Σελίδες

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΓΗΙΝΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ / Ευαγγέλου Ανέστης

 



Τώρα που γήινο στήριγμα δε με κρατεί
πάρεξ η θαμπωμένη μνήμη του σπιτιού∙
τώρα που εσπάσαν ανεξήγητα μία μία
(ή εγώ τις έσπασα) όλες οι γέφυρες∙
τώρα που και η πλέον δύσβατη ατραπός που απέμεινε
από εχθρικά και άγρια χόρτα έχει φράξει–
καιρός πλέον να μιλήσουμε εμείς οι δύο
καιρός σαν παλιοί φίλοι να δώσουμε τα χέρια
να συνεννοηθούμε επιτέλους.

ΠΡΟΛΑΒΕ, ΠΟΙΗΣΗ / Ευαγγέλου Ανέστης

 


Τούτη την τελευταία ώρα που νιώθω κιόλας
να τρίζουν τα θεμέλιά μου, που ακούω
οι μυστικοί μου αρμοί να παίζουν, απειλώντας με
κάθε στιγμή να πέσω και να σωριαστώ–
τούτη την ύστατη ώρα
πρόλαβε, ποίηση
λέξεις
αίμα από το αίμα μου
από τη σάρκα μου σάρκα
πρόλαβε, ποίηση
πριν έρθει η νύχτα
να διασώσω κάτι από το πρόσωπό μου.

ΜΕ ΜΙΚΡΑ ΒΗΜΑΤΑ / Ευαγγέλου Ανέστης

 


Με μικρά βήματα μέσα στη μνήμη περνάς,
μακρινή μουσική, ήχοι ενός άλλου κόσμου,
ως εσύ, αθόρυβη, ανοιχτή πάντοτε πληγή
γι’ αυτούς που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους ή τα ’χασαν ανεξήγητα,
για όσους δεν έχουνε πού την κεφαλήν κλίναι,
καθώς όταν σου ρίχνουνε φαρμάκι στο ποτήρι
και δεν έχεις πια γεύση παρά μόνο για πίκρα,
καθώς ένα παιδί που του αρπάζουνε το παιχνίδι του
και το αφήνουν με άδεια χέρια σε μια έρημη σάλα–
με μικρά βήματα μέσα στη μνήμη περνάς
σταλάζεις ένα σύννεφο στην καρδιά, θολώνεις τη μέρα
τυλίγεις με ομίχλη τα πρόσωπα, παιδεύεις
τα τελευταία που μας έμειναν όνειρα.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΓΙΑ ΑΡΧΑΡΙΟΥΣ / Δημητριάδου Ανδρονίκη

 



Ανοξείδωτα όνειρα
συντηρούν ελπίδες
που τσιγαρίζονται
στο λάδι της υπομονής,
βράζουν στο ζουμί τους,
αλατίζονται σε δάκρυα
και σερβίρονται
σε πιάτα ανέχειας.
Καταναλώνονται
σε βάθος χρόνου
κι αφήνουν γεύση
πανάκριβης μούχλας
στους κάλυκες της ζωής
που εντρυφούν στη μοναξιά.

REQUIEM / Δημητριάδου Ανδρονίκη

 


Κατάρας περιδίνηση
μνήμη αλάνθαστη
κραδαίνει τον ήλιο
πάνω απ’ τη θάλασσα
μονότροποι λίχνοι
γκρεμίζουν τα τείχη
σε αγέρωχους τύμβους
υπερίπτανται γύπες
κεντούν τον ορίζοντα
μαντήλες αιώνες
σάρκες τυλίγουν κι οστά.

ΦΟΥΓΚΑ / Δημητριάδου Ανδρονίκη

 


Η νύχτα αλυχτά
Δεμένη σε υπόγειο

Τα νύχια
Στον υπόνομο
Γραπώνουν
Ήχους και βήματα

Η νύχτα διψά

Ολόγιομο φεγγάρι
Στο φεγγίτη σκυμμένο
Χύνει μετάξι
Από κρύσταλλο

Λωρίδες σεντόνι
Σκίζει το φως

Η νύχτα αποδρά

"ΤΟ ΚΑΘΑΡΟΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ / Νικηφόρος Βρεττάκος (1 Ιανουαρίου 1912 – 4 Αυγούστου 1991)


Δέν ξέρω, μά δέν ἔμεινε καθόλου σκοτάδι.
ἥλιος χύθηκε μέσα μου ἀπό χίλιες πληγές.
Καί τούτη τή λευκότητα πού σέ περιβάλλω
δέ θά τή βρεῖς οὔτε στίς Ἄλπεις, γιατί αὐτός ὁ ἀγέρας
στριφογυρνᾶ ὡς ἐκεῖ ψηλά καί τό χιόνι λερώνεται.
Καί στό λευκό τριαντάφυλλο βρίσκεις μία ἰδέα σκόνης.
Τό τέλειο θαῦμα θά τό βρεῖς μοναχά μές στόν ἄνθρωπο:
λευκές ἐκτάσεις πού ἀκτινοβολοῦν ἀληθινά
στό σύμπαν καί ὑπερέχουν. Τό πιό καθαρό
πράγμα λοιπόν τῆς δημιουργίας δέν εἶναι τό λυκόφως,
οὔτε ὁ οὐρανός πού καθρεφτίζεται μές στό ποτάμι, οὔτε
ὁ ἥλιος πάνω στῆς μηλιᾶς τ’ ἄνθη. Εἶναι ἡ ἀγάπη. "

Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΥΛΟΒΕΡ / Γωγοπούλου Ανδρονίκη

 





Καθόταν στη γωνιά

εκείνης της Μεγάλης Αίθουσας
Έπλεκε…
Έπλεκε ασταμάτητα
ένα κόκκινο πουλόβερ
όχι σε κομμάτια
ήθελε να δείχνει
ρούχο που δε φαίνεται η ραφή
Γύρω της φωνές
φασαρία και ορυμαγδός
Μα εκείνη
έπλεκε μανιωδώς

Πρέπει να το τελειώσω
πριν τελειώσω…

Περιέργως πώς
ακόμα πλέκει…

ΤΟ ΜΙΣΟ TOΥ ΤΙΠΟΤΑ / Γωγοπούλου Ανδρονίκη

 


Αγριοκαίρια διχοτόμησαν τον Χρόνο
Στο μισό του συμπυκνώνω μια ολόκληρη ζωή
Στο άλλο του μισό επουλώνω τις πληγές μου
Γειωμένη στα βιώματά μου
σπάζω
με τα δόντια μου τις φυλακές μου
Κόβω
με τα χέρια
τους δεσμώτες των ονείρων
Σε σύμπαντα παράλληλα διασκορπίζομαι

Από λάθος εγκλωβίστηκα μες στο μισό του τίποτα
Το άλλο μισό του όλου    ευτυχώς    ισορροπεί το τίποτα

ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΤΕΣ / Γωγοπούλου Ανδρονίκη

 

Οι λέξεις αιωρούνται
σκόρπιοι στίχοι
σε κιτρινισμένα φύλλα τετραδίου
εικόνες σπασμένες
αινιγματικές
κάτι θυμίζουν
κάτι από το χτες
μπορεί από το τώρα
μια κούκλα πάνινη
μια κούνια με σχοινιά
κρεμασμένη
στη μεγάλη ακακία μιας αυλής
ποιας αυλής
ομίχλη
θολούρα
φωνές
εμβοές βασανιστικές
ακαθόριστες βοές
πρόσωπα αιώνια αγέραστα
άνοια
παράνοια
αέναο μειδίαμα
Παγωμένο οριστικά

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

ΟΡΘΡΟΣ / Εμπειρίκος Ανδρέας

 


Εκτύπωση
Φρενήρης μα ευσταθής
O πώλος της ημέρας εισελαύνει
Στο στόμα της ανοίξεως και μέλπουν τα πουλιά
Με την αιθρία μέσα στη φωνή τους
Καθώς αυλοί που αντιλαλούνε σε χλωρίδα
Δρακός αγγέλων εν εκστάσει διατελούντων
Σαν ανεμώνες που προέρχονται
Από τα πέταλα της ηδονής.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ / Εμπειρίκος Ανδρέας

 


Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια.
Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν
την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους.
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη.
Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας.
Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας
Της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν
εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων.
Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας
της υπάρξεώς μας.

ΕΛΥΤΡΟΝ / Εμπειρίκος Ανδρέας

 


Διαυγείς αλλά με πληθυντική παρρησία δεχτήκαμε
στο στήθος μας την ανταύγεια ενός θυμού.
Περιορισμός δεν υπήρχε. Tο φιλί που δώσαμε μας το
πήρε το δρολάπι και ξερριζωμένοι κραυγάσαμε
μέσα στα χόρτα της νυκτός την ώρα του περιοδικού
φρουρού μας. H κλοπή του φιλήματος μας
προσέδωσε αναπάντεχη ζηλοτυπία αλλά η αλήθεια
απεδείχθη και απεδείχθη ιδική μας. Tώρα και το
δρολάπι το ίδιο κυκλοφορεί μέσα στην αλήθεια μας
με μύρα και με καρπούς και δροσίζει την πυκνότητα
των πουλιών του στήθους μας. Tα ποθητά
λουλούδια ποικίλλουν την γαλήνη των εκτάσεων
της καρδιάς μας και πληθαίνουν τα πιστά στίφη
των ενιαυτών που μας ανήκουν.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

ΛΕΥΚΟΣ KΑΜΒΑΣ / Παρασκευουλάκου Αναστασία

 









Παγερός χειμώνας το σαλόνι.
Ο καμβάς παραμένει λευκός.
Μόλις δυο εβδομάδων τα κυκλάμινα,
γλύτωσαν από την καταστροφή.
Ύλη βυθισμένη στο νερό,
στιγμή διαρκείας,
χωρίς ρίζες,
ανεξάρτητη από θλίψη
ενικού ή πληθυντικού αριθμού.
Όσες ώρες αγνοείσαι αγαπημένη,
κοιμάμαι σ’ αυτή τη γωνιά.
Έχω καταργήσει την καθημερινότητα,
είμαι μια πόλη με απρόσωπα κτίρια.
Απομακρύνω τα πουλιά μέσα μου,
φοβάμαι μη γίνω δέντρο
και χάσω από άνθρωπος.

ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ / Παρασκευουλάκου Αναστασία

 


Μια θαλάσσια ανεμώνη
στο βυθό του μυαλού
σε σηκώνει πάνω απ’ τα κτίρια.
Χάνεσαι στον ουρανό
ανάμεσα σε αυγή και σούρουπο,
σπουργίτι,
στων σκίνων τη δροσιά,
κελαηδάς στους πληγωμένους,
ανακουφίζεις τις αργόσυρτες ανάσες
στην παγωνιά ενός μολυσμένου χειμώνα.
Σπουργίτι μου,
ωρίμασες απότομα,
ψήθηκες στου πολέμου τ’ αλάτι.
Πάνω απ’ τα βράχια φτερουγίζεις,
αλλά το τιτίβισμα δεν αρκεί
να πείσει μια θαλάσσια ανεμώνη
ότι ανήκετε στο ίδιο σύμπαν.

ΘΑΜΠΗ ΓΗ / Παρασκευουλάκου Αναστασία

 


Χειμώνας.
Τοπίο αθώο,
δηλαδή ανεκμετάλλευτο.
Ακολουθείς τα ίχνη
για μια νέα πατρίδα
μέσα από συστάδες δέντρων
απ’ όπου φυτρώνει η έννοια «δάσος».
Δεν ξεστόμισες ποτέ τη λέξη.
Στην πατρίδα κυριαρχούσε
ανυδρία, έρημος.
Κι όσο προχωράς,
ξημερώνει στου μυαλού τον πόλεμο
χωρίς να σε ρωτά ποιος είσαι
ή από πού έρχεσαι.
Διατρέχεις το σύμπαν και κάθε φορά
όταν δοκιμάζεις πατρίδα,
ο Ηράκλειτος επιμένει:
δεν μπορείς να μπεις
στο ίδιο ποτάμι
δύο φορές.
Χειμώνας.
Έξω από την πόλη,
το ποτάμι δεν σε αναγνωρίζει.
Ρίχνεις την κουβέρτα πάνω σου
με βλέμμα γεμάτο ομίχλη.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

ΣΕ ΣΤΑΥΡΩΣΑΝ ΑΔΕΡΦΙ ΜΟΥ / Γιώργος Αλεξανδρής

                                                                            


Το λίκνισμα του νησιού, στ’ αφρόσκεπο το κύμα,
γλυκανασαιμιά και τραγούδι στης πεθυμιάς την τράτα
και το μακρινό τ’ αγνάντεμα, ακόμη ένα στέριο  βήμα
για το σφιχτό τ’ αγκάλιασμα στης ένωσης τη στράτα.

Λιοκέντητη  η σημερινή, εικοστή του Ιούλη αυγή,
το μεσημέρι απάντημα της πίστης στην ελπίδα
κι απέλπισμα τ’ απόβραδο με σταύρωση θλιβερή
στ’ αντάμωμα που πόθησε τ’ αδέρφι στην πατρίδα.

Τα πορτόφυλλα που έπεσαν στο βάρος της κατάρας,
τα κλάματα που ακούστηκαν παράπονο κι ευχή,
ψυχές που μοιρολόγησαν το στοίχειωμα της λαχτάρας,
στο σπίτι μας αντήχησαν παράκληση και οργή.

Φωτιές φυγής και κρότοι διωγμού στο σπίτι του αδερφού
και πνίγεται η ανάσα του ,μαραίνεται η ψυχή του
στο μίσος και την απειλή, του γείτονα και του γνωστού,
να σηκώνει ψηλά τα χέρια του, ικέτης στη ζωή του.

Σε σταύρωσαν αδέρφι μου και είδα τη θανή μου.
Τον τάφο που σου άνοιξαν είναι δικό μου μνήμα.
Θεριέψου στο κουράγιο σου, άκου και τη φωνή μου
κι η πίστη μας ομόψυχη, φουρτουνιασμένο κύμα,

θα πνίξει στο βαθυγάλαζο τ’ αφορεσμένα χέρια
που μάτωσαν τη θάλασσα, αυτή που γλυκοκυματούσα
κρατούσε στην αγκάλη της το σμίξιμο των πόθων,
περήφανα που το ένιωθες κι εγώ το λαχταρούσα.

Το σταύρωσαν αδέρφι μου το συναπάντημά μας,
μα σφίξε μέσ’ στο χέρι μου τα στέφανα του χρόνου,
πανήγυρη ξημέρωμα στην Κύπρο τ’ αντάμωμά μας,
στο δίκιο μας  να ιστορήσουμε, το κούρσεμα του πόνου.
                                                   
                                                     20 - 7- 1974
                                              Γιώργος   Αλεξανδρής

ΜΑΖΙ/ Υφαντίδου Κ. Αναστασία

 



Στα σκοτάδια περπατώ μονάχη,
φτάνω στου γκρεμού την άκρη.
Ξυπόλυτη βαδίζω με τα μαλλιά λυμένα,
έλα τα βράδια να τελειώσεις τα θλιμμένα.
Άπλωσε το χέρι σου, παλμό να μου χαρίσεις,
άνοιξη τα χέρια σου μέσα τους να με κλείσεις
Άσε πίσω μας το σκοτάδι,
μαζί στο φως μ’ ένα χάδι.
Χάνεσαι, σε ψάχνω τρομαγμένη,
μήπως δεν σε βρω φοβάμαι, στέκομαι παγωμένη.
Δεν αναπνέω μήπως και σ’ ακούσω,
αχ να μπορούσα με φιλιά το σώμα σου να λούσω.
Βάδισε δίπλα μου στα δύσκολα, μόνη μην μ’ αφήνεις.
Γλυκό κρασί η ζωή μας, μόνος σου γιατί το πίνεις;

ΚΛΑΙΕΙ Η ΨΥΧΗ / Υφαντίδου Κ. Αναστασία

 


Λείπεις και κλαίει η ψυχή μονάχη.
Λείπεις, έμεινα βάρκα μόνη στον γιαλό.
Θάλασσα δίχως το κύμα δίπλα να ’χει.
Τα λόγια σου ματώνουν το μυαλό.
Ερήμωσες τα μέσα μου, παγώνουν.
Μας άφησες στη μέση, μας αδίκησες.
Άλλοτε κλαίνε γοερά κι άλλοτε σε θυμώνουν.
Έδωσα ψυχή, μα στην αγάπη μου την πλάτη γύρισες.
Στα χέρια σου ν’ ακούμπαγα λιγάκι,
τις νύχτες που πονώ να μου ’δίνες γλυκό φιλί.
Δίπλα μου ας σ’ είχα κι όχι μόνη σε διπλό παγκάκι,
να βούταγα βαθιά στα μάτια τα μελί.
Εκεί να μ’ έκλεινες καλέ μου,
εκεί μαζί και αγκαλιά,
εκεί να μ’ έβρισκε η μέρα,
χωρίς εσέ χαρά δεν βρίσκω που

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΑΥΤΕΣ / Υφαντίδου Κ. Αναστασία

 


Είναι κι αυτές οι μέρες που ο πόνος μεγαλύτερος απ’ τον θυμό
Οι μέρες που το αγκάθι χώνεται βαθύτερα στον πράσινο κορμό
Οι μέρες που το ποτάμι φουσκώνει και θεριεύει
Παγόβουνο κοιτάζει ένα παιδάκι μαγεμένο
Με τις σκιές παρέα κοιμάται και ξυπνάει
Κι οι μέρες χάνουν το χρώμα τους
Ξεραμένες νοσταλγίες
Σαν ρίζες βγαλμένες απ’ το υγρό χώμα τους
Μια ξαστεριά δίχως καπνούς να μαυρίζουνε τα άστρα
Μια πρόσκαιρη αναπνοή
Ελεύθερο το χέρι πονά.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ / Γκίτση Αναστασία

 

Βροχή στάλαζε στα θολά τζάμια
του λεωφορείου
με τα παλιά λάστιχα που
τρίβονταν στους δρόμους
της Θεσσαλονίκης.
Τούτη η βροχή δεν
έφτασε να ξεπλύνει
τις λέξεις μου
που τριγυρνούν μονάχες
στα κάστρα θωρώντας
το ανείπωτο.

ΑΝΔΟΡΡΑ / ΑΝΔΟΡΡΑ

 


Λέξεις δεν κράτησα για σένα.
Τις όσμωσες όλες με τις αισθήσεις σου.

Μύριζες
χίλια στόματα
και μια φωνή.
Μα απ’ όλα περισσότερο
τα’ αστέρια σου νοστάλγησα,
έτσι όπως τρυφερά
τυλίγαν
το κορμί μου.

Andora / Αύγουστος 2009

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ΘΥΜΗΣΗ / Γκίτση Αναστασία

 


Όσο κι όσο!
Αρκεί να μου κόψεις κάτι για απόδειξη.
Να αυτό το κομματάκι ξένης επιθυμίας.

Στα απερπάτητα όνειρα
της ευρύχωρης ζωής μου,
Ρόδιζες αμίλητος.
Αυτόκλητος επισκέπτης
εκκρεμών χρόνων
οε κρεμασμένα ρολόγια τοίχου,
εντοιχιζόμενος αυτόπτης μάρτυρας
των καλοραμμένων ονείρων μου.
Μόνο εσύ έμεινες να μαρτυρείς
την κατοικία μου,
να μου θυμίζεις
πως η μνήμη
δεν νοικιάζεται..

Valencia / Αύγουστος 2009

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

ΑΙΜΑ / Ρούβαλη Αμαλία

 


Αίμα στο κεφάλι σου

Αντάρα στο μυαλό μου.
Ξύπνησα από τα μάτια σου
Λαμπερά και γλυκά.
Ο επόμενος ύπνος μες στα χέρια σου
γαλήνεψε τα σωθικά μου.
Δεν θέλω πια να πάω
πουθενά αλλού.

Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ / Ρούβαλη Αμαλία

 

Τ όνομά σου αρχίζει
με το δέκατο γράμμα του αλφαβήτου
Το δικό μου με το πρώτο.
Ανάμεσά τους το μηδέν
Ανάμεσά μας το άπειρο.
Για καλό ή για το τίποτα.
Μπορώ να καταργήσω το μηδέν
Το άπειρο όμως;

2000

ΖΩΗ ΚΙ ΑΥΤΗ / Ρούβαλη Αμαλία

 

‘Ο,τι χώρεσε από ζωή,
χώρεσε.
Τώρα στριφώνω τα ξεφτίδια
για να μην ξηλωθεί
και το λίγο που απομένει.

Οκτ. 2008

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ / Αλέξης Τραϊανός

 





Τα μάτια σου
Πώς σκοτεινιάσαν έτσι τα μάτια σου

Πώς να σε κοιμίσω μέσα μου τούτη τη νύχτα
Που με γυρνά σε μια πλατιά ανάσα
Κάτω απ’ ώρες πιο μαλακές
Κι από γαλάζιες προσδοκίες
Εκεί μες στις ακροβασίες τόσων χελιδονιών

Πώς νύχτα μου να σε κοιμίσω
Σε ποιο κρεβάτι σε ποια χωμάτινη κοίτη
Πού να σας κοιμίσω σκοτεινά μάτια της αγάπης
Σε ποιο κρεβάτι σε ποια χωμάτινη κοίτη
Τώρα που πλησιάζουν οι τυμβωρύχοι

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΝΗΜΗ 1949 / Αλέξης Τραϊανός

 


Είχε κλειστεί στο πρόσωπό του
Στους ώμους της βροχής σα ριγμένο παλτό περπάτησε
Εκεί που τέλειωναν τα τραμ στην Αποθήκη της καρδιάς
Και βγαίνανε πιάνα ατέλειωτα μαύρα πιάνα
Ανάμεσα από χριστουγεννιάτικες νιφάδες
Ανάμεσα από γάλα σκόνη
Ανάμεσα από βυθισμένες ναφθαλίνες
Στις ράγες του ανέκκλητου κυλώντας

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ / Αλέξης Τραϊανός

 


Η απουσία σου μικραίνει τον ουρανό

Έρχεται φεύγει
Πατά στα νύχια
Ξεκλειδώνει τις πόρτες
Στο ψύχος των μοναχικών χεριών

Τι άσχημα είναι σ’ αυτή την πολική τοποθεσία
Τι άσχημα κλεισμένος μες στο αρκτικό μου σπίτι.

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Κβαντική συνείδηση / Σταυράτης Β. Αλέξης

 



Το βέλος του χρόνου σημάδεψε και την αγάπη μας
κατέρρευσε σαν κυματοσυνάρτηση η ευτυχία
γιατί ο έρωτάς μας συντρίφτηκε από κύματα πιθανοτήτων
Στέρεψε ο αχανής ωκεανός ενέργειας των φιλιών σου
ένα απέραντο κενό απέμεινε από τους όρκους μας.

Μια φριχτή σιωπή από σβησμένα φωτόνια
συνθήκη καταστρεπτικής συμβολής
περίθλαση σκιών αυτού που κάποτε είμασταν
Και τώρα σε άλλα σύμπαντα πια
θα περιμένω να συναντηθούμε.

ΓΙΟΡΤΗ / Σταυράτης Β. Αλέξης

 



Λερώνεις λουλούδια
για μιαν επέτειο
Τ’ αγκάθια χάνονται
κάτω απ’ τ’ άνθη

ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ / Σταυράτης Β. Αλέξης


Τα λουλούδια δεν ψήλωναν μέσα στα βιβλία
και οι λέξεις έτρεμαν
σε κάθε άγνωστο άγγιγμα
Ένα σκυλί γάβγισε στο δρόμο σκίζοντας τη σιωπή
Περασμένα μεσάνυχτα
πολλά τα έξοδα για να συντηρείς ερωτήματα

^^
Αχ και να μην έβρισκε κανείς το φωνήεν
που βάραινε κάθε βράδυ στο μαξιλάρι του…

^^
Οι λέξεις έγειραν στα μάτια
όταν το χάος εξόριζε το φως
Το ήξερες
πως θα πετάξει στα σκουπίδια την ψυχή σου
πως η φωνή σου δε θα είχε πού ν’ ακουμπήσει
στις σκοτεινές ώρες της αγάπης

^^
Ένα ρήμα που έγινε τάφος
Ένα σ’ αγαπώ /
που βρήκε μόνο του αιτίες θανάτου
Μια καρδιά που δε θα δει του έρωτα την αστραπή
ποτέ δεν θα δει πώς μια λέξη καίει μια ζωή

^^
Διάτρηση σκότους
Ποίηση
Έμπνευση τυπωμένη στο πέταγμα της άγριας πέστροφας
Άγρια νερά σε σκοτεινά φαράγγια

^^
Τρίχες, μου είπαν, τα ποιήματά σου
κι εγώ άφησα γένια να τους δικαιώσω
Μη χάσουν και οι λέξεις την αξία τους

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ του Σταυράτη Β. Αλέξη

 

  1. Βένθει κραδίης (Ποίηση, Απόστροφος, 1995)
  2. Ο κλ[ω]νισμένος θεός (Μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2001)
  3. Σαλώμη (Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2005)
  4. Ο έρωτας και ο σταυρός (Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2007)
  5. Το Ευαγγέλιο της Ιωάννας (Μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης, 2009)
  6. Ο κύκλος του φεγγαριού (Διηγήματα, free-ebook, 2012)
  7. Το Μοιρολόι της Άνοιξης (Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2013)
  8. Ο άνθρωπος που πούλαγε όνειρα για να ζήσει (Μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης, 2014)
  9. Γραμμικά Φωτόνια  (Ποίηση, Έναστρον 2021)

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Ν.Γ. Λυκομήτρος (βιογραφικό σημείωμα)

 

Ο Ν.Γ. Λυκομήτρος γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία και έκανε μεταπτυχιακό στη Μετάφραση-Μεταφρασεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2010 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Ιχνηλάτες του τέλους» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης), η οποία την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση (ισπανικά-ελληνικά) υπό τον τίτλο “Rastreadores del Fin” (Ediciones Idea), σε μετάφραση και επιμέλεια του ποιητή Mario Domínguez Parra. Τον Μάιο του 2011 δημοσίευσε τον κύκλο ποιημάτων με τίτλο «Θροΐσματα Θανάτου» στο πλαίσιο της μηνιαίας ψηφιακής έκδοσης «Λογοτεχνικά Σημειώματα» (Τεύχος 9), που επιμελείτο ο ποιητής Θοδωρής Βοριάς. Το 2012 εξέδωσε το θεατρικό έργο “Dead End: Μητροπολιτικό ψυχόδραμα σε τρεις πράξεις” (Εκδόσεις Βακχικόν). Διατηρούσε τη στήλη «Ποιήματα και Χίμαιρες» στο fanzine Chimeres (Τεύχη 22-28, 2012-2014), ενώ είναι ο διαχειριστής του ιστολογίου «Ο ήχος της απώλειας». Τον Απρίλιο του 2024 εξέδωσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ο ήχος της απώλειας» (Εκδόσεις Βακχικόν).

Πέντε [5] ποιήματα του Νικολάου Γ. Λυκομήτρου

 




ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

 

Αργά χθες το βράδυ

εξερράγη εκρηκτικός μηχανισμός

στο ιστολόγιο του Χ.

Είχε τοποθετηθεί κάτω απ’ το προφίλ του

χωρίς να αντιληφθούν το παραμικρό

οι διαχειριστές των γειτονικών ιστολογίων.

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες

πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

Φήμες λένε ότι ο Χ το τελευταίο διάστημα

είχε πολλάκις εξαπολύσει λίβελους

κατά των ομοτέχνων του

προκαλώντας τη μήνιν πολλών εξ αυτών.

Το ιστολόγιο καταστράφηκε ολοσχερώς από την έκρηξη

αλλά, ευτυχώς, δεν υπήρξαν θύματα.

Η υπόθεση ερευνάται από τις αρμόδιες Αρχές

και θεωρείται ότι σύντομα θα εξιχνιαστεί.

 

 

 

 

ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

 

Λεωφορεία

νεκροφόρες ψυχών

μεταφέρουν τους πεσόντες του 8ώρου

από και προς την εργασία τους.

Κι εκείνοι συνομιλούν στα κινητά τους τηλέφωνα

ή στέλνουν μηνύματα SMS

αναζητώντας διεξόδους,

εφήμερους έρωτες,

απαντήσεις σε ερωτήματα

που ποτέ δεν έθεσαν.

Ενίοτε ανταλλάσσουν προγνωστικά

για τους αγώνες ποδοσφαίρου,

που (εκτός από σύγχρονο όπιο του λαού)

έχουν εξελιχθεί και σε υπέρτατο αντικείμενο τζόγου.

Τα πρόσωπα εναλλάσσονται

αλλά επί της ουσίας δεν αλλάζει τίποτα.

Επόμενη στάση: ΑΔΙΕΞΟΔΟ.

 

 

ΠΡΟΜΗΝΥΜΑΤΑ

 

Στα μεγάλα εμπορικά κέντρα

οι καταναλωτές συνωθούνται

για μια κούπα σούπα

που προσφέρουν δωρεάν οι διαφημιστές

εν είδει γκλαμουράτου λαϊκού συσσιτίου.

Κι ύστερα, ικανοποιημένοι,

συνεχίζουν τα ψώνια τους

μέσα σ’ ένα σύννεφο

οικογενειακής ευτυχίας.

 

Προμηνύματα του μέλλοντος

κι αναμνήσεις του παρελθόντος.

 

 

 

 

ΤΑ ΜΠΛΟΥΖ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΓΡΑΦΟΥ

 

Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, η ίδια αγωνία.

Μηχανικά επαναλαμβανόμενες κινήσεις.

Το ψυχρό άγγιγμα του μηχανήματος.

Οι τετριμμένες οδηγίες της νοσοκόμας.

Εικόνες τεμαχισμένης θηλυκότητας περνούν απ’ το μυαλό μου

και στοιχειώνουν τη σκέψη μου.

Νιώθω την ακτινοβολία να με διαπερνά.

Μια ανελέητη μονομαχία της Ελπίδας με τον Θάνατο.

Ο θλιμμένος ήχος της συσκευής σπάει τη σιωπή.

Υπομονή μέχρι τ’ αποτελέσματα.

Αν είναι θετικά, θ’ ακούσουμε του χρόνου πάλι

τα μπλουζ του μαστογράφου.

 

 

 

ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΠΛΑΚΑ

(ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ)

 

Στη Μαρίνα Αποστόλου

 

Στεκόμαστε μόνοι.

Μ’ ένα μικρό σημειωματάριο στο χέρι

ή μπροστά σε μια ψυχρή οθόνη.

Χτίζουμε γέφυρες

προσπαθώντας

να ενώσουμε το μέσα με το έξω.

Είμαστε διαμεσολαβητές.

Ψυχορραγούμε και ματώνουμε

τις πιο πολλές φορές εις μάτην,

είτε γιατί δεν πληρούμε τα λογοτεχνικά κριτήρια,

είτε γιατί δεν γνωρίζουμε τους κατάλληλους ανθρώπους,

είτε γιατί, πραγματικά, δεν έχουμε τίποτα να πούμε.

Κάθε φορά που γνωρίζω έναν «δικό μας» μελαγχολώ.

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων,

το πιθανότερο είναι ότι θα χαθούμε

στα βουρκωμένα νερά της λήθης.

Μόνο μια επιτύμβια πλάκα που θα γράφει

«ενθάδε κείται ο ποιητής…»

θα υπενθυμίζει ότι υπήρξαμε κάποτε

εραστές της Ποίησης.