Σελίδες

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι,
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεῖ· ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ᾿ ὅλα του τὰ νιάτα.

Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα·
καὶ ἀνόθευτο καὶ ἀχάλαστο, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.


Μυστικὴ Παράκληση

Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τὴ γύμνια μου
δὲ φτάνει νὰ σκεπάσῃ,
ἡ μοναξιά μου εἶναι σὰν τ᾿ ἄδειο, σὰν τ᾿ ἀλόγιστο
χυμένο προτοῦ νἄρθῃ ἡ πλάση,
ἡ ἀρρώστια μου βογγάει σὰν τὰ μεγάλα δάση
καθὼς τὰ δέρνει ἡ μπόρα.

Ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Ἐσὺ παρθένα, ἐσὺ μητέρα,
κι ἀπὸ δροσιά, κι ἀπὸ κελάϊδισμα
στάλα τοῦ αἰθέρα,
ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα Ἐσένα πίστεψα
καὶ λάτρεψα μονάχα Ἐσένα
ἀπὸ τὰ πρωτινὰ γλυκοχαράματα
κι ὡς τώρα μὲς στὰ αἱματοστάλαχτα
μιᾶς ὠργισμένης δύσης.

Δέσποινα, στήριξε μ᾿ Ἐσὺ καὶ μὴ μ᾿ ἀφήσης.

Δέσποινα,
βῆμα δὲν ἔχω μήτε φτέρωμα,
μὲ γονατίζει τὸ στοιχειὸ τῆς θλίψης.
Ὑψώσου ποιός μου λέει; δὲ δύναμαι,
δύνασαι κάτου Ἐσὺ ὡς ἐμὲ νὰ σκύψῃς;

Ῥίξε ἀπὸ πάνου σου,
στοὺς ἀθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε ἁλουργίδα τοῦ Ὀλύμπου,
ἔλα, κατέβα ὁλόγυμνη, βαφτίσου
στὸν Ἰορδάνη τοῦ δακρύου,
κι ὕστερα κρύψε τὸ τρανὸ κορμὶ τὸ ἡλιόχαρο
στὴ σκέπη τὴ γαλάζια της Ἀειπάρθενης,
ποὺ εἶν᾿ ἡ χαρὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν μαρτύρων.

Δὲν εἶσ᾿ Ἐσὺ τῶν ἐθνικῶν ἡδονολάστρα ἡ Μοῦσα,
τῆς πλαστικῆς καὶ τῆς σκληρῆς
χαρᾶς δὲν εἶσαι ἡ Πιερίδα,
τοῦ σπλάχνους τοῦ τρανοῦ βαθιογάλανη
φορεῖς Ἐσὺ πορφύρα
κι ἀπὸ τοῦ θρήνου κατεβαίνεις τὴν πατρίδα.

Ἅ! δείξου στὸ μικρὸ καὶ τὸν ἀνήμπορο,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεσαι στοὺς ταπεινούς,
καὶ φτάσε καθὼς φτάνει στοὺς ἁμαρτωλούς,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεται στοὺς σκλάβους
ἡ Ἁγιὰ Λεοῦσα.

Ἄκου, ἕνα-σκούσμα τὸν ἀέρα σπάραξε·
Ποιὸς κλαίει;
Κοίτα, βροχὴ ἀπὸ λάβα βρέχει ἕνας θειφότοπος·
τί κλαίει;
Ἔλα κοντά, ἕνας ἤσκιος ἀργοσάλεψε,
καὶ λέει:
Τοῦ τραγουδιοῦ σου δὲ γυρεύω πιὰ τὸ θρίαμβο,
μηδὲ τὸν κόσμο τὸν ὁλάκριβο, τὴ Λύρα,
μηδὲ τὴ μοίρα
τοῦ δοξασμένου διαλεχτοῦ σου, Δέσποινα!

Λυπήσου,
καὶ πλᾶσε μου,
καὶ στεῖλε μου ἕναν ὕπνο ἥσυχο ἥσυχο,
μὲ τοῦ παιδιοῦ τὸ γλυκανάσασμα,
μαζί μου.

Τὸ Τραγούδι τοῦ Σταυροῦ

Κ᾿ ἔγυρ᾿ Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι καὶ ξεψύχησε
στὸ μαῦρο τὸ κορμί μου ἀπάνου·
ἄστρα γινήκαν τὰ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου του, ἄστραψα
Κι ἀπὸ τὰ χιόνια πιὸ λευκὸς τὰ αἰώνια τοῦ Λιβάνου.

Οἱ καταφρονεμένοι μ᾿ ἀγκαλιάσανε
και σὰ βουνὰ καὶ σὰ Θαβὼρ ὑψώθηκαν ἐμπρός μου·
οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου μὲ κατάτρεξαν
γονάτισα στὸν ἤσκιό μου τοὺς δυνατοὺς τοῦ κόσμου.

Τὸν κόσμο ἂν ἐμαρμάρωσα, τὸν κόσμο τὸν ἀνάστησα,
στὰ πόδια μου ἄγγελοι οἱ Καιροί, γύρω μου σκλάβες οἱ Ὧρες.
Δείχνω μία μυστικὴ Χαναὰν στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
μὰ ἐδῶ πατρίδες πάναγνες εἴσαστ᾿ ἐσεῖς, τρεῖς Χῶρες!

Ὢ πρώτη ἐσύ, Ἱερουσαλήμ! τοῦ βασιλιᾶ προφήτη σου
μικρὴ εἶν᾿ ἡ ἅρπα γιὰ νὰ εἰπῇ τὴ νέα μεγαλωσύνη.
Τοῦ Σολομῶντα σου ὁ ναὸς μ᾿ ἀντίκρυσε, καὶ ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίνοι.

Κ᾿ ὕστερα ὑψώθηκα σ᾿ ἐσένα, ὦ Πόλη, ἑφτάλοφο ὅραμα,
κ᾿ ἔγινα φῶς τῶν οὐρανῶν, τὸ θᾶμα τοῦ Ἰορδάνη,
τοὺς Κωνσταντίνους φώτισα καὶ τοὺς Ἡράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δὲν ἔσβησαν ἐμέ, μηδὲ Σουλτάνοι.

Καὶ ὕστερα, ταξιδευτής, ἦρθα σ᾿ ἐσένα, ἀσύγκριτη,
Ἀθήνα, τῶν ὡραίων πηγή, τῶν ἐθνικῶν κορῶνα,
τὸν ἄγνωστο ἔφερα Θεό, καί, ἀπόκοτος, ἀψήφησα
τὴν πολεμόχαρη Παλλάδα μέσ᾿ τὸν Παρθενώνα.

Καὶ γνώρισα τοὺς ἱλαροὺς θεοὺς καὶ στεφανώθηκα
τὴν ἀγριλιὰ τῆς Ἀττικῆς, τὴ δάφνη ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
καὶ ὢ λόγος πρωταγροίκητος! τοῦ Γολγοθᾶ τὸ σύγνεφο
πῆρε τὴν ἄσπρη ὁμηρικὴ τοῦ Ὀλύμπου λαμπεράδα.

Τὰ εἴδωλα τ᾿ ἀφρόντιστα καὶ τὰ πασίχαρα ἔφυγαν,
ἀλλ᾿ οὔτε πιὰ μεθάει τὴ γῆ τὸ ἀσκητικὸ μεθύσι,
ἂς λάμπῃ ἡ μυστικὴ χαρὰ στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
εἶν᾿ ἐδῶ κάπου μιὰ ζωή, καὶ εἶν᾿ ἄξια γιὰ νὰ ζήσῃ.

Μὲ τὰ κλαδιὰ τῆς φοινικιᾶς νέα ὡσαννὰ λαχτάρισα
σ᾿ ἐσένα, ὦ Γῆ Πανάγια καὶ ὦ πρώτη μου πατρίδα.
Σ᾿ ἐσὲ γυρνῶ, Ἱερουσαλήμ, κ᾿ ἕνα τραγούδι φέρνω σου
Εἶναι πλασμένο ἀπὸ ψυχὴ καὶ ἀπὸ φωνὴ Ἑλληνίδα!

Τὸ Τραγούδι τοῦ Σταυροῦ

Κ᾿ ἔγυρ᾿ Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι καὶ ξεψύχησε
στὸ μαῦρο τὸ κορμί μου ἀπάνου·
ἄστρα γινήκαν τὰ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου του, ἄστραψα
Κι ἀπὸ τὰ χιόνια πιὸ λευκὸς τὰ αἰώνια τοῦ Λιβάνου.

Οἱ καταφρονεμένοι μ᾿ ἀγκαλιάσανε
και σὰ βουνὰ καὶ σὰ Θαβὼρ ὑψώθηκαν ἐμπρός μου·
οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου μὲ κατάτρεξαν
γονάτισα στὸν ἤσκιό μου τοὺς δυνατοὺς τοῦ κόσμου.

Τὸν κόσμο ἂν ἐμαρμάρωσα, τὸν κόσμο τὸν ἀνάστησα,
στὰ πόδια μου ἄγγελοι οἱ Καιροί, γύρω μου σκλάβες οἱ Ὧρες.
Δείχνω μία μυστικὴ Χαναὰν στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
μὰ ἐδῶ πατρίδες πάναγνες εἴσαστ᾿ ἐσεῖς, τρεῖς Χῶρες!

Ὢ πρώτη ἐσύ, Ἱερουσαλήμ! τοῦ βασιλιᾶ προφήτη σου
μικρὴ εἶν᾿ ἡ ἅρπα γιὰ νὰ εἰπῇ τὴ νέα μεγαλωσύνη.
Τοῦ Σολομῶντα σου ὁ ναὸς μ᾿ ἀντίκρυσε, καὶ ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίνοι.

Κ᾿ ὕστερα ὑψώθηκα σ᾿ ἐσένα, ὦ Πόλη, ἑφτάλοφο ὅραμα,
κ᾿ ἔγινα φῶς τῶν οὐρανῶν, τὸ θᾶμα τοῦ Ἰορδάνη,
τοὺς Κωνσταντίνους φώτισα καὶ τοὺς Ἡράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δὲν ἔσβησαν ἐμέ, μηδὲ Σουλτάνοι.

Καὶ ὕστερα, ταξιδευτής, ἦρθα σ᾿ ἐσένα, ἀσύγκριτη,
Ἀθήνα, τῶν ὡραίων πηγή, τῶν ἐθνικῶν κορῶνα,
τὸν ἄγνωστο ἔφερα Θεό, καί, ἀπόκοτος, ἀψήφησα
τὴν πολεμόχαρη Παλλάδα μέσ᾿ τὸν Παρθενώνα.

Καὶ γνώρισα τοὺς ἱλαροὺς θεοὺς καὶ στεφανώθηκα
τὴν ἀγριλιὰ τῆς Ἀττικῆς, τὴ δάφνη ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
καὶ ὢ λόγος πρωταγροίκητος! τοῦ Γολγοθᾶ τὸ σύγνεφο
πῆρε τὴν ἄσπρη ὁμηρικὴ τοῦ Ὀλύμπου λαμπεράδα.

Τὰ εἴδωλα τ᾿ ἀφρόντιστα καὶ τὰ πασίχαρα ἔφυγαν,
ἀλλ᾿ οὔτε πιὰ μεθάει τὴ γῆ τὸ ἀσκητικὸ μεθύσι,
ἂς λάμπῃ ἡ μυστικὴ χαρὰ στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
εἶν᾿ ἐδῶ κάπου μιὰ ζωή, καὶ εἶν᾿ ἄξια γιὰ νὰ ζήσῃ.

Μὲ τὰ κλαδιὰ τῆς φοινικιᾶς νέα ὡσαννὰ λαχτάρισα
σ᾿ ἐσένα, ὦ Γῆ Πανάγια καὶ ὦ πρώτη μου πατρίδα.
Σ᾿ ἐσὲ γυρνῶ, Ἱερουσαλήμ, κ᾿ ἕνα τραγούδι φέρνω σου
Εἶναι πλασμένο ἀπὸ ψυχὴ καὶ ἀπὸ φωνὴ Ἑλληνίδα!

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Δόξα στὸ Μεσολόγγι

(1926, ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ποιητή,
στὴν 100η ἐπέτειο τῆς Ἐξόδου στὸ Μεσολόγγι - ἀπόσπασμα)

Γῆ, τοὺς ξάστερους πάντοτε οὐρανούς μου
Κάθε λογῆς κόσμοι ἀστρικοὶ πλουμίζουν,
Ἄστρα ποὺ σβύνουν καὶ ποὺ πέφτουν, ἄστρα
Ποὺ τρεμοφέγγουν,

Πλανῆτες, φωτοσύγνεφα, κομῆτες,
Φῶτα χλωμὰ καὶ φῶτα θάμπωμα, ἥλιοι,
Πὲς τὰ μαργαριτάρια καὶ χρυσάφια,
Πὲς τὰ διαμάντια.

Μὰ ἐσύ, ρουμπίνι ἀπ᾿ τοὺς ἀχνοὺς δεμένο
Μαρτυρικῶν καὶ ἡρωικῶν αἱμάτων.
Στὸν οὐρανὸ τῆς πλάσης, καθὼς εἶναι τοῦ πόλου τὸ ἄστρο,
Τοῦ πόλου τὸ ἄστρο ἐσὺ στοὺς οὐρανούς μου

Τῆς Δόξας, δόξα, ὦ Γῆ! Τὸ Μισολόγγι:
Κι᾿ οἱ μὲ ὀνόματα μύρια γνωρισμένοι
Κόσμο μου ποὺ εἶναι
Κι᾿ οἱ ἀπὸ σπαθιοῦ καταχτητές, καὶ οἱ δάφνες

Τῶν πολεμάρχων οἱ αἱματοβαμμένες,
Κι᾿ οἱ Ἀλέξαντροι
Κι᾿ οἱ Ἑφτάλοφες καὶ οἱ Νίκες
Καὶ οἱ Σαλαμῖνες,

Καὶ μὲ τὶς ἱστορίες οἱ πολιτεῖες
Καὶ στόματα χρυσὰ καὶ οἱ Κυβερνῆτες
Κι᾿ οἱ Ἠράκλειτοι τοῦ Λόγου καὶ τῆς Τέχνης
παντοῦ κι᾿ οἱ Αἰσχύλοι,

Ἀνήμποροι ὅπως κι᾿ ἂν σταθοῦν μπροστά σου,
Καὶ σὲ μιᾶς τρίχας ἤσκιο νὰ θολώσουν
Τὴν ξεκομμένη ἀπ᾿ τοῦ Κυρίου τὴν ὄψη
Φεγγοβολιά σου.

Μισολόγγγι. Χαρὰ τῆς ἱστορίας,
Γῆ ἐπαγγελμένη. Πᾶνε ἑκατὸ χρόνια,
Κι᾿ ἂς πᾶνε. Ἡ θύμηση ἄχρονη μπροστά σου
Θὰ γονατίζει.

Δόξα στὸ Μεσολόγγι

(1926, ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ποιητή,
στὴν 100η ἐπέτειο τῆς Ἐξόδου στὸ Μεσολόγγι - ἀπόσπασμα)

Γῆ, τοὺς ξάστερους πάντοτε οὐρανούς μου
Κάθε λογῆς κόσμοι ἀστρικοὶ πλουμίζουν,
Ἄστρα ποὺ σβύνουν καὶ ποὺ πέφτουν, ἄστρα
Ποὺ τρεμοφέγγουν,

Πλανῆτες, φωτοσύγνεφα, κομῆτες,
Φῶτα χλωμὰ καὶ φῶτα θάμπωμα, ἥλιοι,
Πὲς τὰ μαργαριτάρια καὶ χρυσάφια,
Πὲς τὰ διαμάντια.

Μὰ ἐσύ, ρουμπίνι ἀπ᾿ τοὺς ἀχνοὺς δεμένο
Μαρτυρικῶν καὶ ἡρωικῶν αἱμάτων.
Στὸν οὐρανὸ τῆς πλάσης, καθὼς εἶναι τοῦ πόλου τὸ ἄστρο,
Τοῦ πόλου τὸ ἄστρο ἐσὺ στοὺς οὐρανούς μου

Τῆς Δόξας, δόξα, ὦ Γῆ! Τὸ Μισολόγγι:
Κι᾿ οἱ μὲ ὀνόματα μύρια γνωρισμένοι
Κόσμο μου ποὺ εἶναι
Κι᾿ οἱ ἀπὸ σπαθιοῦ καταχτητές, καὶ οἱ δάφνες

Τῶν πολεμάρχων οἱ αἱματοβαμμένες,
Κι᾿ οἱ Ἀλέξαντροι
Κι᾿ οἱ Ἑφτάλοφες καὶ οἱ Νίκες
Καὶ οἱ Σαλαμῖνες,

Καὶ μὲ τὶς ἱστορίες οἱ πολιτεῖες
Καὶ στόματα χρυσὰ καὶ οἱ Κυβερνῆτες
Κι᾿ οἱ Ἠράκλειτοι τοῦ Λόγου καὶ τῆς Τέχνης
παντοῦ κι᾿ οἱ Αἰσχύλοι,

Ἀνήμποροι ὅπως κι᾿ ἂν σταθοῦν μπροστά σου,
Καὶ σὲ μιᾶς τρίχας ἤσκιο νὰ θολώσουν
Τὴν ξεκομμένη ἀπ᾿ τοῦ Κυρίου τὴν ὄψη
Φεγγοβολιά σου.

Μισολόγγγι. Χαρὰ τῆς ἱστορίας,
Γῆ ἐπαγγελμένη. Πᾶνε ἑκατὸ χρόνια,
Κι᾿ ἂς πᾶνε. Ἡ θύμηση ἄχρονη μπροστά σου
Θὰ γονατίζει.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Στὴ γυναίκα μου

Ἐδῶ τὸ σπίτι ἄνθιζ᾿, ἐδῶ τὸ πράσινο βλαστάρι
μέσα στὸν ἴσκιο τῆς χλωρῆς χλωρῆς κληματαριᾶς.
Περιπλεχτὸ μὲς στὰ χλωρὰ τὸ μυστικὸ φεγγάρι
σὰν πνέμα πρωτοθώρητο κατέβαινε σ᾿ ἐμᾶς.

Ἐδῶ τοῦ πόθου δυὸ πηγὲς μᾶς δρόσιζαν τὰ χρόνια,
ἡ μιὰ στὰ μάτια μας μπροστά, κι ἡ ἄλλη ὀνειρευτὴ
ἡ Μούσα ἐδῶ ἀποκοίμιζε τῆς ἔγνοιας τὰ τρηζόνια
καὶ τὴ μανία ἀνάσταινε τῆς λύρας τὴν ἱερή.

Ἐδῶ γλυκαπολάψαμε τῆς πρωτογεννημένης
τὰ πρῶτα ξεπετάματα, καὶ πῆρε μας τὸ νοῦ,
σὰν ἐρχομὸς παμπόθητος ποὺ δὲν τὸν περιμένεις,
τὸ φέγγος τ᾿ ὁλοστρόγγυλο τοῦ δεύτερου καρποῦ.

Ἐδῶ πρωτοδεχτήκαμε στὴν ἀγκαλιὰ μιὰ μέρα
τὸν τρίτο τὸν ἀσύγκριτο καὶ τὸν περαστικὸ
ποὺ ὁλόγυρά μας ἄλλαξε τὸν κοσμικὸν ἀέρα
τὸ θεῖο κρασὶ στ᾿ ὀλάσπρο φῶς τοῦ Ὀλύμπου προσφερτό.

Ἐδῶ τὰ νιάτα σου ἤτανε καὶ στὴ φροντίδα ἀπάνου
μιὰ ζωγραφιὰ βενέτικη πλατιὰ ζωγραφιστὴ
ἀπὸ τὸ χέρι κανενὸς φεγγόβολου Τισιάνου,
λαμποκοπώντας τὴ χαρὰ σὲ ἁδρότατο κορμί.

Ἐδῶ τὸ σπίτι ἄνθιζ᾿, ἐδῶ τὸ πράσινο βλαστάρι
καὶ τό ᾿κρυβε ἡ κληματαριὰ στὸ ἴσκιο της χλωρή.
Τώρα δὲ μένει τίποτε... Τὸ μυστικὸ φεγγάρι
κλαίει σὲ παλάτι ἀμίλητο, τετράπατο, βαρύ.

Ἐδῶ ἡ ζωὴ ποὺ πέθανεν ἤθελε νεκροθάφτη
κάποιον Ἀπρίλη, ἀνθότατον, ἤθελε τάφον, ὤ!
Ποιὸς νὰ τὴν καταράστηκε; Δὲ βρέθηκε γιὰ δαύτη
παρὰ ἕνα μνῆμα ἀταίριαστο κι ἀναγελαστικό.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Ο ποιητής Κοτζιούλας Γεώργιος γράφει για την Μαρία Πολυδούρη

ο ποιητής για την Μαρία Πολυδούρη

Μαρία Πολυδούρη
Πολύ ακριβά πληρώσατε, Μαρία,
τη φήμη - πολυτέλεια περιττή -
που σ' ανθοδέσμες ήρθε προσφερτή
στην πιο βαρειά γυναίκεια καρτερία.

Η αριστοκρατική παρηγορία,
που στάθηκε στην κλίνη σας κλαφτή,
δεν ήταν συγκατάβαση αρκετή
για τρίτη θέση μες στη Σωτηρία;

Ω, αν πέρασε η ζωή σας τραγωδία,
κ' έπρεπε να φανή η μοιραία στιγμή
για να προφτάση η επίσημη τιμή,

θα φύγετε όμως με τη συνοδεία
της τυμπανοκρουσίας των θαυμαστών
ελλήνων κριτικών και ποιητών!


από την Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας
του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη
Τα ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Αθήνα 1971

Πολυδούρη Μαρία: Ανεπίδοτη επιστολή


24-7-29

Αυτός που αυτοκτονεί γιατί του ήρθε μια μεγάλη λύπη στη ζωή, αυτός είνε ένας ανάξιος της ζωής, δεν έπρεπε να τον έχη δεχτή καθόλου. Είνε ένας μικρόψυχος. Εξαιρώ όσους αυτοκτονούν γιατί είνε άρρωστοι, είτε σωματικά, είτε ψυχικά. Φυσικά είνε ταπεινωτικό να ζη κανείς στο περιθώριο της ζωής, κι’ όμως να ζη! Μα δεν πρόκειται γι’ αυτούς, τώρα. Ο πόνος είνε το φριχτό και το μεγάλο δώρο. Να τον δεχτής για να στραγγίσης τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα. Να τον δεχτής για να παλαίψης, ο αγώνας είνε η ζωή. Η αντίδρασή σου σε κάθε χτύπημα είνε μια νίκη, όσο κι αν χάνεις λίγο λίγο έδαφος, γιατί βέβαια εσύ θα εξαντληθείς όχι η ζωή. // Μα αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια, το κατανάλωμα της ψυχής μας, της ζωής μας όλης, τι αφάνταστα φριχτό και τι σεμνά μεγαλειώδες! «Καθήκον» λέξις τριμμένη, σχεδόν χωρίς ουσία και μισητή. Τι ανύψωμα θάπρεπε να της δώσω, τι ντύσιμο να της κάνω – μάλλον τι ξεντύσιμο – για να τη δώσω στον αγώνα της ζωής! Ένα καθήκον ευγενείας. Είνε ευγένεια το δόσιμο στην καταστροφή της ζωής. Πόσες γωνιές της ψυχής σου θα φωτισθούν, τι εξαΰλωμα, εξαγίασις ο σπαραγμός, η συντριβή, η ταπεινωσύνη. Στο βάθος του πόνου ολοένα, που να τελειώνουν όλα μπρος στα μάτια σου, που να σου  λείπει η πνοή, που να νιώθης κάθε στιγμή τη λόγχη στα σπλάχνα, έτσι πέρνεται η μεγάλη γαλήνη της μορφής και το φωτοστέφανο της Ζωής: ένας άξιος άνθρωπος! Έτσι μόνο θ’ αξιωθής, όταν η μεγάλη στιγμή φτάση, να καταλάβεις βαθιά ότι έζησες, ότι τη Ζωή την πήρες όλη, ότι τόσο την εξάντλησες, ώστε αν κανείς σου πρότεινε ένα ξαναγύρισμα να αρνηθής με κάθε ειλικρίνεια και απλότητα. [Αυτή είνε η μεγάλη στιγμή. Η αναμονή του θανάτου για τη δικαίωση, την ανάπαυση, απέριττη και ωραία.]

Μαρία Πολυδούρη

Από το περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1331, Χριστούγεννα 1982.

Ανεπίδοτη Επιστολή

Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Δεν εχεις τι να χάσεις

Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.

Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.

Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.

Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.



Πολλαπλοί Κόσμοι

Δεν φτάνει μία μόνο γλώσσα
για να χειρίζεσαι τα πράγματα
και πιο πολύ δεν φτάνει
για να κρατήσεις, να χάσεις έναν άνθρωπο.
Προπάντων δεν φτάνει μοναχή της
ή γλώσσα του κορμιού στον έρωτα
χρειάζονται δυο και τρεις και παραπάνω
γλώσσες με λόγια, με σχέδια,
με χρώματα, με μουσική.
Γνωρίζουμε, ψηλαφούμε, γνωριζόμαστε
μέσα σε κόσμους πολλαπλών γλωσσών.

Τα πάθη της βροχής

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.

Η σάρκα

Η σάρκα μου
πάντα πονάει στα χτυπήματα
πάντοτε χαίρεται στα χάδια.
Ακόμα τίποτα δεν έμαθε.

Ερωτικό κάλεσμα

Έλα κοντά μου , δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι , δεν είμαι η φωτιά.
Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.
Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατηλάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις, έλα να τ' ακούσουμε μαζί.

Νύχτα στο νησί

Ολονυχτίς κοιμήθηκα κοντά σου
δίπλα στη θάλασσα, στο νησί.
Ήσουν ατίθαση και τρυφερή ανάμεσα στη χαρά και στο όνειρο,
ανάμεσα στο νερό και στη φωτιά.

Μπορεί αργότερα να ‘σμίξαν τα όνειρά μας
στα ύψη ή στα βάθη,
πάνω σαν κλωνιά που σάλευαν στον ίδιον άνεμο,
κάτω σαν κοκκινόριζες που αγγίζονταν.

Μπορεί το όνειρό σου
απ’ το δικό μου να ξεμάκρυνε
και στο μουντό το πέλαγος
να μ’ έψαχνε
σαν τότε,
που ακόμα δεν υπήρχες,
τότε που αρμένιζα στο πλάι σου
δίχως να σε θωρώ,
και γύρευαν τα μάτια σου
αυτά που τώρα
τα χέρια σου γιομίζω
-ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό –
γιατί είσαι εσύ το κύπελλο
που πρόσμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα κοντά σου
ολονυχτίς ενώ
η σκούρα γη γύριζε
με ζωντανούς κι αποθαμένους,
κι άξαφνα ξυπνώντας
μες στο σκοτάδι
το μπράτσο μου τη μέση σου αγκαλιάζει.
Μήτε τη νύχτα, μήτε το όνειρο
θα μας χωρίσουν πια.

Κοιμήθηκα κοντά σου
και στο ξύπνημα, το στόμα σου
ήρθε απ’ το όνειρό σου,
και μου ‘φερε τη γεύση απ’ τη γη,
απ’ το θαλασσονέρι, τα φύκια,
απ’ της ζωής τα βάθη,
και δέχτηκα το φίλημά σου
βρεγμένο από τη χαραυγή
λες και βγήκε
απ’ το πέλαγος που μας κυκλώνει.

M’αρέσεις όταν σωπαίνεις...


Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.

Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τοσηδά και απ’ αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Ποιήματα του έρωτα ...στον αριθμό είκοσι...του Pablo Neruda

(1)

Γυναικείο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα,
μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι.
Το αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει
και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.


 
Ήμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα.
Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,
και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική.
Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο,
σ' έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.

Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ' αγαπάω.
Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια
κι από άπληστο γάλα και κραταιό.
Ω, τ' αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας!
Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!

Σώμα της δικιά μου γυναίκας,
υπήκοος θα 'μαι πιστός των θέλγητρών σου.
Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου!
Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί,
και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.

(2)

Στη στερνή αναλαμπή του το φως σε τυλίγει.
Χωνεμένη σε άλγη πελιδνά στέκεσαι αντίκρυ εδώ
στους γέρικους έλικες της αμφιλύκης
που σ' εξωθούν με βία σ' ατέρμονες στροβιλισμούς.

Άλαλη, αμίλητη, εσύ φίλη καλή μου,
μονάχη στη μοναξιά αυτής της ώρας των θανάτων
και κατάμεστη από τις ζωές του πυρός,
απ' ευθείας κληρονόμε άπεφθη της αφανιζόμενης μέρας.

Από τ' αμπέλια του ήλιου
πέφτει μια ρώγα στο σκούρο φουστάνι σου.
Της νύχτας οι πελώριες ρίζες
θρασεύουν απότομα και βγαίνουν από την ψυχή σου,
κι έτσι επιστρέφεις στον έξω κόσμο
ότι είχες μέσα σου κρυμμένο,
κι έρχονται σμάρια εκεί, σμάρια γαλαζωπά,
που εσύ εγέννησες κι εσύ τα τρέφεις.

Παμμέγιστη, ω, εριγόνιμη εσύ σκλάβα σαγηνευτική
των ηλιοδρόμων με τις μελανωσιές και τα χρυσάφια τους:
στητή εκεί, ολόρθη, πολεμάς
και φκιάνεις ένα πλάσμα ολοζώντανο
όπου θα μαραθούνε τ' άνθη του,
κι εσύ θα μείνεις εκεί βουτηγμένη μετά μέσα στο πένθος.

(3)

Ω πευκώνα μου, εσύ, απέραντε, φλοίσβε των παρόχθιων κυμάτων,
σιγανό πηγαινέλα των φώτων,
της εκκλησιάς καμπάνα κατάμονη, στάλα εσπερινή που ραντίζεις τα δικά σου τα μάτια,
παναγιά μου, κουκλί μου πεντάμορφο,
της στεριάς αχιβάδα, μάσα σου εσένα τραγουδάει το χώμα!

Μέσα σου τραγουδάν τα ποτάμια, και η ψυχή μου πλέει μαζί τους
και πάει όπου εσύ θέλεις και όπου εσύ αγαπάς.
Χάραξε μου ένα δρόμο στο τόξο εδώ των προσδοκιών σου,
κι εγώ, μέσα σε παραλήρημα, εξαπολύω των βελών μου τα σμήνη.

Κι εγώ βλέπω εδώ τώρα γύρω μου
να με σφίγγει της ομίχλης σου η ζώνη
και η σιωπή σου να πνίγει τις αλαφιασμένες μου ώρες,
σε ξέρω, είσαι εσύ, με τα πέτρινα χέρια σου, διάφανη
εκεί όπου δένουν οι φελούκες των φιλιών μου
κι όπου φωλιάζουν οι κάθυγροι πόθοι μου.

Ω εκείνη η μυστηριακή φωνή σου
όπου την αβγαταίνει και τη λυγάει στα δυο η αγάπη,
καθώς αντιλαλεί το σούρουπο και σβήνει πέρα!
Έτσι σε μύχιες ώρες έχω ιδεί κι εγώ στον κάμπο τα στάχυα
να λυγάνε απ' το στόμα του ανέμου.

(4)

Είναι θύελλες ζαλωμένο το πρωινό
μες στο κατακαλόκαιρο.
Σαν άσπρα μαντηλάκια αποχαιρετισμών
σαλπάρουν τα σύννεφα,
και, εκεί, τ' αρπάζει ο άνεμος
και τα σηκώνει με τα χέρια του τα ταξιδιάρικα.
Αρίφνητη η καρδιά του ανέμου
που χτυπάει μες στην ερωτοδέσμια σιωπή μας.

Που κοχλάζει ανάμεσα στα δέντρα,
πολυφωνικός και υπερκόσμιος,
γλώσσα κατάφορτη από παιάνες, λες, και θούρια.

Ο άνεμος που λαφυραγωγεί τα φυλλώματα
και βγάνει από τη ρότα τους τα σεινάμενα βέλη των πουλιών.

Ο άνεμος που σε σφεντονίζει εσένα σε πελάγη ακύμαντα,
σε γαίες πανάλαφρες, σε φλόγες γονυκλινείς.

Σπάνε και χύνονται ένα καντάρι φιλιά
συντριμμένα πάνω στις πύλες του καλοκαιριάτικου ανέμου.

(5)

Για ν' ακούς μόνο εμένα
τρυφερεύουν ώρες ώρες
τα λόγια μου
και γίνονται σαν τις πατημασιές των γλάρων
στην άμμο του γιαλού.

Καδενίτσα, έτσι, μικρή ξεκούρντιστη λατέρνα,
στα σαν τρούφες τρυφερά σου χέρια.

Κι έτσι τα λόγια μου τα βλέπω παρασάγγες πέρα.
Μα απείρως πιο μακριά είν' τα δικά σου.
Κι αναρριχούνται σαν τον κισσό απάνω στον παλιό μου πόνο.

Σκαρφαλώνουν εδώ, πάνω στους μουσκεμένους τοίχους.
Και εσύ είσαι η αιτία - να ξέρεις -
της σκληρής και μέχρις αιμάτων αναμέτρησης.

Δραπετεύουν από τα κατασκότεινα,
απ' τα μέσα μου μπουντρούμια.
Γιομίζει ο τόπος με σένα, πληρούνται τα σύμπαντα.

Πριν έρθεις η ίδια, πυκνοκατοικούσαν εκείνα τη μοναξιά μου,
κι είν' πιο δικά μου αυτά, απ' ότι εμένα εσύ,
εδώ στην πίκρα μου.

Κι αυτό που θέλω τώρα να σου λεν εκείνα
είν' εκείνο που θέλω να σου ειπώ εγώ
για να τ' ακούς κι εκείνα
όπως θέλω ν' ακούς μονάχα εμένα.

Ο φόβος τ' αρπάζει και τα σκορπά στους πέντε ανέμους.
Κι έρχοντ' έπειτα τυφώνες και λαίλαπες ονείρων
και μου τα ξανασωριάζουν κάτω εδώ στο χώμα.
Φωνές αλλότριες ξανοίγεις εσύ
μες στη χιλιοβασανισμένη φωνή τη δική μου.
Ολοφυρμούς από παμπάλαια στόματα,
αίμα από αρχαία μαρτύρια.
Να μ' αγαπάς, συντρόφισσα. Να μη μ' αφήνεις μόνο.
Να 'σαι μαζί μου.
Να 'σαι μαζί μου, συντρόφισσα,
σε τούτο 'δω το κύμα του τρόμου.

Και να! που τα λόγια μου έρχεται τώρα
και τα βάφει η αγάπη σου.
Κι είναι δικά σου όλα, όλα δικά σου.

Κι απ' όλα εγώ θέλω να φτιάξω
μια καδενίτσα δίχως τέλος
για τ' άσπρα σου χέρια, τα σαν τρούφες παντρύφερα.

(6)

Θυμάμαι τώρα εδώ πως ήσουν το φθινόπωρο που μας πέρασε.
Ήσουν το γκρίζο μπερεδάκι και η καρδιά η δίχως έννοια.
Ξιφομαχούσανε στα μάτια σου οι φλόγες του δειλινού
και πέφτανε τα φύλλα στα νερά της ψυχής σου.

Τυλιγμένη εσύ σαν αναρριχητικό γύρω απ' τα μπράτσα μου,
και τα φυλλώματα έτσι βάζανε σουρντίνα στη φωνή σου
την αργή και ανέμελη.
Σαστίσματα σωρό, πλήθος ξαφνιάσματα,
όπου πυρακτωνόταν η δίψα μου.
Γαλάζιε, γλυκιέ μου υάκινθε, γερμένε απάνω απ' την ψυχή μου!

Βλέπω τα μάτια σου που ταξιδεύουνε,
το φθινόπωρο πλέον είναι μακριά:
μπερεδάκι μου γκρίζο, κελάηδημά μου,
καρδιά μου πυροστιά εσύ,
όπου, πετώντας, απαγκιάζανε οι μυστικές μου σκέψεις
και τα πασίχαρα φιλιά μου ορμίζονταν σαν κάρβουνα αναμμένα.

Ουρανέ πάνω απ' τ' άρμενο. Όαση μετά απ' τον ερημότοπο.
Η θύμησή σου είναι από φως
κι από καπνό κι από στάσιμη λιμνούλα στην αλάνα.
Πέρα απ' τα μάτια σου πυρακτώνονταν τα λυκόφωτα.
Φύλλα ξερά του φθινοπώρου στροβιλίζονταν στην ψυχή σου.

(7)

Σκύβω εκεί κάθε βράδυ
και αμολάω τα παραπονεμένα δίχτυα μου
στα ωκεάνια μάτια σου.

Εκεί απλώνεται και εκεί φουντώνει με φλόγες πανύψηλες
η μοναξιά μου, πέρα δώθε στον αέρα
υψώνοντας τα χέρια της σαν ναυαγός.

Ανάβω κόκκινες φρυκτωρίες
πάνω από τα εξόριστα μάτια σου
που σαν τα κύματα έρχονται της θάλασσας
και σκάνε στην ποδιά του φάρου.

Αγναντεύεις μοναχή τα ερέβη,
γυναίκα εσύ η αλαργινή και η πλησίον.
μες απ' το βλέμμα σου
ώρες ώρες αναδύεται ο μακρύς γιαλός του τρόμου.

Σκύβω εκεί κάθε βράδυ
και μαζεύω τα παραπονεμένα δίχτυα μου
από τη θάλασσα εκείνη
που κλυδωνίζει τα ωκεάνια μάτια σου.

Νυχτερινά πουλιά ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια
που λάμπουν εκεί απάνω
όπως λάμπει η ψυχή μου την ώρα που σ' αγαπάω.

Καλπάζει στη ράχη του μαύρου της κέλητα η νύχτα
και τσαλαπατάει τα στάχια τα γαλαζιανά στον κάμπο.

(8)

Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ που ζουζουνίζεις - μεθυσμένη
απ' τα μέλια - γύρω στην ψυχή μου
και όλο στροβιλίζεσαι
με τις νωχελικές μαζί τουλίπες του καπνού.

Είμαι ο δίχως ελπίδα εκείνος, είμαι.
μια λέξη είμαι χωρίς ήχο,
αυτός που όλα τα 'χει χάσει και που όλα τα κατέχει.

Κι εσύ είσαι ο στερνός μου κάβος,
όπου στενάζει μέσα του ο στερνός μου φόβος.
Στην έρημή μου γη είσαι το ρόδο το στερνό.

Αχ, σιγαλινή μου εσύ!

Έλα! κλείσε τα τρίσβαθά σου μάτια. Πεταρίζει η νύχτα εκεί.
Έλα! ξέντυσε το περίτρομο άγαλμα του κορμιού σου.

Έχεις τρίσβαθα μάτια και πεταρίζει η νύχτα εκεί.
Ολόδροσα έχεις άνθινα χέρια και αγκαλιά από τριαντάφυλλα.

Τα στήθη σου μοιάζουν με κατάλευκα όστρακα.
Ήρθε στην κοιλιά σου κι αποκοιμήθηκε ο ήσκιος
μιας πεταλούδας.

Αχ, σιγαλινή μου εσύ!

Και να η μοναξιά εδώ, που λείπεις εσύ.
Βρέχει. Και ο μπάτης έχει στρώσει στο κυνήγι
τους αδέσποτους γλάρους.

Το νερό πλατσουρίζει ξυπόλυτο στις λάσπες του δρόμου.
Κι εκεινού εκεί του δέντρου βογκούν
σα να 'ν' ανήμπορα, τα φύλλα.

Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ και απόμακρη,
ζουζουνίζεις ακόμα
γύρω στην ψυχή μου. Ζουζουνίζεις.
Ξαναγεννιέσαι με των χρόνων τα γυρίσματα,
περίκομψη και σιγαλινή.

Αχ, σιγαλινή μου εσύ!

(9)

Απ' το ρετσίνι κι από τ' ατέλειωτα φιλιά,
είμαι - κατακαλόκαιρο - και κουμαντέρνω
τη βαρκούλα των ρόδων
και τήνε πάω εκεί όπου το γάρμπος χάνεται της μέρας,
και στη φερέγγυα παραφορά των νερών την ασφαλίζω.

Πελιδνός και δεσμώτης στα λαίμαργα κύματά μου
σκίζω πέρα δώθε τα μπρούσκα χνώτα
του αναπεπταμένου στερεώματος,
φορώντας ακόμα τη φόρμα μου, ντυμένος πικρούς αντίλαλους,
κι έχοντας το κεφάλι τυλιγμένο με κάτι κουρέλια της αφρής.

Πάω, στα πάθη μου μέσα στητός,
καβάλα στη ράχη του μονάκριβου μου κύματος,
φεγγαρίσιος, ηλιοτραφής, πυρίκαυστος και μπουζιασμένος εγώ,
κι αποκοιμιέμαι τον νήδυμο
στο φαράγγι με τα φιλντισένια νησιά
των μακάρων, που είναι γλυκά σα φρέσκα πρωινά καπούλια.

Στη νύχτα μέσα την υγρή
τρεμουλιάζει το ρούχο μου ραμμένο με τα ρίγη
των φιλιών και φορτισμένο ξέφρενα με ηλεκτρικές εκκενώσεις,
με ηρωικά δε εξάμετρα διαμερισμένο σε ενύπνια
και σε μεθυστικά τριαντάφυλλα που ανοίγουν μέσα μου.

Όρτσα στα νερά,
όπου με χτυπούνε κύματα θεόψηλα, πλευρικά,
κι εγώ βαστώ
το παράλληλο σώμα σου στα στιβαρά μου μπράτσα
σαν ψαράκι που όλο το πιάνω και το ξαναπιάνω
στην απόχη της ψυχής μου
(τη μια γοργό την άλλη αργό)
σε τούτον κάτω εδώ τον υποσέληνο κόσμο.

(10)

Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα.
Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνο
όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και εσκέπαζε τον κόσμο.

Απ' το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ
τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στ χάη.

Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα
κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.

Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη
από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.

Λέγε μου, που ήσουνα?
Με τι κόσμο?
Και τι τους έλεγες?
Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα
μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου?

Μου 'φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι
και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε
κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό.
Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια
με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ' αγάλματα.

(11)

Οιονεί εκτός στερεώματος, ανάμεσα σε δυο βουνά,
πάει και ρίχνει άγκυρα το μισοφέγγαρο.
Η σβούρα, η γυρίστρω η νύχτα, των ματιών η νεκροθάφτισσα.
Μέτρα μόνο πόσα αστέρια έχουνε γίνει θρύψαλα
μες στα λασπόνερα!

Και μένανε μ' ένα σταυρό
με σημαδεύει η νύχτα στο μεσόφρυδο
κι ανοίγει τα φτερά της και φεύγει.
Κι εκεί έχει φαναρτζίδικο
όπου δουλεύουν τα γαλάζια μέταλλα.
και νύχτες με παλέματα που αποσιωπούνται
και την καρδιά μου
που φέρνει βόλτες ολοένα σαν τσέρκι βουρλισμένο.
Κι ένα κορίτσι που ήρθε από πολύ μακριά,
που το φέρανε από πολύ μακριά,
και που κάθε τόσο φωσφορίζει η ματιά του
κάτω απ' τον τρούλο του ουρανού.
Το σφύριγμα των αέρηδων, η μπόρα, το κακό, οι άνεμοι
Μαίνονται και ξεσπούν στην καρδιά μου ακατάπαυτα.
Ο δε άνεμος, που έρχεται από τα μνήματα,
αναρπάζει, συντρίβει
και διασκορπίζει παντού τη ρίζα σου και τα όνειρά της.
Ξεριζώνει τα μεγάλα δέντρα και τα πετάει στην άλλη άκρη.

Όμως εσύ στέκεσαι εκεί,
κορίτσι μου αίθριο και ασυννέφιαστο,
ατμών σιντριβάνι, στάχυ μοναχό.
Αλώνι όπου εισέβαλε ο άνεμος
και σου 'δινε μετά σχήμα με φυλλώματα αναμμένα.
Πίσω απ' τους δυο λόφους της νύχτας,
άσπρε φλεγόμενε κρίνε μου,
φευ, δεν μπορώ να ειπώ τίποτα! Σ' έχουνε πλάσει
με όλα τα στοιχεία του κόσμου!

Καταδίκη μου εσύ,
που μου σκίζεις με στιλετιές τα στήθη,
ήρθε η ώρα να πάρω δρόμο άλλον
και να πάω εκεί όπου δεν ανθίζουν τα χαμόγελα σου.
Μπόρα μου εσύ δυνατή,
που ήρθες και παράχωσες στη γη τις καμπάνες,
κούφιε ανεμοστρόβιλε των μαρτυρίων μου,
γιατί εγώ να σεκλετίζομαι τώρα,
γιατί εγώ να πικραίνομαι;. . .

Ε, ήρθε η ώρα να πάρω το δρόμο
που σε βγάζει εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα,
εκεί όπου δεν είναι πρόσκομμα
ούτε ο φόβος, ούτε ο θάνατος, ούτε ο χειμώνας,
και να 'χω συνοδεία μου τα μάτια σου
τ' ανοιχτά και άγρυπνα
μες στης πρωινής δροσιάς τα μονοπάτια.

(12)

Για τη καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,
για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου.
Απ' το δικό σου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό
όσα κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.

Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε μέρας
Έρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών.
Στέλνει στα καταχθόνια τους ορίζοντες η απουσία σου.
Στους αιώνες των αιώνων αλαργεύοντας
σαν της θάλασσας τα κύματα.

Και είπα τότε πως τραγούδαγες στον άνεμο
ωσάν τα πεύκα και ωσάν τα κατάρτια των πλοίων.
Σαν πεύκο είσαι εσύ και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη.
Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.

Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός.
Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας.
Ξυπνάω εγώ, και τότε, κάπου, κάπου, αποδημούνε
τα πουλιά που κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.

(13)

Με μικρά χι τσεκάριζα πυρπολημένους τόπους
στον γαλατένιο άτλαντα του κορμιού σου επάνω.
Ήταν αράχνη το στόμα μου που έστηνε τον ιστό της χιαστί.
Μέσα σου, επάνω στην πλάτη σου, διψαλέο, περίτρομο.

Σου έλεγα παραμύθια και θρύλους στις όχθες του εσπερινού,
κουκλί μου λυπημένο και γλυκό,
για να σου τήνε πάρω έτσι τη λύπη.
Για 'ναν κύκνο, για 'να δέντρο, για κατιτί αλαργινό κι αλέγρο.
Για την ώρα των σταφυλιών, για τον καιρό της ώριμης οπώρας.

Ζούσα αραγμένος σε λιμάνι ώσπου σ' αγάπησα,
και τη μοναξιά μου την τραβέρσωναν τα όνειρα και η σιωπή.
Δεσμώτης ήμουν ανάμεσα σε θάλασσα και θλίψη.
Βουβός, αλλοπαρμένος,
ανάμεσα σε ασάλευτους βαρκάρηδες του πόρτου.

Από τα χείλια ως τη φωνή κάτι όλο χάνεται.
Κάτι φτεροκοπάει, του τρόμου κάτι και της λησμονιάς.
Έτσι, να, σαν δίχτυα που δεν δύνονται να κρατήσουν το νερό,
μαμούνι μου εσύ, παρά σταγόνες κάποιες μόνο
στους βρόχους τους τρεμουλιαστές.
Κι ωστόσο, πάντα κάτι τραγουδάει
σ' αυτά εδώ τα έπεα πτερόεντα.

Κατιτίς τραγουδάει,
κατιτίς αναθρώσκει ως το άπληστο στόμα μου.
Να ήτανε λέει να σου ψάλλουνε μεγαλυνάρια
μ' όλα τα λόγια της χαράς.
Διθυράμβους ν' ακούσεις, να σ' ανάψουνε και να πετάξεις
σαν καμπαναριό στα χέρια ενός θεότρελου.
Τρυφερή μου εσύ, λυπημένη - τι τρέχει, ξαφνικά? Τι έγινε?
Καλά, καλά δεν πρόλαβα
στην κορφή του ωραίου όρους ν' ανέβω
κι η καρδιά μου έκλεισε σα νυχτολούλουδο.

(14)

Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ,
με το φως του σύμπαντος κόσμου.
Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων.
Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλή
όπου σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώ
μες στα δυο μου τα χέρια.

Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύ
από τότε που εγώ σε αγάπησα.
Άσε να σε ξαπλώσω σ' ένα στρώμα
από μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς.
Ποιος είν' εκείνος εκεί που γράφει τ' όνομά σου
με ψηφία καπνού στ' αστέρια του Νότου?
Εγώ είμ' εκείνος εκεί που γράφει τ' όνομά σου
με ψηφία καπνού στ' αστέρια το Νότου!
Άσε με. . . άσε με να σε αναπολήσω όπως ήσουν
προτού ν' ανασπασθείς και βγεις στην ύπαρξη.

Κι ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμος
και δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα.
Ο ουρανός είναι μι' απόχη φίσκα ως απάνου
με ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.

Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι άνεμοι, όλοι τους εδωνά.
Και τότε η βροχή εγυμνώθη.
Πουλιά πετάνε πετούμενα.
Οι άνεμοι. Οι άνεμοι.
Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη.
Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του
και μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλα
και ξελύνει τ' άραγμένα στ' ουρανού το μώλο.

Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς.
Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάς
στους βόγγους και τα μουγκρητά μου.
Επάνω μου να 'ρθεις να κουλουριαστείς
σα να σ' έχουνε σκιάξει.
Κάπου κάπου αδέσποτοι ξεπόρτιζαν απ' τα μάτια σου ήσκιοι,
ξένοι, παράδοξοι.

Και τώρα, τωραδά, εδώ,
μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου,
γι' αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου.
Την ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει
σφαγιάζοντας πεταλούδες
εγώ σ' αγαπάω,
κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιά
τα δαμάσκηνα του στόματός σου.

Πόσο έχεις στ' αλήθεια πονέσει,
ώσπου να 'βρεις τα χούγια μου,
ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη
και τ' όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . .
Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού
να μας φιλάει τα μάτια
και πάνω απ' τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο
ν' ανοίγει ωσάν ριπίδιο.
Τα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.
Καιρός πάει πολύς που αγάπησα
το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.
Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος
του σύμπαντος όλου.
Θα σου φέρω απ' τα βουνά λουλούδια εξαίσια,
κλέλιες, ζουμπούλια
και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.

Θέλω να κάνω μαζί σου
αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.

(15)

Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.

Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες στη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα κι απ' αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.

Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

(16)

Στον βραδιάτικο ουρανό μου επάνω είσαι σαν σύννεφο,
το δε χρώμα σου και το σχήμα είναι
όπως ακριβώς μου αρέσουν.
Είσαι δικιά μου, είσαι δικιά μου,
γυναίκα με τα γλυκά χείλια,
και στη ζωή σου μέσα ζουν τα ασύνορα όνειρά μου.

Ο λύχνος της ψυχής μου σου γλυκοροδίζει τα πόδια,
το στυφό μου κρασί γλυκαίνει στα χείλη σου,
ω η μακελάρισσα εσύ

που πριονίζεις το τραγούδι μου τα βράδια,
ω πόσο σε νιώθουνε δικιά μου τα μοναχικά μου όνειρα!

Είσαι δικιά μου, είσαι δικιά μου,
το φωνάζω στο μπάτη του βραδιού
και τ' αεράκι παίρνει μετά τη φωνή μου
και τη σκορπάει τριγύρω.
Κυνηγέτις εσύ που σαϊτεύεις λαγούς
στα βάθη των ματιών μου,
των ματιών μου που λιμνάζουν σα βρόχινο νερό
μες στο νυχτερινό σου βλέμμα.

Σ' έπιασα αιχμάλωτη στα δίχτυα της μουσικής μου,
αγάπη μου,
και τα δίχτυα αυτά της μουσικής είναι ψηλά, επάνω,
στον ουρανό.
Γεννιέται η ψυχή μου κι ανασταίνεται
στις όχθες των μαύρων ματιών σου
τα δε μαύρα μάτια σου είναι φυλάκιο
στη μεθόριο της χώρας των ονείρων.

(17)

Να συλλογιέμαι εγώ και ήσκιους να καταπίνω
μέσα στην άπατη μοναξιά.
Μα εσύ να είσαι μακριά κάπου,
κι απ' ότι ζωντανό πιο πέρα ακόμα.
Να συλλογιέμαι, να λευτερώνω πουλιά, να εκπορεύω εικόνες,
να καταχωνιάζω φανούς και λαμπάδες στα έγκατα.
Καμπαναριό μου με τη καταχνιά και τις αντάρες,
εκειδά πέρα, εκειδά πέρα, αλάργα!
Να φορτώνω εγώ δίφρους με θρηνωδίες,
ν' αλέθω εδώ ελπίδες σκυθρωπές,
ο αμίλητος εγώ μυλωνάς,
και σένα να σε κουκουλώνει η νύχτα,
έξω μακριά απ' τη πόλη.

Η παρουσία σου είν' απόμακρη, αλλόκοτη για μένα,
σαν και τι!. . .
Αναλογίζομαι πως ήταν η ζωή μου προτού να 'ρθεις εσύ.
Η ζωή μου προ πάσης ελεύσεως, η στυφή η ζωή μου.
Το σκούξιμο εκείνο εκεί καταντικρύ στη θάλασσα,
ανάμεσα στα βράχια,
να πιλαλάει ελεύθερο, λωλό, ίσα με την ούγια της θάλασσας.
Η μάνητα του παράπονου, το σκούξιμο εκείνο εκεί,
η μοναξιά της θάλασσας.
Να ξεμπουκάρουνε ώσπερ βιαίας πνοής
και ν' ανέρχονται στους ουρανούς.
Γυναίκα, εσύ, που ήσουν εδώ,
σαν τις χάσες και σαν τι καλαμόξυλο
να ήσουνα από τούτην εδώ τη πελώρια βεντάλια?
Μακριά ήσουνα και τότε όπως και τούτην εδώ την ώρα.
Στο δάσος πυρκαγιά! Και καίει
με μικρά του σταυρού σχήματα γαλάζια!
Καίει και καίει και κατελεί ανάσβολα δέντρα!
Τα ρίχνει κάτω και τριζοβολάει ο τόπος!
Πυρκαγιά!. . . Πυρκαγιά! . . .
Και η ψυχή μου, καψαλισμένη αυλήτριδα,
πάνω στις σχίζες και στα πελεκούδια τ' αναμμένα χορεύει!
Ποιος σκούζει εδώ? Ποια σιωπή
κατοικημένη από φωνές και αντίλαλους?
Ώρα της νοσταλγίας, ώρα της ευφροσύνης, ώρα της μοναξιάς,
ώρα δικιά μου ανάμεσα σ' όλες τις άλλες ώρες!
Αχιβάδα, απ' όπου μέσα κει διαβαίνει τραγουδώντας ο άνεμος!
Πάθος μέγα της ελεγείας, όλο λυγμούς,
ξεγυμνωμένο στο κορμί μου απάνω!

Εσύ να σείεσαι απ' τις ρίζες σου όλες
και να χιμάω εγώ απ' τις χαίτες των κυμάτων μου όλων!
Τσέρκι πανηγυριώτικο και λυπημένο κι ασταμάτητο
η ψυχή μου και κύλαγε. . .

Nα συλλογιέμαι τώρα εγώ και να καταχωνιάζω
φανούς και λαμπάδες στην άπατη μέσα τη μοναξιά.
Ποια είσαι 'συ? Τις ει?

(18)

Εδώ σε αγαπάω. Στα σκοτεινόχρωμα πεύκα χτενίζει τα μαλλιά του ο άνεμος.
Φωσφορίζει η σελήνη πάνω στ' αλήτικα νερά της θάλασσας.
Περνάνε μέρες, μέρες απαράλλαχτες,
αποπέμποντας η μια την άλλη.

Τα τούλια της ομίχλης σκίζονται
σε φιγούρες λεπτές ορχουμένων.
Ασημόχρυσος γλάρος πετιέται
μες απ' το δίσκο του ήλιου που βασιλεύει.
Εδώ κι εκεί ένα άλμπουρο. Και πάνω, στα ύψη, αστέρια.

Ω εκείνο εκεί το μαύρο σταυρωτό τουρκέτο της βαρκούλας!
Κατάμονο.

Πετιέμαι κάπου - κάπου από το λήθαργο
κι είμαι μούσκεμα ως το μεδούλι.
Βουίζει κι αντιβουίζει το πέλαγος.
Κι εδώ είν' το λιμάνι.
Εδώ σ' αγαπάω.

Εδώ σ' αγαπάω εγώ!
Δεν πα' να σε κρύβει όσο θέλει ο ορίζοντας - ματαιοπονεί!
Εσένα σ' αγαπάω εγώ. επιμένω.
ακόμα και μέσα στην ψύχρα των γύρω πραγμάτων.
Κάθε τόσο φεύγουν τα φιλιά μου
και πάνε μαζί με τα καράβια εκείνα,
τα ποντοπόρα, και φτάνουν πέρ' απ' το τέρμα, στα εκείθε.

Κάθομαι εδώ παρατημένος σαν τις γέρικες άγκυρες.
Μαραζώνουν οι μόλοι βαρύτερα
μόλις έρχεται να δέσει εκεί το βράδυ.
Χαραμίζεται η ζωή μου μέσα στην πείνα
που με τρώει αδίκως.
Αγαπώ αυτό που δεν έχω. Είσαι μακριά εσύ, τόσο μακριά.

Ο καημός μου πιάνεται στα χέρια με τ' ανελέητα δειλινά.
Έρχεται όμως μετά η νύχτα και με καλοπιάνει με τραγούδια.
Και το φεγγάρι βάνει το γαϊτανάκι των ονείρων να γυρνάει.

Με κοιτάν με τα μάτια σου από πάνω
τα πιο μεγάλα αστέρια.
Κι εκεί που, αγάπη μου, σε αγαπώ,
τα πεύκα μες στον άνεμο
λαχταράνε να τραγουδήσουν τ' όνομά σου
με τις πευκοβελόνες τους.

(19)

Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
ο ήλιος που δένει τους καρπούς,
που σφίγγει το στάρι μες στα στάχια,
που ακονίζει τον αθέρα του σίδερου,
έπλασε και το έκπαγλο κορμί σου και τα πάμφωτα μάτια σου,
έπλασε και το στόμα σου με το νερένιο χαμόγελο.
Σκοτεινός, νυχτερινός ο ήλιος νανουρίζεται στους βοστρύχους
της αράπικης χαίτης σου, όταν ανοίγεις εσύ την αγκάλη σου.
Παίζεις με τον ήλιο σα να είναι ρυάκι που κυλάει
κι εκείνος σου αφήνει στα μάτια σου δυο σκούρους νερόλακκους.

Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
τίποτα εδώ δεν με οδηγεί κοντά σου.
Τα πάντα σου με διώχνουνε μακριά, σαν σε καταμεσήμερο.
Είσαι η αλλοπαρμένη νιότη της μέλισσας.
η μέθη των κυμάτων, η ρώμη του καρπισμένου σταχιού.

Η έρημη καρδιά μου σ' αναζητάει, χωρίς βαρκούλα και πανί.
το αγαπάω εγώ το έκπαγλο σώμα σου,
τη γλυκιά, την απαλή φωνή σου.
Σαρακηνή μου πεταλούδα εσύ, θωπευτική και άτρεπτη
σαν τα γεννήματα και σαν τον ήλιο, σαν παπαρούνα και σα νερό.

(20)

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.

Να γράψω, ας πούμε: «έχει μι' αστροφεγγιά απόψε
και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη».

Της νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει.

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Την αγαπούσα εγώ, και κάπου κάπου μ' αγάπαγε κι εκείνη.

Χιλιάδες βράδια, όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου.
Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό.

Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου κάπου την αγάπαγα κι εγώ.
Πώς να μην τ' αγαπήσεις τα μεγάλα, τα ήμερα μάτια της.

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ.
Θα νιώθω ότι την έχω χάσει.

Θ' ακούω την απέραντη νύχτα,
την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην.
Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου
όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι.

Τι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη
εκείνηνε δεν την αγγίζει. . .
Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Αυτά λοιπόν. Πέρα, μακριά, άνθρωποι τραγουδάνε.
Μακριά, πέρα.
Πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε. . .

Την αναζητάει η ματιά μου, τη γυρεύει παντού.
Την αναζητάει η καρδιά μου, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Απαράλλαχτη η νύχτα ασημώνει τ' απαράλλαχτα δέντρα.
Μα από τότε όμως εμείς ως τώρα έχουμε αλλάξει.

Τώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα. . .
Πόσο όμως, Θε μου, την αγάπαγα τότε.
Πολέμαγε η φωνή μου να βρει τη ριπή του ανέμου
που θαν της άγγιζε το αφτί.

Με άλλον. Με κάποιον άλλον θα είναι.
Όπως και πριν τηνε πάρει το φιλί μου.
Η φωνή της, τ' αστραφτερό της σώμα.
Τ' ατέλειωτα μάτια της.

Τώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα. . .
Μπορεί όμως και να την αγαπάω.
Βιάζεται ο έρωτας να λείψει κι αργεί να φύγει η λησμονιά.

Χιλιάδες βράδια αφού, όπως και τώρα,
την έσφιγγα στην αγκαλιά μου -
πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε. . .

Μπορεί να 'ναι αυτός ο τελευταίος καημός
που μου ανάβει εκείνη,
κι αυτοί εδώ οι τελευταίοι στίχοι που γράφω για κείνην εγώ.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Γυναικείο σώμα






Γυναικείο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα,


μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι.

Το αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει

και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.

Ήμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα.
Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,
και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική.

Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο,

σ' έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.

Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ' αγαπάω.

Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια

κι από άπληστο γάλα και κραταιό.

Ω, τ' αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας!

Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!

Σώμα της δικιά μου γυναίκας,

υπήκοος θα 'μαι πιστός των θέλγητρών σου.

Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου!

Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί,

και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.


Η νύχτα στο νησί

Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου κοντά στη θάλασσα, στο νησί. Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ίσως πολύ αργά ενώθηκαν τα όνειρά μας, στα ψηλά ή στα βαθιά, στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος, στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
Ίσως το όνειρό σου χωρίστηκε από το δικό μου και στη σκοτεινή θάλασσα με έψαχνε όπως πρώτα υπήρχες όταν δεν ακόμα, όταν χωρίς να σε διακρίνω έπλεα στο πλάι σου, και τα μάτια σου έψαχναν αυτό που τώρα - ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό - σου δίνω με γεμάτα χέρια, γιατί εσύ είσαι το κύπελλο που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου όλη τη νύχτα, ενώ η σκοτεινή γη γυρίζει με ζωντανούς και νεκρούς, και σαν ξύπνησα ξάφνου καταμεσής στη σκιά το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου. Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου και ξύπνησα με το στόμα σου βγαλμένο από τον ύπνο να μου δίνει τη γεύση από τη γη, από τη θάλασσα, από τα φύκια, από το βάθος της ζωής σου, και δέχτηκα το φιλί σου μουσκεμένο από την αυγή σαν να έφθανε από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.

ΙΣΩΣ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Ισως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι
σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,

χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
που ίσως άλλοι δεν θα δουν να χρυσίζει,
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,

χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,

και από τότε είμαι γιατί εσύ είσαι,
και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.

ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΑΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΘΕΛΩ

Δε σε θέλω παρά γιατί σε θέλω,
μα απ' το θέλω στο δε σε θέλω πέφτω
κι απ' το καρτέρα, όταν δε σε προσμένω,
περνώ απ' το παγερό στο πυρωμένο.
 
Σε θέλω μόνο γιατί εσένα θέλω,
σε μισώ μα γι' αγάπη σου προσπέφτω,
κι είν' της αθώας αγάπης μου το μέτρο
σαν τυφλός που αγαπά να μη σε βλέπω.
 
Το σκληρόψυχο του Γενάρη φέγγος
την καρδιά μου θα σιγολιώσει εφέτος,
ανοίγοντάς μου στα κρυφά το στέρνο.
 
Μόνος στην ιστορία αυτή πεθαίνω
και πεθαίνω απ' αγάπη αφού σε θέλω,
σε θέλω, αγάπη, ως το αίμα κι ως το τέλος.

Το γέλιο σου

Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.

Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.

Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.

Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.

Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.

Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.

Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.

Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.

Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.

Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.

Η αποστολή βράδυνε ίσως

Οψέ περ.
Έστιν δ’ αιετός ωκύς εν ποτανοίς
ος έλαβεν αίψα, τηλόθε μεταιόμενος,
δαφοινόν άγραν ποσίν’ κραγέται
δε κολοιοί ταπεινά νέμονται .


( Η αποστολή βράδυνε ίσως , αργοπόρησε .
Αλλά και ο αετός , ο πλέον γοργός ,
ανάμεσα στων ουρανών τα πετεινά ,
παίρνοτας ορμή από μακριά ,
χυμά και την λεία την αιματόβρεχτη
με μιας αρπάζει, ενώ οι κόρακες που κρώζουν ,
κρώζουν, στα χαμηλά τα στρώματα
της γης θα μείνουν ) .

Η δοκιμασία κρίνει τους ανθρώπους

¨Εν δε πείρα τέλος διαφαίνεται
ων τις εξοχώτερος γέννηται .
Εν παισί νέοισι παις, εν ανδράσιν ανήρ ,
τρίτον εν παλαιοτέροισι
Μέρος έκαστον οίον έχομεν βρότεον έθνος
ελά δε και τέσσαρας αρετάς
<ο> θνατός αιών φρονείν δ’ ενέπει
το παρκείμενον .¨


( Η δοκιμασία κρίνει τους ανθρώπους
ανώτερος ποιος είναι .
Στα παιδιά ανάμεσα ως παιδί ,
στους άνδρες ανάμεσα, ως άνδρας ,
κι’ ανάμεσα στους υπερήλικες ,
όταν πρεσβύτης είναι πλέον .
Τρία τα στάδια της θνητής ζωής
και πρέπει το κάθε στάδιο να πρυτανεύει .
Την πρέπουσα οδό ν’ ακολουθεί ) .

Μόχθους και δαπάνες

¨Αιεί δ’ αμφ’ αρεταίσι πόνος δαπάνα τε
μάρναται προς έργον κινδύνω κεκαλυμμένον’
ηυ δ’ έχοντες σοφοί και πολίτες ένδοξον έμμεν .¨


( Μόχθους και δαπάνες απαιτούν οι αγώνες
και η επιτυχία είναι το τίμημα του μόχθου .
Ο κίνδυνος δεν παύει να ελλοχεύει .
Αυτοί , ωστόσο , που επιτελούν το έργο τους ,
τον έπαινο των ξένων και των συμπολιτών τους
θα χαρούν και θ’ απολαύσουν ).

Τον κίνδυνο μόνο μια γενναία καρδιά αντιπαλαίει

¨Ο μέγας δε κίνδυνος άνακλιν ού φώτα λαμβάνει΄
θανείν δ’ οίσιν ανάγκα , τα κε τις ανόνυμον
γήρας εν σκότω καθήμενος έψοι μάταν ,
απάντων καλών άμμορος ;
Αλλ’ εμοί μέν ούτος άεθλος υποκείσεται ΄
τυ δε πράξιν φίλα δίδοι .¨
Είη σε τε τούτον υψού χρόνον πατείν ,
εμέ τε τοσσάδε νικοιφόροις ομιλείν
πρόφαντον σοφία καθ’ Έλλανας
εόντα παντά .¨
Δαέντι δε και σοφία μείζων άδολος τελέλθει .¨


( Τον κίνδυνο μόνο μια γενναία καρδιά αντιπαλαίει .
Κι’ αφού ο θάνατος είναι κοινός για όλους ,
γιατί να ζούμε στην σκιά , και το γήρας
να προσμένουμε το άθλιο και η ζωή μας
να κυλά μακριά απ’ ότι ωραίο ;
Παρόμοια ζωή δεν θέλω .
Εσύ ας με βοηθήσεις .¨
Είθε να πατά το πόδι σου τις κορυφές τις υψηλές
κι’ εγώ με τους θριαμβευτές σου ενωμένος
να υψώσω κατακόρυφα την τέχνη μου
ανάμεσα σε Έλληνες και εις τους τόπους όλους .¨
Η τέχνη που είναι απόρροια της γνώσης ,
όσο υψώνεται , ανατείνεται , γίνεται και πλέον ωραία ,
δίχως να καταφεύγει στο δόλο και στο ψεύδος ).

Μικρός για τα ασήμαντα τα πράγματα

¨Σμικρός εν σμικροίς,
μέγας εν μεγάλοις, έσσομα .
Τον δ’ αμφέποντ΄αιεί φρασίν
δαίμον’ ασκήσω
κατ’ εμαν θεραπεύων μαχανάν .¨


( Μικρός για τα ασήμαντα τα πράγματα,
μεγάλος θάμαι στα μεγάλα .
Θ’ ακολουθώ την μοίρα μου ..
θα την ακολουθώ με τον δικό μου πάντα τρόπο ).

Εγώ λατρεύω τα αγαθά

¨Θεόμεν, εραίμαν καλών, δυνατά μαιόμενος εν αλικία .
Τον γαρ ανά πόλιν ευ-ρίσκων τα μέσα μακροτέρω όλβω
τεθαλότα, μέμ-φομ αίσαν τυραννίδων ΄ξυναίσιν
αμφ’ αρεταίς τέταμαι φθονεροί δ’ αμύνονται άται,
εί τις άκρων ελών ησυχά τε νεμόμενος αινάν ύβριν
απέφυγεν’ μέλανος αν εσχατιάν καλλίονα θανάτου
γλυκυτάτα γενεά ευδώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών .¨


( Εγώ λατρεύω τα αγαθά, που οι θεοί προσφέρουν
και θέτω όρια στους πόθους μου, με την ηλικία ανάλογα .
Βλέπω στην πόλη οι μέσοι πολίτες να ευδαιμονούν:
εκείνοι, που έχουν μέτριο πλούτο, χωρίς διακυμάνσεις .
Αηδιάζω, αποστρέφομαι την μοίρα των τυράννων .
Εγώ εκτιμώ τις αρετές, τις προσιτές απ’ όλους.
Τον φθόνον αποφεύγει αυτός που δεν αλαζονεύεται
και χρησιμοποιεί με σύνεση και σωφροσύνη τα αγαθά του
και την φρικτή αποφεύγει βία .
Αυτός και η ώρα ως έλθει του σκοτεινού θανάτου θα φύγει,
αφού θα’χει στους επιγόνους του αφήσει, ως κληρονομία,
το τίμιο όνομα του και άλλο ακριβότερο αγαθό
από αυτό δεν είναι ).

Σ’ αυτόν που την ζωή

¨Ο πονήσαις δε νόω και προμάθειαν φέρει’
ει δ’ αρετά κατάκειται πάσαν οργάν ,
αμφότερον δαπάναις τε και πόνοις ,
χρή νιν ευρόντεσσιν αγάνορα κόμπον
μη φθονεραίσι φέρειν γνώμαις
επί κούφα δόσις ανδρί σοφώ
αντί μόχθων παντοδαπών έπος
ει πόντ’ αγαθόν ξυνόν ορθώσαι καλόν .¨


( Σ’ αυτόν που την ζωή του αφιέρωσε όλη
σε στόχους ευγενείς και δεν λογάριασε
ούτε μόχθους ούτε δαπάνες , ο έπαινος
χωρίς τον φθόνο , του ταιριάζει .
Κι’ αν είναι εύκολο στον ποιητή
το λόγο τον καλό να αρθρώνει
κι’ ένα μνημείο να υψώνει ,
αμοιβή των μόχθων του ,
που και τους συμπολίτες του
τιμά και των προγόνων την γη ,
κι’ αυτήν επίσης ).

Οι μοίρες δυσανασχετούν

¨Μοίραι δ’ αφίσταντ’ εί τας έχθρα πέλει ομογόνοις
αιδώ καλύψαι .
Ού πρέπει νών χαλκοτόροις ξίφεσιν ούδ’ ακόντεσσιν
μεγάλα προγόνων τιμάν δάσασθαι .
Μηλά τε γάρ τοι εγώ και βοών ξανθάς αγέλας
αφίημ’ αγρούς τε πάντας, τους απούρας αμετέρων
τοκέων νέμεαι πολύτον πιαίνων κού με πονείν
τεόν οίκον ταύτα πορσύνοντ’ άγαν αλλά και σκάπτον
μόναρχον και θρόνος ω πότε Κρηθείδας εγκαθίζων
ιππόταις εύρηθαι λαοίς δίκας – τα μεν άνευ ξυνάς
ανίας λύσον άμμιν, μη τι νεώτερον εξ αυτών
αναστάη κακόν . ¨

( Οι μοίρες δυσανασχετούν, όταν η εμπάθεια,
το μίσος χωρίζει αυτούς, που έχουν μέσα τους
το ίδιο αίμα και λησμονούν το χρέος τους
και το καθήκον .
Δεν αρμόζει και σε μένα και σε σένα,
απόγονοι ευπρεπών πατέρων,
να λύσουμε με το σπαθί και με το δόρυ,
τις διαφορές που μας χωρίζουν .
Σου αφήνω όλα τα πρόβατα καθώς και τα κοπάδια
των κόκκινων βοδιών’ καθώς και τους αγρούς,
που τώρα εσύ καλλιεργείς, που συνεχώς αυξάνουν,
κορυφώνοντας τον άμετρο πλούτο σου.
Όλα αυτά που απ’ τους γονείς μου άρπαξες.
Δεν μ’ ενδιαφέρει, αν όλα αυτά τον πλούτο σου
ανεβάζουν και την τύχη σου .
Όμως το σκήπτρο του μονάρχη και τον θρόνο,
που ήταν έδρα του γιού του Κρηθέα
και μοίραζε το δίκαιο σ’ αυτόν τον φίλιππο λαό,
ας μου τα δώσεις, μήπως άλλο, ένα άλλο κακό,
αιφνίδια, ξεφυτρώσει ).

Ποτέ δεν λείπει η μούσα από την χώρα αυτή

¨Μοίσα δ’ ούκ αποδαμεί τρόποις επί σφετέροισιν
παντά δε χοροί παρθένων .
λυράν τέ βοαί καναχαί τ’ αυλών δονέονται’
δάφνα τέ χρυσέα κόμας αναδήσαντες ειλαπινάζοισιν
ευφρόνως .
Νόσοι δ’ ούτε γήρας ουλόμενον κέκραται
ιερά γενεά’ πόνων δε και μαχάν
άτερ οικέοισι φυγόντες υπέρδικον νέμεσιν .¨


{ Ποτέ δεν λείπει η μούσα από την χώρα αυτή.
Παντού θα δεις χορούς παρθένων,
που οι αχοί της λύρας συνοδεύουν
και οι θόρυβοι του αυλού.
Στεφάνια δάφνινα κοσμούν την κεφαλή τους
και τα συμπόσια είναι η μόνη τους φροντίδα .
Αρρώστιες δεν αγγίζουν ουδέ και γέρατα
την ιερή αυτή φυλή .
Τους μόχθους αγνοούν καθώς και τους πολέμους
και τις μάχες και λυτρωμένοι από την νέμεση είναι }.

Oι ολυμπιόνικοι του Πινδάρου



ΔANIHΛ I. IAKΩB
Kαθηγητής Tμήματος Φιλολογίας AΠΘ

Πανάρχαιο και μόνιμο όνειρο των ανθρώπων είναι η εξασφάλιση της αθανασίας. Η εναγώνια αναζήτηση του αθάνατου νερού που απαντά σε παραμύθια και θρύλους πολλών λαών αποτελεί εύγλωττη απόδειξη αυτού του ισχυρισμού. Οι αρχαίοι Eλληνες, ωστόσο, είχαν ανακαλύψει ένα διαφορετικό τρόπο απόκτησης αυτού του πολυπόθητου αγαθού: την ποιητική εξύμνηση, αφού η βιολογική αθανασία είναι ούτως ή άλλως ανέφικτη.

Hδη στον Oμηρο οι ήρωες έχουν συνείδηση ότι θα απαθανατιστούν, αν γίνουν τραγούδι. Αυτή ακριβώς είναι η υπόσχεση που δίνει ο Πίνδαρος στους εγκωμιαζόμενους νικητές σε πανελλήνιους αγώνες. Ο πλούτος ενός νικητή είναι ατελέσφορος, αν δεν επενδυθεί σωστά, και συγκεκριμένα με την παραγγελία σύνθεσης ενός επινίκου, μιας επινίκιας εγκωμιαστικής ωδής, γιατί ο ποιητικός λόγος είναι δραστικότερος και μακροβιότερος ακόμη και από ένα μνημείο, καθώς με την ευελιξία που διαθέτει μπορεί εύκολα να ταξιδέψει από στόμα σε στόμα σε ολόκληρη την υφήλιο.
Ο μεγάλος Θηβαίος λυρικός (518 - περ. 440 π.Χ.) συνέθεσε τέσσερις ομάδες επινίκων που αντιστοιχούν σε ισάριθμους πανελλήνιους αγώνες: Ολυμπιονίκους για αγώνες στην Ολυμπία προς τιμήν του Διός, Πυθιονίκους για αγώνες στους Δελφούς προς τιμήν του Απόλλωνα, Ισθμιονίκους για αγώνες στον Ισθμό της Κορίνθου προς τιμήν του Ποσειδώνα και Νεμεονίκους για αγώνες στη Νεμέα προς τιμήν του Διός.
Συνολικά μας σώζονται 45 επίνικοι, από τους οποίους 14, περίπου το ένα τρίτο, είναι αφιερωμένοι σε ολυμπιονίκες, νικητές δηλαδή στην επισημότερη και διασημότερη πανελλήνια αθλητική εκδήλωση που διοργανωνόταν κάθε τέσσερα χρόνια (οι πρώτοι Oλυμπιακοί Aγώνες τελέστηκαν το 776 π.Χ.).
Σελίδα από τον πρώτο ολυμπιόνικο του Πινδάρου. Aφιερώνεται στον Iέρωνα, τύραννο των Συρακουσών, ο οποίος νίκησε στους Oλυμπιακούς Aγώνες στην ιπποδρομία κελήτων. Eίναι η πρώτη τυπογραφική έκδοση των επινίκων του Πινδάρου από τον ουμανιστή φιλέλληνα τυπογράφο Aλδο Mανούτιο το 1513 στη Bενετία. Δύο χρόνια αργότερα, το 1515, χρονιά θανάτου του Mανούτιου, θα ακολουθήσει δεύτερη έκδοση στη Pώμη, με επιμέλεια του λόγιου τυπογράφου Zαχαρί Kαλλιέργη. Πιο πλήρης η έκδοση της Pώμης, τη συνοδεύουν και τα Σχόλια («Oι εκδόσεις των ελληνικών βιβλίων από τον Aλδο Mανούτιο και τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία της Bενετίας», έκδ. Iδρυμα Eλληνικού Πολιτισμού, 1993).

Κάθε ωδή ήταν δομημένη είτε σε απλές στροφές με πλήρη μετρική αντιστοιχία μεταξύ τους είτε σε στροφικές τριάδες που αποτελούνταν από τη στροφή και την αντιστροφή (σε απόλυτη μετρική αντιστοιχία μεταξύ τους καθ' όλη την έκταση του ποιήματος) και την επωδό (γραμμένη σε διαφορετικά μέτρα από εκείνα του στροφικού ζεύγους, αλλά συνθεμένη στα ίδια μέτρα καθ' όλη την έκταση του ποιήματος).
Αυτή η αυστηρή μετρική πειθαρχία επέβαλλε στον ποιητή δεσμεύσεις που απαιτούσαν αξιοθαύμαστη καλλιτεχνική δεξιότητα. Ο ποιητής θα αποφάσιζε αν έπρεπε να επιχειρήσει ένα τολμηρό διασκελισμό, ώστε να προκαλέσει την προσοχή του ακροατή του, σε ποια θέση θα τοποθετούσε μια επαναλαμβανόμενη λέξη-κλειδί και πώς θα υπογράμμιζε ένα μοτίβο που είχε ιδιαίτερη βαρύτητα. Ο εκτενέστερος επίνικος του Πινδάρου είναι ο τέταρτος Πυθιόνικος, που αριθμεί 13 στροφικές τριάδες ή 299 στίχους και γράφτηκε για τον βασιλιά της Κυρήνης Αρκεσίλαο.
Περιεχόμενο
Από άποψη περιεχομένου ένας επίνικος κατά κανόνα αρχίζει με ένα εντυπωσιακό προοίμιο με συχνή επίκληση κάποιας θεότητας ή προσωποποιημένης έννοιας, αναφορά του ονόματος του νικητή και του πατέρα του, μνεία της πατρίδας του, του αθλήματος και του τόπου της νίκης, καθώς και παράθεση καταλόγου παλαιότερων νικών του τιμώμενου αθλητή ή μελών της οικογενείας του.
Το κεντρικό τμήμα του ποιήματος κατέχει συνήθως μια μυθολογική αφήγηση, ενώ η ωδή ολοκληρώνεται με προσωπικές σκέψεις του ποιητή για την τέχνη του και ευχές για μια ανώτερη διάκριση του εξυμνούμενου αθλητή σε πανελλήνιους αγώνες ακόμη μεγαλύτερου κύρους. Ας εξετάσουμε δειγματοληπτικά τον πρώτο Ολυμπιόνικο, που αφιερώνεται στον τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα, νικητή σε ιπποδρομία. Η ωδή αρχίζει με μια εντυπωσιακή παραβολή των Oλυμπιακών Aγώνων με πολύτιμα στοιχεία: το νερό στη Φύση, το χρυσάφι στην κοινωνική ζωή, τον ζωοδότη ήλιο στο σύμπαν.
Οι Oλυμπιακοί Aγώνες είναι στο είδος τους το σπουδαιότερο αθλητικό γεγονός, το ίδιο ξεχωριστό όπως τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Ακολουθεί ο έπαινος του νικητή με υπογράμμιση της φιλόξενης διάθεσής του και αναφορά στο άθλημα, το όνομα του νικηφόρου αλόγου και τον τόπο των αγώνων. Η μνεία της Ολυμπίας προσφέρει στον ποιητή την αφορμή να μιλήσει για την Πελοπόννησο και να κάνει λόγο για τον μύθο του Πέλοπα, από τον οποίο πήρε η περιοχή το όνομά της.
Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει στο σημείο αυτό αφορά τη σχέση του μυθολογικού τμήματος με την υπόλοιπη ωδή. Παλαιότερα ο ποιητής είχε κατηγορηθεί για άτεχνες μυθολογικές παρεκβάσεις που διασπούν την ενότητα του ποιήματος, η κυρίαρχη όμως άποψη στη σύγχρονη έρευνα υποστηρίζει ότι είναι δυνατόν να διαπιστωθεί μια, προφανής ή λανθάνουσα, αναλογία ανάμεσα στον μύθο και στον νικητή.
Το μυθολογικό θέμα στον εν λόγω επίνικο αφορά τη νίκη του γιου του Ταντάλου, του Πέλοπα, σε αρματοδρομία, νίκη που οδήγησε στον γάμο του ήρωα με την Ιπποδάμεια, τη θυγατέρα του βασιλιά της Πίσας Οινομάου. Οι αναλογίες ανάμεσα στον νικητή και στον μύθο είναι προφανείς: η περιοχή του μύθου ταυτίζεται με την Ολυμπία, όπου νίκησε ο Ιέρων, ενώ ο λόγος στον μύθο είναι πάλι για έναν αθλητικό αγώνα, αυτή τη φορά αρματοδρομίας και όχι ιπποδρομίας. Η βοήθεια του Ποσειδώνα προς τον Πέλοπα αντιστοιχεί με τη θεϊκή εύνοια που οδήγησε τον Ιέρωνα στη νίκη.
Ο επίνικος ολοκληρώνεται με τη βεβαιότητα του ποιητή ότι θα του δοθεί η ευκαιρία να υμνήσει εκ νέου με την ξεχωριστή τέχνη του τον Ιέρωνα με αφορμή μια ανώτερη διάκριση στα Ολύμπια, τη νίκη σε αρματοδρομία.

Γλώσσα
Γλώσσα των επινίκων είναι η δωρική διάλεκτος, στην οποία καλλιεργήθηκε η χορική λυρική ποίηση, με ελάχιστα αιολικά και βοιωτικά στοιχεία. Το ύφος είναι επιβλητικό και εμπλουτισμένο με τολμηρές μεταφορές, απροσδόκητες εικόνες, εντυπωσιακά υπερβατά, νεόκοπα άπαξ επίθετα, ετυμολογικά παιχνίδια, ποικίλα ρητορικά σχήματα και έντονο εγκωμιαστικό χρώμα.
Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: ο επίνικος είναι η ποιητική εκδοχή ενός επιδεικτικού ρητορικού λόγου, αφού στόχος και διαρκής μέριμνα της ωδής είναι να εγκωμιαστεί με κάθε μέσο ο εξυμνούμενος νικητής. Η εκτέλεση αυτού του ποιητικού προγράμματος ήταν φυσικό να οδηγήσει σε κάποιες τυποποιήσεις και συμβάσεις, που δεν γίνονται αντιληπτές παρά μόνον αν εξεταστούν εξονυχιστικά οι επίνικοι στο σύνολό τους.
O σπουδαιότερος χορικός ποιητής της αρχαιότητας, ο Πίνδαρος, με λύρα και ένα μικρό παιδί, σε επιτύμβια στήλη των μέσων του 5ου π.X. αι., για την οποία έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι τον απεικονίζει. Aπό τους 45 συνολικά σωζόμενους επίνικους του Πινδάρου, οι 14 είναι αφιερωμένοι σε νικητές στους Oλυμπιακούς Aγώνες («Iστορία του Eλληνικού Eθνους», Eκδοτική Aθηνών).

Κάθε ωδή, ωστόσο, εξεταζόμενη αυτόνομα είναι ένας αυθύπαρκτος κόσμος λουσμένος στο εκτυφλωτικό φως του θριάμβου, όπου συμπλέκεται το ιστορικό παρόν με το μυθικό παρελθόν.
Παραγγελιοδότες των ωδών είναι άτομα που ανήκουν στην αριστοκρατική τάξη, βασιλείς και τύραννοι, αφού μερικά αγωνίσματα, όπως η αρματοδρομία ή η ιπποδρομία, απαιτούσαν υπέρογκες δαπάνες (στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η διόλου αμελητέα αμοιβή του ποιητή) που μόνο αυτή η τάξη μπορούσε να διαθέσει. Κατά τον Πίνδαρο, για την επίτευξη της νίκης χρειάζεται ο συνδυασμός τριών βασικών παραγόντων: της θεϊκής εύνοιας και βοήθειας, της κληρονομημένης αρετής (όλων δηλαδή των θετικών ιδιοτήτων της οικογενείας του νικητή) και της προσωπικής προσπάθειας, η οποία θα ενεργοποιήσει την κληρονομημένη προδιάθεση.
Το θείο φθονεί κάποτε τις μεγάλες επιτυχίες του ανθρώπου και μπορεί να προκαλέσει τη δυστυχία του. Για τον λόγο αυτόν είναι απαραίτητη η εξασφάλιση της θεϊκής ανοχής. Από την άλλη πλευρά, τίποτε στο ανθρώπινο επίπεδο δεν είναι επίκτητο ή αποτέλεσμα διδαχής, αλλά πηγάζει από τη θεόσταλτη μοίρα μιας οικογένειας, της οποίας αναπόσπαστο μέλος αποτελεί ο νικητής.
Η φυσική αυτή προίκα όμως δεν αρκεί, αλλά χρειάζεται η καταβολή επίπονης προσπάθειας για την ευόδωση του επιδιωκόμενου σκοπού. Από τη στιγμή που θα αποκτηθεί η πολυπόθητη νίκη, ο αθλητής δεν τιμά μόνο την οικογένειά του αλλά και την πατρίδα του. Η νίκη, με άλλα λόγια, μετατρέπεται σε κοινόχρηστο αγαθό και αφορμή περηφάνιας και αυτοπεποίθησης για ολόκληρη την κοινότητα. Το ατομικό επίτευγμα γίνεται κοινωνικό απόκτημα.
O κόσμος των ιδεών
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο κόσμος των ιδεών του Πινδάρου, που συχνά εκφράζεται με τη βοήθεια αξιομνημόνευτων γνωμικών. Η πρώτη προτροπή του ποιητή είναι να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι είναι θνητός και γι' αυτό δεν πρέπει να τρέφει υπέρμετρες φιλοδοξίες, αλλά να περιορίζεται σε σχέδια πραγματοποιήσιμα και εφικτά.
Δεν πρέπει να υπερβεί μεταφορικά τις Ηράκλειες στήλες, το έσχατο γεωγραφικό σημείο τού τότε γνωστού κόσμου, ή να φτάσει στον χάλκινο ουρανό και να εξομοιωθεί με τους μακάριους θεούς. Η δυστυχία παραμονεύει σε κάθε βήμα του ανθρώπου, που δεν γνωρίζει αν η κάθε ημέρα της ζωής του θα τελειώσει ήρεμα και χωρίς ανατροπή της ευτυχίας του. Για τους θεούς πρέπει ο θνητός να λέγει θετικά πράγματα, γιατί από την ευσέβεια μόνον οφέλη μπορεί να προκύψουν.
Oσο και αν φαίνεται περίεργο, η απόλυτη ευτυχία δεν είναι ευκταία για τον άνθρωπο, γιατί ο θνητός πρέπει να διαθέτει εξαιρετική σύνεση για να τη διαχειριστεί σωστά. Ο Τάνταλος και ο Ιξίων, για παράδειγμα, έγιναν ομοτράπεζοι των ολύμπιων θεών, αλλά συμπεριφέρθηκαν αχάριστα και γι' αυτό τιμωρήθηκαν σκληρά. Από την άλλη πλευρά, διακεκριμένοι ήρωες όπως ο Κάδμος και ο Πηλέας, δεν γεύθηκαν ανέφελη ευτυχία παρά μόνον όταν εγκατέλειψαν την επίγεια ζωή και μεταφέρθηκαν στα νησιά των μακάρων. Ο πλούτος και η βασιλική εξουσία είναι τα μέγιστα αγαθά και ο κάτοχός τους πρέπει να αρκεστεί σε αυτά και να μην επιδιώξει κάτι περισσότερο, γιατί τότε θα υπερβεί τα όριά του και θα πληρώσει ακριβά για την απληστία του.
Oποιος νομίζει ότι με τις πράξεις του μπορεί να ξεφύγει το άγρυπνο μάτι του θεού απατάται οικτρά. Η θρησκευτικότητα και η ευσέβεια του Πινδάρου, που συνάγονται από τις προηγούμενες σκέψεις, επιβάλλουν την ταύτιση της ηθικής με την αισθητική. Η ποίησή του είναι θελκτική, αλλά, όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο ποιητής, δεν αποσκοπεί στην εξαπάτηση του κοινού της ή στην τέρψη αντί παντός τιμήματος, όπως έκανε άλλοτε το ομηρικό έπος. Για τον λόγο αυτόν ο Πίνδαρος δεν διστάζει να αποκλείσει με έμφαση μυθολογικές εκδοχές που δεν τιμούν τους θεούς και να τις αντικαταστήσει με άλλες ευσεβέστερες και κοσμιότερες.
Συνοψίζουμε: γλώσσα, ύφος, στιχουργία και ιδέες απαρτίζουν ένα απαράμιλλο ποιητικό σύνολο μοναδικής αποτελεσματικότητας. Ο νικητής συμπαρατάσσεται με τον μυθικό ήρωα και απαθανατίζεται. Συγχρόνως, όμως, ο θνητός δεν πρέπει να λησμονεί ποτέ τα όρια των δυνατοτήτων του. Ο άνθρωπος οφείλει να ενστερνιστεί τη δελφική σοφία του μέτρου, αν επιθυμεί να ευτυχήσει. Η μεγαλοσύνη πρέπει εν τέλει να συμβαδίζει με την αυτογνωσία και την ανθρωπογνωσία γενικότερα.
Πηγή: Επτά Ημέρες (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

διθύραμβος του Πίνδαρου ...απόσπασμα

"Ω, εσύ περίλαμπρη και στεφανωμένη,
με μενεξέδες και πολύμνητη ένδοξη Αθήνα,
της Ελλάδας στήριγμα,
θεία πόλη...
όπου οι Αθηναίοι στερέωσαν
το αχτινοβόλο θεμέλιο της λευτεριάς".

Μ' αυτό τον διθύραμβο ο Πίνδαρος έψαλλε τη συμβολή των Ελλήνων στους περσικούς πολέμους

Πίνδαρος

Ο Πίνδαρος δεν είναι μόνο ο κορυφαίος της χορικής ποίησης, αλλά είναι και ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Η ποίησή του είναι βαθιά θρησκευτική, έχει κάτι το υποβλητικό και το μεγαλοπρεπές. Έχει αριστοκρατικές αντιλήψεις και πετάει σε υψηλές σφαίρες δημιουργίας, μακριά από τα κοινά και τα συνηθισμένα.
Ο Πίνδαρος γεννήθηκε το 522 ή το 518 στην πόλη Κυνός Κεφαλαί της Βοιωτίας, κοντά στη Θήβα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Δαΐφαντος και η μητέρα του Λαοδίκη. Είχε έναν αδελφό, που λεγόταν Ερμότιμος. Την πρώτη μουσική μόρφωση πήρε από το θείο του τον Σκοπελίνο. Η παράδοση ότι νικήθηκε από την Κόρρινα, διαψεύδεται από την ίδια με το απόσπασμά της , που αναφέρεται στη Μυρτίδα. Αργότερα στην Αθήνα μαθήτευσε κοντά στον Αθηνοκλή και τον Απολλόδωρο. Εκεί διδάχτηκε την αρχαϊκή τέχνη της Ελλάδας και ήρθε σε επαφή με πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων. Ο Πίνδαρος έκανε πολλά ταξίδια στην Ρόδο, στην Τένεδο, την Κόρινθο, την Κυρήνη, τον Ακράγαντα και τις Συρακούσες. Κατά την παράδοση πέθανε σε ηλικία ογδόντα χρονών στο γυμνάσιο του Άργους. Από τη σύζυγό του Μεγακλεία απέκτησε δύο θυγατέρες την Ευμύτη και την Πρωτομάχη κι έναν γιο, το Δαΐφαντο, που είχε εξυμνήσει ως δαφνηφόρο. Οι κόρες του πήραν την τέφρα του και την έθαψαν στη Θήβα. Μετά από πολλούς αιώνες οι Θηβαίοι έδειχναν τα ερείπια του οίκου του κοντά στο ιερό της Μητέρας των θεών και τον τάφο του μέσα στον Ιππόδρομο.
Ο Πίνδαρος έγραψε ποιήματα σ' όλα τα είδη της λυρικής ποίησης, ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, επινίκια, εγκώμια και θρήνους, υμνώντας θεούς, ήρωες και ανθρώπους.
Οι αλεξανδρινοί γραμματικοί διαίρεσαν τα ποιήματα του Πινδάρου σε 17 βιβλία. Από αυτά 11 βιβλία περιείχαν θρησκευτικά ποιήματα (ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, προσόδια και υπορχήματα) και 6 όχι θρησκευτικά ποιήματα (ένα περιείχε εγκώμια, ένα θρήνους και τέσσερα επινίκους).
Ως εμάς έφθασαν 14 επίνικοι σε ολυμπιονίκες, 12 σε πυθιονίκες, 11 σε νεμεονίκες και 8 σε ισθμιονίκες. Επίσης σώθηκαν διάφορα αποσπάσματα από παιάνες, διθυράμβους, παρθένεια και εγκώμια.
Η ποίηση του Πινδάρου είναι γεμάτη μουσική, Αρμονία, φωτεινότητα. Διαπνέεται από καθαρά δωρικές αντιλήψεις. Έχει ιδέες αριστοκρατικές και θέλει τους άρχοντες σε απόσταση από το λαό. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι ενάρετος και ν' αναζητεί την αρετή.
Κύρια αρετή είναι η ευσέβεια. Ηθική του νου και της καρδιάς για τον Πίνδαρο είναι αδιανόητη χωρίς την οσιότητα και τη θεοσέβεια. Αν είναι κανείς πλούσιος οφείλει να γνωρίζει πως είναι θνητός και ότι μετά το θάνατό του θα περιβληθεί τη μαύρη γη ως τελευταίο ένδυμα. Ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα ν' αντιπαραβάλλει με υπερηφάνεια τον εαυτό του προς τους αθάνατους θεούς και να τον θεωρεί ισότιμο με εκείνους. Ο ευσεβείς άνθρωπος στρέφει πάντοτε τα βλέμματά του προς το θείο και αιώνιο νόμο και κατευθύνει τα βήματα του μακριά από την πλάνη και την ταραχή. Έτσι από την αρετή της ευσέβειας προκύπτει η αρετή της σωφροσύνης. Με τη σωφροσύνη ο άνθρωπος επιβάλλεται στον εαυτό του και υποτάσσεται στους θείους νόμους. Τη σωφροσύνη χαρακτηρίζει το μέτρο. Δυστυχής είναι εκείνος που επιδιώκει τα απρόσιτα και τα μάταια. Ο Πίνδαρος χρησιμοποιεί αντί της σωφροσύνης, με την ίδια έννοια τη λέξη αιδώς. Η αιδώς φέρνει την ευδοξία. Καθήκον του ενάρετου είναι ανθρώπου είναι η ευγνωμοσύνη.
Στον έκτο Πυθιονίκη ο Πίνδαρος επαινεί το γιο του Ξενοκράτη από τον Ακράγαντα Θρασύβουλο για τα αισθήματα ευγνωμοσύνης, αγάπης και σεβασμού που έδειξε απέναντι στον πατέρα του.
Θεμέλιο της ευσέβειας αποτελεί κατά τον Πίνδαρο η ευορκία. Όπως φαίνεται από το δεύτερο Ολυμπιονίκη, ο ποιητής δίνει μεγάλη σημασία στην αρετή αυτή. Η ευορκία αποτελεί την πρώτη κοινωνική αρετή του σεμνού και δίκαιου άντρα. Με την ευορκία είναι στενά συνδεδεμένη η δικαιοσύνη. Οφείλει ο άνθρωπος να είναι δίκαιος και να εκπληρώνει τις επιταγές που επιβάλλουν οι θρησκευτικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί και ηθικοί θεσμοί.
Είναι ηθικολόγος ο Πίνδαρος και μαζί θρησκευτικός. Οι θεοί δεσπόζουν στην ποίησή του, υπέρτατοι ρυθμιστές της τάξης και των νόμων. Ιδιαίτερα, ο θεός των Δελφών του οποίου η θεολογία καθορίζει και ρυθμίζει τον κόσμο των λογισμών και των συναισθημάτων του.
Ο Πίνδαρος έχει διακριθεί ως ποιητής επινίκων ύμνων σε νίκες αγώνων. Δεν περιορίζεται σε αυτούς μόνο στο εγκώμιο για το νικητή, αλλά υμνεί την εορτή που δίνεται προς τιμήν του καθώς και της οικογένειας και της πόλης του. Γι' αυτό οι επίνικοι του Πινδάρου δε διαφέρουν από τους θρησκευτικούς ύμνους.
Αρχίζει με επίκληση προς τους θεούς και τις μούσες, στη συνέχεια δίνει κάποια μυθική αφήγηση, και συνήθως κλείνει με ηθικά παραγγέλματα, που αποτελούν και τον απώτερο σκοπό του ποιητή.
Κανένας άλλος λυρικός ποιητής δε θεωρείται τόσο μεγάλος όσο ο Πίνδαρος, που με τα ποιήματά του εξέφρασε υψηλές ιδέες, γεμάτες αρμονία και ηθικό και θρησκευτικό βάθος.
Μ' αυτό τον διθύραμβο ο Πίνδαρος έψαλλε τη συμβολή των Ελλήνων στους περσικούς πολέμους: "Ω, εσύ περίλαμπρη και στεφανωμένη, με μενεξέδες και πολύμνητη ένδοξη Αθήνα, της Ελλάδας στήριγμα, θεία πόλη... όπου οι Αθηναίοι στερέωσαν το αχτινοβόλο θεμέλιο της λευτεριάς".

Ρητά του Πινδάρου

Ανακάλυψε τι δυνατότητες έχεις και χρησιμοποίησε τες .

Οι αιτίες του πολέμου είναι το χρυσάφι.

Η ευτυχία έχει όχι μικρό φθόνο.

Η αρετή λάμπει ολκάθαρα.

Όταν η καρδιά χαίρεται το πρόσωπο είναι θαλερό.

Ο άνθρωπος είναι όνειρό μιάς σκιάς.

Η αρετή που επαινείται μεγαλώνει σαν το σίδερο.

Ακόνιζε πάντα την γλώσσα σου στο ακόνι της αλήθειας.

Το έθιμο είναι ο βασιλιάς όλων.

Όποιος με την δική του προσπάθεια βρει τον δρόμο της αλήθειας, θα έχει την ευλογία των Θεών.

Ανάλογα με τις εποχές υπάρχουν ρεύματα βίαιων ανέμων.

Όταν η ευτυχία του ανθρώπου είναι υπερβολική δεν αρκεί πολύ καιρό.

Ο νόμος είναι ο Βασιλιάς και των θνητών και των αθανάτων.

Η πείρα μας δείχνει την αρετή μέσα στην οποία καθένας από εμάς διαπρέπει.

Υπάρχει και ένα άλλο πράγμα αναγκαίο στην ανθρώπινη φύση κι αυτό είναι να αρκείσαι στην τύχη του παρόντος.

Ο χρόνος για δράση είναι περιορισμένος.

Ο χρόνος άπιστος κρέμεται πάνω από τον άνθρωπο.

Όλα γιατρεύονται, φτάνει να μην χαθεί η ελευθερία.

Μην παραχαϊδεύεις τις λύπες.

Αξίζει στον άνδρα να τρέφει γενναίες ελπίδες.

Κανένας ποτέ στην Γη δεν βρήκε σίγουρο σημάδι από τους ουρανούς για το μέλλον του.

Να χαίρεσαι τα δώρα της νίκης είναι το πρώτο ευεργέτημα, να ακούς να εξυμνούν τους επαίνους της είναι το δεύτερο.

Να είσαι παιδί με τα παιδιά, άνδρας με τους άνδρες, γέρος με τους γέροντες και να προσαρμόζεσαι σε όλες τις ηλικίες της ζωής, αυτό είναι το ταλέντο του σοφού.

9ου Ισθμιόνικου: Ωδή του Πινδάρου

Κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος͵ κλεινὰ δὲ καὶ ναυ-
σικλυτὸς Αἴγινα· σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ
Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ
Δωριεὺς ἐλθὼν στρατός
ἐκτίσσατο· τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται
οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν
ξείνων ὑπερβαίνοντες· οἷοι δ΄ ἀρετάν
 δελφῖνες ἐν πόντῳ͵ ταμίαι τε σοφοί
Μουσᾶν ἀγωνίων τ΄ ἀέθλων.

Του Αιακού δοξαστό είναι τ' όνομα· δοξασμένη κι η
καραβοξάκουστη Αίγινα· με των Θεών καλοτύχη
δωριέας σαν ήρθε του Ύλλου και του Αιγιμίου λαός
την κατοίκησε· και κυβερνιούνται υπακούοντας τους κανόνες
μην πατώντας τη θεία τάξη και τα δίκια των ξένων κρατώντας.
Παραβγαίνουνε των δελφινιών στο πέλαγο και γνωστικά
των Μουσών τα χαρίσματα και των αγώνων τ' αθλήματα
αυτοί κυβερνούνε.