Χάρηκα που κάθισα
σ’ ένα παγκάκι στο Κινάξιξι
στις έξι ώρα το απόγευμα.
Έκανε ζέστη κι έκατσα εκεί…
κάποιος θα ‘ρχόταν
ίσως
να καθίσει δίπλα μου.
κι εγώ θα ‘βλεπα τα μαύρα πρόσωπα
των ανθρώπων π’ ανέβαιναν την πόλη
χωρίς να βιάζονται
απρόσεκτοι
στ’ ανάμειχτα Κιμπούντου που συνομιλούσαν.
Θα ‘βλεπα το κουρασμένο βήμα
των υπηρετών που κι οι πατέρες τους ήσαν υπηρέτες
να ψάχνουν για έρωτα εδώ, για δόξα εκεί, ζητώντας
κάτι περισσότερο απ’ το μεθύσι
με πιοτό.
Ούτ’ ευτυχία ούτε μίσος.
Μετά το ηλιοβασίλεμα
τα φώτα θα άναβαν κι εγώ
θα ‘φευγα να περιπλανηθώ
σκεπτόμενος πως η ζωή μας στο κάτω κάτω είναι απλή
για όποιον είναι κουρασμένος κι έχει ακόμη να βαδίσει.
Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Η. Κυζηράκος, εκδ. Ελ. Γράμματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου