Ένα μεγάλο αστερόεν πηγάδι
και ένα χρόνιο γεώδες μυστικό
του εξασθένισαν τη διάθεση
για αναχώρηση
προς φωτεινό ουρανό υπονοούμενο
γεμάτο αστέρια, ζώδια και φωτιές
γεμάτο με βουστροφηδόν τροχιές
παραλλαγών του χάους.
Ένα μεγάλο αστερόεν πηγάδι
και ένα χρόνιο γεώδες μυστικό
του εξασθένισαν τη διάθεση
για αναχώρηση
προς φωτεινό ουρανό υπονοούμενο
γεμάτο αστέρια, ζώδια και φωτιές
γεμάτο με βουστροφηδόν τροχιές
παραλλαγών του χάους.
Στις σκάλες των μαλλιών μου
είναι πλεγμένα κάποια φεγγάρια
του καλοκαιριού ακόμα
παγιδευμένα στα χτενάκια μου.
Με τον αγέρα του χειμώνα
γλιστρούν ηδονικά
απ’ τον αυχένα ως τη ραχοκοκαλιά
ανασαλεύοντας πόθους νεκρούς
μνήμες και πρόσωπα.
Το καλοκαίρι, που ανυποψίαστα
έκρυψε το νυστέρι του στα ρούχα μου
κυλάει δήθεν αδιάφορα
ανάμεσα στα μέλη.
Με τις κλειδώσεις μου σημαδεμένες
τα μάτια κόκκινα
και την καρδιά μήνες μπροστά να προχωρεί
στο καλοκαίρι, ξέρω
προκαταβάλλω τον φόρο του αναλογούντος αίματος
ήδη
από τα μέσα του χειμώνα.
Ελεύθερη βοσκή στον Ρήνο.
Και σήμερα
ο ήλιος
έκρυψε το αγκάθι
τον θανάτου.
Τα μάτια σου, των θαυμάτων της γης προσκυνητάρι,
αγιογραφία της σοφίας και πληρότητας του κόσμου
και θυσιαστήριο προνόησης για τις βεβαιότητες της ζωής.
*
Τα χέρια σου, δυο στάχυα ξανθά τ’ ουρανού τεντωμένα,
τ’ αψήλου αθώριαστες κορφές, πέρα και πάνω από βλέψεις,
δυο λάβαρα γνώσης, αναπεταρισμού και συνέχειας υψωμένα,
να φέρεις τον ήλιο φώτισμα και μερτικό σε ασύνορες χώρες,
να φράξεις με κρίνα και χέρια σφιγμένα τους φράχτες,
να φυτέψεις απροσποίητο γέλιο και μιλιά ανυπόκριτη στους δρόμους.
*
Ασχημάτιστες ακολουθίες, στρογγυλεύουν αβέβαιες πεποιθήσεις,
μικρές αυλές, ανήσυχες γωνιές, κοινωνούν αναφορές και μαντάτα
και μισεμοί και αποδημίες βαθαίνουν λογισμούς και εποχές πλαταίνουν.
*
Βήματα και έδρες, μνημονεύουν αριθμούς, επιλογές και ευδοκίες,
εισηγητές και ταγοί κορυφώνουν ιδεολογίες και συνειδήσεις,
χειροκροτητές και αντιρρησίες επιμένουν σε αφορμές και υπερβάσεις,
να προλάβεις εσύ, παιδί, αδογμάτιστο το αύριο, πολύφωνη τη σιωπή,
να προστρέξεις βιγλάτορας της ανάγκης ‚της ιστορίας αφηγητής
και να προσφέρεις προοπτική του θείου και μνήμη ανθρωπινή.
*
Δύστροπος σεβασμός η αυτογνωσία τους και αντάλλαγμα η ευθύνη,
σχήμα και λόγος η μέρα τους η χθεσινή και η αυριανή απορία,
τι μέγα το χάσμα του ευδαιμονισμού από την κομπορρημοσύνη.
*
Το δίκιο τους ενέχυρο και το χρέος τους αναστολή και δίκη,
έλλειμμα προγραμματισμού η φήμη τους κι απίστωτη η δόξα,
γι’ αυτό και κάθε γενιά που τρόμαζε και τούτη που εξουσιάζει,
σε είδαν ως παράσταση αθωότητας και δική τους ετυμηγορία
και σ’ είπαν θεό δημιουργό, μιας νέας δογματικής αλήθειας,
αφού ένας θεός πιστεύει και ορθοφρονεί στο ψέμα, γιατί δεν το ξέρει.
Κρατώντας το χέρι της σιγούρευε τον φόβο στην ανάμνηση
πρόσεχε σε κάθε βήμα να μην εκδηλωθεί η απελπισία της
έτσι πυρωμένη με μάτια στην άβυσσο έβλεπε
τα παράθυρα να κλείνουν
κι άκουγε το σαράκι σε μια νεκρή γραμμή.
Το σύρσιμο για τόσο θάνατο, σκέφτηκε.
Η πολιτεία λούφαζε στ’ ασθενικά της φώτα
καθώς εκείνη φώλιαζε στην τρυφερή φωλιά του.
Βρήκε μαβί λουλούδι και το φόρεσε
τον καιρό της ανομβρίας το συνήθιζε
ν’ ακούει τη σιωπή
ήταν ανώφελο να του το συγχωρέσουν.
Όταν διαπίστωσαν πως ο τρόπος του να γράφει
ρευστοποιούσε όλες τις υπόνοιες,
έστειλαν τους υποτακτικούς
τράβηξαν τις κουρτίνες
κι έβαλαν ηδύποτα στο τραπέζι.
Η τάξη ήτανε παροιμιώδης
όπως και η ευγένεια,
ώσπου το δειλινό δοκίμασε τη νεότητά του
καθώς το δέντρο τίναζε τα περιττά του φύλλα
στον καθρέφτη επέστρεφε η μέλισσα απ’ την αντίπερα όχθη.
Κι είναι τόσο δυνατό
Καθώς κρυβόμουν στη σκιά των εγγράφων
αναπολούσα τις αλέες της γειτονιάς,
το θρόισμα της ακακίας,
τον αχνιστό καφέ που πίναμε μαζί
Κάποτε γυάλιζε στα μάτια το λευκό σου πουκάμισο
ξεχασμένο, μέρες ολάκερες, στο σκοινί της ταράτσας·
γλαροπούλι που ξέφυγε από τ’ αφρισμένα κύματα
κι ανεμοδέρνονταν
γεμίζοντας τη δημοσιά μελτέμια κι έρωτα
Περπατώ ξυπόλητη
ακροβατώντας σε σπαράγματα πολλαπλής ζωής,
αντανακλάσεις από θραύσματα παλιού καθρέφτη
Κάτω από τις πατημασιές,
ήχος στεγνός, ψυχρός
κατακερματισμένης ελπίδας
που ματώνει.
Θυμίζει εκείνο το κοινωνικό αλισβερίσι
που δίνεις την ψυχή σου ολάκερη
και σου την επιστρέφουν δαγκωμένη
Απ’ την ταράτσα βλέπω φώτα να τρεμοπαίζουν πέρα μακριά.
Κι ακούω θορύβους της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται.
Τα βράδια του καλοκαιριού έχει δροσιά.
Φορώ λευκό νυχτικό — σατέν.
Μαύρους κύκλους θα ’χω το πρωί
και στα μάτια μου γραμμένα ερωτηματικά.
Που την άλλη νύχτα δεν θ’ απαντήσω πάλι.
Στο μικρό δωμάτιο
του μεγάλου νοσοκομείου
ξαπλωμένη μια γυναίκα
κι απ’ έξω ο ήλιος
να κοιτάει μέσα και να κάνει
αστεία σχήματα
στον απέναντι τοίχο
που η γυναίκα
στο κρεβάτι της
με την παρτιτούρα του πόνου
αγωνίζεται
Είχε βρεθεί εκεί
με άλλες δυο
Κι έφτιαξαν οι τρεις τους
μια φιλία
πολύ ξεχωριστή
Κι ο πόνος
υποχώρησε κι αυτός
στις δύο.
Η μία τους
που πονούσε τώρα
ακόμα πιο πολύ
τις προάλλες
αυτοκτόνησε.
Ήταν ένα από εκείνα τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού και είχα αποκοιμηθεί στην κρεμαστή κούνια του κήπου μου. Όταν άνοιξα κάποια στιγμή τα μάτια μου είδα ένα παράξενο μικροσκοπικό πλάσμα να κρέμεται από το κλαδί της ανθισμένης μανόλιας πάνω από το κεφάλι μου.
Είχε το σώμα ενός πολύχρωμου φιδιού, που όμως έφερε φτερά, κεφάλι πουλιού και μακρύ, λεπτό ράμφος.
Με βασιλική χάρη ξετυλίχτηκε από το κλαδί και κουλουριάστηκε στο μπράτσο μου. Τα χρώματά του ήταν χρυσοκίτρινα, στη γήινη απόχρωση του ψημένου κεραμιδιού. Οι φολίδες του σώματός του, συνέχεια των πολύχρωμων φτερών του, έμοιαζαν με πεταλούδες κολλημένες στο δέρμα του.
Τα μάτια αυτού του παράξενου πλάσματος, που ήταν ερπετό και πουλί μαζί, λαμπύριζαν και ένιωθα να χάνομαι μέσα στο βάθος τους. Ξετυλίχτηκε τότε από το χέρι μου και μ’ ένα γρήγορο φτερούγισμα πέταξε κατευθείαν σ’ ένα λουλούδι και βύθισε το μυτερό ράμφος κατευθείαν στην καρδιά του.
Από τότε ζει κοντά μου. Μου αρέσει ο διπλός τρόπος ζωής του, μοιάζει με τον δικό μου. Άλλοτε σέρνεται σαν φίδι στο έδαφος κι άλλες φορές πετάει στον αέρα αναζητώντας το νέκταρ των λουλουδιών.
Όταν είμαι έτοιμος να αποκοιμηθώ, συχνά το φίδι τυλίγεται γύρω από τα χέρια, τα πόδια, τον λαιμό μου. Μου ξυπνάει τις απαγορευμένες επιθυμίες μου, εκμαυλίζει τις αισθήσεις μου. Ως αρχέγονος όφις με βυθίζει σε ερωτικές φαντασιώσεις. Τότε όμως το πουλί μ’ ένα γρήγορο φτερούγισμα με ανυψώνει μαζί του στον αέρα και αναζητάμε την καρδιά του λουλουδιού. Φίδι και πουλί σε πλήρη αρμονία συσπειρώνονται και εκτινάσσονται μαζί, όπως η σαΐτα σε παιδικό παιχνίδι.
Τα βράδια, όταν κάθομαι στο γραφείο και ετοιμάζομαι να γράψω, το πλάσμα σέρνεται διακριτικά πάνω στα πόδια μου και κουλουριάζεται μπροστά στη γραφομηχανή μου. Κάποιες φορές μου φαίνεται ότι ακούω περίεργους ήχους να βγαίνουν από μέσα του. Το φίδι προσπαθεί να κυριαρχήσει με όλες τις
φολίδες του. Το πουλί τινάζει απεγνωσμένα τα φτερά του.