδεύουν.

Στέκομαι απ' όταν έφυγες μες στους καιρούς μονάχος,
με τ' όνομά σου φυλαχτό, και μύρο, και μαχαίρι.

Στον άνεμο και στη σιωπή σαν ένα μάταιο ρόδο,
μαδώντας της αγάπης σου την τρυφερή ελπίδα.

Παλιά Καλοκαίρια / Λένα Παππά

Καρπίζουν μέσα μου παλιά καλοκαίρια
ανάβουνε βλέμματα αλλοτινά
θροΐζουν αγγίγματα

Τίποτα, τίποτα δεν χάθηκε στ' αλήθεια
όλα είναι εδώ, όλα είναι εδώ

Μια σπίθα μόνο ανάβει πυρκαγιές
στις θημωνιές της μνήμης
πυρκαγιές στις θημωνιές της μνήμης

Κι αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί
η μνήμη τρέφει το παρόν
το παρελθόν μας δικαιώνοντας

Γιατί ό,τι υπήρξε μια φορά
δε γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει

Οι πράξεις μας

Μες απ' τον ήρεμο χαοτικό βυθό
Ξεπετάγονται ξαφνικά οι πράξεις μας,
Λόγια, παραπατήματα και ζαλισμένες χειρονομίες,
Σα μαχαίρια απρόσμενα που παν ίσια στην καρδιά μας να καρ-
φωθούνε.
Τις κοιτάμε, σαν πουλιά να 'χουνε από κοντά μας φύγει,
Να 'χουνε ξεκολλήσει απ' το δέρμα μας,
Από της καρδιάς μας τη θέρμη που δεν τις πρόφτασε,
Αφήνοντας πίσω τους της λαβωματιάς τη σύσπαση,
Την ουλή του ανόσιου τραύματος που με τίποτα πια δε γιαίνει.

Ο κύκλος

Ελιωσε η δύναμη μες στη γλυκύτητα του μελιού.

Μες από τις σκοτεινές τρύπες
Δεν προβάλλουν πια του πάθους τα βασανισμένα κεφάλια,
Μέλισσες μόνο βουίζουν γύρω από το νερό.
Ο κόσμος ιριδίζεται στην ανάερη αυτή νερένια κλωστή.

Ολα μες στο γουδί του πόνου λιώσαν,
Γίναν πολύτιμη γνώση.
Τώρα κι οι νεκροί τολμούνε μες απ’ τα’ αυλάκια της γης ως τον
Αέρα να βγούνε
Να οσφρανθούνε την υπερούσια τούτη στιγμή.
Η ουρά του φιδιού βρήκε την κεφαλή του,
Ο κύκλος σα στεφάνι έκλεισε.

Ο γιος του ανθρώπου

Τον σήκωσε στα χέρια ψηλά,
Σαν τεράστιο φορτωμένο κλαρί, που λυγούσε κι έπεφτε.
Ανοιξε το πιο καθαρό πανί
Τις θανάσιμες πληγές να σκεπάσει.
Τα ιερά μέλη έσκυψε να φιλήσει,
Αυτά που θα κοιμόνταν ακίνητα, χρόνια ακόμα,
Ως να μπορέσουν στη χώρα της αγάπης ν’ αναστηθούνε.

Η αγάπη, που τώρα κρεμόταν
Αχρηστο τρυπημένο κουρέλι απ’ τη μέση του.

Τώρα το κορμί σα νεκρό κοιμάται
Ο γιος του ανθρώπου τώρα κοιμάται,
Μα βαθιά του, σα στήθος θάλασσας τρυφερής,
Ανασαίνουν οι άγνωστοι άνεμοι, οι άγνωστοι κόσμοι,
Αυτοί, που το φως τους ίσως μια μέρα πατήσει.

Ανοιξη

Στους ίμερους πάλι παραδίνεται το σώμα της άνοιξης.
Τα πουλιά σα σπόρους σκληρούς
Τσιμπολογούνε το θάνατο.

Ακόμα μια φορά
Από τα δόντια του χάους η ζωή ανατέλλει.
Ακόμα μια φορά
Κάλεσε η ζέστα τις σαύρες απ’ τις σχισμές τους.


Μια φορά ακόμα
Από της αμαρτίας του και της θλίψης του το σταυρό
Προσπαθεί ο άνθρωπος τ’ αστέρια ν’ αρπάξει
Και δεν το μπορεί.

Οι λέξεις

Οι λέξεις σου:
Βέργες που σφηνώνονται στο λαιμό,
Ποταμοί που πνίγουν,
Αίμα που σταλάζει από σπηλαίων πληγές,
Ζώα που σφαδάζουν στα χέρια σου.

Στις κρύπτες τους βουβαμένη,
Πόνο γεμάτη του χάους,
Τ' αγκάθια τους πατάς ‘ένα-ένα
Και στο ρόδο ποθείς ν' ανεβείς,
Μακριά από τις διχάλες,
Μακριά απ' τους τρόμους του σώματός σου,
Τη μέρα πάλι ν' αδράξεις,
Μες από τα νερά που ποντίζουν να βγεις.

(Γυμνά πέλματα, 1973)

Κάποτε υπήρξαμε εδώ

Φωνές, του θανάτου ταγμένες.
Πρόσωπα απόμακρα,
Κάποτε κοντινά,
Που σαν πανί σας παίρνει ο χρόνος μακριά του
Και μένει μετέωρο κουρέλι το γέλιο σας.

Πρόσωπα, που μαζί τον ήλιο αγαπήσαμε,
Τα δάχτυλά μας βυθίσαμε στη ζέστη της γης,
Σταθείτε ακόμα για λίγο μπροστά μου,
Πριν άλλοι τρέξουν να πάρουν τη θέση σας.

Κάποτε εμείς υπήρξαμε εδώ,
Κάποτε εμείς εδώ δοκιμάσαμε
Τα σημάδια ν' αποτυπώσουμε της ψυχής μας
Σ' αυτόν τον πηλό που τώρα μας παίρνει.

Μια στιγμή σταθείτε,
Να κοιταχτούμε ακόμα στο πρόσωπο,
Ν’ ακούσουμε πάλι το γέλιο μας,
Της αγάπης τα ονόματα να φωνάξουμε.
Μια φορά ακόμα το σχήμα μας να χορτάσουμε.

Από μακριά να δακρύσουμε.

Κραυγές του έρωτα

Κραυγές του έρωτα μες στ’ απόμακρο,
Της αγάπης κύμα που έχει τον κόσμο τυλίξει,
Ν’ αγγίζουνε τα πουλιά τα πουλιά,
Ο αγέρας τη θάλασσα,
Οι άνθρωποι τους ανθρώπους.

Μυστήριο που έχει σ’ όλη την πλάση απλωθεί,
Μες σ' ένα κύμα χαράς
Η ζωή να πηγαίνει πιο πέρα.

Γύρη χρυσή που πέφτει απ' τα πέδιλα των θεών
Κι οι ψυχές ανοίγουνε τις μαλακές αστραπές να δεχτούνε,
Την αόρατη καρδιά της σιωπής,
Την έκταση ενός και καινούριου φωτός.

Η σιωπή

Τούτη η σιωπή
Που σφίγγει σα χέρι γιγάντιο τα σωθικά σου
Πιο πέρα απ' τις μικρές φωνές να σε φέρνει,
Στην καρδιά του κόσμου για να σε φέρνει,
Τούτη η σιωπή, πώς λόγος στέρεος βαθιά σου αντηχεί,
Ν' ακούς, ν' ακούς, σα στήλη νερού να ορθώνεσαι ν' αφουγ-
κράζεσαι,
Να έχει κρεμαστεί η ψυχή σου ένα ζούδι στο μεγάλο κλωνάρι
Του κόσμου.

(από την συλλογή: Ο μεγάλος ήχος, 1965)

Κύμα του αγνώστου

Τι ανέμους πέρ' από τις ακτές σου μου ξεσηκώνεις,
Τι μέθη για να βυθίσω ολόκληρη την ψυχή μου!
Έρχεσαι σα μεγάλο πάτημα από τη θάλασσα πάνω
Και δεν ξέρω πώς να σε πω,
Τεράστιο κύμα του αγνώστου,
Μουσική που κινάς απ' την κρυφή του κόσμου καρδιά
Με τα δυο χέρια να με κυκλώσεις,
Απ' τη μυστική σου ευτυχία να μου δώσεις να πιω.

Τη γνώση αυτή του θανάτου που γεύτηκα

Τη γνώση αυτή του θανάτου που γεύτηκα,
Στη χλωμιά, βαθιά, της καρδιάς μου αποθέτω
Στα μονοπάτια τα μυστικά της σιωπής μου,
Στο δώμα τ' απόρθητο της ψυχής.
Κάθε μέρα πιο πλατιά ν' ανοίγω τα μάτια μου,
Βουβή, σκοτεινιά γεμάτη, να την αντικρίζω.

Κύκλοι της ύπαρξης

Κύκλοι της ύπαρξης-
Στον ένα να μείνουμε, στον απάνω, στον πιο φωτεινό, λαχταρούμε,
Αυτόν που ασταμάτητα παίζει με τον ήλιο, με τα φύλλα, με τη
Δροσιά.
Μα όλο πιο κάτω μας τραβούν τα νερά,
Αλλους να βρίσκουμε, πιο πλούσιους από κείνον, πιο σκοτεινούς,
Με τα χέρια, τρεμούλα γεμάτα, τις πρώτες ρίζες ν' αγγίζουμε
Της ζωής,
Στο ρέμα να φτάνουμε, όπου τα δάκρυα πηγάζουνε, οι φωνές
Οι πηχτές.

(Πρώτη ρίζα, 1962)

Πώς έμαθα να προχωρώ μονάχη στο θάνατο

Πώς έμαθα να προχωρώ μονάχη στο θάνατο,
Να βυθίζω κάθε μέρα στα νερά της ζωής,
Στα νερά τα βαθιά της ψυχής μου.
Εκεί που πηγάζουν τα δάκρυά μου,
Εκεί που αναβρύζουν οι πικροί στεναγμοί.
Πώς έμαθα τη σιωπή του βάθους μου να γρικώ
κι από κείνη μόνο να τρέφομαι.
Στον κόσμο να σφαλίζω τα χείλη μου,
στην άπειρη θάλασσα να βυθίζω του νικημού.

Τούτο το βάρος του χρόνου που σηκώνω στους ώμους μου

Τούτο το βάρος του χρόνου που σηκώνω στους ώμους μου,
Σαν την αιωνιότητα σιωπηλό,
Σκοτεινό σαν την άβυσσο.
Τούτο το βάρος που ώς το θάνατο μ' ακλουθεί.
Πότε θα το σείσω από πάνω μου,
Να φωτίσει το πικρό μου χαμόγελο,
Ν' αστράψουν τα μαύρα μαλλιά.
Ω αιωνιότητα, σα βουβαμένο πρόσωπο σιωπηλή. 

Ιερό σκοτάδι που με γέννησες

Ιερό σκοτάδι που με γέννησες,
Πηγή που σκίρτησα να πιω,
Ερημο που περπάτησα
Φύσα μου πάλι στα μαλλιά
Στη ζέστα σου να περπατώ! 

Αγέρι που μου πήρες την ψυχή

Αγέρι που μου πήρες την  ψυχή
Κι όλο με σένα χάνομαι
Κι όλο με σε γλιστρώ.
Λιγοθυμιά της κάθε μου στιγμής.
Ω, μη με παίρνεις πια στα πέπλα σου
Ασε να γίνω χώμα, λούλουδο, νερό,
Να γίνω θρήνος μες στα πλάσματα,
τη μοίρα μου μαζί τους να θρηνώ.

Ω μάγια της ζωής

Ω μάγια της ζωής,
Γαλάζιο φως που μ' έλουσες
Φως γαλανό που υψώθηκα
Παν' απ' της γης τα πλάσματα
Μες στο μαγνάδι σου να ζω.
Πάρε με στην ανάσα σου
Ν' αναρριγώ στο μύρο σου,
Πνεύμα αγαθό βαθιά σου να σκιρτώ.
Αλλο απ' τον κόσμο τούτο δε ζητώ.

Ω αιωνιότητα

Ω αιωνιότητα,
Πατρίδα μου που απλώνεσαι
Πέρ' απ' τους κάμπους που πατώ.
Αιωνιότητα,
Πατρίδα μου που αγάπησα,
Στη δρόσο σου τυλίγομαι
Να σε ρουφώ σαν τον κισσό.

Η λέξη

Η λέξη με είχε
με βρήκε
με είπε.
Κι εγώ
μονάχα «ευχαριστώ».
Στη λέξη
μια λέξη.
Ο κόσμος.

Σε ερώτηση που κάνανε στον ποιητή Ντύλαν Τόμας, πώς και γιατί άρχισε να γράφει ποίηση, έδωσε την πιο κάτω απάντηση:

Άρχισα να γράφω ποίηση επειδή ερωτεύτηκα τις λέξεις. Τα πρώτα ποιήματα που γνώρισα ήταν παιδικά τραγούδια· αγάπησα τις λέξεις τους πολύ πριν καταφέρω να τα διαβάσω. Τι αντιπροσώπευαν, τι συμβόλιζαν και τι εννοούσαν εκείνες οι λέξεις, με απασχόλησε πολύ αργότερα. Μόνο ο ήχος τους με ενδιέφερε, την ώρα που ξεπήδαγε από τα χείλη κάποιον εντελώς αδιάφορων και ακατανόητων μεγάλων όντων.

Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήμουν καταδικασμένος να ζω με τις λέξεις και μέσα στις λέξεις. Πρώτη μου δουλειά, λοιπόν, ήταν να γνωρίσω και να κατανοήσω τους ήχους και το υλικό τους. Πως και που θα τις χρησιμοποιούσα, τι θα έλεγα με αυτές, ήταν κάτι που θα με απασχολούσε αργότερα. Τώρα έπρεπε να μάθω τα πάντα για το χαρακτήρα, τις διαθέσεις, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, τις συναισθηματικές μεταπτώσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους.

Μου φτάνει να τους συμπεριφέρομαι, όπως ο μάστορας στο ξύλο, στην πέτρα ή σε ό,τι είναι του χεριού του, τέλος πάντων. Μου αρέσει να τις πελεκάω, να τις χαράζω, να τις πλάθω, να τις γυαλίζω, να τις φέρνω στα μέτρα ενός σχεδίου, μιας περιόδου, ενός γλυπτού, μιας φούγκας που θα εκφράζει κάποια λυρική παρόρμηση, κάποια πνευματική αμφιβολία ή βεβαιότητα, κάποια μισοσυνειδητή αλήθεια, την οποία πρέπει να πλησιάσω και να συνειδητοποιήσω.

Η γοητεία της μελαγχολίας

Την μελαγχολική μου τέχνη ασκώντας,
στην σιωπή της νύχτας,
όταν μονάχο του φρενιάζει το φεγγάρι,
κι οι εραστές ξαπλώνουν
αγκαλιά με τη θλίψη τους,
παιδεύομαι το φώς να τραγουδήσω,
όχι από φιλοδοξία ή για τον επιούσιο,
ούτε για επίδειξη στο παζάρι των ταλέντων
σε φιλντισένια παλκοσένικα,
μα για την αμοιβή την ελάχιστη
απ’ τα μύχια της καρδιάς τους.

Κι έξω απ’ το φεγγάρι που φρενιάζει
δεν γράφω τούτες τις σελίδες που αφρίζουν
μήτε για τον άνδρα τον περήφανο
μήτε για τους νεκρούς που από ψηλά επιβλέπουν
με τ’ αηδόνια και τις ψαλμωδίες τους
μα για τους εραστές,
που αγκαλιάζουνε αιώνων θλίψεις,
που μ’ έχουνε γραμμένο,
κι ούτε τους νοιάζει η μαστοριά κι η τέχνη μου”.

Ζωή και θάνατος

Ζωή και θάνατος, απόγκρεμο κεφαλάρι νερού,
Πώς διαπερνάς μ' ορμή τ' αδύναμα σωθικά μας,
πώς το δρόμο βρίσκεις μες απ' της καρδιάς μας την πύλη να
βγεις,
κι εμείς τα πόδια βάζουμε αντιστύλι στη γη,
αντιστύλι και το κορμί, η γιγάντια ορμή σου για να περάσει!

Ανοιξη

Στους ίμερους πάλι παραδίνεται το σώμα της άνοιξης.
Τα πουλιά σα σπόρους σκληρούς
Τσιμπολογούνε το θάνατο.
Ακόμα μια φορά
Από τα δόντια του χάους η ζωή ανατέλλει.
Ακόμα μια φορά
Κάλεσε η ζέστα τις σαύρες απ’ τις σχισμές τους.

Μια φορά ακόμα
Από της αμαρτίας του και της θλίψης του το σταυρό
Προσπαθεί ο άνθρωπος τ’ αστέρια ν’ αρπάξει
Και δεν το μπορεί.

(Ξέφωτα, 1979)

Ο κύκλος

Ελιωσε η δύναμη μες στη γλυκύτητα του μελιού.
Μες από τις σκοτεινές τρύπες
Δεν προβάλλουν πια του πάθους τα βασανισμένα κεφάλια,
Μέλισσες μόνο βουίζουν γύρω από το νερό.
Ο κόσμος ιριδίζεται στην ανάερη αυτή νερένια κλωστή.
Ολα μες στο γουδί του πόνου λιώσαν,
Γίναν πολύτιμη γνώση.
Τώρα κι οι νεκροί τολμούνε μες απ’ τα’ αυλάκια της γης ως τον
Αέρα να βγούνε
Να οσφρανθούνε την υπερούσια τούτη στιγμή.
Η ουρά του φιδιού βρήκε την κεφαλή του,
Ο κύκλος σα στεφάνι έκλεισε.

(Η άλλη γνώση, 1982)

Οι πράξεις μας

Μες απ' τον ήρεμο χαοτικό βυθό
Ξεπετάγονται ξαφνικά οι πράξεις μας,
Λόγια, παραπατήματα και ζαλισμένες χειρονομίες,
Σα μαχαίρια απρόσμενα που παν ίσια στην καρδιά  μας να καρ-
φωθούνε.
Τις κοιτάμε, σαν πουλιά να 'χουνε από κοντά μας φύγει,
Να 'χουνε ξεκολλήσει απ' το δέρμα μας,
Από της καρδιάς μας τη θέρμη που δεν τις πρόφτασε,
Αφήνοντας πίσω τους της λαβωματιάς τη σύσπαση,
Την ουλή του ανόσιου τραύματος που με τίποτα πια δε γιαίνει.

(Πήλινο σχήμα, 1985)

Κολυμπούσα στα πηχτά Ερεβώδη κύματα

Κολυμπούσα στα πηχτά ερεβώδη κύματα,
Πέτρες τεράστιες γεμάτα,
Χτυπημένη από την ορμή του σκότους
Που μ' έπαιρνε, με τίναζε, μ' άφηνε πίσω, δεν κουραζόταν μαζί
Μου.
Επλεαν τα μαλλιά μου στα νερά
Κι ένιωθα κολλημένη απάνω μου τη λεπτή ρίζα να με κρατά
Ψηλά,
Να θέλει να με ποντίσει στη χοάνη της αβύσσου.
Αλλοτε ένα ρέμα, άλλοτε ένα κεφάλι και πάντα μια ψυχή που
Σπάραζε
Αφηνόμουν στο πρωτόφαντο χέρι της άγριας δύναμης
Που όλα τα 'στιβε στην κίνησή του,
Ολα τα κουνούσε με την τρίαινά του,
Και το σαρδόνιο γέλιο αντηχούσε στις εσχατιές της απεραντο-
σύνης.
Κι η ρίζα ανάερη κλωστή μέσα σε τέτοια πηχτή ουσία
Κρατούσε το κορμί μου με κλεισμένα τα βλέφαρα,
Που αφηνόταν στου γιγαντισμού τη δίνη.
Ηταν ο ύπνος, ήταν ο εφιάλτης, ήταν το δίδυμο του θανάτου.

(Η εξέδρα, 1988)

Ενας στεναγμός ήταν η ζωή μου

Ενας στεναγμός ήταν η ζωή μου κι ένας μεγάλος θρήνος.
Τώρα βυθώ στη νύχτα του θανάτου,
Τη νύχτα που δε λησμόνησα ποτέ.
Που ζούσα κάτω απ' τα κλωνάρια της, τ' αστέρια της και τη
Σιωπή της.
Τώρα κινώ στη νύχτα του θανάτου
Αφανη, άλαλη, μέσα στ' ασκητικά μου πέπλα.
Ενα φως που έζησε στα βουνά.
Ενα φως κυκλωμένο από σκοτάδι.
Σ' όλη μου τη ζωή αγάπησα το Θεό.
Τ' όνομά μου δεν έμαθε θνητός κανείς.
Ημουν μια πίκρα και μια σιωπή.

Δε φοβάμαι το θάνατο

Δε φοβάμαι το θάνατο,
Δε φοβάμαι να γυρίζω στις παγωμένες εκτάσεις Σου να Σε
Βρω.
Ανοίγω τα χέρια μου
Κι ενώνομαι μ' όλα τα πλάσματά Σου, που ζουν χιλιάδες μίλια
Μακριά.
Ενώνομαι μ' όλη τη σιωπή των πάγων
Και ζω.

(Ενδόμυχα, 1953)

Ηράκλειτος

Ω, συ που πάντα διάβαινες
π' των ανθρώπων τον αχό μακριά
Για να τραφείς στην έρημο,
Στων ουρανών τη σιγαλιά, αγνάντεψέ με από μακριά
Κι από το χέρι πάρε με,
Που κύλησα στην ερημιά. Στο δρόμο σου περπάτησα
Κι ίσαμε σε δεν μπόρεσα να ρθω!
Ω, αγνάντεψέ με από μακριά
Κι από το χέρι πάρε με,
Που κύλησα στην έρημο.
Είμαι κι εγώ για τους θεούς.
(Συλλογή Ερημικά, 1951)

Πρόσπερος

Πάνω από τους θνητούς υψώθηκα!
Μακρύνανε στην έρημο
Τ' άσπρα μου και σγουρά μαλλιά.
Σα σκιά, σα στάλαμα χλωμιάς,
Φτωχό τρελό με σέρνουνε
Τα βήματά μου εκεί που τριγυρνάς.
Πώς σ' αγαπώ, Θεέ!
Πώς βάσταξαν τέτοια ντροπή
Τ' άσπρα μου ετούτα δω μαλλιά,
Οι ώμοι αυτοί που τρέμουνε.
Αχ! Τι δεν ήταν, σαν και Σε,
Μες στης καρδιάς μου την καρδιά
Ολα της γης τα πλάσματα να στέκαν!

ΟΛΓΑ ΒΟΤΣΗ ( 1922-1998)


Η Όλγα Βότση (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Όλγας Μπούκη – Πλατή) γεννήθηκε στον Πειραιά. Φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1959 και για τρία χρόνια παρακολούθησε μαθήματα Γερμανικής Φιλολογίας και Ιστορίας Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Εργάστηκε επί 12 έτη ως καθηγήτρια φιλόλογος στη Δημόσια και Ιδιωτική Εκπαίδευση στην Ελλάδα και την Κύπρο. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1943 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Προσευχή" στο περιοδικό "Νεοελληνική Μούσα" του Πειραιά. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Φιλολογική Πρωτοχρονιά", "Πνευματική Κύπρος", "Ευθύνη", "Νέα Εστία", "Φοιτητική Τέχνη", "Ηπειρωτική Εστία", "Το Περιοδικό μας" και άλλα. Μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1990), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1971), το βραβείο Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών (1987) και το Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, ενώ έργα της μεταφράστηκαν στα ιταλικά, γαλλικά και πολωνικά.

1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Όλγας Βότση βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Όλγα Βότση», Η ελληνική ποίηση · Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.520-522. Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Σιμόπουλος Ηλίας, «Βότση Όλγα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας4. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Το σχήμα της Όλγας Βότση, Ευθύνη/Ursa Minor, Αθήνα 2009.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία



• Αργυρίου Αλεξ., «Όλγα Βότση», Η ελληνική ποίηση · Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.520-522. Αθήνα, Σοκόλης, 1982.
• Ανδρονίκας Κ., Κριτική για τις Σκάλες, Ριζοσπάστης, 11/12/1976.
• Βρεττάκος Νικηφόρος, «Όλγας Βότση: Ύπαρξη και σιωπή», Επιθεώρηση ΤέχνηςΘ΄, ετ.Ε΄, 4/1959, αρ.52, σ.227.
• Θέμελης Γιώργος, «Όλγα Βότση», Η νεώτερη ποίησή μας, σ.243-249. Αθήνα, Φέξης, 1963.
• Καραντώνης Ανδρέας, «Όλγας Βότση: Ο μεγάλος ήχος», Νέα Εστία81, ετ.ΜΑ΄, 1η/6/1967, αρ.958, σ.765.
• Μερακλής Μ.Γ. – Μόσχος Ε.Ν., Για την Όλγα Βότση. Αθήνα, Ευθύνη, 1998.
• Μόσχος Ε.Ν., «Όλγας Βότση: Οδύνη και ευδία», Νέα Εστία118, ετ.ΝΘ΄, 15/11/1985, αρ.1401, σ.1525-1526.
• Νικορέτζος Δημ., «Όλγας Βότση: Ο καιρός σε κοίταζε», Νέα Εστία135, ετ.ΞΗ΄, 15/2/1994, αρ.1599, σ.272-274.
• Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Συνειδησιακά ξέφωτα· Αφετηρίες και αναγωγές στην ποίηση της Όλγας Βότση», Λογοτεχνικά μελετήματα, σ.106-110. Αθήνα, Θουκυδίδης, 1982 (πρώτη δημοσίευση στην Ηπειρωτική Εστία, 1-3/1990).
• Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Όλγας Βότση: Η εξέδρα», Νέα Εστία125, ετ.ΞΓ΄, 1/5/1989, αρ.1484, σ.621-622.
• Παπακωνσταντίνου Δημ.Κ., «Όλγας Βότση: Πολύεδρα», Νέα Εστία104, ετ.ΝΒ΄, 1/7/1978, αρ.1224, σ.892-893.
• Σαραντής Γιώργος, «Όλγας Βότση: Ύπαρξη και σιωπή», Παναθήναια1, 1/1959, σ.11.
• Σαρδελής Κ., «Όλγας Βότση: Συναντήσεις: Μελετήματα και στοχασμοί», Νέα Εστία139, 15/5/1996, ετ.Ο΄, αρ.1653, σ.691-693.
• Σιμόπουλος Ηλίας, «Βότση Όλγα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας4. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Σπυροπούλου-Μαρδικιάν Χρύσα, «Εις εαυτόν συνομιλίες της Όλγας Βότση», Ευθύνη210, 6/1989, σ.272-272 (τώρα και στον τόμο Αναγνώσεις· Δοκίμια, σ.13-15. Αθήνα, Πρόσπερος, 1992).
• Σπυροπούλου-Μαρδικιάν Χρύσα, «Όλγα Βότση: Ένα μεταφυσικό τοπίο», Αναγνώσεις· Δοκίμια, σ.16-20. Αθήνα, Πρόσπερος, 1992.
• Χουρμούζιος Αιμίλιος, «Όλγας Βότση: Ενδόμυχα», Νέα Εστία53, ετ.ΚΖ΄, 15/6/1953, αρ.623, σ.945.
• Τσαούσης Κ.Ι., Κριτική για τα Πολύεδρα, Ελευθεροτυπία, 22/5/1978.
• Τσαούσης Κ.Ι., Κριτική για τα Ξέφωτα, Ελευθεροτυπία, 23/11/1979.


Εργογραφία


(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Ύμνοι. Αθήνα, Μαυρίδης, 1946.
• Ερημικά. Αθήνα, 1951.
• Ενδόμυχα. 1953.
• Αγέρινα. 1955.
• Ύπαρξη και σιωπή. 1958.
• Πρώτη ρίζα. 1962.
• Ο Μεγάλος ήχος. Αθήνα, 1965.
• Κρύπτη και σύνορο. 1970.
• Γυμνά πέλματα. Αθήνα, Βάκων, 1973.
• Οι Σκάλες. Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1976.
• Ξέφωτα.Αθήνα, 1979.
• Η άλλη γνώση. Αθήνα, 1982.
• Πήλινο σχήμα. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1985.
• Η εξέδρα. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1988.
• Ο καιρός σε κοίταζε. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1993.

ΙΙ.Δοκίμια
• Πολύεδρα. 1978.
• Οδύνη και Ευδία. 1984.
• Συναντήσεις· Μελετήματα και στοχασμοί. Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 1995.

ΙΙΙ. Μεταφράσεις
• Φραντς Κάφκα, Γράμματα στον πατέρα – Στοχασμοί. 1971.
• Γκέοργκ Τρακλ, Τα πεζά ποιήματα. Αθήνα, 1974.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις

• Τα ποιήματα, τόμος πρώτος (1951-1975). Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 1989.
• Τα ποιήματα, τόμος δεύτερος (1976-1988). Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 1991.
• Τα ποιήματα, τόμος τρίτος (1993-1997). Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 2000.
• Τα ποιήματα, τόμος τέταρτος (1993-1997). Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 2002.

από: http://www.ekebi.gr

Χρυσό κλουβί κι αγάπη

Έχτισα ένα μικρό σπιτάκι
που 'ναι όμορφο σαν παλατάκι,
όπως τ' ονειρευόμουνα καιρό,
μόνο η αγάπη που του λείπει,
το όμορφο το καρδιοχτύπι,
μα που θα πάει, θα τη βρω,
μόνο η αγάπη που του λείπει,
το όμορφο το καρδιοχτύπι,
μα που θα πάει, θα τη βρω.

Τόσα παιδιά στη γειτονιά μου
ζητούν να μπούνε στην καρδιά μου
κι απ' έξω ξενυχτούν ως το πρωί,
μα εγώ όμως πλέκω τ' όνειρό μου
για τ' αγόρι το δικό μου
που όπου να 'ναι θα φανεί,
μα εγώ όμως πλέκω τ' όνειρό μου
για τ' αγόρι το δικό μου
που όπου να 'ναι θα φανεί.

Έχτισα ένα μικρό σπιτάκι
που μοιάζει με χρυσό κλουβάκι,
που θα 'ναι τ' αγοριού μου η φωλιά,
εκεί θα βρίσκει αγάπης χάδια
να ξεκουράζεται τα βράδια
σαν θα γυρνάει απ' τη δουλειά,
εκεί θα βρίσκει αγάπης χάδια
να ξεκουράζεται τα βράδια
σαν θα γυρνάει απ' τη δουλειά.

Ψιλή βροχή

Ψιλή βροχή ψιλή βροχή
Κι εσύ κοιμάσαι μοναχή
Κι εγώ στους δρόμους σέρνομαι
Κι από τ' αγιάζι δέρνομαι

Κακοκαιριά κακοκαιριά
Θα σπάσει η δόλια μου καρδιά
Στην πόρτα σου ξεπάγιασα
Και στα σκαλιά σου πλάγιασα

Ψιλή βροχή ψιλή βροχή
Για σένα κλαίει μια ψυχή
Ανοίξτ' την πόρτα σου να μπω
Και δώσε μου να κοιμηθώ

Όνειρο απατηλό

Μ' ένα όνειρο τρελό
όνειρο απατηλό
ξεκινήσαμε κι οι δυο μας
και στου δρόμου τα μισά
σβήσαν τ' άστρα τα χρυσά
ξαφνικά από τον ουρανό μας

Ποια μοίρα με ζηλεύει
ποιο μάτι φθονερό
και χάθηκε μια αγάπη
προτού να τη χαρώ
σαν πλοίο που ναυάγησε
σαν νούφαρο που μάδησε
στης λίμνης μέσα το θολό νερό

Με ελπίδες λιγοστές
έστω και απατηλές
να γυρίσεις περιμένω
ίσως βγει αληθινό
τ' όνειρό μου το τρελό
τ' όνειρό μου το ναυαγισμένο

Ο μετανάστης

Γυναίκ’ αφήνω νιόπαντρη, μανούλα μου, σε σένα
και πάω να βρω την τύχη μου στα έρημα τα ξένα.

Μετανάστης φεύγω τώρα, αχ μανούλα μου
και στα χέρια σου αφήνω πια την γυναικούλα μου.

Καρδιά αν έχεις, μάνα μου και με πονά η ψυχή σου,
αγάπα την γυναίκα μου σαν να ‘τανε παιδί σου.

Μετανάστης φεύγω τώρα, αχ μανούλα μου
και στα χέρια σου αφήνω πια την γυναικούλα μου.

Στα δάκρυα του χωρισμού, πνίγομαι ο καημένος,
αφήνω την γυναίκα μου καινουριοπαντρεμένος.

Μετανάστης φεύγω τώρα, αχ μανούλα μου
και στα χέρια σου αφήνω πια την γυναικούλα μου.

Ηλιοβασιλέματα

Ηλιοβασιλέματα
γεμάτα αναμνήσεις
θυμάμαι ακόμα και πονώ
το τελευταίο δειλινό
πριν φύγεις και μ' αφήσεις
ηλιοβασιλέματα
γεμάτα αναμνήσεις

Δειλινά αξέχαστα
μες στα στενά δρομάκια
τώρα με άλλον αγκαλιά
περνάς τα στέκια τα παλιά
κι εγώ πίνω φαρμάκια
δειλινά αξέχαστα
μες στα στενά δρομάκια

Ηλιοβασιλέματα
και τι δεν μου θυμίζουν
και όπως πέφτει η βραδιά
την έρημη μου την καρδιά
οι πόνοι την ξεσκίζουν
ηλιοβασιλέματα
και τι δεν μου θυμίζουν

Η Μαλάμω

Η Μαλάμω με καμάρι
που μοσχοβολά θυμάρι
μεσ' στους δρόμους της Αθήνας
έχει εννιά γι' αυτήν ο μήνας
τα κουμπούρια γεμισμένα
τα 'χει πάντα κουμπωμένα
κι όλοι τρέχουν να τη δουν
με καημό και τραγουδούν.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Απαράτησε τα γίδια
τα σιγκούνια τα στολίδια
στην Αθήνα μάνι-μάνι
έβανε κοντό φουστάνι
τα κουμπούρια της γεμάτα
τα κουνά π' αναθεμά τα
τα κουνά και περπατάει
κι όλη η Αθήνα τραγουδάει.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Ρίχνει βόλια η ματιά της
η πλεξούδα η ξανθιά της
με τα φρύδια τα γραμμένα
τα κουμπούρια γεμισμένα
ξεχειλά δροσά και νιάτα
η Μαλάμω η χωριάτα
με λαχτάρα την κοιτάζουν
τραγουδούν κι αναστενάζουν

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Είμ' αετός χωρίς φτερά

Σαν τον αετό είχα φτερά ώ ώ ώ
και πέταγα
και πέταγα πολύ ψηλά
μα ένα χέρι λατρεμένο
ένα χέρι λατρευτό
μου τα κόβει τα φτερά μου
για να μη ψηλά πετώ

Είμ' αετός χωρίς φτερά
χωρίς αγάπη και χαρά
χωρίς αγάπη και χαρά
είμ' αετός χωρίς φτερά

Το χέρι αυτό το λατρευτό ώ ώ ώ
μες στη ζωή
μες στη ζωή θα τ' αγαπώ
ότι και να μου 'χει κάνει
όλα του τα συγχωρώ
με φτερούγες τσακισμένες
πάντα εγώ θα τ' αγαπώ

Δυο πόρτες έχει η ζωή ( Το τελευταίο βράδυ μου )

Το τελευταίο βράδυ μου
απόψε το περνάω
κι όσοι με πίκραναν πολύ
τώρα που φεύγω απ' τη ζωή
όλους τους συγχωρνάω

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Εκεί που πάω δεν περνά
το δάκρυ και ο πόνος
τα βάσανα και οι καημοί
εδώ θα μείνουν στη ζωή
κι εγώ θα φύγω μόνος

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Δυο πόρτες έχει η ζωή
άνοιξα μια και μπήκα
σεργιάνισα ένα πρωινό
κι ώσπου να 'ρθει το δειλινό
από την άλλη βγήκα

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Ανεμώνα

Στης καρδιάς μου τον χειμώνα
φύτρωσε μια ανεμώνα
η δική σου η αγάπη η χρυσή

Μα δεν πρόλαβε ν' ανθίσει
και μαράθηκε πριν ζήσει
γιατί κρίμα δεν την πότισες και εσύ

Ποια αγάπη να πιστέψω
και σε ποια να εμπιστευτώ
που φοβάμαι μήπως πάλι προδοθώ

Ποιο λουλούδι να ποτίσω
δίχως φόβο στην ψυχή
πως δε θα 'ρθει η στιγμή να μαραθεί

Στης καρδιάς μου το χειμώνα
φύτρωσε μια ανεμώνα
μα τι κρίμα δεν την πότισες και εσύ

Έναν έρωτα χαμένο
έναν κόσμο γκρεμισμένο
από τώρα να θυμάμαι στη ζωή

Σαν χαρτί τα όνειρά μου
φτερουγίζουν μακριά μου
και μ' αφήνουν μια πικρία στην ψυχή

Ποια αγάπη να πιστέψω...

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (1893 - 7 Ιανουαρίου 1972) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, αναγκάστηκε όμως να έλθει στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή.
Ζώντας μια έντονη και περιπετειώδη ζωή, στην Ελλάδα αρχικά σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός, δασκάλα και ποιήτρια, ενώ αργότερα αναδείχθηκε σε σπουδαία λαϊκή στιχουργό. Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 εξαναγκαζόμενη από το προσωπικό της πάθος (χαρτοπαιξία), τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο, έναντι ευτελούς οικονομικής αμοιβής, όλους τους επώνυμους συνθέτες της εποχής της με αριστουργηματικά τραγούδια.
Πάμπολλα τραγούδια της έγιναν επιτυχίες. Στίχους της συναντάμε σε μια πλειάδα λαϊκών επιτυχιών:
  • Πήρα τη στράτα κι έρχομαι, Αντιλαλούνε τα βουνά σε μουσική Τσιτσάνη,
  • Ηλιοβασιλέματα, Περασμένες μου αγάπες σε μουσική Χιώτη,
  • Δυο πόρτες έχει η ζωή, Φεύγω με πίκρα στα ξένα που τραγούδησε ο Καζαντζίδης,
  • Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά, Όνειρο απατηλό σε μουσική Καλδάρα,
  • Συρματοπλέγματα βαριά σε μουσική Μπακάλη,
  • Είμαι αϊτός χωρίς φτερά σε μουσική Χατζιδάκη,
  • Πετραδάκι, πετραδάκι, Του ντερβίση το πιοτό και Τι να σου κάνει μια καρδιά σε μουσική που έγραψε ο Αντώνης Κατινάρης και άλλα πολλά.
Το πρώτο της τραγούδι που μελοποιήθηκε από τον Τσιτσάνη είναι το Για μια γυναίκα χάθηκα (HMV ΑΟ-2984), που γραμμοφωνήθηκε στις 15 Μαρτίου 1951, ενώ με παραγγελία του είχε γράψει τους στίχους για το γνωστό σε όλους πλέον τραγούδι Τα καβουράκια (ODEON GA-7663) του οποίου την τελική διαμόρφωση των στίχων, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, είχε ο Τσιτσάνης.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μια από τις σπουδαιότερες στιχουργούς, η οποία χάρη στο τρομακτικό ταλέντο της τροφοδότησε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι με μεγάλο αριθμό εξαίρετων δημιουργιών, μερικές από τις οποίες θα παραμείνουν για πάντα άγνωστες, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος αυτών που έγραψε είναι καταχωρημένο στο όνομά της. Η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και για την είσπραξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, παρά την επιτυχία των τραγουδιών της, να πεθάνει φτωχή.