Απόρθητη, μου έγραψες πως είμαι.
Άχραντη στου καιρού τις παρορμήσεις.
Κι άφησες τα ακρογιάλια της πλανεύτρας Κρήτης,
να αργοκυλίσουν μέσα στους φλοίσβους μιας ψευδαίσθησης γυρισμού!
Η λευκότητα του χρόνου φυλακισμένη, σκλαβωμένη σε Μινωικές περγαμηνές κι αποκαλύψεις!
Στης Αριάδνης το ένδυμα ανέμιζε η ιερόσυλη προδοσία του Ιάσωνα!
Επίορκος, ορκοπάτης, ψεύδορκος!
Κι ο λαβύρινθος στα βλέμματα της απόφασης.
Ο Μινώταυρος στην ανακύκλωση του ταξιδιού.
Στην Αμαθούντα της Κύπρος,
η κρύπτη του δέους!
Εσύ που με συντρόφευες χρόνια τώρα,
και μούδειχνες την δύναμη και την
ομορφιά των στίχων…
Και μου ψιθύριζες με τον καιρό στ’ αυτί,
κάποια σκέψη, κάποιο χρώμα στις λέξεις,
και ζωγράφιζα ποιήματα με το μολύβι
και την γομολάστιχα…
Κι’ ένιωθα την ποίηση που ανάβλυζε
κι’ απ’ το πιο ταπεινό άνθος,
κι’ απ’ το πιο μικρό δεντρί,
κι’ απ’ τη λευκοφόρα πεταλούδα του κήπου…
Κι’ έγραφα γράμματα αγάπης και ειρήνης
στον κόσμο…
Και κάθε τόσο εξομολογιόμουν σε σένα…
Πόσες φορές σε γύρευα επίμονα,
κι’ άκουγα τα δάχτυλά σου που έκρουαν,
τις χορδές των λέξεων;
Και η σκέψη μου πέταγε στο άκουσμα της
μουσικής σου;
Ποίηση που είσαι αγάπη, ευτυχία ομορφιά,
αρετή, μυστικό της ψυχής, φωνή της ύπαρξης.
Ω Ποίηση!
Ποίηση αιώνια!
Ατελεύτητη!
μοσχοβολάνε δυόσμο,
βασιλικό και γιασεμί,
της εκκλησιάς λιβάνι.
Ήταν τα όνειρα φτωχά,
πλούσια η αγάπη
σε ένα σπιτάκι με αυλή
και ένα παραθύρι
με την κουρτίνα που ´φτιαξαν
της μάνας μου τα χέρια.
ας ήτανε και τρύπια
και ρούχα που δεν λυώνανε
γιατί καλά θυμάμαι,
σαν οι μεγάλοι ψήλωναν,
οι μικροί μας τα φοράγαν.
στο ορεινό χωριό μου,
σαν ήταν έξω παγωνιά
και όλα χιονισμένα,
άναβε τζάκι η γιαγιά
κι εμείς όλοι τριγύρω
χωρίς μιλιά προσμέναμε
καινούργιο παραμύθι.
κει πέρα τριγυρίζω
και κει θέλω να κοιμηθώ
ξεκούραση για να ´βρω!!!
στο τίποτα το κάτι.
Οξειδώνεται.
εκεί απ’ όπου προήλθα
να γράφω τα Σακάτικα Ποιήματα,
που εμπνέει το μίζερο καθημερνό μου πήγαινε έλα,
στον πόνο, την ανέχεια και την πίκρα
στου αμετανόητου ραγιά που προσκυνάει ακόμα,
(παλιά συνήθεια που έμεινε από τα πιο πριν χρόνια)
κάτι φτηνά αρπακτικά, τάχα ηγέτες
που λαίμαργα την βύζαξαν της πίνουν το μεδούλι
τούτης της όμορφης μικρής αγιάτρευτης πατρίδας.
που αγγίζει φυλοκάρδια και ψυχές
που ο πόνος ρέει, αργά και βασανιστικά
πάνω σε ξύλινους σταυρούς
που σέρνουνε κοπάδια αδικημένων
στις ανηφόρες της ζωής, τους γολγοθάδες
και τους μαστιγωτές να τους βιγγλίζουν
και με κραυγές, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα,
θα πρέπει ν’ ανακάμψει τούτη η πατρίς και ν’ ανταμώσει,
το μέλλον το λαμπρό που περιμένει.
έχουν τα τείχη αψηλά κι είναι πολλοί
που μάχονται με σθένος και με πάθος,
για ευωδιές των λουλουδιών και της καρδιάς τους κτύπους
τα τόσα συναισθήματα που ασμένως απορρέουν,
ρίγη γλυκά που προκαλούν
κι άλλες φορές προδοτικά που μια στυφάδα αφήνουν,
αφού το ανεκπλήρωτο κυρίαρχη έχει θέση
και τα δρομάκια ασφυκτιούν από του πόνου βόγγο,
σπαρμένα ολούθε με καρδιές και ματωμένα βέλη.
τα χνάρια της ακολουθώ πιστός στις παραδόσεις
να ‘χει μια έπαρση, παλμό και επικό ένα πάθος
και να ‘χει η αυταπάρνηση μια θέση στη ζωή μου
να ‘χει ένα νόημα και σκοπό η πένα
και το χαρτί που ανάλωσα μη γίνει τυλιχτάρι
για ψάρια στην ψαραγορά
για φέτα στο Μπακάλη
φτηνό ένα περιτύλιγμα στης λαϊκής λουλούδια
ή για σαΐτες και πουλιά που φτιάχναμε παιδάκια.
περιδιαβαίνω μοναχός και ξέρω
πως πάλι θα ‘ μαι μοναχός όταν θα φύγω
κι ούτε στιγμή δεν μετανοιώνω,
που στέκομαι απ’ την πλευρά του αδίκως πονεμένου
και αγνοώ επιδεικτικά σαν προσκαλούν με φίλοι,
σε μια συγκέντρωση κωφών με παρωπίδες κόντρα
που αυτάρεσκα να λοιδωρούν
της ζήσης τα πραγμένα
και να μιλούν για έρωτες κι άλλα μασκαριλίκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου