Πόσο σ’ αγαπώ
ετούτη την ώρα
την άλλη ώρα
την προηγούμενη
και την επόμενη ώρα.
Παίζει μια μπάντα
γλυκιά μπαλάντα
σαν από πάντα.
Μυρίζει πάντα
…Αγιόκλημα…
Και εγώ σ’ αγαπώ
ετούτη την ώρα,
την άλλη ώρα.
Πάντα!
Πόσο σ’ αγαπώ
ετούτη την ώρα
την άλλη ώρα
την προηγούμενη
και την επόμενη ώρα.
Παίζει μια μπάντα
γλυκιά μπαλάντα
σαν από πάντα.
Μυρίζει πάντα
…Αγιόκλημα…
Και εγώ σ’ αγαπώ
ετούτη την ώρα,
την άλλη ώρα.
Πάντα!
Το όνειρο,
σφυγμικό και αέρινο σκαρί
όπως γκρεμίζεται,
στους καταρράκτες τού φουσκωμένου σου λαιμού,
ναυαγεί
Εκείνος ο κόμπος δεν ήταν αγκυροβόλι; Αλίμονο!
Οι πραγματιστές ομονοούν:
«Πρόκειται περί λάθους»
Το έγκλημα συντελείται
Ρίχνουν ανακριτικούς προβολείς στα μάτια
Οι κόρες διαστέλλονται
Τα ξεπλένουν ένα δάκρυ
Και να το πάλι το όνειρο·
ξεπετιέται
Γυρεύει να συναντηθεί με πλήθος Ασωμάτων
Η ποίηση, είναι μέρος του κινούντος ακίνητου
Ως αυθύπαρκτο μέρος τής συμπαντικής εύτακτης κίνησης,
δεν πηγάζει από εμάς, εφόσον είμαστε φθαρτοί
Η ποίηση, είναι άυλη και υπερβατική
Καταγράφεται και διαμοιράζεται με συμπαντική ρύθμιση·
διασφαλίζοντας ροή και τέλος,
σε αιώνια, ανακυκλούμενη τροχιά
Το πιο πολύ
μες στα βιβλία που εδιάβαζε
Σε φωτεινό χωράφι ξάπλωσε
πρόθυμη λύγισε η χλόη
αψίδες οι μνήμες, υγρές ζελατίνες.
Μικρό παιδί καμάρωνε φωλιές
και δήλωνε: «Μηχανικός σπουργιτών».
Χόρτα και λάσπη ο κόσμος.
Κάθε πρωί το εκτελεστικό
ετοιμάζουνε απόσπασμα·
μα μετανιώνουν, πίσω μας γυρίζουν.
Συγκρατούμενοι
δεχόμαστε δολοφονίες νέων
δίχως καθρέπτη και σκοινί
δίχως παράθυρα
δίχως μολύβι και χαρτί.
Συγκρατούμενοι
την εποχή μας δεχόμαστε.
Τα όμορφα Μην περνούν αδιάφορα
με πρόσχαρο το λίκνισμα από μπροστά μας
Και δες, τα χέρια απλώνουν ανοιχτά,
σα σ’ όνειρο δουλεύουν ακούραστα,
αρπάζοντας από ένα Μην για να το βάλουν
τρόπαιο στην κρυσταλλιέρα της φαντασίας.
Τα όμορφα Μην πάσχουν και ίπτανται
ως αιωρούμενες φούσκες περνούν
από χέρι σε χέρι και σπουν αθόρυβα
πάνω στα μούτρα μας.
Τα όμορφα Μην είν’ άπιαστα,
εις μάτην το παλεύουν μιας και δεν ξέρουν
τι πα’ να πει το Μην στην ώρα του.
Είπα να ξεχαστώ,
σε μια αυλή απ’ τα παλιά,
άσπρα γαρύφαλλα του ήλιου,
κόκκινα φύλλα του βοριά
Είπα να θυμηθώ,
ένα παιγνίδι, μια κοπάνα,
τότε που ήμασταν παιδιά,
χώματα, πέτρες και μια μπάλα,
από ρετάλια και πανιά
Παράξενη που είναι η ζωή,
παράξενος κι ο άνθρωπος,
αετός απελπισμένος,
πίνει νερό γονατιστός
στα σύννεφα κρυμμένος
παράξενα κλαίνε τα μωρά,
σαν νιώθουν την ορφάνια
χιλιάδες στόματα κλειστά,
ξεχνούν την περηφάνια
Ανάμεσα στο φως,
της μελαγχολικής χαραμάδας,
εσύ, προβάλεις πάντα,
ως μυστηριώδης απελπισία
του έρωτα, και ταξιδεύεις στα φτερά
του αιώνιου ανεκπλήρωτου.
Στέκεις πάντα εκεί επιβλητική.
Ξέρεις να έρχεσαι, όταν δεν έρχεσαι,
Ξέρεις να φεύγεις, όταν δεν φεύγεις…
Κρατάς το κλειδί του μυαλού μου,
που γίνεται κόκκινο σαν θύελλα του πάθους.
Εσύ γυναίκα της φωτιάς περπατάς ενίοτε στην
επιφάνεια του νερού για να μην μπορεί
κανείς να σε φιλήσει!
Η γλυκιά προσμονή της αυγής,
μοιάζει τζάμι που θέλεις να σπάσεις,
κι όμως άλλες φορές προσπαθείς,
να μην έρθει ποτέ ,
ένα χέρι να σφίξει τη γη,
το κενό να χορτάσεις
Όλα μέσα σου οπλοφορούν,
μα η σφαίρα θυμίζει αγάπη,
την σκανδάλη τραβάς της ζωής,
και ο κρότος λαβώνει θαρρείς,
τον «γνωστό» σου άγνωστο στόχο,
μιας κρυμμένης ψυχής
Με τη μνήμη κοντή κι ασπούδαστη την αλήθεια,
τρέχουν ασύνετοι οι καιροί και βία η ιστορία.
Εντέλλονται το μέλλον αυτόκλητοι αρχηγοί
κι επίδοξοι προφήτες ομνύουν στην καταστροφή
μ’ επιδρομές στο όνειδος και τη συνενοχή
δύο γενεών που φύγαν και μιας που απορεί.
Και φοβάμαι.Φοβάμαι το άγγελμα το ευοίωνο
το μήνυμα τ’ απόκρυφο σ’ ερμήνευμα προσωπικό.
*
Συνείδηση με επινόηση και σκέψη σε μεταφορά,
η σωτηρία υπόδειξη και η αποδοχή ανάγκη.
Βουλεύεται ωρυόμενο και λειψό το μέγα πλήθος,
οι εύσχημοι, μεσίστιες ατενίζουν τις βεβαιότητές τους
με λογισμό χωρίς υπέρβαση και γνώση δίχως μέθη,
μύχια επίκληση η συμφορά και η ουτοπία μέτρο.
Και φοβάμαι.Φοβάμαι και πάλι να υποπτευθώ
σχήματα ελευθερίας στο περιθώριο και τον πανικό.
*
Η αυθεντία θέσπισμα και η ιδεοληψία ήθος,
η αυταπάτη αθώωση και η ευθύνη πλάνη.
Δικάζεται παράλυτη η εποχή και χειραγωγημένη,
κοστολογείται η ζωή με μηδενισμό κι αποποιήσεις,
θρίαμβος πνεύματος ο θυμός κι ανέστιος ο λόγος
με τη δικαίωση αρετή και τη συνέπεια κρίση.
Και φοβάμαι.Φοβάμαι τη νοσταλγία του εφικτού,
τ’ αργύρωμα της ευπείθειας σε διαδοχή και τάξη.
Έρχονται στιγμές,
που χωρίς προσχήματα και υπεκφυγές,
χωρίς αναστολές και δικαιολογίες αντιφατικές,
ξεπερνώ τις αυταπάτες μου, τις πλάνες μου
τις ωραιοποιημένες περιπλανήσεις μου
και φεύγω πέρ’ απ’ τα χαλκευμένα όρια
της μικρής και λαφυραγωγημένης ελευθερίας μου.
Και οργίζομαι.
Οργίζομαι με τους κάποιους,τους δήθεν,
τους άλλους με τις περισπούδαστες περγαμηνές,
τις κοινωνικές ευαισθησίες και τις ηθικές αξίες,
μ’ αυτούς που δικαιούνται να ερμηνεύουν,
να μεθοδεύουν και ν’ αποφασίζουν,
μ’ αυτούς που υποχρεούνται ν’ ανησυχούν,
να συντρέχουν και να καθοδηγούν.
Μ’ αυτούς που από θέση και σχήμα,
αργυραμοιβοί της υποκρισίας και τέκτονες της απάτης,
προδιαγράφουν συμπεριφορές και στόχους,
καλώντας με να δανειστώ αυτά που μου πήραν,
και να μοιραστώ αυτά που δεν έχουν.
Οργίζομαι στο αγλάισμα της χαμέρπειας,
στη θρασύτητα της μικροπρέπειας,
στη διαβολή και τη διαπόμπευση
της αρετής και του σεβασμού.
Οργίζομαι όταν καπηλεύονται την αξιοπρέπειά μου,
όταν φανερά με ταπεινώνουν ως υπάκουο
και ύπουλα με συνθλίβουν ως υπήκοο,
και προστατευτικά με χαρακτηρίζουν
προσαρμόσιμο εν αφθονία είδος.
Οργίζομαι στην περηφάνια και την πρόκληση
του ρηχού στοχασμού τους
και την αμετροέπεια των λόγων τους,
στην προβολή και την αθώωση
της απαξίωσης και της αποχαύνωσης,
της αδιαφορίας και της αποστασιοποίησης.
Οργίζομαι στη λαθροχειρία της ζωής μου.
Που με γαλούχησαν στη σύνεση της σιωπής,
που με καθήλωσαν αδρανή και αδηφάγο
σε μαυλιστικούς ήχους και συντεταγμένες εικόνες,
που με αναγόρευσαν ειδήμονα
και αυτόφωτο αστέρα με βαυκαλίζουν.
Οργίζομαι που με κηρύγματα κατηγορητήρια,
με φανατισμούς και θρησκοληψίες,
με υστερίες και δοκησίσοφες αναφορές
με καλούν ως ταγοί και προφήτες
στης σωτηρομανίας τους τις εμμονές.
Οργίζομαι για τη χειραγώγηση της ζωής μου.
Που με ανάγκασαν να μαθητεύσω
στα σκοταδιστικά θρανία τους,
να αυτομολήσω στις ιδεολογίες τους,
που με αποπροσανατόλισαν με τις ιδεοληψίες τους
που με κολάκεψαν και με απογύμνωσαν
από αντιστάσεις και ενοχές.
Μα πιο πολύ οργίζομαι που ανακάλυψα
στην άκρη του μυαλού μου,
πως η ευπείθεια μπορεί και να με βολεύει,
πως μπορεί και να μ’ αρέσουν
τα φανερά είδωλα και τα κρυφά όνειρα,
και επινοώντας ένα ισχυρό άλλοθι,
δε διακρίνω καμιά ανίερη συμμαχία,
κανενός είδους σκοπιμότητα και βία,
πως δεν εξυφαίνεται καμιά συνωμοσία
και βουλιάζω στην παραίτηση και την απραξία.
Γιώργος Αλεξανδρής