Σελίδες

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Μαύρη οργή

Κάπως έτσι...
αναίτια
δεν συναντιούνται οι στάλες τις καταιγίδας
αναίτια...
χωρίς γυρισμό
οι απόκρυφες ευχές καπνίζονται με ανάσες
πάντα κάπως έτσι...
λιγόψυχα
χωρίς επαναπατρισμό
μάλλινες αλυσίδες μου μπουκώνουν το στόμα

εκεί πίσω...
κρυμμένοι πίσω από το μνήμα
ενταφιάζουμε
εκεί πίσω...
τους αγώνες που δεν δώσαμε
μηρυκάζοντας τη βια αλλοφρόνων
πισθάγκωνα
δεμένοι
τρεμάμενοι
μυκτηρίζουμε ανομολόγητες ευχές

πλήθος
μάζα
ικέτες άθικτων εξαγγελιών

εκεί πίσω
δαρμένοι πίσω από το κρίμα
οχλαγωγικοί
ψυχορραγήματα στην σκουριά του άγκιστρου
για να υπάρχουμε ζώντες πια νεκροί
καταφεύγοντας σε ένα νευρασθενικό κνησμό
που θέλει να γδάρει το φαντασιακό
την ψώρα του οράματος εντός
μες την πληγή του οράματος
εντός...
μες την πληγή της αντεστραμμένης συμβατότητας

εκεί πίσω...
πίσω από τους πένθιμους γρανίτες αλλοφρόνων
αφοδευμένοι
σκόρπιοι και σκορπιοί

διότι πάντα κάπως έτσι...
αιτιατά
λακίζουμε στην ένταση του επιθυμητού
τρεκλίζουμε στην κόψη της αλήθειας
αιτιατά...
χωρίς ηρωισμό
με φιμωμένες λάμες αφόρετες
προβάλουμε την λανθάνουσα οργή μας
εκμαυλιστήκαμε στη βια του φασισμού
αυθυποβαλλόμαστε σε μεγαλεία μεγαλοαστισμού
τυφλή οργή υφέρπουσα ενάντια σε όλους

εκεί πίσω
ο νους πυώδης
φθονερός
εχθρικός στον άνθρωπο
η μέθη της γάγγραινας που απλώνεται
από τα περιττώματα των ξεκοιλιασμένων πια εντέρων σου

εκεί πίσω
δαρμένος
ταπεινωμένος
απαίδευτος
φτηνός
κακοποιημένος
βρυχάσαι με τη δανεική κραυγή του λύκου
σε μια κακοφωνία τρωκτικών που παριστάνουν την αγέλη
οργή που αποκλιμακώνεται στους αδύναμους της γης

αν δεν μπορείς να φτιάξεις τον κόσμο
μπορείς να το συντρίψεις
...έχεις το καπνισμένο είδωλο της όψης σου
αν δεν μπορείς να ζυμώσεις τον πόνο
...μπορείς να δηλητηριάσεις με φθόνο τους αιώνες
με το κουφάρι της σιωπηλής συνενοχής
τα πηγάδια που πίνουν νερό και τα παιδιά σου

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

μη με φωναζεις ξένο


Επειδή άλλη μάνα με γέννησε

και σ' άλλη γλώσσα άκουσες εσύ

τα όμορφα παιδικά σου παραμύθια...

μη με φωνάζεις «ξένο»

το ψωμί σου δε διαφέρει απ' το δικό μου

το χέρι σου είναι όμοιο με το δικό μου,

σαν τη φωτιά καίει

και η δική μου φωτιά.

Γιατί λοιπόν με φωνάζεις «ξένο»;

Επειδή σ' άλλους δρόμους βρέθηκα

και σ άλλο λαό γεννήθηκα

και άλλες θάλασσες γνώρισα

και απ'; αλλού σάλπαρα;

Αλλά το ίδιο άγχος κρύβουμε κι οι δυο

η ίδια εξάντληση

στην πλάτη μας βαραίνει,

αυτή που συντρίβει το κάθε θνητό

μέσ' απ' του χρόνου τα σκοτάδια

από τότε που σύνορα δεν είχαν τεθεί

κι ανάμεσά μας ακόμη δεν είχαν φθάσει

όσοι διχάζουν

και σκοτώνουν το φτωχό,

αυτοί που κλέβουν

και μοιράζουν ψέμματα,

αυτοί που εμπορεύονται κι εμάς

και θάβουν αδίστακτα τα όνειρά μας

όσοι εφεύραν αυτή τη λέξη

τη σκληρή: «ξένος».

λέξη παγωμένη και γεμάτη θλίψη

που θυμίζει αλησμοσύνη κι εξορία.

Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός

σταμάτα τώρα να με φωνάζεις «ξένο»

αν θέλεις, κοίταξέ με στα μάτια,

πιο πέρα απ' το μίσος

ας φθάσει η ματιά σου,

ας ξεπεράσει φόβο, εγωισμό.

Για δες, άνθρωπος είμαι κι εγώ

Όχι, δεν είμαι «ξένος»!


Κινάξιξι

    
Χάρηκα που κάθισα
σ’ ένα παγκάκι στο Κινάξιξι
στις έξι ώρα το απόγευμα.
Έκανε ζέστη κι έκατσα εκεί…

κάποιος θα ‘ρχόταν
ίσως
να καθίσει δίπλα μου.

κι εγώ θα ‘βλεπα τα μαύρα πρόσωπα
των ανθρώπων π’ ανέβαιναν την πόλη
χωρίς να βιάζονται
απρόσεκτοι
στ’ ανάμειχτα Κιμπούντου που συνομιλούσαν.

Θα ‘βλεπα το κουρασμένο βήμα
των υπηρετών που κι οι πατέρες τους ήσαν υπηρέτες
να ψάχνουν για έρωτα εδώ, για δόξα εκεί, ζητώντας
κάτι περισσότερο απ’ το μεθύσι
με πιοτό.

Ούτ’ ευτυχία ούτε μίσος.
Μετά το ηλιοβασίλεμα
τα φώτα θα άναβαν κι εγώ
θα ‘φευγα να περιπλανηθώ
σκεπτόμενος πως η ζωή μας στο κάτω κάτω είναι απλή
για όποιον είναι κουρασμένος κι έχει ακόμη να βαδίσει.


 Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Η. Κυζηράκος, εκδ. Ελ. Γράμματα

μορφή τέχνης

 οι συλλαβές μου όλες καμπυλώνουν
σ'ένα καλλιγραφικό χαμόγελο

μια μορφή τέχνης  κι αυτό..
στο μπλοκάκι της Άνοιξης
υφίσταται με εύηχες γραμμές
η εικόνα παίρνει άλλη πνοή

αν ρίξεις και δυο σπόρους που μάζευες με υπομονή
στους Χειμώνες σου 
βλέπεις τις φύτρες δειλά να προβάλλουν
μέσα απ'της σελίδας
το κρυφό παράθυρο
χορταριασμένες οι σκέψεις τώρα πια
τροφοδοτούν
της Σοφίας το χρώμα

Ανέβα πνεύμα, ανέβα



Χρέος προς το Σύμπαν είναι του καθενός μας η ζωή.
Και κείνο αναμένει την πληρωμή
που άλλη δεν είναι στο πέρασμά μας απ’ τη γη
παρά το καθήκον μας σ’ έργα καλά.
Μα ω, πνεύμα, του σύγχρονου ανθρώπου πνεύμα
στης ματαιότητας πώς σκάλωσες τη θημωνιά
γητεμένο από λόγια Σοφιστών πλανερά!
Λες και σ’ ύπνωσε κακού μάγου νεύμα,
σε Κοινωνικών συστημάτων αφέθηκες τ’ απατηλά.
Κι αφότου σε παρέσυρε του Υλισμού το ρεύμα,
σαν τυφλός κολυμπάς πλέον σ’ άπατα ζοφερά….

Αλλά ω, ανθρώπινο πνεύμα,
υπέρτατη, το θάρρος και η τόλμη, αρετή!
Σαν δυνατού ανέμου πνοή
σπρώχνει εμπρός μ’ ορμή
το κάθε πλάσμα σ’ αυτή την γη
απ’ το σκοτάδι στο φως να προχωρεί.
Την υπέρβαση κάνε κι εσύ… Τόλμησε κι ανέβα….
ανέβα πνεύμα πάνω στη σκάλα την «αρχαϊκή»
προσήλυτων μυστικών ανιχνευτής.

Ας έχει θεμέλιο η μια της άκρη, νύχτα παγερή.
Μη σε τρομάζει…. Τα πλοκάμια της μη φοβηθείς….
Πάτησέ τα και λιώσε τα με τη φτέρνα
κι από πάνω τους πέρνα.
Κι όσο κι αν φαίνεται η ανύψωση φοβερή
μη διστάζεις και δίβουλος ταλαντευτείς…
Προχώρα κι ανέβα….. ανέβα….
Η άλλη άκρη στης σκάλας την κορυφή,
από Θείο φως αστραφτοβολεί….

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

η Εστία

Θυμήθηκα μία βραδιά το πατρικό μας σπίτι
και την εστία που σβηστή ποτέ δεν είχα δεί.
Η μάνα μας ολημερίς την κράταγε αναμμένη,
γιατί για 'κείνη φαίνεται,πως σήμαινε ζωή.

Κατάκοπος σαν γύρναγε το βράδυ ο πατέρας,
η μάνα την εφούντωνε σαν νά'ταν πυρκαγιά.
Και τότε όλοι γύρω της καθόμασταν παρέα
και ο πατέρας όλους μας,μας έπαιρνε αγκαλιά.

Πρόσφατα πήγα μόνος μου σε 'κείνο τ'άδειο σπίτι,
μήπως και δώ σαν όνειρο εκείνη τη φωτιά.
Μα δεν υπήρχε τίποτα, που πια να την θυμίζει,
μόνο στη μέση ορφανή έστεκε η πυροστιά.

ματωμένες δάφνες

Μια ειρωνεία και σήμερα.
Ο ήλιος άχρωμος , θλιμμένος
στέκει μισός πάνω απ’ την Ακρόπολη.
Κουράγιο δεν έχει ν’ αντικρίσει
τις ματωμένες δάφνες .

Αιμορραγούν πληγωμένες
σε χέρια ντυμένα από σατέν,
καθώς περιφέρονται με εμβατήρια
σε μνημεία ηρώων.
-Αυτά τα ίδια χέρια- που ξεπούλησαν
Τις θυσίες των, δίνουν φόρο τιμής.
Όλοι χειροκροτούν ρυθμικά.
Κοχλάζει η γης αναθεματισμό.

-Ω, ήρωες , μάτωσε το μνημείο
Μόνο το αίμα θα θρηνήσω.
Μια ειρωνεία και σήμερα.
Με όση ελευθερία μ’ απόμεινε
Δε θα χειροκροτήσω.

Το Σύρμα που Χαράκωνε τα Χέρια



Κρατούσαμε γερά το συρματόπλεγμα
θαυμάζοντας τα δέντρα που σιωπούσαν
γερά κρατούσαμε το σύρμα
ματώνοντας τα χέρια με ελπίδα

Τα μάτια στυλωμένα στο ηλιόχρωμα
χορταινόταν ο χρόνο μας με χώμα
στυλωμένα μάτια στον ήλιο
τυφλώνοντας τους οφθαλμούς με ύπνο

Θέλαμε να διαβούμε το χαράκωμα
μεθώντας τις καρδιές με ορίζοντα
να διαβούμε θέλαμε μνήμες
υψώνοντας σημαία με ευθύνες

Σε ετούτες τις πνιχτές στιγμές
που μάτωνε το σύρμα τις φωνές
και βαλτωμένα τα μάτια ανεμίζουν

φέγγοντας την κόψη της ουλής
διαβαίνοντας το χάσμα της ευχής
τα εσπερινά τα μάτια δεν μας είδαν

(Όσο διάβαινε η ώρα...)

Όσο διάβαινε η ώρα, συγύριζε λέξεις, από εκείνες τις παράξενες/ με ένα ποτό στην άκρη ξεχασμένο, να περιμένει, γεμάτο αγωνία/ μετά άφηνε τη σκέψη, να ταξιδέψει, όπως πάντα ήξερε/ σε μια αγάπη, την καλύτερη, που στην καρδιά του μιλούσε

σε σενα

Ξέρω νὰ ψάξω καὶ νὰ βρῶ
διαμάντια καὶ ζαφείρια χίλια
κι᾿ ἀπ᾿ τοῦ γιαλοῦ τὸ θησαυρὸ
μαργαριτάρια καὶ κογχύλια

Κ᾿ ἔτσι τεχνόπλεχτα δετὰ
μαζὶ μὲ λουλούδια κι᾿ ἀστέρια
νὰ τὰ φορεῖς καμαρωτὰ
στὸ μέτωπό σου καὶ στὰ χέρια.

Ξέρω στὸ διάβα σου μπροστὰ
ρόδα καὶ κρίνους νὰ μαδήσω
ξέρω μὲ λόγια ταιριαστὰ
τὴ χάρη σου νὰ τραγουδήσω.

Ξέρω πὼς κάτι χωριστὸ
ἀταίριαστο σὲ κάθε ἄλλη
χάρισαν Βάσω μου σὲ Σὲ
Μοῖρες μὲ τὰ πανώρια κάλλη.

Στη φιλη μου

Ὅλα τὰ ἄνθη τ᾿ ἀγαπῶ
μεθῶ στὸ ἄρωμά των
τὸ βλέμμα νὰ βυθίζεται
ποθῶ στὰ χρώματά των.
Ὑπάρχει ὅμως ἓν λεπτὸν
πολὺ εὐῶδες ἄνθος
ποὺ δὲν μαραίνεται ποτὲ
καὶ τ᾿ ἀγαπῶ μὲ πάθος.
Αὐτὸ δὲ θάλλει στοὺς ἀγροὺς
στοὺς κήπους δὲν ὑπάρχει
καὶ τὰ ἁβρά του πέταλα
ὁ ἥλιος δὲν θάλπει.
Ἔδαφος ἔχει δι᾿ αὐτὸ ἡ τρυφερὰ καρδία
μὲ θέρμη ἀπαράμιλλον καὶ λέγεται Φιλία!

η αποτυχημενη συμφωνια

Τὸ βράδι τῆς μεγάλης πρόβας. Μπαίνουν,
ἄφωνα χελιδόνια, οἱ μουσικοὶ
μαυροντυμένοι, μὲ τ᾿ ὀλάσπρο στῆθος,
μὲ μία βιασύνη ἀργὴ καὶ νευρική.

Οἱ κριτικοί με τὴν καρδιὰ κλεισμένη
ἐπίσημα σ᾿ ἕνα πλαστρὸν σκληρό,
ἀνησυχοῦν τί θἄπρεπε νὰ ποῦνε
γιὰ ἕνα ταλέντο τόσο νεαρό.

Ὁ μουσουργὸς μαζί με δυὸ κυρίους,
ἕνα παιδὶ χαριτωμένο ἐκεῖ
καὶ τίποτε ἄλλο, δὲν μπορεῖ νὰ πείση
πὼς θὰ παιχθῆ δική του μουσική.

Κ᾿ ἔχει μία ἀνησυχία, μὲ τὴ σκέψη
πὼς εἶναι ἀλήθειες τόσο σκοτεινές,
δύσκολες κι ἀφανέρωτες ποὺ μοιάζουν
σὰν τὶς λησμονημένες ζωντανές.

Ντάν! –Τὰ παραπετάσματα κινοῦνται
σὰ νέφη σκοτεινὰ ποὺ ὑποχωροῦν
καὶ φαίνονται τὰ χέρια μιᾶς γυναίκας
ποὺ ψάχνουν στὸ κενὸ καὶ προχωροῦν.-

Νάτη, στὸ μέσο τῆς σκηνῆς ποὺ στέκει
μ᾿ ἕνα γαλήνιο μέτωπο. Γελᾶ
τόσο γλυκά. Στὸ πρόσωπό της τρέχει
ἕνα μεγάλο δάκρυ, ἐνῶ γελᾶ

τόσο γλυκά. –Τὰ χέρια της ὑψώνει
δεμένα στὸ κενό, σὰν ξαφνικὸ
κακὸ νὰ τὴν ἐχτύπησε, λυγίζει
σ᾿ ἕνα χορὸ τρελλό, δαιμονικὸ

κι᾿ ἀφήνει μία φωνὴ σὰν πελαγήσια
βουή· κάτι ἀπὸ μάκρη, ἀπὸ βαθιὰ
ποὺ φτάνει κ᾿ εἶναι δρόσος κι ἁρμονία.-
Βροχὴ τῶν δοξαριῶνε χρυσαφιά.

Κάτι σὰν τὴ φωνὴ τοῦ σπίνου. Φέγγει,
τὸ χεῖλος της καρπὸς χειμωνικὸς
καὶ σκύβει καὶ φιλεῖ τὴ γῆ σὰ νἄταν
ὁ ξεχασμένος τάφος ὁ γλυκός.-

Τὰ χείλη της σαλεύουν. Τρεμουλιάζει
σύσσωμη, ἕνα ἀνοιξιάτικο κλαρὶ
κι᾿ ὅταν ἀνοίξη τὰ κλεισμένα μάτια
ὅλη καθὼς τὸ μέταλλο ἀναρρεῖ.

Καὶ πέφτει μ᾿ ἕνα βόγγο πληγωμένου
ἐνῶ τὰ χείλη της γελοῦν γλυκά.-
Τὰ χέρια της μέσ᾿ στὸ κενὸ σφαδάζουν,
δυὸ χέρια σκλαβωμένα, ἐρημικά.

Καὶ χάνονται πίσω ἀπὸ τὰ γαλάζια
παραπετάσματα ποὺ προχωροῦν
σὰν πνεύματα γαλήνια ποὺ περνοῦνε
χωρὶς ν᾿ ἀνησυχοῦνε καὶ ν᾿ ἀποροῦν.

Οἱ κριτικοὶ κινοῦν βουβὰ τὰ χείλη
σὰν μ᾿ ἀκαταδεξιά: τί λὲς ἐκεῖ!
Κι᾿ ἀνησυχοῦν στ᾿ ἀλήθεια τί θὰ ποῦνε...
«Μιὰ τόσο δίχως χρῶμα μουσική»!

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Αλήθειες.....................


«...Αν αλήθεια ο κόσμος είναι θλιβερός, πως θάλλαζε σε χαρούμενο με τα διαβάσματα;».

«Ό,τι καταπιανόμαστε με όρεξη πετυχαίνει. Ακόμα και ένα μπάλωμα, όταν το βάζω κάπου με κέφι είναι όμορφο».

«Γιατί νάναι έτσι τα πράγματα; Γιατί χρειάζεται να παίρνει τους ανθρώπους ο θάνατος για να καταλάβουν αυτοί που μένουν, τότε μόνο, πόσο τους αγαπούσαν, και λατρεύοντας τη μνήμη τους να κάνουν όλα όσα τους αρνήθηκαν με σκληρότητα όσο ζούσαν».

«Όταν πάψεις ν' αγαπάς, είναι φυσικό να μη θυμάσαι με καημό τον καιρό της αγάπης».

«Τα σοβαρά και τα σπουδαία μας πρέπει να τα κρατάμε ακέραια φυλαγμένα στα βάθη του είναι μας. Αλλιώς ξεθωριάζουνε. Χάνουνε το βάρος και τη σημασία τους».

«Το ανθρωπομάνι δε σταμάτησε ποτές το προχώρημά του, από καταβολής κόσμου, ούτε και ποτές θα σταματήσει. Και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν είπε ποτέ πως όλα είναι μάταια...».

«...Το τίποτα που λες δεν υπάρχει. Μόνο η ζωή υπάρχει. Αυτή μόνο παρακινά τις σκέψεις μας...».

«...Στο κάτω-κάτω, γνώρισες εσύ κανέναν να ζει σύμφωνα με τα βιβλία που γράφουνε οι φιλόσοφοι;»

«Τη ζωή να την κοιτάς μ' εμπιστοσύνη, με μάτια ολάνοιχτα, σα θάμα».

«...Να μη μπορεί να βρει τα λόγια και τις πράξεις που θα πείθανε μια γυναίκα για την αγάπη του, και να ξεκινά να σώσει την ανθρωπότητα!»

«...Οι αγαθοί τούτοι ανθρώποι μεταβάλλουν αδιάκοπα τη ζωή και την χτίζουν λιθάρι το λιθάρι, την ώρα που οι υπεράνθρωποι, μακρυά από τις κοινές έγνοιες, συνεχίζουν το μάταιο και αδειανό διάλογό τους με τους θεούς που οι ίδιοι φτιάνουν, και οι ίδιοι καταλιούνε σαν τα παιδιά τους πύργους τους με χαρτονάκια».

«Θε μου, τι μαρτύριο αυτές οι συμπόνιες!»

«Τώρα επιμένω να θέλω, πάνω από τα πράσινα βρωμισμένα νερά του βάλτου μας, ν' ανθίσει το λευκό λουλούδι. Όσο πιο πράσινα και βρωμισμένα είναι τα νερά, τόσο πεθυμώ θανάσιμα το λευκό άνθος. Εκεί πέρα δεν ήθελα τίποτα. Ποτέ δε μου είχε διψάσει η ψυχή. Εδώ είναι η ανάγκη...».

«Ο μισερός άνθρωπος αμαρτία δεν έχει ό,τι κι αν κάνει...».

«...Καταλαβαίνω πόσο αδύνατο είναι να ξεχωρίσει κανείς από τις αδυναμίες του».

«Βαρέθηκα να 'μαι κλεισμένη μεσ' στο νεκροταφείο της ψυχής μου, μη κάνοντας άλλο, παρά να περιμένω όλο και καινούργιους νεκρούς να θάψω...».

«...Όλοι σας τη θαρρείτε φρόνιμη, γιατί δεν μπορείτε να ξέρετε τι έχει στην ψυχή της, όπως και σας κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι συλλογιέστε...».

«Όλη μου η αγάπη, μια αγάπη που εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις, μια αγάπη πολύ ανώτερη από τους υποκριτικούς και μαραζιάρικους εγωισμούς και τα δάκρυα τα γυναικίσια, που χύνουνται παράμερα κι ανώφελα...».

«Ποτέ ο καιρός δεν περνά τόσο γρήγορα, όσο όταν εμείς δεν τον μετρούμε. Σου φαίνεται πως άργησες; Ξέρεις γιατί; Γιατί βαρέθηκες να μένεις πια εδώ».

«Η εποχή που σ' αγαπούσα μένει ολοζώντανη στη μνήμη μου. Με τη διαφορά πως αυτός που αγαπούσα τότε δεν είσαι συ. Δεν είναι δυνατόν να είσαι συ».

«Η ζωή, μου λες, εξουσιάζεται από δυο δυνάμεις: Τον έρωτα και το θάνατο. Έκανα το χρέος μου ως προς το πρώτο και τώρα τραβάω για το δεύτερο».

«Με κείνο το θαυμαστό κορμί της πόση χαρά μπορούσε να δώσει και να λάβει η ανόητη! Κι έμεινε παρθένος! Τι τρομερή, τι εγκληματική παρεξήγηση!»

«Ό,τι θέλω, ό,τι διψάω είναι να δω τον κόσμο που μας τριγυρνάει να χαθεί, να εξαφανιστεί, να πάει στο διάολο!...»

«Η τέχνη είναι η θετικότερη χαρά μας και η διαρκέστερη... Αλλά είναι και η λύτρωσή μας».

«Τίποτα δεν είναι μάταιο. Κάθε πράμα που σου δίνει την ευτυχία ή την προσδοκία της δεν είναι».

«Ο άνθρωπος δεν πρέπει να φέρνεται ποταπά και πρόστυχα αλλά εκείνο που νομίζει πως θα του δώσει έστω και την πιο παραμικρή χαρά να μην το αποδιώχνει με κανένα τρόπο. Πόσες τέτοιες ευκαιρίες θα βρει;»

«Όλα τα πράματα μπορούν να μας βγουν σε κακό. Γιατί βέβαια όσες πιθανότητες ευτυχίας υπάρχουν άλλες τόσες υπάρχουν και δυστυχίας».

«Συχνά γίνεται κανείς ευτυχής μ' ένα τίποτα».

«...Πως θέλω να ζήσω Αίμη! Πόσο είναι ωραία η ζωή! Να πεθαίνεις κι' όμως όλη σου η ύπαρξη ν' ανατείνεται και ν' απλώνει τα χέρια. Και τι άδικο που είναι ν' αυτοκτονούν άνθρωποι γιομάτοι υγεία κ' εγώ που δε θέλω να πεθάνω με κανένα τρόπο, να βρίσκομαι τόσο κοντά στο τέλος!»

«Λοιπόν, έχω τη βεβαιότητα πως ο άνθρωπος από τη στιγμή που θα πέσει στη γη είναι φτιαγμένος εκ των προτέρων για τη ζωή που θα κάνει!»

«Τι μεγάλη ωστόσο τέχνη η τέχνη να ξέρεις να δίνεις και πόσο λίγοι την ξέρουν!»

«...Έχω την ιδέα, αγαπητή Νίνα, πως οι εκάστοτε θεοί δε γκρεμίζονται για νάρθουν άλλοι καλύτεροι, αλλά γιατί πια αυτοί πάληωσαν, τρίφτηκαν, απόμειναν στημένες λεμονόκουπες. Μ' ένα λόγο δε θαυματουργούν πια».

«...Πιστεύοντας πως μια κοινωνική αλλαγή μπορεί να φέρει τη σωτηρία σε όλους παραδινόμουν στην ουτοπιστικώτερη χίμαιρα απ' όσες είχε ο άνθρωπος...».

«...Όλες οι Θρησκείες αυτόν τον προορισμό έχουν... Να μας μεθάνε. Και μόνο διαφέρουν στο είδος του αφιονιού που μας ποτίζουν, και που κι' αυτό πάλι, είναι εκείνο που χρειάζεται η τρεχούμενη στιγμή της ιστορίας. Άλλοτε το αφιόνι ήταν ο παράδεισος μετά θάνατο, σήμερα είναι ο παράδεισος σ' αυτήν εδώ τη ζωή με την κοινωνική επανάσταση. Μονάχα το ζήτημα είναι να μπορεί κανείς να μεθάει. Αλλά βλέπεις δεν μπορούν όλοι. Κι' είναι χωρίς άλλο οι πιο αξιολύπητοι αυτοί. Ω, να μπορείς να μεθάς... Τι ανεχτίμητο χάρισμα!»

«Δεν έρχομαι γιατί θα ξαναφύγω! Τι κρύο... Τι θάνατος μέσα σ' αυτή τη φράση».

«...Άλλο όνειρο κι' άλλο πραγματικότητα... υπάρχουν πραγματικότητες , που το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να τις υπομένεις αν σου είναι αδύνατο να τις αποφύγεις».

«Γεια σου ψιλικατζή, πούρθες να τα βάλεις με μένα το σκουλήκι. Γίνηκες ένα με το δανειστή μου και με ξεκληρίσατε μπαγάσηδες! Το ρημάδι μου το γκρεμίσατε συθέμελο. Το μαγαζάκι ο δανειστής, τη φαμίλια ο Θεός... παντοδύναμοι σου λέει ο άλλος... Ο Θεός και ο Παράς!»

«Σκέφτηκα πόσο μοιάζομε εμείς οι άνθρωποι μ' όλα τούτα τ' άστρα... Όπως αυτά, έτσι κι' εμείς μοιάζομε να βρισκόμαστε κοντά-κοντά ο ένας με τον άλλο, κι' όμως απαράλλαχτα όπως τ' αστέρια, μας χωρίζουν αμέτρητες αποστάσεις».

«...Πώς αλλάζει έτσι εύκολα η ψυχή του ανθρώπου. Σαν τα σύννεφα. Αλλάζουν σχήμα από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο. Δεν τα προκάνεις».

«Αυτό θα πει πρόοδος. Να χαλιέται ό,τι 'ναι παλιό».

«Στην κοινωνία ο άνθρωπος χάνει πολλές απ' τις αγαθές του ιδιότητες. Τις αγαθότερες ιδιότητές του. Δεν ακολουθεί, όπως θάπρεπε, τις παρορμήσεις της καρδιάς του, που δε λαθεύουν ποτέ».

«...Η ζωή είναι βολική και καλοπροαίρετη, αφού μας αφήνει να νικούμε, φτάνει να θέλομε, ακόμα και τα πιο δύσκολα κι' αξεπέραστα».

«Τι θλιβερό ν' αρχίσεις να ζεις όταν το ένα σου πόδι είναι στο λάκκο...».

Απολογία

Η ώρα ήταν τρείς.
Έριξε μια ματιά στα πουλιά, πάνω.
όλο και του ξέφευγαν στο μέτρημα.
Τρεις φορές πέθανε ο πατέρας του,
τόσες και μέχρι να μετακομίσει απ’ την αυλή.
Φοβάται βράδυ τους γείτονες.
Θυμάται ένα πηγάδι
μ’ έναν παλιάτσο πάνω στο καπάκι
αντί για πέτρα.
Σιγά-σιγά η ζέστη μίκραινε την ανάσα στο δωμάτιο,
κι ο ουρανός άδειαζε απ’ τα πουλιά.
Τό ‘ξερε και αυτό ο πατέρας.
Περίμενε τους χωροφυλάκους,
κοιτούσε το γεμάτο τασάκι...
Ονειρευόταν μια γριούλα που γέλαγε.
Έριξε μια τελευταία ματιά.
Δεν ήταν μόνο το πηγάδι,
ήταν κι ένας γέρος μεθυσμένος, που διαλαλούσε τα πλούτη του:
«Σας έφερα πολύ χρήμα.
Κέρδισε η Χαρά στη τρίτη κούρσα.
Μονάχα εγώ την είχα ποντάρει».

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Ανταπόκριση από πλανήτη ψυχή (απόσπασμα)

Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις : ΒΑΚΧΙΚΟΝ η νέα Ποιητική συλλογή του Σταύρου Καμπάδαη με τίτλο: Ανταπόκριση από πλανήτη ψυχή 



ΟΥΤΕ ΜΟΥΤΖΑΧΕΝΤΙΝ ΟΥΤΕ ΚΑΜΙΚΑΖΙ
ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΣΑΜΟΥΡΑΪ
ΠΟΥ ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ
ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΣΠΑΘΙ

Με όποια ευαισθησία
σου ταιριάζει
δεν υπάρχει λόγος
να αλλάζεις ονόματα
και να απαγγέλεις
σε στοές
Την ευαισθησία σου
κάνε την όπλο
Μην απολογείσαι για αυτό
Όταν σε ρωτάνε
αν οπλοφορείς
να λες αντί για πιστόλι
έχω ποίηση


Το καλό
με τα ναρκωτικά
είναι ότι σου ανοίγουν
πολλές πόρτες
Το άσχημο είναι πως
αν θες να κλείσουν
δεν υπάρχει
τρόπος




 **

ΕΧΟΥΝ ΓΕΛΙΟ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΣΤΑ ΕΣΩΦΥΛΛΑ
ΠΑΝΤΑ -20 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

Η τέχνη σε κρατάει νέο
Όταν διαβάζω ποίηση
και δεν ξέρω
αυτόν που γράφει
πάντα νομίζω
ότι αυτός που γράφει
είναι νέος
Άντρας-γυναίκα
Εγώ πάλι από την αρχή
ήθελα να γράφω
σαν γέρος 80 χρονών
και μάλλον το έκανα


 **

ΘΥΜΗΘΗΚΑ ΤΙΣ ΓΚΟΜΕΝΕΣ
ΠΟΥ ΨΑΧΝΟΥΝ ΦΟΡΕΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ
ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΥΝΑΝΤΑΝΕ ΑΛΛΗ ΜΕ ΑΥΤΟ

Ήταν ένας μπροστά μου
Μίλαγε σαν εμένα
Οι κινήσεις ίδιες
Το ποτό το κράταγε όπως εγώ
Ακόμη και οι γουλιές το ίδιο
Όλο το βράδυ
τον έβλεπα και γέλαγα
Αργά όταν γύρισα σπίτι
πήγα κατευθείαν και ξέρασα



 **
Η ΣΥΜΒΑΣΗ 1η ΞΑΔΕΛΦΗ
ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ
ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΝΑ ΠΟΔΙ ΠΑΤΑΕΙ
ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΗ
ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΑΤΑΕΙ
ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ

Η προσήλωση στο βασιλιά
είναι δική σου υπόθεση
και ας είσαι προετοιμασμένος
για τα υπέρ και τα κατά
Θυμήσου μόνο ότι άλλο
προσκυνάς το βασιλιά
και άλλο προσκυνάς
τους αυλικούς
Όσο πιο απλά γίνεται
τί θα ντυθείς τις απόκριες
Εραστής
ή
DELIVERY BOY