Βαθειά ανθρώπινος,
ο φίλος ποιητής Λουκάς Νικολαίδης,
συνεχίζει το ποιητικό του ταξίδι.
Αν ήμουν...
Αν μ' έφτιαχνε ο Θεός Πουλί,
θα λαχταρούσα από καρδιάς,
να ήσουν τα ....φτερά μου!
Αν πάλι Λουλούδι όμορφο
ο Πλάστης με είχε πλάσει,
τότε,
θα το θελα ασφαλώς,
να Είσαι τα Πέταλά μου!
Έστω και Δέντρο αν ήμουν Αψηλό,
φαντάσου
με οπόση χαρά τα μέσα μου θα γέμιζαν,
εάν ήσουνα ....τα Ριζιμιά μου!
Και αν τέλος
Ρυάκι ήμουν σε πλαγιά,
να Είσαι γλυκιά μου σίγουρη
πόσο θα το θελα πολύ,
να΄ Ήσουν ....τα Νερά μου!
Όμως,
δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά,
παρά, ένας ΄Ανθρωπος Θνητός,
και Συ, ολάκερη η Ζωή μου!
Γι αυτό,
αν ως τα βαθιά Σου γηρατειά
απανεμιά ζητήσεις,
η πλάτη μου Τοίχος θα γενεί,
σ' αυτήν ...να ακουμπήσεις.
*
Κι αυτό... μου αρκεί
Κάθε που Θάλασσα και άνοιξη
ανταμώνουν,
μια Αύρα Παγωμένη ...με γαζώνει!
Αισθάνομαι σαν Αστεράτος Ουρανός,
που μόλις από πάνω του αποτίναξε,
το πανωφόρι τ' άσπρο του Χειμώνα.
Την αγαπώ τη Θάλασσα,
έστω, και με τη Μολυβένια Φορεσιά
της!
Είν' όμως πιότερο Λαχταριστή,
όταν αντιφεγγίζοντας Γαλάζιο
Ουρανό,
Γαλάζια Στολή φοράει,
γιατί είναι μαθές η Θάλασσα,
του Απέραντ' Ουρανού καθρέφτης!
Κι αυτό μονάχα τους αρκεί,
για να ναι Ενωμένοι.
Σ' ένα Αποκρήμνι του γιαλού,
μού ρχεται πάνω να σταθώ,
βαστώντας αγριολούλουδο στο χέρι,
και σαν Παθιασμένος Ναυαγός,
το Πέλαγο να αγναντέψω...
Δυό στίχοι στα χείλη μού ρχονται
να πω,
μα σκιάζομαι,
της Θάλασσας, μη τάχατες,
ταράξω... τη Γαλήνη.
Γι αυτό κι Εγώ... σιωπώ,
κι αυτό ...μου αρκεί... μου
Φτάνει!!
*
Κοστολόγιο
Αν
κοστολογείς
ότι
το
δάκρυ
Σου
είναι
Ακριβό,
τότε,
πρόσεξε
πότε,
πόσο
και
για
ποιόν,
αξίζει
για
να
κλάψεις....
*
Μερόνυχτα Ανέφελα
Σαν πάψει να αιμορραγεί
της Αγάπης η πληγή,
τότε, θα πάψω και εγώ,
για Θάνατο να μιλάω....
Μέσα σε δωμάτιο λευκό θα μπω,
εκεί ....να ηρεμήσω,
την Απέραντη Καταχνιά θα εκφυλίσω
αυτήν που Επίμονα με κυνηγά,
και ύστερα θα πιώ νερό,
από των Αισιόδοξών μου λέξεων τις
χούφτες!
Ελπίζω δε με τον καιρό,
πως της Μνήμης μου η άπνοια,
θα διαλύσει τη γκρίζα συννεφιά,
και θα σκορπίσει Απλόχερα,
Μέρες Ανέφελες πολλές,
και Νύχτες ... Αστεράτες!!
*
Πριν πάω για ύπνο
Πριν πάω για ύπνο απόψε,
θα κλέψω λίγο από τ' απαλό
γαλάζιο της θάλασσας,
και λίγο από το σκοτάδι της
Μνήμης,
και με τη νηφάλια σκέψη μου,
θα φύγω τον λεύτερο χρόνο μου,
για του Ουρανού τα Πατώματα,
μακριά από Μέταλλα, Φωτιά,
Πέτρες και Δακρυγόνα.
Εκεί στου Ουρανού την Οροφή,
χωρίς να έρθω αντιμέτωπος
με τη Σελήνη και τ' άστρα
κάπου στων Μαρτύρων τον κήπο,
με λέξεις φευγαλέες
και με την δροσιά και τ' απαλά
μαντήλια του Ανέμου,
θα προσπαθήσω να χτίσω
ένα Μέλλον Καινούριο,
και μια Πατρίδα Δυνατή και
Υπάκουη,
χωρίς Μουσικές Περιστρόφων
και Βογγητά Ματωμένων Ανθρώπων...
Κι ύστερα,
θα ψαχουλέψω το στήθος μου
μήπως και βρω την καρδιά μου,
για να την μοιράσω ως Αντίδωρο,
στον Καινούριο Λαό μου!!
*
Αποθυμιά
Έβαλα στη ζωή σκοπό,
την παιδική μου Αποθυμιά ....να
ζήσω!
Στα Πέλαγα τ' ατέλειωτα
με ασπρόπανο σκαρί,
νύχτα και μέρα ....ν' αρμενίζω!
Στα μανιασμένα κύματα,
σύντροφος και φίλος τους να γίνω,
κι αν άμποτες και χρειαστεί,
με ακοίμητο κουπί ....να
πελαγίζω.
Σε χλωροπράσινα νησιά
που θ' ανταμώνω εμπρός μου,
εκεί το σκάφος μου
για λίγο θα ποντίζω,
ώσπου,
η Μοίρα μου η Καλή
έρθει και ξαναειπεί μου,
ότι,
ως τη στερνή μου τη στιγμή,
θα είναι καταμεσής στα πέλαγα,
ο Δρόμος ....κι η Θανή μου!
*
Του ονείρου το αστέρι
Παιδικές νοσταλγίες και θύμησες,
ποντισμένες στου πελάγου τ'
απύθμενα βάθη,
φαντάζουν με όνειρα μπλεγμένα
στου αδυσώπητου χρόνου
τα γκρίζα γρανάζια...
Μοιάζουν με νοσταλγίες
ερημόκλησου
από παλιές λειτουργιές,
ανάμνησες ευλαβικές ...που φύγαν
και πάνε!
Φανταστήκαμε και Πιστέψαμε,
πως των Αστεριών το χρυσάφι,
θα γιόμιζε ....των φτωχών τα
βαλάντια!
Φανταστήκαμε και Πιστέψαμε,
πως θα μπορούσαμε γυμνοπόδαροι,
να βαδίσουμε τις νύχτες στα
χιόνια....
Ονειρευτήκαμε,
πως τα κυπαρίσσια ολόγυρα,
θα προσκυνούσαν στο διάβα μας,
κι ο άνεμος, η Βροχή και η
Αντάρα,
θα γινόντουσαν ...φίλοι μας!
Πιστέψαμε και Φανταστήκαμε
επίσης,
πως με τα Αθώα μας όνειρα,
θα χτίζαμε της Ευτυχίας το
Ανάκτορο...
Όμως, με τον ερχομό του
Χινόπωρου,
εισπράξαμε άρνηση,
και ένα ΟΧΙ τρανό της Διάψευσης!
Το δάκρυ μας,
σαν Ποτάμι και Χείμαρρος,
τράβηξε και χύθηκε στης
Απελπισιάς τα Πελάγη.
Και τότε στον Ουρανό,
ξαγνάντησε του Ονείρου τ' Αστέρι,
που περιγελούσε τους Ίσκιους μας,
στο μολυβένιο από τη Νύχτα
Φαράγγι!!