Σελίδες

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΙΣ ΠΑΡ’ ΟΛΙΓΟΝ ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΝ

 


Ένα μεγάλο αστερόεν πηγάδι
και ένα χρόνιο γεώδες μυστικό
του εξασθένισαν τη διάθεση
για αναχώρηση

προς φωτεινό ουρανό υπονοούμενο
γεμάτο αστέρια, ζώδια και φωτιές
γεμάτο με βουστροφηδόν τροχιές
παραλλαγών του χάους.

ΤΟ ΝΥΣΤΕΡΙ / Πασούλη Βάννα

 


Στις σκάλες των μαλλιών μου
είναι πλεγμένα κάποια φεγγάρια
του καλοκαιριού ακόμα
παγιδευμένα στα χτενάκια μου.
Με τον αγέρα του χειμώνα
γλιστρούν ηδονικά
απ’ τον αυχένα ως τη ραχοκοκαλιά
ανασαλεύοντας πόθους νεκρούς
μνήμες και πρόσωπα.

Το καλοκαίρι, που ανυποψίαστα
έκρυψε το νυστέρι του στα ρούχα μου
κυλάει δήθεν αδιάφορα
ανάμεσα στα μέλη.

Με τις κλειδώσεις μου σημαδεμένες
τα μάτια κόκκινα
και την καρδιά μήνες μπροστά να προχωρεί
στο καλοκαίρι, ξέρω
προκαταβάλλω τον φόρο του αναλογούντος αίματος
ήδη
από τα μέσα του χειμώνα.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ / Πασουλή Βάννα

 


Ελεύθερη βοσκή στον Ρήνο.
Και σήμερα
ο ήλιος
έκρυψε το αγκάθι
τον θανάτου.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ / Γιώργος Αλεξανδρής


Τα μάτια σου, των θαυμάτων της γης προσκυνητάρι,
αγιογραφία της σοφίας και πληρότητας του κόσμου
και θυσιαστήριο προνόησης για τις βεβαιότητες της ζωής.
                                        *
Τα χέρια σου, δυο στάχυα ξανθά τ’ ουρανού τεντωμένα,
τ’ αψήλου αθώριαστες κορφές, πέρα και πάνω από βλέψεις,
δυο λάβαρα γνώσης, αναπεταρισμού και συνέχειας υψωμένα,
να φέρεις τον ήλιο φώτισμα και μερτικό σε ασύνορες χώρες,
να φράξεις με κρίνα και χέρια σφιγμένα τους φράχτες,
να φυτέψεις απροσποίητο γέλιο και μιλιά ανυπόκριτη στους δρόμους.
                                         *
Ασχημάτιστες ακολουθίες, στρογγυλεύουν αβέβαιες πεποιθήσεις,
μικρές αυλές, ανήσυχες γωνιές, κοινωνούν αναφορές και μαντάτα
και μισεμοί και αποδημίες βαθαίνουν λογισμούς και εποχές πλαταίνουν.
                                         *
Βήματα και έδρες, μνημονεύουν αριθμούς, επιλογές και ευδοκίες,
εισηγητές και ταγοί κορυφώνουν ιδεολογίες και συνειδήσεις,
χειροκροτητές και αντιρρησίες επιμένουν σε αφορμές και υπερβάσεις,
να προλάβεις εσύ, παιδί, αδογμάτιστο το αύριο, πολύφωνη τη σιωπή,
να προστρέξεις βιγλάτορας της ανάγκης ‚της ιστορίας αφηγητής
και να προσφέρεις προοπτική του θείου και μνήμη ανθρωπινή.
                                         *
Δύστροπος σεβασμός η αυτογνωσία τους και αντάλλαγμα η ευθύνη,
σχήμα και λόγος η μέρα τους η χθεσινή και η αυριανή απορία,
τι μέγα το χάσμα του ευδαιμονισμού από την κομπορρημοσύνη.
                                         *
Το δίκιο τους ενέχυρο και το χρέος τους αναστολή και δίκη,
έλλειμμα προγραμματισμού η φήμη τους κι απίστωτη η δόξα,
γι’ αυτό και κάθε γενιά που τρόμαζε και τούτη που εξουσιάζει,
σε είδαν ως παράσταση αθωότητας και δική τους ετυμηγορία
και σ’ είπαν θεό δημιουργό, μιας νέας δογματικής αλήθειας,
αφού ένας θεός πιστεύει και ορθοφρονεί στο ψέμα, γιατί δεν το ξέρει.

                                      

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ / Μαίρη Σκαρπαθιωτάκη


Τα αστέρια θα ρωτήσω μήπως ξέρουν
γιατί φορούν τη λάμψη πανοπλία
οι άνθρωποι που μίσεψαν με πλοία..
τους μάγους ή τα δώρα παν να φέρουν;
Ηλιάτορες που με χαρά φωτίζουν
τους γέροντες πες του Θεού μη Παίρνει
ελπίδα αγάπη μόνο να τους στέλνει,
Κι αγγέλους πάντοτε να τους φροντίζουν!
Μα αν λείπουν απ' το πλάϊ σου,να ξέρεις
πως διάλεξαν το Φως για μαξιλάρι.
Μην έχεις ταραχή,μην υποφέρεις!
Μας στέλνουν δάκρυ για προσκυνητάρι!
Κι ας μένει η Πίστη αφορμή χαράς,
στο εικονοστάσι κάθε μιας καρδιάς.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ / Τασσιόπουλος Βαγγέλης

 


παίζει με τις πευκοβελόνες ο μικρός κοκκινολαίμης
ακκίζεται στα εκκρεμή φύλλα και προκαλεί την πτώση τους.
Από το νυχτερινό ναυάγιο διεσώθησαν…
-Σιωπή! μαθαίνει τώρα το πουλί για ποιο γαλάζιο του μιλάμε. 
Μπροστά στο ανοιχτό παράθυρό μου

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ / Τασσιόπουλος Βαγγέλης

 


Κρατώντας το χέρι της σιγούρευε τον φόβο στην ανάμνηση
πρόσεχε σε κάθε βήμα να μην εκδηλωθεί η απελπισία της
έτσι πυρωμένη με μάτια στην άβυσσο έβλεπε
τα παράθυρα να κλείνουν
κι άκουγε το σαράκι σε μια νεκρή γραμμή.
Το σύρσιμο για τόσο θάνατο, σκέφτηκε.
Η πολιτεία λούφαζε στ’ ασθενικά της φώτα
καθώς εκείνη φώλιαζε στην τρυφερή φωλιά του.

Η ΜΕΛΙΣΣΑ ΣΤΟ ΟΡΥΓΜΑ / Τασσιόπουλος Βαγγέλης

 


Βρήκε μαβί λουλούδι και το φόρεσε
τον καιρό της ανομβρίας το συνήθιζε
ν’ ακούει τη σιωπή
ήταν ανώφελο να του το συγχωρέσουν.
Όταν διαπίστωσαν πως ο τρόπος του να γράφει
ρευστοποιούσε όλες τις υπόνοιες,
έστειλαν τους υποτακτικούς
τράβηξαν τις κουρτίνες
κι έβαλαν ηδύποτα στο τραπέζι.
Η τάξη ήτανε παροιμιώδης
όπως και η ευγένεια,
ώσπου το δειλινό δοκίμασε τη νεότητά του
καθώς το δέντρο τίναζε τα περιττά του φύλλα
στον καθρέφτη επέστρεφε η μέλισσα απ’ την αντίπερα όχθη.

[ Κι είναι τόσο δυνατό ] / Κουμουλή Δάφνη

 Κι είναι τόσο δυνατό

του έρωτα το άρωμα,
το φυλακίζει η μνήμη
στον κυτταροπυρήνα
ανεξίτηλο να βασιλεύει ,
αθωώνοντας κάθε άβυσσο
κι η κλαγγή σπαθιών στη μάχη της σάρκας
να μαίνεται ανενόχλητη,
μέχρι να φτάσουμε στον Άδη ζωντανοί
και να εκλιπαρούμε για ουρανό.
Αστερόεσσα μνήμη
που σπέρνεις σκοτάδια,
αποτέλειωσέ μας λοιπόν σ’ενός φιλιού το αντίο.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΜΑΛΑΚΩΝΟΥΝ / Βυζαντίου Φιλαρέτη


Γονάτισα στο κρύο μάρμαρο
Τα κυπαρίσσια με θυμήθηκαν
Ελπίζω κι εσύ
Μικρό παιδί ξεσκούφωτο
με ένα χαμόγελο για στολίδι
και μια αθώα ψυχή κρεμασμένη στις άγριες πέτρες
Έτσι μ' αγκάλιασες
Τώρα που μεγάλωσα πολύ
πονούνε τα γόνατα
και η θύμηση αιμορραγεί
Το χαμόγελο έγινε πικρό
και οι πέτρες με χτίζουν
ζωντανή
θυσία ακούσια
αλλά αναγκαία
Χτυπούν μέσα μου παλαμάκια οι αρχαίοι νεκροί
και οι νεώτεροι κλαίνε
Δεν είναι εύκολο ποτέ
να συνομιλείς με τον Άδη
Νύχτα τη νύχτα
δέντρο το δέντρο
πληγή την πληγή
κάποτε τα μάρμαρα μαλακώνουν
Και δεν πλακώνουν πια την ψυχή
Κι οι παιδεμοί της όλοι
θαρρείς και λησμονιούνται
Τεριρέμ το τεριρέμ
και "εκέκραξα" το "εκέκραξα "
ήσυχα πώς ανοίγουν οι δρόμοι για την δίκαιη επέλαση του ενταφιασμένου φωτός
Πώς όλα μα όλα
γλυκά κι αθόρυβα
τακτοποιούνται...

Ο τροχός / Βαγγέλης Φίλος


Και ρίχνω
μια στροφή,
τσακώνω τον ήλιο,
τώρα θα γίνει
το ατύχημα,
φωνάζω.
Γελάει αυτός
ανάσκελος·
γύρνα καλή μου,
πριν με μεθύσουν
ολότελα,
δεν είναι αυτό
ποίημα.
Έχω τη γεύση
του φιλιού,
πριν απ' την τρέλα
θέλω να χορέψω,
κλάψε εσύ
να συνέλθουν
οι στίχοι.
Αυτά δεν είναι
γράμματα,
είναι ρινίσματα
λέξεων,
γύρνα καλή μου.

Στο ερειπωμένο σπίτι… / Αριστομένης Λαγουβάρδος

 

Στο ερειπωμένο σπίτι, δεν ήταν κανείς,
Ήταν η λαμπράδα του φεγγαριού πάνω σε κάτι
τρύπια ρουχα.
Και πάνω στα ρούχα ήταν ξαπλωμένη
μια κάτασπρη γάτα.
Πάρα πολύ όμορφη.
Άφησαν τις θηλές της ευτυχισμένα,
τρία μωρά γατάκια.

από την ποιητική συλλογή
<< Το τέλος της αθωότητας>> Ηράκλειο Κρήτης

ΝΗΣΙΑ / Διαμαντοπούλου Αφροδίτη

 



Περιπλανιέμαι στα νησιά των γαλάζιων ηφαιστείων.
Τα μάτια μου παγιδεύονται στο λευκό
μα ξαποσταίνουν στην κυανή σκιά του.
Ταξιδεύω με ζαλισμένη βάρκα, ονειροπαρμένη.
Αφήνομαι στο χάδι της αρμύρας,
στο σφύριγμα των αέρηδων.
Μπλεγμένα τα δίχτυα στην φραγκοσυκιά
σελαγίζουν βότσαλα και αλαφρόπετρες.
Ξεριζωμένα αρμυρίκια
σμιλεμένα από μελτέμι κι αλάτι
μου αλλάζουνε τη ρότα.
Σηκώνω το βλέμμα.
Στοιχειωμένα ξωκλήσια
με θαμπώνουν με φως αδυσώπητο.
Τις νύχτες αφουγκράζομαι τις φτερωτές
καθώς ανεμόμυλοι αλέθουνε το χρόνο, τρίζοντας.
Τα πρωινά στα ακρογιάλια του πόθου,
ατενίζω την αιωνιότητα
καθώς κορμιά γυμνά, κρυμμένα στο χώμα,
φτιαγμένα λες από θεούς,
γεννούν έρωτες.

ΜΑΖΙ / Διαμαντοπούλου Αφροδίτη

 


Καθώς κρυβόμουν στη σκιά των εγγράφων
αναπολούσα τις αλέες της γειτονιάς,
το θρόισμα της ακακίας,
τον αχνιστό καφέ που πίναμε μαζί
Κάποτε γυάλιζε στα μάτια το λευκό σου πουκάμισο
ξεχασμένο, μέρες ολάκερες, στο σκοινί της ταράτσας·
γλαροπούλι που ξέφυγε από τ’ αφρισμένα κύματα
κι ανεμοδέρνονταν
γεμίζοντας τη δημοσιά μελτέμια κι έρωτα

ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ / Διαμαντοπούλου Αφροδίτη


Περπατώ ξυπόλητη
ακροβατώντας σε σπαράγματα πολλαπλής ζωής,
αντανακλάσεις από θραύσματα παλιού καθρέφτη
Κάτω από τις πατημασιές,
ήχος στεγνός, ψυχρός
κατακερματισμένης ελπίδας
που ματώνει.
Θυμίζει εκείνο το κοινωνικό αλισβερίσι
που δίνεις την ψυχή σου ολάκερη
και σου την επιστρέφουν δαγκωμένη

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΣΥ / Ξηρογιάννη Ασημίνα

 


Ορθώνεσαι ανερμήνευτος
Άρρητη έλξη
Δοκιμάζω τη σιωπή
Τεντώνω το στήθος μου
– μόνη μου τέρψη
Κοιτάω κατάματα τη δική μου τη λέξη
Δεν με καταπίνει -ευτυχώς-
Κι είναι από πάντα δισύλλαβη:
Εσύ.

ΑΫΠΝΙΑ / Ξηρογιάννη Ασημίνα

 


Απ’ την ταράτσα βλέπω φώτα να τρεμοπαίζουν πέρα μακριά.
Κι ακούω θορύβους της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται.
Τα βράδια του καλοκαιριού έχει δροσιά.
Φορώ λευκό νυχτικό — σατέν.
Μαύρους κύκλους θα ’χω το πρωί
και στα μάτια μου γραμμένα ερωτηματικά.
Που την άλλη νύχτα δεν θ’ απαντήσω πάλι.

ΥΠΕΡΒΑΣΗ / Ξηρογιάννη Ασημίνα


Το αρχικό ερέθισμα
Το σώμα που έχασα
Έγινε τώρα η φωνή μου.
Και αφηγούμαι την ιστορία του
για να μη χάσω την ψυχή μου.
Το σώμα έγινε νουβέλα
Για όλες τις μέσα διαδρομές
Τις σκιές τις ρήξεις
Πώς μεταφράζεται η ζωή
σε λόγο ποιητικό,
αυτό πρέπει να δείξεις.
Σαν ρέουν οι λέξεις,
όλα ανθίζουν.
Ξεπερνιέται η άβυσσος.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΧ, ΟΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ / Διαβάτη Αρχοντούλα



Το αύριο
καθώς συνειδητοποιείς τη νέα μέρα
έρχεται σιγά-σιγά και απιθώνει
τα δώρα του
στης κουζίνας το τραπέζι
που πίνετε καφέ.
0 ήλιος μετά βγαίνει
λάμποντας – σχέδια στις κουρτίνες.
Δεν έχεις μάτια να τον δεις
Αφηρημένα, λίγο μόνο
και πάλι στο πληκτρολόγιο
Το μεσημεριανό μετά και η σιέστα
και νάτο το απόγευμα,
λιμοκοντόρος
που στέκεται στην πόρτα.
Βραδιάζει.
Κανένας φίλος, κανένα σινεμά.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ / Διαβάτη Αρχοντούλα


Στο μικρό δωμάτιο
του μεγάλου νοσοκομείου
ξαπλωμένη μια γυναίκα
κι απ’ έξω ο ήλιος
να κοιτάει μέσα και να κάνει
αστεία σχήματα
στον απέναντι τοίχο
που η γυναίκα
στο κρεβάτι της
με την παρτιτούρα του πόνου
αγωνίζεται

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΝ ΠΟΝΟΥ / Διαβάτη Αρχοντούλα

 


Είχε βρεθεί εκεί
με άλλες δυο
Κι έφτιαξαν οι τρεις τους
μια φιλία
πολύ ξεχωριστή
Κι ο πόνος
υποχώρησε κι αυτός
στις δύο.

Η μία τους
που πονούσε τώρα
ακόμα πιο πολύ
τις προάλλες
αυτοκτόνησε.

ΠΡΟΣΜΟΝΗΣ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΣ / Γεωργιάδου Ελισάβετ

 

Αγκάλιασέ με αγκάλιασέ με
γιατί μόνο εσύ ξέρεις ν' αγαπάς.
Αγκάλιασέ με κι αγάπησέ με
αυτός είναι ο έρωτας για μας.
Παράδωσέ με παράδωσέ με
στα χρώματα τ' ονείρου που ζητάς.
Και μύησέ με και μύησέ με
ο κόσμος όλος έγινε για μας.
Το φυλαχτό μας το φυλαχτό μας
ένας παράδεισος της γης αυτής.
Ο κουρνιαχτός μας ο κουρνιαχτός μας
μιας άλλης προσμονής ονειρευτής.
Ελισάβετ Γεωργιάδου.
Από την Ποιητική συλλογή " Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ".

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΒΙΟΛΙ

 

Όρθιοι στο άδειο δωμάτιο
τρεις άγνωστοι άνθρωποι.
 Εκείνος, ο ένστολος άνδρας
με το γκρίζο βλέμμα ανάμεσα μας.
Εμείς οι δύο, φορούσαμε
χρυσή  βέρα στο χέρι μας
 και  στο μανίκι ραμμένο
το ίδιο  κίτρινο αστέρι.
Πάνω στο ξύλινο τραπέζι
 αφημένο ένα αμίλητο  βιολί.
Εκείνος,  διέταξε
με φωνή λεπίδι στην καρδιά μας
να παίξω  για την ζωή μας.
Έφερα  το βιολί στον ώμο μου
ενώ εκείνη έγειρε σιωπηλά πάνω του,
με το κρύο χέρι της ακούμπησε
στο σκληρό του μπράτσο.
Το ματωμένο δοξάρι στις χορδές
θρηνούσε την αγάπη μας .
Όταν στο τέλος μας οδήγησε έξω,
τα φορτωμένα  με σκιές ανθρώπων
 σιδερένια καμιόνια
αγκομαχούσαν  στο παγωμένο χιόνι.
Τα ακολουθήσαμε στη γη της επαγγελίας,
Εκείνος, εμείς οι απέλπιδες
και ο απρόσκλητος θάνατος.

ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ / Δάλλη Αριστούλα

 


Ήταν ένα από εκείνα τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού και είχα αποκοιμηθεί στην κρεμαστή κούνια του κήπου μου. Όταν άνοιξα κάποια στιγμή τα μάτια μου είδα ένα παράξενο μικροσκοπικό πλάσμα να κρέμεται από το κλαδί της ανθισμένης μανόλιας πάνω από το κεφάλι μου.
Είχε το σώμα ενός πολύχρωμου φιδιού, που όμως έφερε φτερά, κεφάλι πουλιού και μακρύ, λεπτό ράμφος.
Με βασιλική χάρη ξετυλίχτηκε από το κλαδί και κουλουριάστηκε στο μπράτσο μου. Τα χρώματά του ήταν χρυσοκίτρινα, στη γήινη απόχρωση του ψημένου κεραμιδιού. Οι φολίδες του σώματός του, συνέχεια των πολύχρωμων φτερών του, έμοιαζαν με πεταλούδες κολλημένες στο δέρμα του.
Τα μάτια αυτού του παράξενου πλάσματος, που ήταν ερπετό και πουλί μαζί, λαμπύριζαν και ένιωθα να χάνομαι μέσα στο βάθος τους. Ξετυλίχτηκε τότε από το χέρι μου και μ’ ένα γρήγορο φτερούγισμα πέταξε κατευθείαν σ’ ένα λουλούδι και βύθισε το μυτερό ράμφος κατευθείαν στην καρδιά του.
Από τότε ζει κοντά μου. Μου αρέσει ο διπλός τρόπος ζωής του, μοιάζει με τον δικό μου. Άλλοτε σέρνεται σαν φίδι στο έδαφος κι άλλες φορές πετάει στον αέρα αναζητώντας το νέκταρ των λουλουδιών.
Όταν είμαι έτοιμος να αποκοιμηθώ, συχνά το φίδι τυλίγεται γύρω από τα χέρια, τα πόδια, τον λαιμό μου. Μου ξυπνάει τις απαγορευμένες επιθυμίες μου, εκμαυλίζει τις αισθήσεις μου. Ως αρχέγονος όφις με βυθίζει σε ερωτικές φαντασιώσεις. Τότε όμως το πουλί μ’ ένα γρήγορο φτερούγισμα με ανυψώνει μαζί του στον αέρα και αναζητάμε την καρδιά του λουλουδιού. Φίδι και πουλί σε πλήρη αρμονία συσπειρώνονται και εκτινάσσονται μαζί, όπως η σαΐτα σε παιδικό παιχνίδι.
Τα βράδια, όταν κάθομαι στο γραφείο και ετοιμάζομαι να γράψω, το πλάσμα σέρνεται διακριτικά πάνω στα πόδια μου και κουλουριάζεται μπροστά στη γραφομηχανή μου. Κάποιες φορές μου φαίνεται ότι ακούω περίεργους ήχους να βγαίνουν από μέσα του. Το φίδι προσπαθεί να κυριαρχήσει με όλες τις
φολίδες του. Το πουλί τινάζει απεγνωσμένα τα φτερά του.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Πέντε Ποιήματα Ελλήνων Ποιητών και Ποιητριών που διαβάστηκαν περισσότερο στη σελίδα του ΦΒ: Οι ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου και Αλ-όγων! κατά τον μήνα Αύγουστο του έτους 2024

 


Στον ποιητή  της Ελευθερίας / Μαρια Περατικου Κοκαρακη

Απόρθητη, μου έγραψες πως είμαι.
Άχραντη στου καιρού τις παρορμήσεις.
Κι άφησες τα ακρογιάλια της πλανεύτρας Κρήτης,
να αργοκυλίσουν μέσα στους φλοίσβους μιας ψευδαίσθησης γυρισμού!
Η λευκότητα του χρόνου φυλακισμένη, σκλαβωμένη  σε Μινωικές περγαμηνές  κι αποκαλύψεις!
Στης Αριάδνης το ένδυμα  ανέμιζε η ιερόσυλη προδοσία του Ιάσωνα!
Επίορκος, ορκοπάτης, ψεύδορκος!
Κι ο λαβύρινθος στα βλέμματα της απόφασης.
Ο Μινώταυρος στην ανακύκλωση του ταξιδιού.
Στην Αμαθούντα της Κύπρος,
η κρύπτη του δέους!
 
>> 
Ωδή  στην  Ποίηση /  Αριστομένης  Λαγουβάρδος

Εσύ  που  με  συντρόφευες  χρόνια  τώρα,
και  μούδειχνες   την  δύναμη  και  την
ομορφιά  των  στίχων…
Και  μου  ψιθύριζες  με  τον  καιρό  στ’ αυτί,
κάποια  σκέψη,  κάποιο  χρώμα  στις  λέξεις,
και  ζωγράφιζα  ποιήματα  με  το  μολύβι
και  την  γομολάστιχα…   
Κι’  ένιωθα  την  ποίηση  που  ανάβλυζε
κι’ απ’ το  πιο  ταπεινό  άνθος,
κι’ απ’ το  πιο  μικρό  δεντρί,
κι’ απ’ τη  λευκοφόρα  πεταλούδα  του  κήπου…
Κι’ έγραφα  γράμματα  αγάπης  και  ειρήνης
στον  κόσμο… 
Και  κάθε  τόσο  εξομολογιόμουν  σε  σένα…
Πόσες   φορές  σε  γύρευα  επίμονα,
κι’  άκουγα  τα  δάχτυλά  σου  που  έκρουαν,
τις  χορδές  των  λέξεων;
Και  η  σκέψη  μου  πέταγε  στο  άκουσμα  της
μουσικής  σου;
Ποίηση  που  είσαι  αγάπη,  ευτυχία  ομορφιά,
αρετή,  μυστικό  της  ψυχής,  φωνή  της  ύπαρξης.
Ω  Ποίηση!
Ποίηση  αιώνια!
Ατελεύτητη!
 
>> 
ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΙΔΙΚΑ / Δέσπω Πηλαβάκη
 
Τα χρόνια μου τα παιδικά
μοσχοβολάνε δυόσμο,
βασιλικό και γιασεμί,
της εκκλησιάς λιβάνι.
Ήταν τα όνειρα φτωχά,
πλούσια η αγάπη
σε ένα σπιτάκι με αυλή
και ένα παραθύρι
με την κουρτίνα που ´φτιαξαν
της μάνας μου τα χέρια.
 
Παπούτσια στα ποδάρια μας
ας ήτανε και τρύπια
και ρούχα που δεν λυώνανε
γιατί καλά θυμάμαι,
σαν οι μεγάλοι ψήλωναν,
οι μικροί μας τα φοράγαν.
 
Τα χρόνια μου τα παιδικά
στο ορεινό χωριό μου,
σαν ήταν έξω παγωνιά
και όλα χιονισμένα,
άναβε τζάκι η γιαγιά
κι εμείς όλοι τριγύρω
χωρίς μιλιά προσμέναμε
καινούργιο παραμύθι.
 
Στον ύπνο και στο ξύπνιο μου
κει πέρα τριγυρίζω
και κει θέλω να κοιμηθώ
ξεκούραση για να ´βρω!!!
 
>> 
 
ΑΛΧΗΜΕΙΕΣ / Χάρης Μελιτάς
 
Ποτέ μη στάξεις
στο τίποτα το κάτι.
Οξειδώνεται.
 
>> 
 
ΕΠΑΝΟΔΟΣ /Χρήστος Κουκουρούρης
 
Επέστρεψα στην άγονη της ποίησης γραμμή
εκεί απ’ όπου προήλθα
να γράφω τα Σακάτικα Ποιήματα,
που εμπνέει το μίζερο καθημερνό μου πήγαινε έλα,
στον πόνο, την ανέχεια και την πίκρα
στου αμετανόητου ραγιά που προσκυνάει ακόμα,
(παλιά συνήθεια που έμεινε από τα πιο πριν χρόνια)
κάτι φτηνά αρπακτικά, τάχα ηγέτες
που λαίμαργα την βύζαξαν της πίνουν το μεδούλι
τούτης της όμορφης μικρής αγιάτρευτης πατρίδας.
 
Επέστρεψα στην σκοτεινή πλευρά της ποίησης
που αγγίζει φυλοκάρδια και ψυχές
που ο πόνος ρέει, αργά και βασανιστικά
πάνω σε ξύλινους σταυρούς
που σέρνουνε κοπάδια αδικημένων
στις ανηφόρες της ζωής, τους γολγοθάδες
και τους μαστιγωτές να τους βιγγλίζουν
και με κραυγές, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα,
θα πρέπει ν’ ανακάμψει τούτη η πατρίς και ν’ ανταμώσει,
το μέλλον το λαμπρό που περιμένει.
 
Δεν έφτασα στους προμαχώνες των ερώτων,
έχουν τα τείχη αψηλά κι είναι πολλοί
που μάχονται με σθένος και με πάθος,
για ευωδιές των λουλουδιών και της καρδιάς τους κτύπους
τα τόσα συναισθήματα που ασμένως απορρέουν,
ρίγη γλυκά που προκαλούν
κι άλλες φορές προδοτικά που μια στυφάδα αφήνουν,
αφού το ανεκπλήρωτο κυρίαρχη έχει θέση
και τα δρομάκια ασφυκτιούν από του πόνου βόγγο,
σπαρμένα ολούθε με καρδιές και ματωμένα βέλη.
 
Επέστρεψα στης ποίησης τα ντρέτα βήματά της
τα χνάρια της ακολουθώ πιστός στις παραδόσεις
να ‘χει μια έπαρση, παλμό και επικό ένα πάθος
και να ‘χει η αυταπάρνηση μια θέση στη ζωή μου
να ‘χει ένα νόημα και σκοπό η πένα
και το χαρτί που ανάλωσα μη γίνει τυλιχτάρι
για ψάρια στην ψαραγορά
για φέτα στο Μπακάλη
φτηνό ένα περιτύλιγμα στης λαϊκής λουλούδια
ή για σαΐτες και πουλιά που φτιάχναμε παιδάκια.
 
Επέστρεψα στον όμορφο σακάτικό μου κόσμο
περιδιαβαίνω μοναχός και ξέρω
πως πάλι θα ‘ μαι μοναχός όταν θα φύγω
κι ούτε στιγμή δεν μετανοιώνω,
που στέκομαι απ’ την πλευρά του αδίκως πονεμένου
και αγνοώ επιδεικτικά σαν προσκαλούν με φίλοι,
σε μια συγκέντρωση κωφών με παρωπίδες κόντρα
που αυτάρεσκα να λοιδωρούν
της ζήσης τα πραγμένα
και να μιλούν για έρωτες κι άλλα μασκαριλίκια.