Σελίδες

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Στον Αντιχώρο (ΙΙΙ)


Στρέψε τον ούριο άνεμο
στα γραμμωτά πανιά σου,
και ακολούθα, νου, τους ναυαγούς,
μοναχικοί που ταξιδεύουν
σε πλόες δίχως τέρμα.

Φεύγουνε ασταμάτητα
οι τόποι της αθανασίας,
σχεδίες σε απέραντο ωκεανό,
γυμνοί σωροί
μαντείων που ερειπώθηκαν,
κατοπτρισμοί
στην ερημιά της μνήμης.

Στους καφτερούς της λήθης θινολόφους,
κατάφορτα της σκέψης καραβάνια,
μ' ασάνδαλες πατούσες
κυματιστά την άμμο αυλακώνουν.

Το Βάρος του



Zητώ τους μυστικούς Xριστούς
στα τέμπλα και τους νάρθηκες.
Aυτό που έβλεπα παιδί ξανά με συνταράζει.

Mες στα σκοτάδια τον πατέρα μου ζητώ,
διψώ για τη στοργή του κάθε βράδυ.
Aπό το βάρος του γυρίζοντας τρεκλίζω.

Kάθε καινούρια γνωριμία με γελά.
Oύτε ο πατέρας ήταν, ούτε ο Xριστός μου.

Η μπαλάντα του μισθοφόρου

Ο.Η.Ε. ουαί Ο.Η.Ε. ουαί
Ο.Η.Ε. ουαί και αλίμονό μας
Ήταν τότε που 'φευγα για σταυροφόρος
μ' έμπορους μαύρης στην Καπερναούμ
Με θυμάμαι ξανά στην Κορέα πιο μετά
τριακοστή όγδοη παράλληλος, Σεούλ

Μου 'λεγαν αν δείξεις θάρρος
θα 'σαι γι' αυτούς λευτερωτής
Mα εγώ κατάντησα κουρσάρος

Νύχτα έφτασα στη Σαϊγκόν, στη Κορδιλλιέρα,
κλάψε Ανόι, κλάψε Χαϊφούγκ
Κι από κει για την Αμμόχωστο
στον ξεριζωμό της έδωσα παρών

Μου 'λεγαν αν δείξεις θάρρος...

Μισθοφόρος στον Περσικό, στην Κτησιφώνα
ήσυχη συνείδηση μου... Βαβυλώνα
Μόσταρ, Νέτρεβα, φτωχό Ζαντάρ
υπομονή, φθάνει βοήθεια και σε σας

Μου 'λεγαν αν δείξεις θάρρος...

Διαβάτης

Διαβάτη άγνωστε εσύ,
μέσα απ' τις λύπες μας περνάς
και τις χαρές,έτσι αδιάφορα.
Βγαίνεις απ' την τρύπα τ' ουρανού
έρχεσαι από χώρα μυστική,
που ζουν περαστικοί.

Άρχισε μια άρρωστη βροχή να μας κυνηγά,
περιμένουν τύποι σκοτεινοί
να ξαναμπούν μες στο παιχνίδι,
στην ταραχή,στο σαματά...
γι' άλλο ταξίδι...

Χέρια, πόδια, όλα στη σειρά,
βήματα που φεύγουν βιαστικά.
Πού πάνε;Πού χάνονται;
Χώθηκα κι εγώ μες στην ουρά,
ρώτησα μάτια και αυτιά,
δεν είδαν,δεν άκουσαν.

Άρχισε μια άρρωστη βροχή να μας κυνηγά,
περιμένουν τύποι σκοτεινοί
να ξαναμπούν μες στο παιχνίδι,
στην ταραχή,στο σαματά...
γι' άλλο ταξίδι...

Ίσως κάποτε φύγω μακριά

"Ίσως κάποτε φύγω μακριά, χιλιόμετρα ή εποχές/ ίσως χαθώ στα χρόνια, τα ταξίδια/ επιπόλαιος θα πεις, Οδυσσέας δειλός κι άπειρος/ όμως η καρδιά μου παγιδευμένη θα μένει, κλειδωμένη/ στα μάτια σου, την καρδιά σου, αδιάθετη για μετακινήσεις/ και η ζωή μου διπλωμένη σε συγκυρίες ή κακουχίες για διέξοδο/ ξέρεις ότι θα χωριστούμε, πάντα το ξερες, μα θα επιζήσουμε;/ αναγκαία η ασφάλεια σε κινδύνους, εμείς το ζήσαμε κι αυτό/ απόκρυφη γεωγραφία οι ανάγκες μας, έρωτας παγιδευμένος σε αναχώματα/ μετά από χρόνια θα διαβάζουν, για δύο άσωτες ζωές/ που περήφανα στολίστηκαν και στάθηκαν με αξιοπρέπεια/ σε ένα απόσπασμα, κακές ιδέες για μαθήματα, μα είναι κι ειδήσεις/ τι είναι η αιωνιότητα χωρίς εσένα; ένας αποκλεισμός, κόλαση, χωρίς στιγμές σου."

Είχες ξεκινήσει τα θαύματα

"Είχες ξεκινήσει τα θαύματα, περνούσες τακτικά κάθε χωριό/ σε ξέρανε, ήταν τα κόλπα μαγικά, παγιδευμένα/ μετά γύριζες σπίτι, με χέρια άδεια, ότι έτρωγες στο ταξίδι/ ξάπλωνες και μάζευες τα όνειρα, για το δικό σου ξημέρωμα/ έτσι ξεκινούσες θαυματοποιός, ονειρεμένος και ονειρευτής/ τα παιδιά αγαπούσαν τις ώρες σου στον κόσμο, γινόταν μαγικός κι αυτό έλειπε."

Στην αγορά του κόσμου : Στίχοι και μουσική του Νίκου Ζούδιαρη με κύριο ερμηνευτή τον Αλκίνοο Ιωαννίδη. Συμμετέχει και η Δήμητρα Γαλάνη



τα τραγούδια του Δίσκου

01. ΖΗΝΩΝΟΣ
02. ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΑΛ ΧΑΛΙΛΙ
03. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
04. ΠΟΘΟΙ ΑΔΙΕΞΟΔΟΙ
Ερμηνεία: ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ
05. ΚΑΘΩΣ ΠΕΡΝΑ Η ΩΡΑ
06. ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
07. ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΜΟΥ ΘΑ ΣΤΑ ΔΙΝΑ
Ερμηνεία: ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ
08. Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΥ
09. ΟΧΙ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
10. ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ
11. ΔΕΥΤΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΣΠΝΟΕΣ
Ερμηνεία: Α.ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ & Δ. ΓΑΛΑΝΗ




ΖΗΝΩΝΟΣ

Ζήνωνος Πάσχα στο χωριό συγκέντρωση μετοίκων
Τα νέα απ' την Αθήνα στα όνειρα μου σφήνα
Πόζα και λουστρίνι, ο Νάκος φιγουρίνι
Πείνα μου μοιραία ζήλεια μου ρομφαία
Μπήκα σ' ένα τρένο πίσω δεν κοιτούσα
Μέσα μου πετούσα ψήλωσα δυο πόντους

Ζήνωνος μ' έντυσε η ζωή στρατιώτη
Ζήνωνος πόρνη η αγάπη η πρώτη
από βράδυ σε πρωί μου τελειώνει η ντροπή
Ζήνωνος

Εδώ οι χωριανοί μου δεν βοηθάνε άλλον
Σκούριασαν τα χέρια βρήκα άλλους τρόπους
Είπα να χαθώ το τέλος μου να βάλω
Λίγο ακόμα επάνω τρέλα μου σε φτάνω
Στις εφημερίδες μάνα αν με είδες
Μη μου στεναχωριέσαι
Μάνα δεν μου αξίζει

Ζήνωνος...



ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΑΛ ΧΑΛΙΛΙ


Ο άνεμος θα καίει στη γη του Νείλου
μια αρχαία μυρωδιά θα μας μεθά
στον τροπικό όπως θα 'σαι του Καρκίνου
μέσα σου θα γεννιέται μια θεά

Μ' άγιο καπνό θα υφάνεις το χρησμό σου
για να μου δώσεις όταν θα ζητώ
να μπω ιεροφάντης στο ναό σου
να σ' ερμηνεύσω και να ερμηνευτώ

Στην αγορά του Αλ Χαλίλι
θα πουλάν τα δυο σου χείλη
δυο περιουσίες και άλλη μια
τέσσερις εγώ θα δώσω
θα πληρώσω όσο όσο
να μου κάνουν μια μελανιά

Θα σου αγοράσω στο Καρνάκ μπακίρια
με καλλιτέχνες θα τα πούμε ιθαγενείς
τις νύχτες θα σου κάνω τα χατίρια
όσα ποτέ σου δε σου έκανε κανείς

Θα 'μαι η πηγή στην όαση της Σίβας
θα είσαι ο διαμαντένιος ουρανός
Θα γίνεις η βασίλισσα της Θήβας
κι εγώ ένας μαγεμένος Φαραώ

Στην αγορά του Αλ Χαλίλι
θα πουλάν τα δυο σου χείλη
δυο περιουσίες και άλλη μια
τέσσερις εγώ θα δώσω
θα πληρώσω όσο όσο
να μου κάνουν μια μελανιά



ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Πάνε δυο μήνες που 'χω να σε δω
ποιος ξέρει τώρα πια τι είμαι για σένα,
ίσως ακόμα και να παρεξηγηθώ
για το Θεό όμως μη νοιάζεσαι για μένα.

Δεν είναι δύσκολο πιστεύω να μαντέψεις
πως της μορφής σου το πορτρέτο ξεθωριάζει
όμως αληθινά στο λέω, δεν πειράζει
κλείνω τα μάτια μου ξανά για να με κλέψεις.

Σε είδα στον ύπνο μου την πόρτα να χτυπάς
να 'ξερες πόσο με πονάς
κι ύστερα λέει σε είδα να φεύγεις σκυφτή
και τρομαγμένος ξυπνώ.

Αν πω σ' αρνήθηκα το ξέρεις θα 'μαι ψεύτης
κι ο χρόνος αν αφήνει μια ελπίδα για μένα
είναι οδυνηρό που δε σε είδα ν' αστράφτεις
μέσα στης ψυχής μου τον καθρέφτη.



ΠΟΘΟΙ ΑΔΙΕΞΟΔΟΙ


Σε βρήκα να πονάς βουβά
κι απαρηγόρητα
κι εγώ που χρόνια κρύβω έρωτα
για σένα
αυτά τα βράδια που προβλέπονται αφόρητα
σου ζήτησα να μοιραστείς με μένα.

Πόθοι αδιέξοδοι, τρελοί
που σου μάτωσαν τα μάτια
σπάζω σε χίλια κομμάτια
κι όσο θα ‘σαι αλλουνού
πάντα θα ‘μαι εδώ να μερώνω

Πες μου μια λέξη μαγική
για να λευτερωθώ
κράτα την ψυχή μου
μην πετάξει απόψε
"Μου έχουν κουρσέψει τη ζωή",
είπες, και θα χαθώ
τα σίδερα της φυλακής μου κόψε...



ΚΑΘΩΣ ΠΕΡΝΑ Η ΩΡΑ

Ψέματα λένε οι λεπτοδείκτες
στο ανυπόμονό μου σώμα
αφού από μέσα μου δε βγήκες
κι ας μην εφάνηκες ακόμα.

Αν μ' αγαπάς μια σταλίτσα
έλα προτού να στο ζητήσω
σου 'χω ζεστάνει μια γωνίτσα
που ήσουνα δε θα ρωτήσω.

Κακός καιρός, βαρύς χειμώνας
και τρέμω μήπως και μουσκέψεις
γίνεται ο άνεμος τυφώνας
ξάφνου και δε θα το πιστέψεις.



ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Δύσκολοι καιροί, γι' αυτό εύκολα όλα μοιάζουν
τι να λέμε τώρα,τι να λέμε τώρα

Ήλιος και βροχή, κι αγκαζέ στο πεζοδρόμι
κλέφτες κι αστυνόμοι, κλέφτες κι αστυνόμοι

Βάλε για το μάτι μία χάντρα
αφού θέλεις θαυμαστές
τα ιδανικά μας ψάχνουν γι' άντρα
στο 'χω πει χίλιες φορές

Ο έρωτας πονάει στην Πατάγια
κι εσύ κανείς ότι κλαις
να 'ταν, λέει, τα φιλιά σου άγια
κι όλοι εμείς οι κολαστές
έξω απ' την άβυσσο...

Άποροι καιροί, που τον πλούτο τους μοιράζουν
τι τα θέλεις τώρα, τι τα θέλεις τώρα

Γέροι ναυτικοί, έρωτες μου μετανάστες
πόθοι μου δυνάστες, πόθοι μου δυνάστες

Βάλε για το μάτι μία χάντρα ...





ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΜΟΥ ΘΑ ΣΤΑ ΔΙΝΑ

Δε φταίει η νύχτα κι ο ουρανός αν ήσουν τ' άστρο οδηγός
στη ρότα του Οδυσσέα κι εγώ σε πήρα σοβαρά
και από τότε χάθηκα πέρα από τον Μαλέα.

Όσα είχα κάνει όνειρα δικά σου ήτανε παιδιά,
τα ρίχνω στον Καιάδα κι όσα σου είπα "σ' αγαπώ"
τώρα στης λήθης το βυθό κοιμούνται στρωματσάδα.

Αχ, τα φιλιά μου θα στα 'δινα έτσι κι αλλιώς
μα ήθελες να τα κλέψεις. Αχ, κι όταν είδες πως σ' άφηνα
εύκολα εσύ μου 'δινες υποσχέσεις.

Τα λόγια σου τα ερωτικά και τα βραχιόλια τα χρυσά,
πες μου τι να τα κάνω. Θα μου 'φτανε κι ένα φιλί
αν μ' αγαπούσες πιο πολύ για σένα να πεθάνω.

Θα 'θελα να σ' εμπιστευτώ, έτσι πώς να το φανταστώ
πως μου 'στηνες παιχνίδια. Δεν σου θυμώνω όμως γιατί,
η αγέννητή μου η ψυχή διψούσε για ταξίδια.



Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΥ

Ο.Η.Ε. ουαί Ο.Η.Ε. ουαί
Ο.Η.Ε. ουαί και αλίμονό μας
Ήταν τότε που 'φευγα για σταυροφόρος
μ' έμπορους μαύρης στην Καπερναούμ
Με θυμάμαι ξανά στην Κορέα πιο μετά
τριακοστή όγδοη παράλληλος, Σεούλ

Μου 'λεγαν αν δείξεις θάρρος
θα 'σαι γι' αυτούς λευτερωτής
Mα εγώ κατάντησα κουρσάρος

Νύχτα έφτασα στη Σαϊγκόν, στη Κορδιλλιέρα,
κλάψε Ανόι, κλάψε Χαϊφούγκ
Κι από κει για την Αμμόχωστο
στον ξεριζωμό της έδωσα παρών

Μου 'λεγαν αν δείξεις θάρρος...

Μισθοφόρος στον Περσικό, στην Κτησιφώνα
ήσυχη συνείδηση μου... Βαβυλώνα
Μόσταρ, Νέτρεβα, φτωχό Ζαντάρ
υπομονή, φθάνει βοήθεια και σε σας

Μου 'λεγαν αν δείξεις θάρρος...




ΟΧΙ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ

Πάψε διαρκώς να μου λες
πόσες αγάπες περάσαν
κι όχι μην κλαις,όχι μην κλαις
θά 'ρχομαι γω με τις σκιές.

Αποζητάς μόνιμες επαφές
μα αγνοείς τις κρυφές σου ορέξεις
και πριν καλά τις αισθανθείς
σκέφτεσαι πώς θα τις αντέξεις.

Όχι μην κλαις,όχι μην κλαις
θά 'ρχομαι γω με τις σκιές.

Σαν μεγαλώνει το χτες,
το αύριο τελειώνει
κι είναι ωραίο όταν με θες
να σε γυρεύω ακόμη.

Όχι μην κλαις,όχι μην κλαις
θά 'ρχομαι γω με τις σκιές.



ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Διπλό κονιάκ και μουσική
οι αναμνήσεις χορευτές
δίνουν παράσταση βουβή
με στέλνουν σ' άλλες εποχές.

Το παρελθόν μου ένα κουτί
που άνοιξε η Πανδώρα
όμως τι το 'θελες κι εσύ
να φτάσεις τέτοιαν ώρα.

Το δίκιο μου μ' αφήνει αδιάφορο
μετράνε αλλιώτικα όλα αυτά.
Οι νύχτες γέμισαν παράπονο
και με βουλιάζουν στα ρηχά.

Το τζάμι μου είχε ρωγμή
μου το 'δειξε μια αχτίδα.
Ο εργάτης φταίει ή το γυαλί,
ή μήπως που το είδα.

Και βγαίνει ένας στεναγμός
βρε τι μυστήρια ζωή,
τώρα που πέρασε καιρός
πες μου μετάνιωσες κι εσύ;



Ερμηνεία: Α.ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ & Δ. ΓΑΛΑΝΗ

ΔΕΥΤΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΣΠΝΟΕΣ

Μπάζει ραδιενέργεια από παντού
τρύπιος ο ουρανός χωρίς σελήνη
μια τρελή ελπίδα που 'χει μείνει
μας χαϊδεύει μάταια το νου.

Κάτω στα νερά του Ατλαντικού
πέρα απ' τις Ηράκλειες τις στήλες,
δράκοντες κι αρχαίες νεροφίδες
θα μπορούσαν τόσα να μας πουν.

Δεύτε τελευταίες εισπνοές
κούφιες συμβουλές κι άδικος έρως.
Δίψα για ζωή φέρνει το τέλος
και εμπνέει νέες προσευχές.

Βρίζεις κι απειλείς όλος θυμό
κι απογίνεσαι μ' ένα μεθύσι,
λες: "Δεν μ' έχουνε ρωτήσει..."
και κλαις να δεις εάν σε αγαπώ...

Μα όσες φορές κι αν θα στο πω,
δεν είναι αρκετό για να σε πείσει
όταν όλοι σ' έχουν αγνοήσει,
μοιάζει τόσο λίγο και μικρό.

Οἱ μικροὶ γαλαξίες



Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.

Ολο λέω να φύγω

Ολο λέω να φύγω
χάθηκαν στη νύχτα οι δρόμοι
έσβησαν τα φώτα στην κάμαρα σου
κι εγώ γυρνώ κρυφά στην αγκαλιά σου

αγκομαχά η πόλη πριν χρυσίσει ο ήλιος
απέραντοι οι δρόμοι χωρίς ψυχή
χέρια απλωμένα, ματια κλειστά
δική μου θα γίνεις πριν την αυγή

όλο λέω να φύγω
η αγάπη σου δίχτυ που με κρατά
τα πελάγη απλωμένα με προσκαλούν
μα εγώ δεμένος στη δική σου αγκαλιά

σ'αγαπω φωνάζω στον αέρα
μα εδώ κάτω δεν ακούει κανείς
κι όσο κραυγάζει η δική σου η σιωπή
αβοήθητη πεθαίνει η αγάπη κάθε μέρα
ελπίζοντας από κάποιον να ακουστεί

Μακρινός Έρωτας

"Αυτή δεν ήταν, ανάμεσα σ' όλες, η πιο όμορφη αλλά μου έδωσε τον πιο βαθύ και παράφορο έρωτα.

Άλλες με αγάπησαν περισσότερο· και, χωρίς αμφιβολία,καμιά δεν αγάπησα όπως αυτήν.

Ίσως ήταν επειδή την αγάπησα από μακριά,σαν ένα αστέρι απ' το παράθυρό μου...
Και το αστέρι που λάμπει πιο μακριά μας φαίνεται πως έχει περισσότερες λάμψεις.

Είχα τον έρωτα της σαν ένα πράγμα αλλουνού σαν μια παραλία κάθε φορά πιο μόνη,
που κρατούσε απ' το κύμα αποκλειστικά ένα νότισμα του αλατιού πάνω στην άμμο.

Βρισκόταν στην αγκαλιά μου χωρίς να είναι δική μου, σαν το νερό σε μια διψασμένη κανάτα,σαν ένα άρωμα που 'φευγε με τον άνεμο και που επέστρεφε με τον άνεμο πάλι.

Με διατρυπούσε η ανικανοποίητη δίψα της σαν ένα αλέτρι στο λιβάδι,ανοίγοντας στη φευγαλέα σχισμή της την ευτυχισμένη ελπίδα της συγκομιδής.

Αυτή ήταν το προσιτό στο απρόσιτο,αλλά γέμιζε όλο το κενό όπως ο άνεμος στα πανιά του καραβιού, όπως το φως στο σπασμένο καθρέφτη.

Γι αυτό σκέφτομαι ακόμη εκείνη τη γυναίκα,αυτή που μου έδωσε τον πιο βαθύ και παράφορο έρωτα...Ποτέ δεν ήταν δική μου. Δεν ήταν η πιο όμορφη.

Άλλες με αγάπησαν περισσότερο...
Και, χωρίς αμφιβολία,καμιά δεν αγάπησα όπως εκείνη."

Αν ήταν

Αν ήταν να σου
προσφέρω ένα κρίνο
θα 'βαζα έναν
μίσχο
στον έσπερο.

Οι ήρωες


Αν όλων ο θάνατος ήταν ίδιος δεν θα υπήρχαν ήρωες
Σ.Κ.

Οι ήρωες κοιμούνται τα χαράματα
περπατάνε στους δρόμους με τα χέρια στις τσέπες
συλλογίζουνται τους φίλους τους μα έχουν όλοι πεθάνει.

Οι ήρωες όταν περνάνε το γεφύρι σκέφτουνται τα βουνά
όταν κοιτάζουν τ’ άστρα δε λησμονάνε τα δέντρα
όταν μετανοιώνουν θλίβουνται αλλά δεν αλλάζουν.

Οι ήρωες είναι μονάχοι σαν τη θάλασσα
είναι σιωπηλοί σαν τα φυτά
είναι ανεξήγητοι χωρίς ένα δικό τους θάνατο.

Οι ήρωες, λένε, δεν υπάρχουν, είναι ένα φριχτό όνειρο
που βλέπουμε περπατώντας στο δρόμο
ανάμεσα σε δυο βιτρίνες νεωτερισμών.

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Λέρου



Το φως μ’ ένα κλαδάκι υπομονής στο ράμφος
ξεκίνησε να φτιάχνει τη φωλιά του
στη μασχάλη της μέρας

μ’ ανασηκωμένο το παντελόνι της λαχτάρας ως τα γόνατα
τραβούσε τα δίχτυα της οργής
παρασέρνοντας μαζί
δύσβατα μονοπάτια μοναξιάς
αναπαλαιωμένες δεήσεις επιμονής
αποξηραμένα τσιτάτα οχλοβοής

Όταν ιδρύθηκε η αυτοκρατορία του μεσημεριού
εξαπλώθηκε μέχρι τα πέρατα των δακτύλων του
και μετά κατέκλυσε τις πεδιάδες των παρακλήσεων του

Τ’ απόγευμα ανασήκωσε τα μανίκια της μανίας
ξεκούμπωσε τα πουκάμισα της οργής
κι έλιωσε τα τσόφλια της ραγισμένης καρτερίας

η όραση κρυφή πληγή είναι όταν δεν ξέρεις που να πας

Ασε με Ησυχο

Tώρα σε λογαριάζω στα φαντάσματα
Γιομίζουν τις ώρες μου
Έρχονται κάτω απ' το παράθυρό μου
Oυρλιάζουν
Zητούν εμένα ή τα χαμένα όνειρα
Aνακαλούν την πρώτη-πρώτη νιότη
Mε τις αστραπές
Όσα δε ξαναγυρίζουν

Nα μην ξαναγυρίζουν ποτέ!
Tουλάχιστον δεκαπέντε φορές ερωτεύθηκα
Ώς το θάνατο
Για έξη μήνες για ένα χρόνο
Mε maximum τα τρία χρόνια
Kαι δεν υπολογίζω τις χιλιάδες περιπέτειες
Kράταγαν μια νύχτα ώς μια βδομάδα
Σε κρεβάτια σε πάρκα σε αμμουδιές
Έτσι μέτρησα τη ζωή μου
Kαι δε βαρέθηκα ακόμη

Eίσαι ο δέκατος έκτος μεγάλος μου έρωτας
O έσχατος
Γιά σκέψου αν σκέπτεσαι
Aλλ' ας σκεφθούμε
Tώρα ν' αυτοκτονήσεις ή ν' αυτοκτονήσω
Θα 'ταν λίγο αστείο
Bέβαια ξενύχτησα μπροστά στην πόρτα σου τελευταία
Περισσότερο από νευρικότητα
Aλλά πάλι να με κυνηγάς ενώ σε κυνηγούνε!
Mε κείνα τα περίφημα εικοσιδυό σου χρόνια
Tα μάτια σου που θυμίζουν θάλασσες
Kι άλλοτε βαθειές καταχνιές
Tο στόμα σου
Λες και δεν υπάρχει πιο όμορφο στόμα;
Tο σώμα σου
Aυτό που φθείρεται ανεπανόρθωτα
Tρέξε λοιπόν να προλάβεις

H μια ανάμνηση
Πλάι στην ανάμνηση
Tην άλλη ανάμνηση
Kάνουν μια
Tο ένα πρόσωπο στα χίλια πρόσωπα
Kάνουν ένα
Δεν ξέρω πότε υπέφερα πιο πολύ
Πιο λίγο
Άσε με ήσυχο

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Οι ποιητές

Οι ποιητές δουλεύουν μέσα στη νύχτα
τότε που ο χρόνος δεν τους βιάζει
τότε που καταλαγιάζει η ανθρώπινη βουή
και σταματάει το μαστίγωμα των ωρών.
Οι ποιητές δουλεύουν μες στο σκοτάδι
σαν νυχτοπούλια ή αηδόνια
με γλυκό κελάηδισμα
και φοβούνται μήπως δυσαρεστήσουν τον Θεό.
Μα οι ποιητές, μες στη σιωπή τους
κάνουν περισσότερο θόρυβο
κι από έναν χρυσαφένιο τρούλο γεμάτον αστέρια.

Έσκισες το γράμμα μου.



Έσκισες το γράμμα μου
σε μικρά κομμάτια
που έτρεχαν πίσω σου
πεινασμένα σκυλιά
όπως τις φύσαγε ο αέρας
οι λέξεις.

Απόκριση

Μην προσπαθείς να με πολεμήσεις
δεν υπάρχει πια μάχη

Ερείπια μόνο
σκορπισμένα
στη σκέψη μου

Άφησέ με
πίσω να κοιτάξω
μην κλέβεις
λέξεις που μου ανήκουν

Πρέπει να απαντήσω.

ζωή

Κάποιες φορές, σὰ βράδιαζεν ἀργὰ στὴν κάμαρά μας,
τ᾿ ὠχρὸ κεφάλι γέρνοντας στὴν ἀγκαλιά μου ἀπάνω
καὶ μὲ θλιμμένο ἀνάβλεμμα στυλὰ κοιτάζοντάς με,
«θὰ μὲ ξεχάσεις;» ρώταγες «καλέ μου, σὰν πεθάνω;»

Δὲ σ᾿ ἀπαντοῦσα. Τὴ φωνὴ τὴν πνίγαν οἱ λυγμοί μου,
κι᾿ ἕσφιγγα μὲ παροξυσμὸ τ᾿ ἀδύνατο κορμί σου,
σὰ νά ῾ θελᾳ μὲς στὴ ζωὴ νὰ σὲ κρατήσω ἐνάντια
στὸ Χάρο, γιά, ἂν δὲν μπόραγα, νὰ πήγαινα μαζί σου.

Γιατ᾿ ἤσουν ὅλη μου ἡ ζωή, χαρά της καὶ σκοπός της,
κι᾿ ὅσο κι᾿ ἂν ἐστρεφόμουνα πίσω στὰ περασμένα
δὲν ἔβλεπα, δὲν ἔνιωθα κοντά μου ἄλλη ἀπὸ σένα.

Μοῦ φαίνονταν ἀδύνατο δίχως ἐσὲ νὰ ζήσω.
Καὶ τώρα ποὺ μὲ ἄφησες, μὲ φρίκη ἀναλογιέμαι
τὸ θάνατό σου, ἀγάπη μου, πὼς πάω νὰ συνηθίσω.

Τον κοίταξα από μακριά

"Τον κοίταξα από μακριά, ακόμα ζητούσε δικαίωση/ τον κρατούσαν τρεις, ένας οδηγούσε/ είχε παγιδευτεί στα λάθη του, ήταν κι η νύχτα/ χάραξε παλιά ιδέα βαθιά, την πλήγωσε/ ένοχος φώναζαν όλοι τρομαγμένοι, ασθενοφόρο/ τον πιάσανε, τον δίκασαν, καταδικάστηκε ήταν επόμενο/ άσπρισε να αλλάζει, στρατόπεδα, η ίδια πορεία/ εκείνη η ιδέα, παρεξηγημένη, σχεδόν πόρνη, επέζησε/ μα το θελε να την πληγώσει, να τη σκοτώσει, όμως πιάστηκε/ άργησε να κρύψει τη σκέψη του, πάντα αργούσε κάτι/ αμήχανος δεν το περίμενε, γρήγορη σύλληψη, καθορισμένη/ ξεχασμένος στο τόπο του εγκλήματος, κοιτούσε όσο έλεγε/ τον χρόνο να ματώσει, τον σκότωνε ένα παραμύθι που είχε δώσει/ ότι διάβαζε από παιδί, το δίκαιο να νικάει το άδικο και μια αγάπη την ιστορία."

Οι ψυχές ευωδιάζουν όταν αγαπούν



Ενα ακροκέραμο ανεμοδαρμένο
ένα άλμπουρο στο αχνισμένο πέλαγο
μια σημαία μεσίστια που κλαίει
είναι ο χρόνος που μπουσουλάει τη ζωή

Κάθε αύριο που περνάει
είναι το σήμερα, που γερνάει
μια καρδιά που αγαπάει
δε γερνάει για μια ζωή

Μη μετράς τις λέξεις
μην πλέκεις στίχους στη σιωπή
σήμερα πρέπει να διαλέξεις
αν θ'αγαπάς για μια ζωή

Αν ξανάρθεις να θυμηθείς
της άνοιξης τις ευωδιές
γιατί όσο υπάρχουν αστέρια
ψηλά θα κοιτώ, όλες τις νυχτιές

Κι αν ονειρεύεσαι ταξίδια
που δε γεύτηκες ποτέ
με χρυσόσκονη γυαλίζουν τα καρφιά
που θα σε καρφώσουν αετέ

Ανοιξε παράθυρο στον έρωτα
στα θολωμένα τζάμια της ζωή σου
μη ζωγραφίζεις κόκκινες καρδιές
οι ψυχές ευωδιάζουν όταν αγαπούν
στα γέρματα και στις ανατολές

Θα ήθελα

"Θα ήθελα", τι κουτό, σπάταλα ευγενικό και παρηγορητικό - τόσες τσαλαπατημένες ευχές σε μια λέξη. Αν ήθελα να πραγματοποιηθούν... θα χρησιμοποιούσα το απλό και κοφτό ρήμα "θέλω". ...Το ρήμα που αρέσει στα παιδιά.
Ξέρεις τι θα ήθελα; Να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι οι επιθυμίες απλώς υπάρχουν. Όπως υπάρχουν ρούχα. Χέρια. Μαλλιά. Τα αγγίζεις, σε αγγίζουν κι αυτό είναι όλο...
Θα ήθελα να ακολουθήσεις τη διαδρομή του μυαλού μου και να με εντοπίσεις.
Γρήγορα αν είναι δυνατόν.
Τώρα".

Έμοιαζες με το κύμα



Τα μαλλιά σου μαύρα σπειρωτά φίδια

Κροταλίζανε στο φύσημα του αγέρα
Εκτελεστές ορχήστρας στη συναυλία της θάλασσας

Τα μάτια σου λεπίδες
Τα χείλη σου φωτός φουσκώματα

Κι όταν ερχότανε το σούρουπο
Κι εστέκοσουν μπροστά στον ήλιο που έφευγε
Το σώμα σου
Έπαιρνε γεύση απ' το θεό
Καθώς απάνω του
Χίλια σκυλιά
Μαζί με τρεις αγγέλους
Ανάδευαν του δέρματος την ταραχή

Ίσως αργά..



Στο μεταίχμιο μεταξύ δυνατού και αδύνατου
ψάχνω λύσεις για την αναποδογυρισμένη ζωή..
Σιωπηλή ανάγνωση του θανάτου..
ξαστοχά τις μνήμες από τον καιρό της ευτυχίας..
Ο αγώνας της ψυχής ξεκινά με κροταλιστά βήματα…
Κατάστηθα με δέρνει μια ανίατη εμμονή…
σαν να είμαι ο μόνος μυχός του κόσμου…
Ψάχνω την ενική αρχή της ύπαρξης..
δεν τα καταφέρνω..
Πάντα στην εικόνα βρίσκονται πολλά πρόσωπα..
θεοί και άνθρωποι...
χορεύουν κάνοντας περιφορά γύρω από τον ήλιο..
χύνοντας δαιμονισμένα μαχαίρια στο αίμα μου..
Κι εγώ με ένα πικρό αλίμονο και μια ουλή στα χείλη..
καταλαβαίνω πως η γνώση για λυτρωμό ήρθε πολύ αργά…

Φθινόπωρο

Όταν του φθινοπώρου η πόρτα ανοίξει
όταν θ' αποδημούνε τα πουλιά
θα φτάνει ένα αεράκι ν' αποδείξει
τι είναι μιά αγκαλιά

Θα 'ναι Σεπτέμβρης μήνας μπορεί κι Οκτώβρης
θα 'σαι στην πόλη εσύ κι εγώ στο νησί
και όποιος θυμάται πιο πολύ θα το βρεις
όταν θα παίρνεις το γράμμα μου το θαλασσί

Δεν υπάρχουν σύνορα μου λες
τα καράβια κάνουν κύκλο στις καρδιές
τα δελφίνια όμως θα μου πουν
όποιος μένει πίσω δεν τον αγαπούν

Καθώς κοιτώ να παίζεις με το κύμα
να μου φοράς κοχύλια στα μαλλιά
νιώθω πως δεν αργεί το πρώτο βήμα
που σε πάει μακριά - σ' άλλη αγκαλιά

Αύγουστος μήνας θα λέει η φωτογραφία
μα ο Δεκέμβρης θα 'ναι στην ψυχή
και μένα που με λένε απλώς Μαρία
θα φτιάχνω μιά ιστορία από την αρχή

Δεν υπάρχουν σύνορα μην πεις

Το δελφίνι το 'πε στις ακτές
κράτα την καρδιά σου από τους πειρατές
το 'πε και στο κύμα χάθηκε
όποιος μένει πίσω – πάει, ξεχάστηκε

Δεν υπάρχουν σύνορα μου λες
τα καράβια κάνουν κύκλο στις καρδιές
τα δελφίνια όμως θα μου πουν
όποιος μένει πίσω δεν τον αγαπούν

Το τανγκό της Νεφέλης



Το χρυσό κουρέλι που στα μαλλιά της φόραγε η Νεφέλη
να ξεχωρίζει απ'όλες μες στ'αμπέλι
ήρθανε δυό μικροί μικροί αγγέλοι
και της το κλέψανε.

Δυό μικροί αγγέλοι
που στα ονειρά τους θέλαν την Νεφέλη
να την ταίζουνε ρόδι και μέλι
να μη θυμάται να ξεχνάει τι θέλει.
Την πλανέψανε.

Υάκινθοι και κρίνα
της κλέψαν τ'άρωμα και το φοράνε
κι οι έρωτες πετώντας σαϊτιές, την περιγελούν.

Μα α καλός ο Διας
της παίρνει το νερό της εφηβείας
την κάνει σύννεφο και την σκορπά
για να μην τη βρουν.

Δυό μικροί αγγέλοι
που στα ονειρά τους θέλαν την Νεφέλη
να την ταίζουνε ρόδι και μέλι
να μη θυμάται να ξεχνάει τι θέλει.
Την πλανέψανε.

προσευχή

Δώσ' μου ένα σύνορο να περπατώ
Δώσ' μου ένα όνομα να μη χαθώ
Δώσ' μου ένα όνειρο να κρατηθώ
Δώσ' μου ένα όραμα ν'αντισταθώ

Δώσ' μου ένα παιδί να εξομολογηθώ
Δώσ' μου ένα φιλί να πλύνω το κακό
Ξύπνησέ με το πρωί μ'ένα σκοπό
Που να λέει χαλάλι στη ζωή που ζω

Οι φίλοι


Πρόσεχε, πρόσεχε παιδί μου πως μιλάς
και προπαντός σε μας που σ' αγαπάμε
δύο φιλαράκια έκανες και θέλεις να τα φας
αφού όταν το σκας αλλού κοιτάμε

Πρόσεχε, πρόσεχε παιδί μου πως μιλάς
και προπαντός σε μας που σ' αγαπάμε

Τους φίλους τους διαλέγουμε
γι' αυτό δεν τους παιδεύουμε
τα μυστικά μας λέμε
κι εμείς ερωτευτήκαμε
αλλά δε τρελαθήκαμε
τους φίλους δεν τους καίμε
κι εμείς ερωτευτήκαμε
αλλά δε τρελαθήκαμε
τους φίλους μας δεν καίμε

Μίλα μας, μίλα μας γιατί μας αγαπάς
τι κρύβεσαι από μας κι απ' τη σκιά σου
δύο φιλαράκια έκανες και θέλεις να τα φας
για πρόσεξε μην έρθει κι η σειρά σου
Μίλα μας, μίλα μας γιατί μας αγαπάς
για πρόσεξε μην έρθει κι η σειρά σου

Τους φίλους τους διαλέγουμε
γι' αυτό δεν τους παιδεύουμε
τα μυστικά μας λέμε
κι εμείς ερωτευτήκαμε
αλλά δε τρελαθήκαμε
τους φίλους δεν τους καίμε
κι εμείς ερωτευτήκαμε
αλλά δε σκοτωθήκαμε
τους φίλους μας δεν καίμε

ο άνθρωπος του καβου

Πάνω σ' ένα μαύρο κάβο είν' το σπίτι του
μοναχός συντροφεμένος απ' τη λύπη του
Ήταν νέος, ήταν γέρος δε θυμάμαι πια
μα θυμάμαι πως μιλούσε μόνο στα πουλιά
Και κανένας δεν τον είχε κάνει φίλο του
πάντα μοναχός γυρνούσε με το σκύλο του
Κι όπως μάζευα κοχύλια κι άσπρα βότσαλα
ήρθαν κι έκατσαν κοντά μου δυο γλαρόπουλα
Μου 'παν να τον πλησιάσω που 'μαι μοναχή
να του φτιάξω μιαν αγάπη να μιλάει γι' αυτή

Μα η δικιά μου η αγάπη είναι η θάλασσα
για μοναδική μου φίλη την εκράτησα
Να μου τραγουδήσει πάλι την παρακαλώ
μήπως την ακούσει κι έρθει μέχρι το γιαλό.
Η μανούλα μου η γοργόνα η Μαγδαληνή
να της πω να του χαρίσει πάλι τη φωνή
Να μου πει τα μυστικά του και τα λάθη του
που τον κρύψαν απ' τους φίλους κι απ' τα πάθη του
Κι ύστερα να πλύνω τ' άστρα να του φέξουνε
νά 'ρθει πριν φανούν οι γλάροι κ' με κλέψουνε.

Πάνω σ' ένα μαύρο κάβο όλη μου η ζωή
να μετράω τους πειρατές της κάθε χαραυγή
Και η μάνα μου δε βγαίνει κι ούτε φαίνεται
το τραγούδι μου στο κύμα μέσα πνίγεται
Την αγάπη να διαλέξω ή τη θάλασσα
απ' τις δύο ποια με πονάει δε λογάριασα
Κι έτσι ανάμεσα στις δύο τώρα αφήνομαι
μα καμιά δεν είναι δικιά μου και μαραίνομαι

Πάνω σ' ένα μαύρο κάβο όλη μου η ζωή
να μετράω τα όνειρα της κάθε χαραυγή

Εσύ με ξέρεις πιο πολύ

Εσύ με ξέρεις πιο πολύ, απ' όλους στη ζωή μου
τα μαγικά ταξίδια μου, τα έκανες κι εσύ
Όταν η νύχτα μ' έστελνε, στα στέκια της ερήμου
για σένα ήταν πάντα απλό, να ψάξεις να με βρεις
Σου λέω με ξέρεις πιο πολύ, απ' όλους στη ζωή μου
για σένα είναι πάντα απλό, να ψάξεις να με βρεις.

Κι απόψε, μες την έρημη την πόλη, που με βρήκες πάλι,
πάρε με κοντά σου

Κρύψε με μες το παλτό σου, κάνε με κορμί δικό σου
ως την άκρη του μυαλού σου, ως την άκρη του ουρανού σου
Τύλιξέ με στο κασκόλ σου, σαν παιδί σαν άγγελό σου
να χαθώ στη μυρωδιά σου, να χωρέσω στ' όνομά σου

Η πόλη παίζει τη σκληρή, στα ενήλικα παιδιά της
κι αν λείπει το άλλο σου μισό, μισός μένεις κι εσύ
μα όταν μαζί σου περπατώ, στα έρημα στενά της
στο πέλαγος της μοναξιάς μου, γίνεσαι νησί
Η πόλη παίζει τη σκληρή, στα ενήλικα παιδιά της
κι αν λείπει το άλλο σου μισό, μισός μένεις κι εσύ.

οι υπνοβάτες

Στην πόλη που γεννήθηκα: μάνα και κόρη ζούσαν

στον ύπνο τους που, πότε πότε, νυχτοπερπατούσαν.

Μια νύχτα που ησυχία γλυκιά πλάνευε όλη την πλάση,
κόρη και μάνα, υπνοβατώντας,
ήρθαν κι οι δυο κάτου
και, στην ομίχλη που τον κήπο γύρω είχε σκεπάσει,
αντάμωσαν στον ύπνο, ως λεν' τ' αδέρφι του θανάτου.

Μίλησ' η μάνα:
«Ώ! Πιό φριχτός εχθρός μου, στους ανθρώπους,
Έσύ 'σαι που κατάστρεψες τη θαλλερή μου νιότη.

Τ' ανθί της ζωής σου λίπανες με τους δικούς μου κόπους.

Αν ανθρωπο εγώ σκότωνα, εσύ θα 'σουν η πρώτη».

Κι η κόρη:
«Ώ μισητή γυναίκα, γριά ξεκουτιασμένη,
π' ο εγωισμός σου, εμπόδιό μου, για κάθ' ελευθερία!

Που θέλεις τη ζωή μου ηχώ σου - ζωή, συ, μαραμένη.
Ας ήτανε να πέθαινες, να λήξει αυτή η ιστορία».

Κείνη την ώρα ξύπνησαν' λάλησε το κοκόρι.
Κι η μάνα αγκάλιασε την κόρη και της λέει γλυκά:
-Εσύ 'σαι, αγαπούλα μου;»
καί μ' όμοια γλύκα η κόρη: ..
-Ναι, εγώ, χρυσή μανούλα μου»,
και πάνε αγκαλιαστά.

................
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

Ύμνος στην Ελευθερία

Από τα βάθη από αυτά τα βάθη
Σε καλούμε, Ω! Ελευθερία - ακούσε μας!
Από τις γωνιές του σκότους
Θα ανυψώσουμε τα χέρια μας σε ικεσία -
στρέψε το βλέμμα σου προς εμάς!
Από την έκταση αυτών των χιονιών
Γονατίζουμε μπροστά σου, ζητώντας συμπόνια για μας!
Βρισκόμαστε τώρα μπροστά στο τρομερό σου θρόνο με βουτηγμένα τα ρούχα μας με το αίμα των πατέρων μας!
καλύπτοντας τα κεφάλια μας με τη σκόνη των τάφων που ανακατέυεται με τα υπολείμματα τους! Σύροντας τα ξίφη που έχουν τυλιχθεί στα εντόσθια τους?
Ανυψώνοντας τις λόγχες τους που έχουν διαπεράσει τα στήθη τους!
Σέρνοντας τις αλυσίδες που έχουν μαράνει τα πόδια τους!
Κραυγάζοντας με κραυγές που έχουν πληγώσει τους λαιμούς τους,
Και θρήνους που έχουν γεμίσει το σκοτάδι των φυλακών τους!
Προσευχόμαστε με προσευχές που έχουν αναπηδήσει από τον πόνο της καρδιάς -
Ακούσε, Ω! Ελευθερία, ακούσέ μας!
Από τις πηγές του Νείλου έως τις εκβολές του Ευφράτη
Ο θρήνος των ψυχών που ξεχύνεται σαν θάλασσα , αυξάνεται με την κραυγή τής αββυσου!
Από τα σύνορα της χερσονήσου έως τα βουνά του Λιβάνου
Απλώνουμε τα Χέρια προς εσένα, τρέμοντας από την αγωνία του θανάτου!
Από τις ακτές του κόλπου έως την άκρη της ερήμου
Με τα μάτια μας να είναι ανυψωμένα σε σένα και με μαραζομενες καρδιές -
Στρέψε, Ω! Ελευθερία, και προσβλεψε σε εμάς.
Στις γωνιές της καλύβας που στέκεται στη σκιά της φτώχειας και της ταπείνωσης,
Από φυλακή σε φυλακή μεταφέρεται το σώμα μας, εμπαίζοντας τις εποχές μας -
Για πόσο καιρό θα αντέχουμε αυτόν τον τον εμπαιγμό των εποχών;
Από το ζυγό σε βαρύτερο ζυγό έχουν κάνει το λαιμό μας να περάσει
Και τα έθνη της γης βλέπουν όλα αυτά και γελούν μαζί μας -
Πόσο καιρό θα διαρκέσει αυτή η παρωδία των εθνών;
Από δεσμά σε δεσμά αυτή η διαδρομή μας οδηγεί,
Και δεν μπορούμε να εξαφανίσουμε τα δεσμά , ούτε εμεις να χαθούμε -
Πόσο καιρό θα πρέπει να παραμείνουμε ζωντανόι; ...
Από την απληστία των Φαραώ
Στα νύχια του Ναβουχοδονόσορ!
Στα καρφιά του Αλεξάνδρου!
Στα ξίφη του Ηρώδη!
Στα νύχια του Nέρωνα!
Στους κυνόδοντες του διαβόλου!
Ποιός ζυγός θα μας υποδουλώσει τώρα;
Και πότε θα πρέπει να εμπέσουμε στο αγκάλιασμα του θανάτου για να βρούμε την γαλήνη μακριά από τη σιωπή της ανυπαρξίας;
Με τη δύναμη των όπλων μας κατασκεύασαν τους πυλώνες των ναών και των ιερών για να δοξάζουν τους θεούς τους!
Με τις πλάτες μας έφεραν πηλό και πέτρες για να κατασκευάσουν κάστρα να ενισχύσουν τα οχυρά τους! Και με τη δύναμη των σώματων μας έχτισαν τις πυραμίδες τους για να καταστήσουν το όνομά τους αθάνατο!
Για πόσο καιρό θα υπάρχουμε για να χτίζουμε κάστρα και παλάτια;
Και όμως εμείς ζούμε σε σπηλιές και καλύβες,
ζωντανοί αλλα΄στις καλύβες και στις σπηλιές;
για πόσο καιρό θα υπάρχουμε για να γεμίζουμε τους σιτοβολώνες και τα καταστήματά τους,
μην τρώγοντας,τίποιτ'άλλο από σκόρδο και τριφύλλι;
Για πόσο καιρό θα υπάρχουμε για να υφάινουμε το μετάξι και το μαλλί,
Και να είμαστε ντυμένοι με κουρελιασμένα υφάσματα;

Μέσα από την πονηριά τους και την προδοσία τους έχουν θέσει την φυλή κατά της φυλής!
Στήθια που χτυπιούνται για σένα!
Στο κενό των σπιτιών που δημιουργούνται στο σκοτάδι της άγνοιας και της τρέλας,
Καρδιές που χτυπούν ενωπιόν σου!
Και στις γωνίες των σπιτιών θάβονται τα σύννεφα της τυραννίας και της καταπίεσης,
Η λαχτάρα για σένα γίνεται Αποστάγμα -
Κοίταξέ μας, Ω! Ελευθερία, και συμπόνεσέ μας.
Στα σχολεία και τα γραφεία
Απελπισμένοι νεοι σε καλούν!
Σε εκκλησίες και μουσουλμανικά τεμένη
Το εγκαταλελημένο βιβλίο σε προσκαλεί !
Σε συμβούλους και στα δικαστήρια των παραμελημένων Το δίκαιο σε εκλιπαρει - έχε οίκτο , Ω! Ελευθερία, και σώσε μας.
Στα στενά μας δρομάκια
Ο έμπορος ανταλλασει τις ημέρες του μόνο για να πληρώσει τους κλέφτες από τη Δύση,
Και κανένας δεν είναι εκεί για να τον συμβουλεύσει!
Στους δικούς μας άγονους αγρούς
Ο αγρότης οργώνει τη γη με τα νύχια του,
και στ'αυλάκια του νερού ρίχνουν σπόρους δακρύων από την καρδιά τους,
Και δεν θα έχει συγκομιδή να αποθηκέυσει εκτός από τα αγκάθια και τους κάρδους,
Και κανένας δεν είναι εκεί για να τον διδάξει!
Στις άδειες μας πεδιάδες οι Βεδουίνοι περπατούν ξυπόλυτοι, γυμνοί και πεινασμένοι
Και κανένας δεν είναι εκεί για να τους ελεήσει -
Μίλα, Ω! Ελευθερία, και διδάξέ μας ...
Από την αρχή το σκοτάδι της νύχτας έχει κατέβει μεσα στις ψυχές μας -
Πόσος καιρός μέχρι την αυγή; Εχει διαχωρίσει την ομάδα από την ομάδα!
Έχει σπέιρει τους σπόρους του μίσους στις φυλές και ανάμεσα στις φυλές -
Πόσο καιρό θα υπάρχουμε για να διαλυθούμε στη συνέχεια όπως οι στάχτες πριν από αυτο το σκληρο τυφώνα,
Και πως θα πολέμησουμε σαν τα μικρά πεινασμένα λιοντάρια μπρος σε δυσώδες σφάγιο;
Προκειμένου να εξασφαλίσουν την δύναμή τους και να εχουν την ευχέρεια για εξουσία ,
έχουν οπλίσει τους Durzi να πολέμήσουν κατά του Άραβα!
Έχουν υποκινήσει τους Σηίτες ενάντια των Σουννιτών
Έχουν υποκινήσει τους Κούρδους για τη σφαγή των Bεδουινων!
Έχουν ενθαρρυνθεί τον Μουσουλμάνο να παλέψει με τον Χριστιανό -
Για πόσο καιρό ένας αδελφός θα πολεμά τον αδελφό του για το στήθος της μητέρας;
Για πόσο καιρό ένας γείτονας θα απειλει τον γείτονα κοντά στον τάφο της αγαπημένης του;
Για πόσο καιρό ο Σταυρός και η Ημισέληνος θα παραμενουν χώρια μπροστά στα μάτια του Θεού;
Ακούσε, Ω! Ελευθερία, και πρόσεξέ μας.
Στρέψτε το βλέμμα σου προς εμάς, Ω μητέρα των κατοίκων της γης,
Γιατί δεν είμαστε οι απόγονοι του ανταγωνιστή σου!
Μιλήσε μας με τη γλώσσα του κάθε ένος από εμάς.
Από μία μονο σπίθα ερχεται φωτιά σε ένα δεμάτι από άχυρο !
Ξύπνησε με τον ήχο των φτερών σου το πνεύμα του κάθε ενός από τους άνδρες
Γιατι από ένα σύννεφο ξεπηδάει ένας κεραυνός και φωτίζει τις λωρίδες της κοιλάδας και τις κορυφές των βουνών.
Διαλυσε με την απόφασή σου αυτά τα μαύρα σύννεφα?
Κατέβα ως κεραυνός!
Καταστρέψε σαν καταπέλτης,
Τα στηρίγματα εκείνων των θρόνων που δημιουργούνται πάνω σε οστά και σε κρανία,
Που είναι επικαλυμμένοι με το χρυσό των φόρων και των δωροδοκιών.
Και εμποτισμένοι με αίμα και δάκρυα.
Ακούσε μας, Ω! Ελευθερία,
Συμπόνεσέ μας, Ω! Κόρη της Αθηνάς,
Διάσωσε μας, Ω! Αδελφή της Ρώμης,
Σώσε μας, Ω! σύντροφος του Μωυσή,
Ελά να μας ενίσχυσεις, Ω! αγαπημένη του Μωάμμεθ,
Μάθε μας, Ω! νύφη του Ιησού,
Ενίσχυσε τις καρδιές μας ότι μπορεί να ζήσουν!
Ή ενισχύσε τα όπλα των εχθρών μας εναντίον μας.
Αυτό μπορεί να μας εξασθενει, να χαθούμε και να βρούμε την ειρήνη.

Ασθενής μνήμη

"Ασθενής μνήμη, η διαπίστωση/ έχασες, τα ωραιότερα χρόνια/ τώρα κρατούσες, κάποια σιωπή/ κάποτε μπερδευόσουν, γινόσουν παιδί/ έψαχνες τα δικά σου όνειρα, ένα ένα/ ήθελες να γνωρίσεις, το μέλλον/ ήλπιζες, σε ένα καλύτερο μέλλον/ μετά η μεταστροφή, οδηγούσε αλλού/ στα βαθιά γηρατειά, έβλεπες παιδιά μακριά/ το τέλος χρόνου να πλησιάζει, επικίνδυνα/ δεν ανήκες πουθενά/ χαμένο πρωτόκολλο οι ώρες σου, ζωή/ λαβύρινθος συναισθημάτων, αδιέξοδο/ έκλαιγες, δεν θυμώσουν γιατί/ μα έπρεπε, το ένιωθες σωστό/ περνούσαν εικόνες, ασύνδετες/ μόνο το σκοτάδι φοβόσουν, ξένο αφιλόξενο/ εφιάλτες και πληγές, επανέρχονταν/ σε κυνηγούσαν διακριτικά, ως την αυγή/ είχες ξεχάσει τα γράμματα, κι όμως/ διάβαζες, σε μια σβησμένη μνήμη/ χιλιάδες ποιήματα και συναντήσεις/ ήσουν εκεί, μα δυστυχώς πάντα έλειπες."

Εφυγες



Αχνίζουν ακόμα τα λόγια σου
στην παγωμένη νύχτα
μοσχοβολάει η φωνή σου
στην απέραντη σιωπή

Εγιναν κομάτια τα όνειρά μου
γέμισε στα χέρια μου η μοναξιά
ζωγραφίζω με λέξεις τη μορφή σου
πλάθω εικόνες απ'τη ζωή μαζί σου

Θρυμματίστηκαν οι μνήμες μου
πέτρωσε στα χείλη μου
ένα παράπονο πικρό
τρίζουν οι πληγωμένες μου αισθήσεις
κι εσύ δεν είσαι εδώ

Ελα πίσω να με γητέψεις πάλι
να μου διαβάζεις ήχους στη σιωπή
να κελαρίζει η φωνή σου
να τραγουδάς με λόγια τη μουσική

Ελα πίσω να δεις στα χείλη μου
ένα χαμόγελο κρυφό
έλα πίσω στην αγκαλιά μου
να σου πω πάλι Σ'αγαπώ

Μείνε μαζί μου

Μείνε μαζί μου
σου είπα μοναξιά
και είπες
στους δύο τρίτος δε χωρά
μα είσαι η πιο καλή μου συντροφιά
φεύγω μου είπες
δε λέω ούτε γειά
μη φεύγεις
σου είπα μοναξιά
και είπες
στους δύο τρίτος δε χωρά
θα ζω δυό στάσεις παρακάτω
αν ποτέ θα είσαι μόνος σου
αν με χρειαστείς
θα είμαι κι εγώ μόνη μου
έλα να με βρείς

Aν γινόταν να χρωματίσω

Aν γινόταν να χρωματίσω
τις ψυχές των ανθρώπων,
στην παλέτα μου θα είχα
ολα τα χρώματα.
Αν γινόταν να χρωματίσω
τον κόσμο όλον
θα τον έβαφα όλον γκρί.
Αν γινόταν να χρωματίσω εσένα,
θα γινόμουν Θεός.

η νύχτα και ο τρελλός

-Είµαι σαν εσέ, ω, Νύχτα, σκοτεινός και γυµνός·
περπατώ στο φλογοστρωµένο µονοπάτι
που είναι πάνου από τους οπτασιασµούς µου,
κι οποτεδήποτε το πόδι µου αγγίζει χώµα
µια γιγάντισσα Βαλανιδιά φυτρώνει.

-'Όχι, δεν είσαι σαν εµένα, ω, Τρελέ,
γιατί εσύ ακόµα πισωκοιτάζεις,
να δεις πόσο τρανό 'ναι τ' αχνάρι του ποδιου σου
π'αφηκες στην αµµο.

-Είµαι σαν εσέ, ω, Νύχτα, σιγηλός και βαθύς·
και στην καρδιά της µοναξιάς µου
πλαγιάζει µια Θεά, σε - γέννας µιας - κρεβάτι.
Και γι' αυτό που γεννιέται ο ουρανός αγγίζει την Κόλαση.

-'Όχι, δεν είσαι σαν εµένα, ω, Τρελέ,
γιατί εσύ φρικιάς ακόµα µπρος στον πόνο,
και το τραγούδι της άβυσσος τρόµους σου φέρνει.

-Είµαι σαν εσέ,ω, Νύχτα, άγριος και φοβερός·
γιατί στ' αφτιά µου µυρµηγκιάζουν
οι κραυγές εθνών κατακτηµένων
κι αναστενάγµατα λησµονηµένων τόπων.

-'Όχι, δεν είσαι σαν εµένα, ω, Τρελέ,
γιατί εσύ ακόµα παίρνεις τον µικρο-εαυτό σου, για σύντροφο,
και δεν µπορεις να φιλιώσεις µε τον τερατώδικο-εαυτό σου.

-Είµαι σαν εσέ, ω, Νύχτα, σκληρός κι απαίσιος'
γιατί τα στήθια µου πυρακτώνουνται
από φλεγόµενα καράβια στη θάλασσα,
και είναι µατοβαµµένα τα χείλια µου,
από αιµατα πολεµιστων σφαγµένων.

-'Όχι, δεν είσαι σαν εµένα, ω, Τρελέ'
γιατί η αποθυµιά για µια αδερφή ψυχή ακόµα σε δυναστεύει
κι εσύ δεν έχεις γίνει ακόµα αυτονόµος, για σένα.

-Είµαι σαν εσέ, ω, Νύχτα, χαρωπός κι ευτυχισµένος'
γιατί κείνος που κατοικεί στη σκιά µου
είναι τώρα µεθυσµένος µε παρθενικό κρασί, αγιοσύνης,
κι εκείνη που µε ακολουθει αµαρταίνει περίχαρα.

-'Όχι, δεν είσαι σαν εµένα, ω, Τρελέ,
γιατί η ψυχή σου διπλωµένη είναι, σ' εφτάδιπλα πέπλα,
και δεν κρατάς την καρδιά σου στο ιδιο σου το χέρι.

-Είµαι σαν εσέ, ω, Νύχτα, υποµονετικός κι όλο πάθος'
γιατί στα στήθια µου: µια χιλιάδα νεκροί εραστές,
είναι θαµµένοι - σαβανωµένοι µε φιλιά µαραµένα.

-Ναί, Τρελέ, είσαι σαν εµένα;
Είσαι σαν εµένα;
Και µπορεις εσύ να ιππέψεις την καταιγίδα σαν άτι,
και ν'αδράξεις τον κεραυνό σα σπαθί;

-Σαν εσέ, ω, Νύχτα, σαν εσέ, δυνατός κι αψηλός,
κι ο θρόνος µου είναι θεµελιωµένος πάνω σε σωρούς πεσµένων Θεων·
κι ακόµα, µπροστά µου διαβαίνουν οι µέρες
για να φιλήσουν τον ακρόγυρο του µανδύα µου,
µα ουδέποτε για ν' ατενίσουν το πρόσωπό µου.

-Είσαι σαν εµέ, παιδί της πιό σκοταδιασµένης καρδιάς µου;
Και σκέφτεσαι τις πιο ακαταδάµαστες σκέψεις µου
και µιλας τή γιγάντισσα γλώσσα µου;

-Ναι, είµαστε δίδυµα αδέρφια, ω, Νύχτα·
γιατί εσύ αποκαλύπτεις το διάστηµα
κι εγώ την ψυχή µου.

ο Προφήτης

Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ

O Αλμουσταφά ο διαλεχτός και αγαπημένος , που ήταν φως αυγινό στη δική του μέρα , περίμενε δώδεκα ολόκληρα χρόνια στην πόλη της Ορφαλεζίας για το καράβι που θα γύριζε και θα τον έπαιρνε πίσω στο νησί που γεννήθηκε.
Και στο δωδέκατο χρόνο , την εβδόμη μέρα του Γιελούλ, του μήνα του θερισμού, ανέβηκε το λόφο που ήταν έξω από τα τείχη της πόλης και κοίταξε κατά την θάλασσα κι ανάμεσα από την αραιή ομίχλη ξεχώρισε το καράβι του που ερχόταν .
Τότε οι πόρτες της καρδιάς του άνοιξαν μεμιας και η χαράτου φτερούγισε μακριά πάνω από την θάλασσα.Κι εκείνος έκλεισε τα μάτια του και προσευχήθηκε μέσα στη σιωπή της ψυχής του.
Καθώς όμως κατέβαινε το λόφο, κάποια θλίψη άγγιξε την ψυχή του και μια σκέψη γεννήθηκε στην καρδιά του.
Πως θα μπορέσω να φύγω ήρεμα και χωρίς πόνο;
Όχι , δεν θα μπορέσω να φύγω από την πόλη αυτή χωρίς μια πληγή στην ψυχή μου.Πολλές ήταν οι μέρες του πόνου που πέρασα μέσα στα τείχη της, και πολλές οι νύχτες της μοναξιάς μου,καί ποιός μπορεί ν'αποχωριστεί τον πόνο και την μοναξιά του χωρίς λύπη;
Πάρα πολλά κομμάτι ατου πνεύματός μου διασκόρπισα σ' αυτούς τους δρόμους , και πάρα πολλά είναι τα παιδιά της λαχτάρας μου που βαδίζουν γυμνά ανάμεσα σε αυτούς τους λόφους , και δεν μπορώ να φύγω μακριά τους χωρίς κάποιο βάρος και κάποιον πόνο .
Σήμερα δεν πετώ από το κορμί μου ένα ρούχο , αλλά σχίζω το δέρμα μου με τα ίδια μου τα χέρια .
Ούτε είναι μια σκέψη αυτό που αφήνω πίσω μου, αλλά μια καρδιά που γλύκανε με την πείνα και την δίψα .Κι ωστόσο δεν μπορώ ν' αργοπορήσω άλλο εδώ.Η θάλασσα που καλεί όλα τα πράγματα κοντά της , καλεί κι εμένα , και πρέπει να ταξιδέψω.
Γιατί , το να μείνω , κι άν ακόμα κάνει ζέστη φλογερή μέσα στη νύχτα , για μένα θα σημαίνει πάγωμα και κρουστάλιασμα και σκλάβωμα μέσα στο καλούπι.
Μ'ευχαρίστηση θα έπαιρνα μαζί μου όλα όσα είναι εδώ.Άλλά πως μπορώ;
Η φωνή δεν μπορεί να πάρει μαζί της τη γλώσσα και τα χείλη που της έδωσαν φτερά.Μόνη πρέπει να πετάξει στα αιθέρια .Και μόνος , χωρίς τη φωλιά του θα πετάξει ο αετός στα ουράνια.
Σε λίγο , όταν έφτασε στα ριζά του λοφου , στράφηκε πάλι πrος την θάλασσα, και είδε το καράβι του να πλησιάζει στο λιμάνι , και πάνω στην πλώρη του είδε τους ναύτες , ανθρώπους της πατρίδας του.
Και η ψυχή του μίλησε προς αυτούς και είπε:
Παιδιά της πρώτης μάνας μου , εσείς που κουβαλάτε τα θαλασσινά ρεύματα , πόσες φορές αρμενίσατε στα όνειρά μου.Και τώρα έρχεστε στον ξύπνιο μου, που είναι το πιο βαθύ μου όνειρο.
Έτοιμος είμαι να φύγω, κι η προθυμία μου με τα πανιά απλωμένα περιμένει τον άνεμο.Άλλη μια μόνο ανάσα θα πάρω σ'αυτό τον ακίνητο αέρα, άλλη μια ματιά αγάπης θα ρίξω πίσω μου.Και θα βρεθώ αναμεσά σας , θαλασσοπόρος ανάμεσα σε θαλασσοπόρους.
Και εσύ , απέραντη θάλασσα, κοιμούμενη μητέρα,που εσύ μόνο είσαι ειρήνη κι ελευθερία για το ποτάμι και το ρεύμα κι άλλη μια μόνο φορά θα μουρμουρίσει σ'αυτό το ξέφωτο, και μετά,εγώ θα 'ρθω σε σένα , μια ελεύθερη σταλαγματιά στον απέραντο ωκεανό.
Και καθώς προχωρούσε, είδε από μακριά άντρες και γυναίκες που άφηναν τους αγρούς και τα αμπέλια τους και βάδιζαν βιαστικά προς τις πύλες της πόλης.
Κι άκουσε τις φωνές τους που έλεγαν τ'όνομά του, και κράυγαζαν από χωράφι σε χωράφι , μηνώντας η μια στην άλλη πως το καράβι του είχε φτάσει.
Και εκείνος είπε μέσα του:
Θα είναι η μέρα του χωρισμού μέρα συνάντησης ;
Και θα πουν ότι το ηλιογερμά μου ήταν πραγματικά η χαραυγή μου;
Και τι θα δώσω σε αυτόν που άφησε το αλέτρι του στην μέση της αυλακιάς,και σε εκείνον που σταμάτησε τον τροχό στο πάτημα των σταφυλιών ;
Θα γίνει η καρδιά μου δέντρο βαρυφορτωμένο με καρπούς που θα μαζέψω και θα τους μοιράσω;
Και θα τρέξουν οι λαχτάρες οι λαχτάρες μου σαν το νερό της κρήνης για να γεμίσω τις κούπες τους;
Μήπως είμαι άρπα που μπορεί ν'αγγίξει το χέρι του Δυνατού, η μια φλογέρα που η ανάσα του να περάσει μέσα μου;
Εγώ είμαι ο αναζητητής της σιωπής, και τι θησαυρό έχω βρείστη σιωπή που να μπορώ να τον χαρίσω μ' εμπιστοσύνη;
Αν ετούτη είναι η μέρα της συγκομιδής μου,σε ποιά χωράφια έχω σπέιρειτο σπόρο μου , και σε ποιούς αμνημόνευτους καιρούς;
Aν αυτή είναι πραγματικά η ώρα όπου θα υψώσω το φανάρι μου, δε θα είναι η δική μου φλόγα που θα καίει μέσα σε αυτό .
Άδειο και σκοτεινό θα υψώσω το φανάρι μου,
και ο νυχτοφύλακας θα το γεμίσει λάδι και θα το ανάψει.
Αυτές τις σκέψεις τις διατύπωσε με λόγια .
Πολλά όμως απ'όσα είχε στην καρδιά του έμειναν ανείπωτα.Γιατί κι αυτός ο ίδιος δεν μπορούσε να εκφράσει το πιο βαθύ του μυστικό.
Κι όταν μπήκε στην πόλη , όλος ο λαός ήρθε και τον αντάμωσε , κι όλοι μαζί του φώναζαν σαν με μια φωνή.Και οι γεροντότεροι της πόλης βγήκαν μπροστά και είπαν :
Μη μας αφήνεις από τώρα.
Ήσουν ήλιος μεσημεριάτικος στο σούρουπό μας , κι η νιότη σου μας χάρισε όνειρα για να ονειρευόμαστε.Δεν είσαι ξένος ανάμεσά μας , ούτε φιλοξενούμενος , αλλά παιδί μας και πολυαγαπημένος μας.Μη κάνεις ακόμα τα μάτια μας να πεινάσουν για το πρόσωπό σου.
Οι ιερείς και οι ιέρειες του είπαν :
Μην αφήσεις τα κύματα της θάλασσας να μας χωρίσουν τώρα, και τα χρόνια που πέρασες ανάμεσά μας να γίνουν μνήμη.Περπάτησες ανάμεσά μας σαν πνεύμα , κι ο ίσκιος ήταν φως στα πρόσωπά μας .
Σ'αγαπήσαμε πολύ.Η αγάπη μας όμως ήταν άφωνη ,και κρυμμένη κάτω από πέπλα.Αλλά τώρα σου φωνάζει δυνατά , και ξεσκεπάζεται μπροστά σου.
Μα ποτέ η αγάπη δεν γνωρίζει το ίδο της το βάθος πριν φτασει η ώρα του χωρισμού.
Ήρθαν κι οι άλλοι και τον παρακάλεσαν, Αλλ' αυτός δεν τους απάντησε . Έσκυβε μόνο το κεφάλι του, κι όσοι ήταν κοντά του, είδαν τα ΄δάκρυά του που έσταζαν στο στήθος του.
και μαζί με όλο το λαό προχώρησε προς τη μεγάλη πλατεία , μπροστά στο ναό.Κι εκεί από το ιερό του ναού , βγήκε μια γυναίκα που το όνομά της ήταν Αλμήτρα.Ήταν η μάντισσα.
Κι αυτός έριξε πάνω της άπειρα τρυφερό το βλέμμα του , γιατί αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον γύρεψε και τον πίστεψε, όταν εκείνος δε βρισκόταν στην πόλη τουςπαρά μόνο μια μέρα.
Κι η Αλμήτρα τον χαιρέτησε , και του είπε :
Προφήτη του Θεού, που αναζητάς το υπέρτατο, πολύ καιρό έψαχνες τις θάλασσες για το καράβι σου.
Και τώρα το καράβι σου ήρθε, κι εσύ πρέπει να φύγεις.Βαθιά είναι η λαχτάρα σου για τη γη των αναμνήσεων σου και την κατοικία των μεγάλων πόθων σου,και η αγάπη μας δε θα μπορούσε να σε δέσει, ούτε οι ανάγκες μας να σε κρατήσουν.
Όμως, σου ζητούμε ένα πράγμα πριν μας αφήσεις, να μας μιλήσεις και να μας δώσεις από την αλήθεια σου.Και εμείς θα τη δώσουμε στα παιδιά μας, κι εκείνα στα δικά τους παιδιά, κι έτσι δε θα χαθεί.Στη μοναξιά σου παρατήρησες τις μέρες μας, και στον ξύπνιο σου άκουσες το κλάμα και το γέλιο του ύπνου μας.Τώρα , λοιπόν , αποκάλυψέ μας τον εαυτό σου, και πες μας όλα όσα έχεις νοιώσει για όσα βρίσκονται ανάμεσά στη γέννηση και στο θάνατο.
Κι εκείνος απάντησε :
Λαέ της Ορφαλεζίας , για τι άλλο μπορώ να μιλήσω εκτός από αυτό που ακόμα και τώρα σαλεύει μέσα στις ψυχές σας;


ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ  

 Tότε η Αλμήτρα είπε:
Μίλησε μας για την Αγάπη.
Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε το λαό κι απλώθηκε βαθιά ησυχία.
Και με φωνή μεγάλη είπε:Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την,
Μόλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδώσου, μόλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψε την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.
Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει.
Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλληση τους στο χώμα.Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.
Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει.
Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.
Σε αλέθει για να σε λευκάνει.Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.

Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης.
Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.
Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της.
Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται, γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.Όταν αγαπάς,
δε θα 'πρεπε να λες: "Ο Θεός είναι στην καρδιά μου",
αλλά μάλλον "Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού".

Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία.
Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της.
Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες,
ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι
που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.
Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας.
Να πληγωθείς από την ίδια την ίδια τη γνώση σου της αγάπης.
Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.
Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης.
Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης.
Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο με ευγνωμοσύνη στην καρδιά

Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.


Ο ΓΑΜΟΣ 

 Μετά η Αλμήτρα μίλησε ξανά και είπε ,Και τι έχεις να πεις για το γάμο Δάσκαλε:;
Κι εκείνος αποκρίθηκε έτσι:
Γεννηθήκατε μαζί , και θα είστε παντοτινά μαζί.
Θα είστε μαζί κι όταν τα άσπρα φτερά του θανάτου σκορπίσουντις μέρες μας.
Ναι , θα είστε μαζί ακόμα και μέσα στη σιωπηλή ανάμνηση του Θεού.
Αφήστε όμως να υπάρχουν αποστάσεις στην ενωσή σας.
Κι αφήστε τους ανέμους του ουρανού να χορεύουν ανάμεσα σας.
Αγαπάτε ο ένας τον άλλο , αλλα μην κάνετε δεσμά από την αγάπη :
Αφήστε την αγάπη να είναι σα μια κινούμενη θάλασσα ανάμεσα στις ακτές των ψυχών σας.
Γεμίστε τις κούπες ο ένας του άλλου ,αλλά μην πίνετε από την ίδια κούπα.
Δίνετε ο ένας στον άλλο από το ψωμί σας αλλά μην τρώτε από το ίδιο κομμάτι .
Καθώς οι χορδές του λαγούτου είναι μόνες,παρ'όλο που δονούνται με την ίδια μουσική.
Δώσετε τις καρδιές σας, οχι όμως στη φύλαξη ό ένας του άλλου.Γιατί μόνο το χέρι της Ζωής μπορεί να κρατήσει τις καρδιές σας.
Να στέκεστε μαζί ,κι ωστόσο όχι πολύ κοντά μαζι:
Γιατί οι κολόνες του Ναού στέκονται χώρια ,και η βελανιδιά και το κυπαρίσσι δε φυτρώνουν το ένα στη σκιά του άλλου.

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ


Και μια γυναίκα που κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της είπε ,
Μίλησέ μας για τα Παιδιά.
Κι εκείνος είπε:
Τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας.
Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής για τη Ζωή.
Ερχονται στη ζωή τους με την βοήθεια σας αλλά όχι από εσας.
· και μ'όλο που είναι μαζί σας – δεν ανήκουν σε σας.
Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας, όχι όμως και τις ιδέες σας, γιατί αυτά έχουν δικές τους ιδέες.
Μπορείτε να τους δώσετε μια στέγη στο σώμα τους, όχι όμως και στην ψυχή τους, γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι του αύριο, που εσείς δεν μπορείτε να επισκεφθήτε ούτε στα όνειρά σας. Μπορείτε να προσπαθήσετε να τους μοιάσετε, μην προσπαθήτε όμως να τα κάνετε όμοιά σας. Γιατί η ζωή δεν πάει προς τα πίσω και δεν σταματά στο χτες.
Είστε το τόξο απ’ το οποίο εκτοξεύονται τα παιδιά σας σαν ολοζώντανα βέλη.
Ο τοξότης βέπει το σημάδι πάνω στο μονοπάτι του απείρου και σας λυγίζει με τη δύναμή του ώστε τα βάλη του να τιναχτούν γοργά και μακρια.
Το λύγισμα σας στο χέρι του τοξότη ας είναι για σας χαρά.
Γιατί όπως αυτός αγαπά τα βέλη που πετούν ,έτσι αγαπά και τα τόξα που είναι σταθερά

ΔΟΣΙΜΟ 

Μετά μίλησε ένας πλούσιος και είπε:
Μίλησέ μας για το Δόσιμο.
Κι εκείνος απάντησε :
Δίνετε αλλά λίγο , όταν δίνετε από τα αποχτήματά σας.
Μόνο όταν δίνετε από τον εαυτό σας δίνετε πραγματικά .
Γιατί τι είναι τα αποχτήματά σας εκτός από πράγματα που κρατάτε και φυλάτε από φόβο μη τα χρειαστείτε αύριο;
Αλλά το αύριο, τι θα φέρει το αύριο στο πολύ προνοητικό σκυλί που θάβει κόκκαλα στη χωρίς σημάδια άμμο καθώς ακολουθεί τους προσκυνητές προς την ιερή πόλη;αι τι άλλο είναι ο φόβος της ανάγκης από την ίδια την ανάγκη;
Δεν είναι ο φόβος της δίψας όταν το πηγάδι σας είναι γεμάτο, η δίψα που είναι αξεδίψαστη;
Υπάρχουν εκείνοι που δίνουν λίγα από τα πολλά που έχουν - και τα δίνουν για αναγνώριση, και αυτή η κρυφή τους επιθυμία κάνει τα δώρα τους μισερά.

Και υπάρχουν εκείνοι που έχουν λίγα και τα δίνουν όλα.Αυτοί είναι εκείνοι που πιστεύουν στη ζωή και στη αφθονία της ζωής, και το σεντούκι τους δεν αδειάζει ποτέ.
Υπάρχουν εκείνοι που δίνουν με χαρά, και η χαρά αυτή είναι η ανταμοιβή τους.

Και υπάρχουν και εκείνοι που δίνουν με πόνο και ο πόνος αυτός είναι το βάφτισμά τους.

Και υπαρχουν εκείνοι που δίνουν και δε νοιώθουν πόνο στο δόσιμο, ούτε γυρεύουν χαρά, κι ούτε σκέφτονται την αρετή.Αυτοί δίνουν όπως η μυρτιά στο λιβάδι εκεί κάτω αναδίνει την ευωδιά της στο διάστημα.
Με τα χέρια τέτοιων ανθρώπων μιλάει ο Θεός,
και πίσω από τα μάτια τους χαμογελάει στη Γη.
Είναι καλό να δίνεις όταν σου το ζητούν,
αλλά είναι καλύτερο να δίνεις χωρίς να στο ζητήσουν, από κατανόηση.
Και για τον απλώχερο άνθρωπο η αναζήτηση εκείνου που θα δεχτεί είναι χαρά,
μεγαλύτερη από το δόσιμο.Και υπάρχει τάχα κάτι που θα έπρεπε να κρατήσεις;
Όλα όσα έχεις κάποια μέρα θα δοθούν.

Γι αυτό δώσε τώρα, ώστε ο καιρός της προσφοράς να είναι δικός σου,
κι όχι των κληρονόμων σου.

Πολλές φορές λες, "Θα ήθελα να ΄δωσω, αλλά μόνο σε αυτούς που αξίζουν".

Τα δένδρα του περιβολιού σου δε μιλούν έτσι, ούτε τα κοπάδια στο λιβάδι σου.
Δίνουν για να μπορέσουν να ζήσουν , γιατί το να κρατήσουν είναι θανατος.
Σίγουρα αυτός που είναι άξιος να δέχεται τις μέρες και τις νύχτες του, είναι άξιος και για κάθετι άλλο από σένα.
Και αυτός που αξιώθηκε να πιεί από τον ωκεανό της ζωής , αξίζει να γεμίσει την κούπα του από το μικρό ρυάκι σου.
Και ποιός είσαι εσύ που θα 'πρεπε οι άνθρωποι να ανοίξουν το στήθος τους και να ξεσκεπάσουν την περηφάνια τους , για να μπορέσεις να δεις την αξία τους γυμνή και την περηφάνια τους αντρόπιαστη;Δες πρώτα αν εσύ ο ίδιος είσαι άξιος να γίνεις δότης , και όργανο του δοσίματος.
Γιατί , στην πραγματικότητα, είναι η ζωή που δίνει στη ζωή- ενώ εσύ, που ονομάζεις τον εαυτό σου δότη, δεν είσαι παρά ένας μάρτυρας.
Και εσείς αποδέκτες - και είστε όλοι σας αποδέκτες - μη δέχεστε φορτίο ευγνωμοσύνης, για να μη βάλετε δεσμά πάνω στον εαυτό σας και σ'αυτόν που δίνει.
Καλύτερα να ανυψώνεστε μαζί με το δότη πάνω στα δώρα του, ωσάν να ήταν φτερά.
Γιατί αν σκέφτεστε πολύ το χρέος σας είναι σα να αμφιβάλετε για την γενναιοδωρία του, που μητέρα της είναι η ανοιχτόκαρδη γη, και πατέρας της ο Θεός.


ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΟ 

Ύστερα ένας γέρος , που είχε πανδοχείο, είπε,
Μίλησέ μας για το Φαγητό και το Πιοτό.

Κι εκείνος αποκρίθηκε:
Μακάρι να μπορούσατε να ζείτε με το άρωμα της γης , και σαν αέρινα φυτά να τρέφεστε από το φως.Αλλά αφού πρέπει να σκοτώνετε για να τρώτε, και να κλέβετε από τα νεογέννητα ζώα το γάλα της μητέρας τους για να ξεδιψάσετε , ας γίνεται αυτό σα μια πράξη λατρείας.
Κι ας είναι το τραπέζι σας σα βωμός όπου θυσιάζονται το αγνό και το αθώο του δάσους και του κάμπου γι 'αυτό που είναι τό αγνό και πιο αθώο μέσα στον άνθρωπο.
Όταν σκοτώνετε ένα ζώο πείτε του, μέσα στην καρδιά σας:
"Η ίδια δύναμη που σκοτώνει εσένα , σκοτώνει και μένα , κι εγώ επίσης θα φαγωθώ
Γιατί ο νόμος που παράδωσε εσένα, στο χέρι μου θα παραδώσει κι εμένα σ'ένα δυνατότερο χέρι.
Το αίμα σου και το αίμα μου δεν είναι τίποτ'άλλο από το χυμό που τρέφει το δένδρο του ουρανού"
Kι όταν κομματιάζεις ένα μήλο με τα δόντια σου , πές του μέσα στην καρδιά σου:
"Oι σπόροι σου θα ζήσουν μέσα στο σώμα μου,
Και τα μπουμπούκια τ'αυριανά σου θ'ανθίσουν μέσα στην καρδιά μου,
Και η ευωδιά σου θα γίνει η ανάσα μου,
Και μαζί θα χαιρόμαστε όλες τις εποχές."
Και το φθινόπωρο, όταν μαζεύετε τα σταφύλια από τα αμπέλια σας για το πατητήρι,
πείτε μέσα στην καρδιά σας:
Είμαι κι εγώ ένα αμπέλι , κι ο καρπός μου θα μαζευτεί για το πατητήρι,και σαν το καινούριο κρασί θα μπω στα δοχεία της αιωνιότητας.
Και το χειμώνα όταν ρουφάτε το κρασί, ας είναι ένα τραγούδι μέσα στην καρδιά σας για κάθε κούπα.
Και μέσα στο τραγούδι ας είναι μια ανάμνηση για τις φθινοπωρινές μέρες και για το αμπέλι, και για το πατητήρι.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ 

 Μετά, ένας γεωργός είπε,
Μίλησέ μας για τη Δουλειά .

Κι εκείνος απάντησε, λέγοντας:
Δουλεύετε για να συμβαδίζετε με τη γη και την ψυχή της γης.

Γιατί το να είσαι άεργος σημαίνει να είσαι ξένος με τις εποχές , και να βγαίνεις έξω από την πορεία της ζωής που βαδίζει μεγαλόπρεπα και περήφανα αλλά και με υποταγή προς το άπειρο.Όταν δουλεύετε, είστε μια φλογέρα που μέσα από την καρδιά της ο ψύθιρος των ωρών μετατρέπεται σε μελωδία.
Ποιός από εσάς θα ήθελε να είναι ένα καλάμι , βουβό και άφωνο, όταν όλα τ'άλλα τραγουδούν μαζί ενωμένα ;
Από πάντα σας έλεγαν ότι η δουλειά είναι κατάρα κι ο μόχθος δυστυχία .Αλλά εγώ σας λέω ότι όταν δουλεύετε ππραγματοπιήτε ένα μέρος από το πιο μακρινό όνειρο της γης που ανατέθηκε σε σας όταν το όνειρο αυτό γεννήθηκε.Κι όταν ζείτε με τη δουλειά , αγαπάτε πραγματικά τη ζωή.
Κι όταν αγαπάτε τη ζωή μέσα από το μόχθο της δουλειάς σημαίνει ότι επικοινωνήτε με το πιο κρυφό μυστικό της ζωής.Αλλά αν μέσα στον πόνο σας ονομάζετε τη γέννηση πόνο και τη συντήρηση της σάρκας μια κατάρα , που είναι γραμμένη στο μετωπό σας,τότε σας απαντώ ότι τίποτ'άλλο εκτός από τον ιδρώτα του μετώπου σας δε θα σβήσει αυτό που είναι γραμμένο.
Σας έχουν ακόμα πει πως η ζωή είναι σκοτάδι , και μέσα στην απελπισία σας επαναλαμβάνετε σαν ηχώ αυτό που ειπώθηκε από τον απελπισμένο.
Κι εγώ λέω ότι η ζωή είναι πραγματικά σκοτάδι, εάν δεν υπάρχει πάθος,
Και κάθε πάθος είναι τυφλό , εάν δεν υπαρχει γνώση,
Και κάθε γνώση είναι μάταιη , εάν δεν υπάρχει δουλειά ,
Και κάθε δουλειά είναι άδεια , εάν δεν υπάρχει αγάπη,
Και όταν δουλεύετε με αγάπη ενώνεστε με τον εαυτό σας , ο ένας με τον άλλο , και με τον Θεό.
Και τι σημαίνει να δουλεύεις με αγάπη;
Σημαίνει να υφαίνεις το ύφασμα με κλωστές που τραβάς από την καρδιά σου , σα να 'ταν να φορέσει το ύφασμα αυτό η αγαπημένη σου ψυχή.
Σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι με στοργή , σα να ΄ταν να κατοικήσει στο σπίτι αυτό η αγαπημένη σου ψυχή.Σημαίνει να σπέρνεις σπόρους με τρυφερότητα και να μαζεύεις τη σοδειά με χαρά, σα να 'ταν να φάει τον καρπό η αγαπημένη σου ψυχή.Σημαίνει να δίνεις σ'όλα τα πράγματα το δικό σου νόημα με μια ανάσα από το πνέυμα σου.Και να ξέρεις ότι όλοι οι ευλογημένοι νεκροί στέκονται γύρω και σε κοιτάζουν.
Πολλές φορές σας άκουσα να λέτε , σα να μιλούσατε στον ύπνο σας ,
"Αυτός που δουλεύει το μάρμαρο, και βρίσκει την έκφραση της ψυχής στην πέτρα, είναι ανώτερος από αυτόν που οργώνει την γη.
Κι αυτός που πιάνει τα χρώμματα του ουράνιου τόξου και τα βάζει πάνω σε ένα πανί με ανθρώπινες μορφές, αξίζει περισσότερ απ'αυτόν που φτίχνει σαντάλια για τα πόδια μας."
Αλλά εγώ λέω, όχι στον ύπνο μου, αλλά ολόξυπνος στο καταμεσήμερο, ότι ο άνεμος δεν τραγουδά πιο γλυκά στις γιγάντιες βελανιδιές απ'ότι στο πιο μικρό και ταπεινό χορτάρι.Και μεγάλος είναι μόνο εκείνος που μετατρέπει τη φωνή του ανέμου σε τραγούδι που το κάνει πιο γλυκό με την αγάπη του.
Η Δουλειά είναι αγάπη φανερωμένη.
Κι αν δεν μπορείτε να δουλεύετε με αγάπη παρά μόνο με αηδία , καλυτερα να παρατήσετε τη δουλειά σας
και να καθήσετε στην πύλη του ναού και να παίρνετε ελεημοσύνες από εκείνους που δουλεύουν με χαρά .
Γιατί αν ψήσεις το ψωμί με αδιαφορία , ψήνεις ένα πικρό ψωμί,που δεν χορταίνει παρά την μισή μόνο πείνα του ανθρώπου.
Κι αν αγαναχτείς με το πάτημα των σταφυλιών , η αγανάκτησή σου στάζει δηλητήριο στο κρασί.
Κι αν τραγουδάς σαν τους αγγέλους , και δεν αγαπάς το τραγούδι, βουλώνεις τα αφτιά του ανθρώπου στις φωνές της μέρας και τις φωνές της νύχτας.

ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΛΥΠΗ 

Μετά μια γυναίκα είπε,
Μίλησέ μας για τη χαρά και τη λύπη.
Κι εκείνος απάντησε:
Η χαρά σας είναι η λύπη σας χωρίς μάσκα.
Και το ίδιο το πηγάδι από όπου ανεβαίνει το γελιο σας πολλές φορές γεμίζει με τα δάκρυά σας.
Και πως αλλιώς ΄μπορεί να είναι:
Όσο πιθο βαθιά σκάβει στο είναι σας η λύπη, τόση περισσότερη χαρά μπορείτε να δεχθείτε.
Μήπως η κούπα που δέχεται το κρασί σας δεν είναι η ίδια εκείνη κούπα που κάηκε στο φούρνο του αγγειοπλάστη;
Και η φλογέρα που ησυχάζει το πνεύμα σας δεν είναι το ίδιο εκείνο ξύλο που τρυπήθηκε με μαχαίρια ;Όταν είσαι χαρούμενος, κοίταξε βαθιά μέσα στην καρδιά σου και θα δεις ότι μονάχαεκείνο που σου έχει δώσει λύπη είναι εκείνο που σου δίνει χαρά Όταν είσαι λυπημένος, κοίταξε ξανά μέσα στην καρδιά σου , και θα δεις ότι παραγματικά κλαις για εκείνο που υπήρξε η χαρά σου.
Μερικοί από εσάς λέγουν, "Η χαρά είναι ανώτερη από τη λύπη " κι άλλοι λένε , "Όχι η λύπη είναι ανώτερη".
Άλλά εγώ σας λέω , τα δύο αυτά είναι αχώριστα.Έρχονται πάντα μαζί, κι όταν το ένα κάθεται μόνο του δίπλα σου στο τραπέζι, θυμήσου ότι το άλλο κοιμάται στο κρεββάτι σου.Πραγματικά , ταλαντεύεστε σαν τους δίσκους της ζυγαριάς ανάμεσα στη λύπη σας και στη χαρά σας .
Και μόνο όταν είστε άδειοι από κάθε φορτίο , είστε ήρεμοι και ισορροπημένοι.
Αλλά ο θησαυροφύλακας σας χρησιμοποιεί για να ζυγίσει το χρυσάφι και τ'ασήμι του, αναγκαστικά θ'ανέβει η θα κατέβει η χαρά σας η η λύπη σας.

ΚΑΤΟΙΚΙΕς

ΤΟΤΕ, βγηκε μπροστα ενας χτίστης και είπε,
Μίλησέ μας για τα Σπίτια.

Κι εκεινος αποκρίθηκε και είπε:

Χτίστε από τη φαντασία σας ενα κιόσκι στην ερημιά, πριν χτίσετε ενα σπίτι μέσα στα τείχη της πόλης.

Γιατι όπως αγαπατε τό γυρισμό στό σπίτι σας τό σούρουπο, ετσι κι ό όδοιπόρος που είναι μέσα σας αγαπα τό μακρινό και τό μοναχικό.

Τό σπίτι σας είναι τό μεγάλο σώμα σας. Ζεί με τόν ηλιο και κοιμαται στην ήσυχία της νύχτας κι ό ύπνος του δεν είναι δίχως όνειρα. Μήπως δεν ονειρεύεται τό σπίτι σας; κι όταν ονειρεύεται, δε φεύγει από την πόλη για να βρεθεί στα περιβόλια και τις λοφοκορφές;

Μακάρι να μπορουσα να μαζέψω τα σπίτια σας μέσα στη φούχτα μου, και σα σποορέας να τα διασκορπίσω στα δάση και στα λιβάδια.

Μακάρι οί κοιλάδες να ήταν οί δρόμοι σας, και τα πράσινα μονοπάτια οί αλλέες σας, για να πηγαίνετε ό ενας στόν άλλο μέσα από τα αμπέλια, και να ερχεστε με τό άρωμα της γης στα ρουχα σας.

Αλλα αυτα δεν είναι ακόμα ή ώρα για να γίνουν.

Μέσα στό φόβο τους οί πρόγονοί σας σας μάζεψαν πολυ κοντά μαζί. Κι αυτός ό φόβος θα κρατήσει λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα τα τείχη της πόλης θα χωρίζουν τα τζάκια σας από τα χωράφια σας

Και πειτε μου, λαε της Όρφαλεζίας, τί εχετε μέσα σ' αυτα τα σπίτια; Και τί φυλατε πίσω από τις αμπαρωμένες πόρτες;

'Έχετε ειρήνη, έχετε την ησυχη oρμή που φανερώνει τη δύναμή σας;

'Έχετε αναμνήσεις, αστραφτερα τόξα που συνδέουν τις κορυφες της ψυχης;

"Εχετε ομορφιά, που οδηγει την καρδια απο τα πράγματα που φτιάχτηκαν απο ξύλο και πέτρα προς το ίερο βουνό;

Πειτε μου, εχετε αυτα τα πράγματα στα σπίτια σας;

'Ή εχετε μόνο ανεση, και την ήδονη της ανεσης,
αυτο το ύπουλο πράγμα που μπαίνει στα σπίτια σας σαν καλεσμένος, υστερα γίίνεται φιλοξενούμενος, και μετα αφέντης;

Ναί, κι ύστερα γίνεται δαμαστής, και με το μαστίγιο και το αγκιστρο κάνει τους πιο μεγάλους σας πόθους σα φοβισμένα κουτάβια.

Μ' όλο που τα χέρια του είναι μεταξοντυμένα, ή καρδιά του ειναι σιδερένια.

Σας νανουρίζει και σας αποκοιμίζει μόνο για να στέκεται πλάι στο κρεβάtι σας και
να εμπαίζει την αξιοπρέπεια της σάρκας. 'Εξευτελίζει τις γερες αισθήσεις σας, και τΙς ακουμπα στην ψύχα του αγκαθιου σαν ευθραυστα αγγεΙα.

Πραγματικά, ό πόθος για ανεση σκοτώνει. τό πάθος της ψυχης σας, και ϋστερα βαδίζει μορφάζοντας αγρια στην επικήδεια πομπή σας.' Άλλα εσεις, παιδια του διαστήματος,
εσεις που δεν αναπαύεστε στην ανάπαυση, δε θα παγιδευτειτε, οϋτε θα δαμαστεΙτε.

Τό σπίτι σας δε θα ειναι αγκυρα, αλλα κατάρτι.

Δε θα ειναι λαμπερό κάλυμμα που σκεπάζει μια πληγή, αλλα βλέφαρο που προστατεύει τό μάτι.

Δε θα μαζεύετε τα φτερά σας για να περρνατε από τις πόρτες, ουτε θα σκύβετε τα κεφάλια σας για να μη χτυπήσουν στό ταβάνι, ούτε θα φοβάστε να ανασάνετε για να μη ραγίσουν και πέσουν οί τοιχοι.

Δε θα κατοικειτε σε τάφους που εφτιαξαν οί νεκροι για τους ζωντανούς.

Και μ' όλη τη μεγαλοπρέπεια και λαμπράδα του, τό σπίτι σας δε θα φυλα τα μυστικά σας, οϋτε θα στεγάζει τις λαχτάρες σας.

Γιατί, αυτό που ειναι απειρο μέσα σας, κατοικεί στα δώματα του ουρανου, που πόρρτα του ειναι ή πρωινη πάχνη, και παράθυρά του τα τραγούδια και ή σιωπη της νύχτας.


ΓΙΑ ΤΑ ΡΟΥΧΑ 

 Κι ό ύφαντης είπε, Μίλησέ μας για τα ρουχα.
Κι εκείνος απάντησε:
τα ρουχα σας κρύβουν πολλη άπο την ομορφιά σας, κι ώστόσο δεν κρύβουν την ασχήμια σας.
Και μ' όλο που γυρεύετε στα ρουχα την ελευθερία της άτομικότητας, μπορεί αυτα να γίνουν χαλινάρι και άλυσίδα σας.
Μακάρι να μπορούσατε να άνταμώνατε τον ηλιο και τον ανεμο πιο πολυ με το κορμί σας και λιγότερο με τα ρουχα σας.
Γιατι ή ανάσα της ζωης βρίσκεται στο φως του ηλιου και το χέρι της ζωης είναι ό ανεμος.
Μερικοι απο σας λένε, «Είναι ό βοριας που ύφανε τα ρουχα που φορουμε.»
Κι εγω λέγω, ναί, ηταν ό βοριάς,
Άλλα ό αργαλειός του ηταν ή ντροπή σας, και τα νήματά του το αδυνάτισμα των νεύρων σας.
Κι δταν τέλειωσε τη δουλειά του, γέλασε μέσα στο δάσος.
Μη λησμονειτε ότι ή σεμνότητα είναι σα μια ασπίδα ενάντια στο μάτι του ακάθαρτου.
Κι όταν δε θα ύπάρχει πια ακάθαρτος, τί θα ηταν ή σεμνότητα παρα δεσμα και βρώμισμα της ψυχης;
Και μή ξεχνατε πως ή γη χαίρεται να αγγίζει τα γυμνά σας πόδια και οί ανεμοι ποθουν να παίζουν με τα μαλλιά σας.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ 

Κι ενας εμπορος ειπε, Μίλησέ μας για την Άγορα και την Πώληση.
Κι εκεινος αποκρίθηκε και είπε: Η γη σας δίνει τους καρπούς της, κι εσεις δεν τους θέλετε παρα μόνο αν ξέρετε πως να γεμίσετε τις τσέπες σας.
Μονάχα με την ανταλλαγη των δώρων της γης θα βρειτε αφθονία και ίκανοποίηση.
Άλλα αν δεν κάνετε την ανταλλαγη αυτη με αγάπη, καλοσύνη και δικαιοσύνη, αυτη θα όδηγεί μερικους στην απληστία κι αλλους στην πείνα.
Γιατι τό χωράφι και ή θάλασσα θα δώσουν και σε σένα την αφθονία τους όπως και σε μας.»
Κι αν ερθουν στην αγορα οί τραγουδιστές,
οί χορευτες. και οί όργανοπαιχτες, - αγοράστε κι από τα δωρα τους.
Γιατι κι αυτοι είναι συλλέκτες καρπων και θυμιαμάτων, και αυτό που κουβαλουν, μ' όλο που είναι φτιαγμένο από όνειρα, είναι ρουχο και τροφη για την ψυχή σας.
'Όταν εσείς, εργάτες της θάλασσας, των αγρων και των αμπελιων συναντατε στην αγορα τους ύφαντές, τους αγγειοπλάστες και τους συλλέκτες των μπαχαρικων,
Καλέστε τό κυρίαρχο πνευμα της γης, να ερθει ανάμεσά σας, ν' αγιάσει τις ζυγαριες και τους λογαριασμους που εξισώνουν τις αξίες.
Και μην αφήσετε τόν ανθρωπο με τα στείρα χέρια να πάρει μέρος στις συναλλαγές σας, να σας πουλήσει τα λόγια του και να πάρει τό μόχθο σας.
Σ' εναν τέτοιον ανθρωπο, θά 'πρεπε να πειτε:
«'Έλα μαζί μας στό χωράφι, ή πήγαινε με τ' αδέρφια μας στη θάλασσα και ρίξε τό δίχτυ σου·
Και πριν φύγετε από την αγορά, "Κοιτάξτε κανεις να μη φύγει με αδεια χέρια.
Γιατι τό κυρίαρχο πνευμα της γης δε θα κοιμηθεί ειρηνικα πάνω στα φτερα του ανέμου ωσπου να ίκανοποιηθουν οί ανάγκες και του πιό ταπεινου από σας.

ΝΟΜΟΙ
ΥΣΤΕΡΑ, ενας Νομομαθης είπε, Και τί εχεις να πεiς για τους Νόμους μας,
Δάσκαλε;
Κι εκεινος αποκρίθηκε:
Σας κάνει χαρα να όρίζετε νόμους,
Κι ώστόσο σας κάνει μεγαλύτερη χαρα να τους παραβιάζετε.
Σαν τα παιδια που παίζουν στην ακροογιαλια και χτίζουν πύργους απο άμμο μ' επιιμονη και αφοσίωση και μετα τους καταστρέφουν με γέλια.
Αλλα ενω εσεις χτίζετε τους αμμόπυργούς σας, ή θάλασσα φέρνει πιο πολυ άμμο στην ακτή, κι δταν εσεις τους καταστρέφετε ή θάλασσα γελα μαζί σας.
Πραγματικά, ή θάλασσα γελα πάντα με τον αθωο.
Αλλα τί να πω για κείνους για τους όποίους ή ζωη δεν είναι ωκεανός, και οι ανθρώπινοι νόμοι δεν είναι αμμόπυργοι,
Γι' αυτους που ή ζωη είναι ενας βράχος, κι ό νόμος το κοπίδι που μ' αυτο σμιλεύουν το βράχο για να μοιάσει στη μορφή τους; Και τί να πω για τον ανάπηρο που μισει τους χορευτές;
Και τί να πω για το βόδι που αγαπα το ζυγό του και βλέπει τα ζαρκάδια και τα ελάφια του δάσους σαν άστατα κι αλήτικα πλάσματα;
Και τί να πω για τό γέρικο έρπετό που δεν μπορει ν' αλλάξει τό δέρμα του, και αποκαλει όλα τ' αλλα γυμνα και ξεδιάντροπα;
Και τί να πω για κεινον που έρχεται πολυ νωρις στό γαμήλιο συμπόσιο, και αν παραφάει και κουραστει, φεύγει λέγοντας ότι όλα τα συμπόσια ειναι βέβηλα και όλοι οι συμποοσιαστες παραβάτες του νόμου;
Ποιούς νόμους θα φοβηθειτε εσεϊς αν χορεύετε, χωρις δμως να σκοντάψετε πάνω στις σιδερένιες άλυσίδες όποιουδήποτε ανθρώπου;
Και ποιός ειναι εκεινος που θα σας σύρει στη δικαιοσύνη αν ξεσχίσετε τα φορέματά σας, χωρις δμως να τ' αφήσετε στό δρόμο κανενός ανθρώπου;
Λαε της Όρφαλεζίας, μπορειτε να βουυβάνετε το τύμπανο, και μπορειτε να λύσετε τις χορδες της λύρας, αλλα ποιός μπορει να διατάξει τον κορυδαλο να μην τραγουδα;
Τί μπορω να πω για δλους αυτους εκτος απο το ότι κι αυτοι στέκονται μέσα στο φως του ηλιου, αλλα με τη ράχη τους γυρισμένη στην Όψη του ηλιου;
Αυτοι βλέπουν μόνο τις σκιές τους, και οι ίσκιοι τους ειναι οι νόμοι τους.
Και τί ειναι ό ηλιος γι' αυτους εκτός από αυτό που ρίχνει ίσκιους;
Και τί αλλο ειναι γι' αυτους ή αναγνώριση των νόμων παρα τό να σκύβουν και να χαράζουν τό περίγραμμα της σκιας τους πάνω στη γή;
Αλλα εσεις που βαδίζετε έχοντας κατα πρόσωπο τόν ηλιο, ποιές εικόνες που ζωγραφίζονται στη γη μπορουν να σας κρατήσουν; Έσεις που ταξιδεύετε με τόν ανεμο, ποιός ανεμοδείκτης μπορεϊ να κατευθύνει την πορεία σας;
Ποιός ανθρώπινος νόμος θα σας περιορίσει αν σπάσετε το χαλινό σας, αλλα όχι απάνω στην πόρτα της φυλακης κάποιου αλλου;

 ΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΟς

ΚΑΙ τότε ή Ιέρεια μίλησε πάλι και είπε:
Μίλησέ μας για τό Λογικό καιτό Πάθος.
Κι έκείνος αποκρίθηκε λέγοντας:
"Η ψυχή σας είναι πολλες φορες πεδίο μάχης, δπου τό λογικό σας και ή κρίση σας κάνουν πόλεμο ένάντια στό πάθος και την δρεξή σας.
Μακάρι να μπορουσα να γίνω ειρηνοποιός στην ψυχή σας, και να μετατρέψω τη διχόνοια και τόν ανταγωνισμό των στοιχείων σας σε ένότητα και άρμονία . Αλλα πως μπορεί να γίνει αυτό, αν κι έσείς οί ίδιοι δε γίνετε ειρηνοποιοί, κι ακόμα, οί έραστες όλων των στοιχείων σας;
Τό λογικό σας και τό πάθος σας είναι τό πηδάλιο και τα πανια της θαλασσοπόρας ψυχης σας .
Αν τα πανιά σας ή τό πηδάλιό σας σπάσει, τό καράβι σας θα χορεύει ή θα παρασύρεται από τα κύματα, ή θα σταθεί ακίνητο στη μέση της θάλασσας.
Γιατί τό λογικό, όταν κυβερνά μόνο, είναι μια δύναμη που φυλακίζει· και το πάθος, αφύλαχτο είναι μια φλόγα που καίει μέχρι την αυτοκαταστροφή.
Για τούτο αφήστε την ψυχή σας να ανυψώνει το λογικό σας μέχρι τα ϋψη του πάθους, για να μπορεί να τραγουδά'
Κι αφήστε την να κατευθύνει τό πάθος σας με το λογικό,για να μπορεί τό πάθοςνα ζει μέσα από την καθημερινή ανάσταση του,και σαν το φοίνικα να ξαναγεννιέται από τις στάχτες του.
Θα 'θελα να βλέπατε την κρίση και την έπιθυμία σας όπως θα βλέπατε δυο αγαπημένους φιλοξενούμενους στο σπίτι σας.
Σίγουρα δε θα τιμούσατε τον ενα καλεεσμένο περισσότερο απο τον αλλο γιατι αυτος που προσέχει περισσότερο τον ενα, χάνει τήν αγάπη και την πίστη και των δυό.
Ανάμεσα στους λόφους, σταν κάθεστε στη δροσερη σκια των ασημόφυλλων λευκών, και χαίρεστε την ειρήνη και τη γαλήνη των μακρινων αγρών και των λιβαδιων - αφήνετε τότε την καρδιά σας να πει με τη σιωπή, «Ό Θεος αναπαύεται στο λογικό.»
Κι σταν ερχεται ή καταιγίδα, και οί τρομεροι ανεμοι ταράζουν το δάσος, κι ό κεραυνος κι η αστραπη φανερώνουν το μεγαλειο τοϋ ουρανού, - τότε αφήνετε την καρδιά σας να πει με δέος, «Ό Θεος κινείται με το πάθος»
Κι αφού ειστε κι εσεις μια ανάσα στη σφαίρα τοϋ Θεού, κι ενα φύλλο στο δάσος του
Θεού, κι εσείς θά πρεπε να αναπαύεστε στο λογικο και να κινειστε με τό πάθος.


ΠΟΝΟΣ

 KΑΙ μια γυναίκα μίλησε και είπε,
Μίλησέ μας για τόν Πόνο.

Κι εκεινος αποκρίθηκε:

Ό πόνος σας είναι τό σπάσιμο του Όστρακου που περικλείει τη γνώση σας.

"Όπως τό τσόφλι του καρπου πρέπει να σπάσει, για να βγει η καρδιά του στό φως του ηλιου, ετσι κι εσεις πρέπει να γνωρίσετε τόν πόνο.

Κι αν μπορούσατε να κρατατε στην καρδιά σας τό θαυμασμό
για τα καθημερινα θαύματα της ζωης σας, ό πόνος δε θα σας φαινόταν λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας

Και θα δεχόσαστε τις εποχες της καρδιας σας, όπως δέχεστε από πάντα τις εποχες που περνουν πάνω από τα χωράφια σας.

Και θα παρατηρούσατε με ηρεμία τους χειμωνες της θλίψης σας.

Πολλους από τους πόνους σας τους διαλέγετε μονάχοι .

.Ειναι τό πικρό φάρμακο που μ' αυτό ό γιατρός που ειναι μέσα σας θεραπεύει τόν άρρωστο εαυτό σας.

Γι' αυτό, να εμπιστεύεστε τό γιατρό, και να πίνετε τό φάρμακό του, σιωπηλα και ηρεμα.

Γιατι τό χέρι του, αν και βαρυ και σκληρό, όδηγειται από τό τρυφερό χέρι του 'Αόρατου,
Και ή κούπα που σας δίνει, μ' όλο που καίει τα χείλη σας, είναι φτιαγμένη από τόν πηλό που ό μεγάλος Άγγειοπλάστης μούσκεψε με τα δικά του άγια δάκρυα.


ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

 KAI, KAΠOΙOΣ άντρας είπε,
Μίλησέ μας για την Αυτογνωσια.

Κι εκείνος απάντησε λέγοντας:

Οι καρδιές σας γνωρίζουν σιωπηλα τα μυστικα των ήμερων και των νυχτων.

Άλλα τ' αφτιά σας διψουν για τόν ήχο της γνώσης της καρδιας σας.

Θέλετε να γνωρίσετε με λόγια αυτό που γνωρίζετε από πάντα στη σκέψη.

Θέλετε ν' αγγίξετε με τα δάχτυλά σας τό γυμνό σωμα των ονείρων σας.


Γιατι ή ψυχη περπατα πάνω σ' δλα τα μονοπάτια.

Ή ψυχη δεν περπατα πάνω σε μια γραμμμή, ούτε μεγαλώνει σαν καλάμι.

Ή ψυχη ξεδιπλώνεται, δπως ό λωτός με τα αναρίθμητα πέταλα.

Και είναι καλό που τό θέλετε.

Τό κρυφό πηγάδι της ψυχης σας πρέπει να αναβλύσει και να τρέξει κελαρύζοντας πρός τη θάλασσα·

Και ό θησαυρός του άπειρου βάθους σας πρέπει να αποκαλυφτεί στα μάτια σας.

Δεν πρέπει όμως να υπάρχουν ζυγαριες για να ζυγίζουν τόν άγνωστο θησαυρό σας και μη μετρατε τα βάθη της γνώσης σας με τό βυθομετρικό κοντάρι ή τό σχοινί.

Γιατι ό εαυτός είναι μια θάλασσα απεριόριστη και άμετρη·

Μη λέτε, «Βρηκα την αλήθεια», αλλα να λέτε, «Βρηκα μιαν αλήθεια».

Μη λέτε, «Βρηκα τό μονοπάτι της ψυχης», αλλα να λέτε, «Συνάντησα την ψυχη που περπατουσε στό μονοπάτι μου». 


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 

 Και κάποιος ρήτορας μίλησε,
"Πες μας για την Ελευθερία."
Κι εκείνος απάντησε:
Στην πύλη της πόλης και στο παραγώνι σας έχω δει να πέφτετε στο χώμα και να προσκυνάτε την ελευθερία σας,
Όπως οι σκλάβοι που στέκονται δουλοπρεπείς μπροστά στον τύραννο και τον εκθειάζουν ενώ εκείνος τους θανατώνει.
Πράγματι, στο αλσύλλιο του ναού και στη σκιά της ακρόπολης έχω δει τους πλέον ελεύθερους ανάμεσά σας να φορούν την ελευθερία τους ζυγό και χειροπέδα.
Και ματώνει η καρδιά μου - γιατί θα ελευθερωθείτε μόνον όταν ακόμη κι ο πόθος της ελευθερίας είναι χαλινάρι, όταν πάψετε ν' αναφέρεστε στην ελευθερία σα να 'ναι στόχος κι εκπλήρωση.
Θα 'στε ελεύθεροι όχι όταν απ' τις μέρες σας χαθεί η έγνοια κι από τις νύχτες σας η ανάγκη και η θλίψη,
Αλλά όταν όλα αυτά εξακολουθούν να περιζώνουν τη ζωή σας κι όμως εσείς τα προσπερνάτε γυμνοί κι αδέσμευτοι.
Πώς όμως να ξεφύγετε απ' τις μέρες και τις νύχτες σας παρά όταν σπάσετε τα δεσμά που 'σείς, αν και στη χαραυγή της αντίληψης, έχετε σφίξει γύρω απ' το μεσημέρι σας;
Στην πραγματικότητα εκείνο που ονομάζετε ελευθερία είναι η πιο γερή αλυσίδα, κι ας αστράφτουν οι κρίκοι της στον ήλιο θαμπώνοντας τα μάτια.
Τι άλλο θα 'πρεπε ν' απαρνηθείτε παρά κομμάτια του ίδιου σας του εαυτού για να ελευθερωθείτε;
Αν ήταν να καταργήσετε έναν άδικο νόμο, ο νόμος γράφτηκε απ' το δικό σας χέρι στο ίδιο σας το μέτωπο.
Δε θα τον σβήσετε ρίχνοντας στην πυρά τόμους νομοθεσίας, ούτε ξεπλένοντας τα κεφάλια των δικαστών σας, ακόμη κι αν αδειάσετε όλη τη θάλασσα επάνω τους.
Κι αν ήταν να εκθρονίσετε έναν τύραννο, βεβαιωθείτε πρώτα ότι έχετε γκρεμίσει το θρόνο του εντός σας.
Γιατί πώς γίνεται ένας τύραννος να εξουσιάζει ελεύθερους κι υπερήφανους, παρά μέσα απ' την τυραννία της ελευθερίας τους και την αιδώ της κεκτημένης περηφάνιας;
Κι αν ήταν έγνοια που ξεπεράστηκε, 'σείς την είχατε επιλέξει αυτήν την έγνοια, δε σας την επέβαλαν.
Κι αν ήταν φόβος που σκόρπισε, ο σπόρος του φόβου στην καρδιά σας βρίσκεται, όχι στο χέρι εκείνου που φοβάστε.
Πράγματι τα πάντα κινούνται εντός σας σε μια συνεχή ημι-περίπτυξη - το ποθητό με το τρομερό, το απεχθές με το προσφιλές, αυτό που κυνηγάτε κι εκείνο απ' το οποίο δραπετεύετε.
Όλα ετούτα κινούνται εντός σας, φως και σκιά, σαν σφιχταγκαλιασμένα ζευγάρια.
Κι όταν η σκιά σβήσει και χαθεί, το φως που παραμένει γίνεται σκιά σ' άλλο φως.
Έτσι κι η ελευθερία σας όταν χάσει τα δεσμά της μεταβάλλεται σε δεσμοφύλακα μιας πιο σημαντικής ελευθερίας.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ 

 ΜΕΤΑ, ενας από τους δικαστες της πόόλης βγηκε μπροστα και εΙπε,

-Μίλησέ μας για το 'Έγκλημα και την Τιμωρία.

Κι εκεινος αποκρίθηκε, λέγοντας:

Είναι σταν, η ψυχή σου περιπλανιέται στον ανεμο,
που εσύ, μόνος και αφύλαχτος, κάνεις αδίκημα στους αλλους και έπομένως στόν έαυτό σου.
Και γι' αυτο το αδίκημα που διέπραξες όφείλεις να κρούσεις και να περιμένεις λίγο καιρο αφύλαχτος στην πόρτα του ευλογημένου.
Σαν τόν ωκεανό είναι τό θεϊκό σου είναι· Και μένει πάντα αμόλυντο.
Και σαν τόν αιθέρα δεν ανυψώνει παρα μόνο αυτους που εχουν φτερά.
Άκόμα και σαν τόν ηλιο είναι τό θεϊκό σου είναι"

Δε γνωρίζει τους ύπόγειους δρόμους του τυφλοπόντικα ουτε γυρεύει τις τρύπες του έρπετου.
Άλλα τό θεϊκό σου ειναι δεν κατοικει μόνο μέσα στην ϋπαρξή σου.
Πολλα από όσα είναι μέσα σου είναι ακόμα ανθρωπος, και πολλα απ' αυτα δεν είναι ακόμα ανθρωπος,
Άλλα ενας αμορφος πυγμαίος που προχωρεί κοιμισμένος μέσα στην ομίχλη ψάχνοντας για τό ξύπνημά του.


Και για τόν ανθρωπο που βρίσκεται μέσα σου θα ηθελα τώρα να μιλήσω.
Γιατι αυτός είναι που γνωρίζει τό εγκλημα και την τιμωρία του εγκλήματος, και όχι ό θεϊκος σου έαυτός οϋτε ό πυγμαιος που ζει στη σκοτεινιά.
Πολλες φορες σε ακουσα να μιλας για κάποιον που διέπραξε αδίκημα ώσαν αυτός να μην ηταν ενας από δλους σας, αλλα ενας ξένος για σας, ενας παρείσακτος στόν κόσμο σας.

Έγω δμως σας λέω δτι δπως ό αγιος και ό δίκαιος δεν μπορει να ύψωθει πάνω από το πιό ψηλό σημειο που βρίσκεται σε καθένα από σας,
'Έτσι κι ό πονηρός κι ό αδύνατος δεν μπορουν να πέσουν πιό χαμηλα από τό χαμηλότερο σημειο που βρίσκεται πάλι μέσα στόν καθένα σας.
Κι όπως τό ενα μόνο φύλλο δεν κιτρινίζει παρα μονάχα με τη βουβη γνώση όλου του δέντρου,
'Έτσι κι ό παραβάτης δεν μπορει να κάνει αδίκημα χωρις την κρυφη θέληση δλων σας.
Σα μια πομπη βαδίζετε δλοι μαζι πρός τό θεϊκό σας έαυτό.

Έσεις είστε ό δρόμος και οΙ όδοιπόροι. Κι δταν κάποιος από σας πέφτει,
τό πέσιμό του είναι για κείνους που ακολουθουν, μια προφύλαξη ενάντια στην πέτρα δπου μπορουν να σκουντουφλήσουν.
Ναί, και τό πέσιμό του είναι και απ' αυτους που είναι μπροστά του, πού, μ' δλο που είχαν πιό γρήγορο και πιο σίγουρο βημα, ώστόσο δεν εβγαλαν τό πέτρινο εμπόδιο από τό δρόμο.

Και θα πω ακόμα, παρ' δλο που ή λέξη μπορει να είναι βαρια για την καρδιά σας: ·0 δολοφονημένος δεν είναι χωρις ευθύνη για το θάνατό του, κι ό ληστεμένος φταίει κι ό ιδιος για τό λήστεμά του.

Οί δίκαιοι δεν ειναι αθωοι για τις πράξεις των πονηρων,
Κι εκείνος με τα καθαρα χέρια δεν είναι ανεύθυνος για τις πράξεις του κακούργου.
Ναί, ό ενοχος είναι πολλες φορες το θύμα του κακοποιημένου.
Κι ακόμα πιο συχνα ό καταδικασμένος είναι εκεινος που κουβαλα το φορτίο για λογαριασμο των αθώων και των ακατάκριτων.

Δεν μπορειτε να ξεχωρίσετε τόν δίκαιο απο τόν (ίδικο και τον καλο απο τον πονηρό' Γιατι κι οί δυο στέκονται μαζι μπροστα στο πρόσωπο του ηλιου καθως ή μαύρη και ή ασπρη κλωστη ύφαίνονται μαζί.
Κι όταν ή μαύρη κλωστη σπάζει, ό ύφαντουργός θα προσέξει όλο τό ύφασμα, και θα εξετάσει επίσης και τον αργαλειό.

Άν κάποιος απο σας φέρει μπροστα στη δικαιοσύνη την απιστη σύζυγο,
Θα πρέπει επίσης να ζυγίσει την καρδια του συζύγου της στη ζυγαριά, και να μετρήσει την ψυχή του με μέτρα.
Και αυτός που θα καταδίκαζε σε μαστίγωμα τόν αδικητή, θα πρέπει να ερευνήσει και την ψυχή του αδικημένου.

'Άν κάποιος από σας θα ήθελε να τιμωρήσει στό ονομα της δικαιοσύνης και να κατεβάσει τό τσεκούρι πάνω στό κακό δέντρο, θα πρέπει να κοιτάξει και τις ρίζες του'
Και τότε αληθινα θα δει δτι οι ρίζες του καλου και του κακου, του καρποφόρου και του ακαρπου, ειναι τυλιγμένες όλες μαζι στη σιωπηλη καρδια της γης.

Κι εσεις δικαστες που θέλετε να ειστε δίκαιοι.
Τί κρίση θα βγάλετε γι' αυτόν που αν και ειναι τίμιος στα χέρια ειναι όμως κλέφτης στη σκέψη;
Και ποιά ποινη θα βάζατε σ αυτον που σκοτώνει τη σάρκα, αλλα δολοφονειται ό ίδιος στην ψυχή;
Και πως θα τιμωρήσετε εκεινον που στην πράξη είναι δόλιος και καταπιεστής,
Άλλα που είναι κι ό ίδιος αδικημένος και εξευτελισμένος;
Και πως θα τιμωρήσετε εκεί νους που οι
τύψεις τους ειναι κιόλας πολυ μεγαλύτερες από τα αδικήματά τους;

Δεν ειναι οι τύψεις ή δικαιοσύνη που απονέμει δ ίδιος εκείνος νόμος που εσείς θέλετε να ύπηρετείτε;
Δεν μπορείτε δμως να βάλετε τύψεις στην καρδια του αθώου, ούτε να τις αφαιρέσετε από την καρδια του ενόχου.
Άπρόσκλητες οι τύψεις θα καλουν μέέσα στη νύχτα, ετσι που οι άνθρωποι να ξυπνουν και να αντικρύζουν τόν έαυτό τους.
Κι εσείς που θέλετε να κατανοήσετε τη δικαιοσύνη, πως θα τό μπορέσετε, παρα μόνο αν αντικρύσετε δλες τις πράξεις στό πιο δυνατό και καθαρό φως;

Μόνο τότε θα καταλάβετε ότι αυτοι που στέκονται όρθιοι και αυτοι που εχουν πέσει δεν ειναι παρα ενας άνθρωπος που στέκεται στό μισοσκόταδο ανάμεσα στη νύχτα του πυγμαίου έαυτου του και τη μέρα του θείου έαυτου του.

Και ότι ο γωνιόλιθος του ναου δε βρίσκεται ψηλότερα από τόν πιό χαμηλο λίθο στα θεμέλιά του.

ΔΙΧΑΧΗ 
 ΤΟΤΕ, ενας δάσκαλος είπε, Μίλησέ μας για τη Διδαχή.

Κι εκείνος είπε:

Κανένας ανθρωπος δεν μπορεί ν' αποκαλύψει σε σας τίποτε αλλο εκτος απο εκείνο που βρίσκεται κιόλας μισοξύπνιο στη χαραυγη της γνώσης σας.

Ό δάσκαλος περιδιαβάζει στη σκια του ναου, ανάμεσα στους μαθητές του, δε δίνει απο τη σοφία του αλλα μαλλον απο την πίστη καΙ την αγάπη του.

'Άν ειvαι πραγματικα σοφός, δε σας προσκαλεί ποτέ.στο σπίτι της σοφίας του, αλλά, μάλλο σας οδηγεί στο κατώφλι του δικου σας νου.

Ο αστρονόμος μπορεί να σας μιλήσει για τη γνώση του που εχει για το διάστημα, αλλα δεν μπορεί να σας δώσει τη γνώση του.

·0 μουσικος μπορεί να σας τραγουδήσει για το ρυθμο που ύπάρχει σε όλόκληρο το διάστημα, αλλα δεν μπορεί να σας δώσει το αφτί που συλλαμβάνει το ρυθμό, οϋτε τη φωνη που τον αντιλαλεί.

Κι εκείνος που είναι εμπειρος στην επιστήμη τών αριθμών, μπορεί να σας πεί για τα μέτρα και τα σταθμά, αλλα δεν μπορεί να σας όδηγήσει στην περιοχή τους.

Γιατί το όραμα ένος ανθρώπου δεν μπορεί να δανείσει τα φτερά του στον αλλο ανθρωπο.

Και όπως καθένας απο σας στέκεται μόνος στη γνώση του Θεου,
ετσι πρέπει καθένας από σας να είναι μόνος στη δική του γνώση για τό Θεό και στη δική του κατανόηση της γης.

ΦΙΛΙΑ

 Κι ενας νέος είπε,
Μίλησέ μας για τη Φιλία.

Κι εκείνος αποκρίθηκε λέγοντας:

Ό φίλος σας είναι ή εκπλήρωση των αναγκων σας.

Είναι τό χωράφι σας που εσείς σπέρνετε με αγάπη και θερίζετε μ' ευγνωμοσύνη.

Και είναι τό τραπέζι σας και τό παραγώνι σας.

Γιατι πηγαίνετε στό φίλο με την πείνα σας, και τόν αναζητατε για τη γαλήνη σας.

Γιατι ή αγάπη που γυρεύει κάτι άλλο εκτός από την αποκάλυψη του δικου της μυστηρίου δεν είναι αγάπη παρα ενα δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μόνο τό ανώφελο θα πιάσει.

'Όταν ό φίλος σας εκφράζει τις σκέψεις του, δε φοβάστε τό όχι στη δική σας σκέψη, ουτε αποσιωπατε τό ναι.

Και όταν εκείνος είναι σιωπηλός, ή καρδιά σας δεν παύει για ν' ακούσει την καρδιά του'

Γιατι στη φιλία, όλες οι σκέψεις, όλες οι επιθυμίες, όλες οι προσδοκίες γεννιουνται καί μοιράζονται χωρις λέξεις, με χαρα που είναι άφωνη.

'Όταν χωρίζεσαι από τό φίλο σου, δε λυπασαι.

'Γιατί αυτό που αγαπας πιο πολυ σ' αυτόν μπορεί να είναι πιό φανερό στην απουσία του, όπως ό όρειβάτης βλέπει πιό καθαρα τό βουνό από την πεδιάδα .

Και μη βάζετε κανένα σκοπό στη φιλία εκτός από τό βάθαιμα του πνεύματος.

Καί δίνετε τό καλύτερο έαυτό σας στό φίλο σας.

Άφου θα γνωρίσει την άμπωτη του κυμάτος σας, δωστε του να γνωρίσει καί την παλίρροιά του.

Είναι ό φίλος σας κάτι που θα 'πρεπε να γυρεύετε όταν εχετε ώρες που θέλετε να σκοτώσετε;

Καλύτερα να γυρεύετε τό φίλο σας πάντα όταν εχετε ώρες να ζήσετε.

Γιατί εργο του φίλου είναι να εκπληρώσει τις ανάγκες σας, αλλα όχι να γεμίσει τό κενό σας.

Και μέσα στη γλύκα της φιλίας κάνετε να ύπάρχει γέλιο, και μοίρασμα χαρας.

Γιατί στίς δροσοστάλες των μικρων πραγμάτων ή καρδια βρίσκει την καινούργια αυγή της και ξανανιώνει.

ΟΜΙΛΙΑ

 KΑΙ τότε κάποιος λόγιος είπε, Πές μας για την Όμιλία.
Κι εκεινος αποκρίθηκε λέγοντας:
Μιλάτε όταν παύετε να βρίσκεστε σε ειιρήνη με τη σκέψη σας
Κι όταν δεν μπορειτε άλλο πια να μείνετε στη μοναχικότητα της καρδιάς σας, τότε ζειτε στα χείλη σας, και ό ηχος είναι μία διασκέδαση κι ενα σκότωμα τού καιρού.
Και στην όμιλία σας τις περισσότερες φορες μισοδολοφονειται η σκέψη.
Γιατι η σκέψη είναι ενα πουλι τοϋ διαστήματος, και μέσα στό κλουβι τών λέξεων μπορει βέβαια να ξεδιπλώσει τα φτερά του, αλλα δεν μπορει να πετάξει.
"Οταν συναντατε τό φίλο σας στό δρόμο ή στην αγορά, αφηστε τό πνεϋμα που είναι μέσα σας να κινήσει τα χείλη σας και να κατευθύνει τη γλώσσα σας.
Άφηστε τη φωνη που είναι μέσα στη φωνή σας να μιλήσει στο αφτι του αφτιου του . Γιατι η ψυχή του θα κρατήσει την αλήθεια της καρδιάς σας, ακριβώς όπως η γλώσσα θυμάται τη γεύση του κρασιου.
Κι όταν τό χρώμα εχει ξεχαστει κι η κούπα δεν ύπάρχει πιά.
Ύπάρχουν ανάμεσά σας εκεινοι που αναζητουν τόν όμιλητικό επειδη φοβουνται να μείνουν μόνοι.
H σιωπη της μοναξιάς φανερώνει στα μάτια τους τους γυμνους έαυτούς τους και γι' αυτο προτιμουν να δραπετέψουν.
Και ύπάρχουν εκεινοι που μιλουν, και χωρις γνώση ή προηγούμενη σκέψη, φανερώνουν μια αλήθεια που κι οί ίδιοι δεν καταλαβαίνουν.
Και ύπάρχουν εκεινοι που εχουν την αλήθεια μέσα τους, αλλα δεν την εκφράζουν με λέξεις. Στα στήθη αυτών τών ανθρώπων κατοικει τό πνευμα μέσα στη ρυθμικη σιωπή.

ΧΡΟΝΟΣ

 Ένας αστρονόμος είπε, Δάσκαλε, τί έχεις να πεις για τό Χρόνο;
Κι εκεινος αποκρίθηκε:
Θα θέλατε να μετρήσετε τό χρόνο που είναι χωρις μέτρα και αμετρος.
Θα θέλατε να προσαρμόσετε τη διαγωγή σας, ακόμα και να κατευθύνετε την πορεία της ψυχης σας, σύμφωνα με τις ώρες και τις εποχές.
Θα θέλατε να κάνετε τό χρόνο ενα ποταμάκι για να καθήσετε στην οχθη του και να παρακολουθείτε τό κύλισμά του.
Και μήπως δεν είναι ό Χρόνος σπως είναι ή αγάπη, αδιαίρετος και χωρις ρυθμό;
Αλλα αν στη σκέψη σας εχετε άνάγκη να μετρατε τό χρόνο σε εποχές, κάνετε κάθε εποχη να περιλαμβάνει όλες τις αλλες εποχές,
Και κάνετε τό σήμερα να αγκαλιάζει τό παρελθόν με την ανάμνηση και τό μέλλον με τη λαχτάρα.
Ώστόσο, το αχρονο που είναι μέσα σας εχει επίγνωση του άχρονου της ζωης,
Και ξέρει .ότι τό χθες δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανάμνηση του σήμερα, και τό αύριο, τό ονειρο του σήμερα.
Κι ότι αυτό που τραγουδα και διαλογίζεται μέσα σας κατοικει ακόμα μέσα στα όρια της πρώτης εκείνης στιγμης που διασκόρπισε τα αστέρια στό διάστημα.
Ποιός ανάμεσά σας δε νιώθει ότι ή δύναμή του ν' αγαπα είναι απεριόριστη;
Αλλα και ποιός, ώστόσο, δεν αίσθάνεται στι αυτη ή ϊδια ή αγάπη, αν και απεριόριστη, είναι αίχμαλωτισμένη μέσα στό κέντρο της ϋπαρξής του, και δεν πετα από σκέψη αγάπης σε αλλη σκέψη αγάπης, ούτε από πράξεις αγάπης σε αλλες πράξεις αγάπης;

 ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΚΑΚΟ


 
Κι ένας από τους γέροντες της πόλης είπε, Μίλησέ μας για τό Καλό και τό Κακό.
Κι εκεινος αποκρίθηκε:
Μπορω να μιλήσω για τό καλό που είναι μέσα σας, αλλα οχι για τό κακό. Γιατί, τί αλλο είναι τό κακό εκτός από τό καλό τό βασανισμένο από την πείνα του και τη δίψα του;
Στ' αλήθεια, όταν τό καλό πεινάει, αναζητα την τροφή του ακόμα και στις σκοτεινες σπηλιές, και όταν διψα, πίνει ακόμα και από τα στάσιμα νερά.
Είστε καλοι όταν είστε ενα με τόν έαυτό σας.
Κι ώστόσο, όταν δεν είστε ενα με τόν εαυτό σας δεν ειστε κακοί.
Γιατι το διαιρεμένο σπίτι δεν είναι φωλια κλεφτων είναι μόνο ενα διαιρεμένο σπίτι.
Κι ενα καράβι χωρις πηδάλιο μπορει να περιπλανιέται ασκοπα ανάμεσα σε επικίνδυνα ξερονήσια κι ώστόσο να μη βουλιάξει στό βυθό.
Ειστε καλοι δταν προσπαθειτε να δώσετε από τόν έαυτό σας. Κι ώστόσο δεν είστε κακοι όταν γυρεύετε όφελος για τόν έαυτό σας. Γιατι όταν προσπαθειτε για όφελος είστε σαν τη ρίζα που προσκολλιέται στη γη και βυζαίνει στό στηθος της.
Και βέβαια ό καρπός δεν μπορει να πει στη ρίζα, «Να είσαι σαν εμένα, ωριμη και γεμάτη, και πάντα να δίνεις από την αφθοονία σου».
Γιατί, για τον καρπό τό δόσιμο είναι ανάγκη, όπως ανάγκη είναι για τη ρίζα ή απολαβή.
Ειστε καλοι σταν ειστε ολότελα ξύπνιοι στό λόγο σας.
Κι ώστόσο δεν ειστε κακοι δταν κοιμάστε, ενω η γλώσσα σας πάλλεται χωρις σκοπό; Και ίσως, ακόμα και μια ασυνάρτητη όμιλία μπορει να δυναμώσει μια αδύνατη γλώσσα.
ΕΙστε καλοι όταν περπατατε πρός το σκοπό σας σταθερα και με τολμηρα βήματα.
Κι ώστόσο δεν είστε κακοι σταν προχωρειτε πρός τα κει κουτσαίνοντας.
Άκόμα και κεινοι που κουτσαίνουν δεν πηγαίνουν πρός τα πίσω.
Αλλα εσεις που είστε δυνατοι και γρήγοροι, προσέξτε να μη κουτσαίνετε μπροστα στόν κουτσό, νομίζοντας στι αυτό ειναι καλοσύνη.
Είστε καλοι με αναρίθμητους τρόπους, και δεν ειστε κακοι σταν δεν ειστε καλοί, Μόνο που χασομερατε και τεμπελιάζετε.
ΕΙναι κρίμα που τα ελάφια δεν. μπορουν να διδάξουν στις χελωνες τη γρηγοράδα.
Ή καλοσύνη σας βρίσκεται στη λαχτάρα σας για το μεγάλο εαυτό σας: και ή λαχτάρα αυτη βρίσκεται μέσα σε όλους σας.
Αλλα σε μερικους απο σας, ή λαχτάρα αυτη είναι σα χείμαρρος που τρέχει όρμητικα προς τη θάλασσα, κουβαλώντας μαζί του τα μυστικα των λοφοπλαγιων και τα τραγούδια του δάσους.
Ενώ σε αλλους είναι σάν επίπεδο ρευμα πού χάνεται στις στροφες και τις γωνίες κι αργοπορεί ωσπου νά φτάσει στην ακτή.
Άλλά δεν πρέπει αυτός που λαχταρα πολυ νά λέει σ' εκείνον πού λαχταρα λίγο,
"Γιατι εισαι αργος και σταματας;»
Γιατι ό πραγματικά καλός δε ρωτάει τον γυμνό, "που είναι τά ρουχα σου;» ουτε τον αστεγο, "Τί επαθε τό σπίτι σου;» 
 
 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ 

ΜΕΤΑ, μια ιέρεια είπε,
Μίλησέ μας για την Προσευχή.
Κι εκείνος αποκρίθηκε λέγοντας:
Προσεύχεστε στη λύπη σας και στην ανάγκη σας, μακάρι να μπορούσατε να προοσεύχεστε και στην πληρότητα της χαρας σας και στις μέρες της αφθονίας σας.
Γιατί, τί αλλο είναι η προσευχη εκτός από επέκταση του εαυτου σας στό ζωντανό αiθέρα;
Κι αν σας φέρνει παρηγορια να ξεχύνετε τό σκοτάδι σας στό διάστημα, θα σας εφερνε επίσης χαρα αν ξεχύνατε στό διάστημα τό γλυκοχάραμα της καρδιας σας.
Κι αν δεν μπορείτε παρα να κλαίτε όταν ή ψυχή σας σας καλεί στην προσευχή, θα 'πρεπε αυτη να σας κεντρίζει ξανα και ξανά, με τό κλάμα, ωσπου να φτάσετε στό γέλιο.
"Όταν προσεύχεστε, ύψώνεστε και συναντατε στόν αέρα εκείνους που προσεύχονται την ϊδια εκείνη ωρα, και τους οποίους δεν μπορειτε να συναντήσετε παρα μόνο στην προσευχή.
Γι' αυτό, η επίσκεψή σας σ' αυτό τόν αόρατο ναό ας μη γίνεται για αλλο σκοπό εκτός από την εκσταση και τη γλυκεια επικοινωνία.
Γιατί, αν μπείτε στό ναό αυτο μόνο με το σκοπό να ζητήσετε, δε θα λάβετε:
Κι αν μπείτε σ' αυτόν μόνο, για να ταπεινώσετε τόν έαυτό σας, δε θα ανυψωθειτε:
Και ακόμα, κι αν μπειτε σ' αυτόν για να παρακαλέσετε για τό καλό των αλλων, δεν θα εΙσακουστείτε.
Είναι αρκετό να μπειτε μόνο στόν αόρατο ναό.
Δεν μπορω να σας διδάξω πως να προσεύχεστε με λόγια.
'Ό Θεός δεν ακούει τα λόγια σας εκτός εαν αυτός ό ίδιος εκφράζεται με τα χείλη σας.
Και δεν μπορω να σας διδάξω την προσευχη των θαλασσων και των δασων και των βουνων.
Άλλα εσεις που είστε γεννημένοι από τα βουνα και τα δάση και τις θάλασσες, μπορειτε να βρειτε την προσευχή σας στην καρδιά σας, Και αν μόνο τ' αφουγκραστειτε μέσα στην ησυχία της νύχτας, θα τα ακούσετε να λένε με τη σιωπή τους:
«Θεέ μας, που είσαι ο φτερωτός εαυτός μας, είναι η θέλησή σου μέσα μας που θέλει. Είναι ό πόθος σου μέσα μας που ποθει. Είναι η όρμή σου μέσα ,μας που μετατρέπει τις νύχτες μας, που είναι δικές σου, σε μέρες, που κι αυτες είναι δικές σου.
Δεν μπορουμε να σε παρακαλέσουμε για τίποτα, γιατί εσυ ξέρεις τις ανάγκες μας πριν ακόμα γεννηθουν μέσα μας:
Έσυ είσαι η ανάγκη μας και όταν μας δίνεις πιό πολυ από τόν έαυτό σου, μας τα δίνεις όλα.» 
 
ΗΔΟΝΗ 
 
 ΥΣΤΕΡΑ, ενας ερημίτης, που επισκεφτόταν την πόλη μόνο μια φορα τό χρόνο, βγηκε μπροστα και είπε, Μίλησέ μας για την Ηδονή.
Κι εκεινος αποκρίθηκε λέγοντας:
Ηδονή είναι ενα τραγούδι ελευθερίας, Αλλά δεν είναι ελευθερία.
Είναι το άνθισμα των πόθων σας,αλλά δεν είναι ο Kαρπός τους.
Είναι ένα βάθος που καλεί το ύψος, αλλά δεν είναι ούτε τό βαθυ ούτε το υψηλό. Eίvαι το φυλακισμένο πουλί που ανοίγει τα φτερά του,
Αλλα δεν είναι τό απέραντο διάστημα. Ναί, αληθινά, η ηδονή είναι ενα τραγούδι, ελευθερίας.
Και θα μου εκανε χαρα να τό τραγουδατε με όλη την καρδιά σας αλλα δε θα 'θελα να χάσετε τις καρδιές σας στό τραγούδι της.
Μερικοί από τους νέους σας αναζητουν την ηδονη σαν αυτη να ήταν τό παν και τους κρίνουν και τους κατηγορουν.
Έγω δε θα τους εκρινα ούτε θα τους καατηγορουσα. Θα τους αφηνα να αναζητουν.
Γιατι θα βρουν την ηδονή, αλλα όχι μόνη της
Ή ηδονη εχει έφτα αδελφές, που και η τελευταία από αυτες είναι πιό. όμορφη από την ηδονή.
Δεν εχετε ακούσει για τόν άνθρωπο που εσκαβε στό χώμα για να βρει ρίζες και βρήκε θησαυρό;
Και μερικοι από τους μεγαλύτερούς σας αναθυμουνται τις ήδονες με λύπη σα να ήταν αδικήματα που διέπραξαν στη μέθη.
Αλλα τό μετάνιωμα είναι τό συννέφιασμα της ψυχης και όχι ή τιμωρία της.
Αυτοι θα πρεπε να θυμουνται τις ήδονές τους μ' ευγνωμοσύνη, δπως θα θυμουνταν τη σοδεια του καλοκαιριου.
Κι ώστόσο αν τους κάνει παρηγορια να μετανιώνουν, αφηστε τους να παρηγορουνται
Και υπάρχουν ανάμεσά σας εκείνοι που δεν είναι ούτε νέοι για να αναζητουν ούτε γέροι για να θυμουνται και από τό φόβο της αναζήτησης και της θύμησης αποφεύγουν όλες τις ήδονές, για να μην παραμελήσουν τό πνευμα ή να μη τό προσβάλουν.
Άλλα σ' αυτα ακριβώς βρίσκεται ή ηδονή τους.
Κι ετσι κι αύτοι βρίσκουν ενα θησαυρό ενώ σκάβουν ψάχνοντας για ρίζες με τρεμάμενα χέρια.
Αλλα πέστε μου, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να προσβάλει το πνευμα;
Μπορεί τό αηδόνι να προσβάλει την ησυχία της νύχτας, Ή η πυγολαμπίδα τ' αστέρια;
Και μπορει ή φωτια σας ή ο καπνός σας να ταράξει τόν άνεμο;
Νομίζετε δτι τό πνευμα είναι μια ηρεμη λιμνούλα που μπορείτε να ταράξετε μ' ενα ραβδί;
Πολλες φορες όταν αρνειστε στόν εαυτό σας την ευχαρίστηση, τό μόνο που κάνετε είναι να αποθηκεύετε τόν πόθο στό εσωτερικό της ύπαρξής σας.
Ποιός ξέρει αν αυτό που παραλείπετε σήμερα, δεν περιμένει για αύριο;
Ακόμα και τό σώμα σας γνωρίζει την κληρονομιά του και τη δικαιωματική του ανάγκη και δεν ξεγελιέται.
Και τό σώμα σας είναι ή αρπα της ψυχης σας,
Και εξαρτιέται από σας αν ή αρπα αυτη θα βγάλει γλυκια μουσικη η μπερδεμένους ηχους.
Και τώρα αναρωτιέστε μέσα στην καρδιά σας, «Πώς θα διακρίνουμε αυτό που είναι καλό στην ήδονη από εκείνο που είναι κακό;» Πηγαίνετε στα χωράφια και στους κήπους σας, κι εκεί θα μάθετε ότι η ηδονη της μέλισσσας είναι να μαζεύει μέλι από τό λουλούδι, Άλλα είναι και ήδονη του λουλουδιου να χαρίζει το μέλι του στη μέλισσα.
Γιατί, το λουλούδι είναι για τη μέλισσα μια πηγή ζωης, και για τό λουλούδι ή μέλισσσα είναι ο αγγελιαφόρος της αγάπης.
Αλλα και για τους δυό, μέλισσα και λουλούδι, τό δόσιμο και η απολαβη της ηδονής είναι μια ανάγκη και μια εκσταση. Λαε της Όρφαλεζίας, να είστε στις ηδονές σας, σαν τα λουλούδια και τις μέλισσες.
 
 
 ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ 

Κι ενας ποιητής είπε,

Μίλησέ μας γιά την Ομορφιά.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
που θα ψάξετε για την ομορφιά, και πως θα τη βρείτε αν αυτη ή ίδια δεν είναι ό δρόμος σας και ο οδηγός σας;
Και πως θα μιλήσετε γι' αυτη αν αυτη δεν είναι η υφάντρα του λόγου σας;
Οι βασανισμένοι και οι χτυπημένοι λένε, «Η όμορφια είναι καλη κι ευγενική.
Σα μια νέα μητέρα, κάπως ντροπαλη για τη δόξα της, περπατεί ανάμεσά μας.»
Και οι ανθρωποι του πάθους λένε, «'Όχι, η όμορφια είναι ενα πράγμα γεμάτο δύναμη και τρόμο.
Σαν την καταιγίδα ταρακουνά τη γη κάτω από τα πόδια μας και τον ουρανό πάνω από τα κεφάλια μας.»
Οι κουρασμένοι και οι αδύναμοι λένε, «Η όμορφια είναι φτιαγμένη από απαλά ψιθυρίσματα. Μιλάει μέσα στο πνεύμα μας. H φωνή της υποχωρεί στη σιωπή μας σαν το αδύναμο φως που τρεμοπαίζει από το φόβο της σκιάς.»
Αλλα οι ανήσυχοι λένε, «Έμείς ακούσαμε την όμορφια να κραυγάζει ανάμεσα στα βουνά, Και μαζι με τις κραυγές της, ακούστηκε ο ήχος καλπασμών, χτύπημα φτερών και βρούχισμα λιονταριών.» •
Τη νύχτα οι φύλακες της πόλης λένε, "Η όμορφια θ' ανατείλει μαζι με την αυγη από την ανατολή.»
Και το μεσημέρι, οι εργάτες κι οι όδοιιπόροι λένε, «Έμεις είδαμε την όμορφια να γέρνει πάνω στη γη από τα παράθυρα της δύσης.»
Το χειμώνα, οι αποκλεισμένοι από τα χιόνια λένε, «Η ομορφιά θα ' ρθει με την άνοιξη τρέχοντας χαρούμενα πάνω στους λόφους.»
Και μέσα στη ζέστη του καλοκαιριου, οι θεριστες λένε, «Έμεις είδαμε την ομορφιά να χορεύει μαζι με τα φθινοπωρινα φύλλα και είχε μια τούφα χιόνι στα μαλλιά της.»
'Όλα αυτα τα πράγματα εχετε πει για την όμορφιά.
Άλλα στην πραγματικότητα δε μιλήσατε για την όμορφια αλλα για ανάγκες ανεκπλήρωτες,
Και η όμορφια δεν ειναι μια ανάγκη, αλλα μια έκσταση. "Η ομορφιά δεν είναι στόμα διψασμένο οϋτε αδειο χέρι που απλώνεται.
Αλλά είναι πιο πολυ μια καρδια φλογισμένη και μια ψυχη μαγεμένη.
Δεν είναι η εικόνα που θα θέλατε να δειτε οϋτε τό τραγούδι που θα θέλατε ν' ακούσετε,
Αλλα μάλλον μια εικόνα που βλέπετε παρ' όλο που κλείνετε τα μάτια σας κι ενα τραγούδι που ακούτε παρ' όλο που κλείνετε τ' αφτιά σας.
Δεν είναι ό χυμός μέσ' από τη φλούδα του δέντρου, οϋτε το φτερό ανάμεσα στα νύχια, αλλα είναι πιό πολυ ενας κηπος παντοτινά ανθισμένος κι ενα κοπάδι άγγελοι που αιώνια πετούν.
Λαε της Όρφαλεζίας, η όμορφια είναι η ζωη,όταν η ζωη φανερώνει το ιερό της πρόσωπο.
Αλλά εσείς ειστε η ζωη κι εσείς τό πέπλο που τη σκεπάζει.
Η όμορφια είναι η αιωνιότητα που ατενίζει τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Αλλά εσείς είστε η αιωνιότητα κι εσείς είστε ο καθρέφτης. 
 
 
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
 
 Kι ένας γέρος ιερέας είπε, Μίλησέ μας για τη Θρησκεια.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
Μήπως μίλησα για τίποτ' άλλο σήμερα εκτός άπό τη θρησκεία;
Δεν είναι ή θρησκεία όλες οι πράξεις και όλες οι σκέψεις, και αυτό που δεν είναι ούτε πράξη ούτε σκέψη, αλλα μια απορία και μια εκπληξη που αναβλύζει πάντοτε μέσα στην ψυχή, ακόμα κι όταν τα χέρια σμιλεύουν την πέτρα ή δουλεύουν στον αργαλειό;
Ποιός μπορεί να χωρίσει την πίστη του από τις πράξεις του, η τις πεποιθήσεις του από τις ασχολίες του;
Ποιός μπορεί ν' απλώσει τις ώρες του μπροστά του, και να πεί,
«Αυτό για τό Θεό κι αυτό για μένα ,αυτό για την ψυχή μου κι αυτό για το σωμα μου;» "Όλες οι ώρες σας είναι φτερα που φτερουγίζουν μέσα στο διάστημα και πετούν από εαυτό σε εαυτό.
Αυτός που φοράει την ηθικότητά του σαν το καλύτερο ρουχο του, θα ήταν καλύτερα να μείνει γυμνός.
0 άνεμος κι ο ήλιος δε θ' ανοίξουν τρύπες στο δέρμα του.
Και αυτός που κανονίζει τη συμπεριφοορά του με την ηθική, φυλακίζει τό αηδόνι της ψυχης του στο κλουβί.
Το πιό ελεύθερο τραγούδι δεν ερχεται μέσα από τις αμπάρες η τα σύρματα του κλουυβιου.
Και όποιος βλέπει τη λατρεία σαν ενα παράθυρο, που μπορεί ν' ανοίγει αλλα και να κλείνει, αυτός δεν εχει ακόμα επισκεφτεί το σπίτι της ψυχης του που τα παράθυρά του αρχίζουν την αυγη και τελειώνoυν στην αυγή.
Η καθημερινή σας ζωη είναι ο ναός σας και η θρησκεία σας.
'Όταν μπαίνετε σ' αυτήν, πάρετε μαζί σας όλο τον εαυτό σας.
Πάρετε τ' αλέτρι και τ' αμόνι, το σφυρι και το λαγουτο, τα πράγματα που φτιάξατε για τις αναγκες σας η για την ευχαρίστησή σας,
Γιατί, στις όνειροπολήσεις σας δεν μπορείτε ν' ανυψώθείτε πάνω από τα κατορθώματά σας, ούτε να πέσετε χαμηλότερα από τις αποοτυχίες σας.
Και πάρετε μαζί σας όλους τους ανθρώπους:
Γιατί, στη λατρεία σας δεν μπορειτε να πετάξετε ψηλότερα από τις ελπίδες τους, ούτε να ταπεινώσετε τον εαυτό σας χαμηλότεερα από την απελπισία τους.
Κι αν θέλετε να γνωρίσετε το Θεό, μην ενεργειτε σα να προσπαθειτε να λύσετε αινίγματα.
Καλύτερα να κοιτάξετε γύρω σας και θα δείτε το Θεο να παίζει με τα παιδιά σας.
Κοιτάξετε και στο διάστημα θα δειτε το Θεό να περπατάει μέσα στο σύννεφο, ν' άπλώνει τα χέρια του με την αστραπή και να κατεβαίνει με τη βροχή.
Θα τον δειτε να χαμογελάει μέσα από τα λουλούδια και μετα ν' ανεβαίνει και να κουνάει τα χέρια του με τα κλαδιά των δέντρων. 
 
 
ΚΑΙ τότε η Αλμήτρα μίλησε ξανά, και είπε, Και τώρα θα σε ρωτήσουμε για το Θάνατο.
Κι εκείνος είπε:
Θέλετε να μάθετε το μυστικό του θανάτου.
Αλλά πως θα το βρείτε αν δεν το γυρέψετε μέσα στην καρδιά της ζωής;
Η κουκουβάγια που τα νυχτόθωρα μάτια της είναι τυφλα στο φως της μέρας, δεν μπορεί ν' αποκαλύψει το μυστήριο του φωτός. ''Αν θέλετε πραγματικά ν' αντικρύσετε την ψυχή του θανάτου, ανοίξτε την καρδιά σας ολάκερη στο σώμα της ζωής.
Γιατι η ζωή κι ο θάνατος είναι ένα, καθώς ο ποταμός κι η θάλασσα είναι ένα.
Στο βάθος των ελπίδων και των πόθων σας υπάρχει η σιωπηλή σας γνώση για το υπερπέραν.
Και σαν τους σπόρους που ονειρεύονται κάτω από το χιόνι, η καρδιά σας ονειρεύεται την άνοιξη. Να εμπιστεύεστε τα όνειρα, γιατί σ' αυτά είναι κρυμμένη η πύλη προς την αιωνιότητα.
Ο φόβος σας για το θάνατο είναι σαν το τρεμούλιασμα του βοσκου όταν στέκεται μπροστά στο βασιλιά που το χέρι του θα τον ακουμπήσει για να τον τιμήσει.
Μήπως δε χαίρεται ό βοσκός κάτω από το τρεμούλιασμά του, που θα φορέσει το μετάλλιο του βασιλιά;
Κι ώστόσο, δεν είναι η ταραχή εκεινο που τον γνιάζει πιό πολύ;
Γιατί, τι αλλο είναι ο θάνατος εκτός από το να σταθείς γυμνός μέσα στον άνεμο και να λιώσεις μέσα στον ήλιο;
Και τι σημαίνει να πάψεις ν' αναπνέεις εκτός από το να ελευθερώσεις την ανάσα από τα ασταμάτητα κύματά της, για να μπορέσει να υψωθεί και ν' άπλωθει και να γυρέψει το Θεό ανάλαφρη κι ανεμπόδιστη;
Μονάχα όταν πιείτε από το ποτάμι της σιωπης, θα μπορέσετε πραγματικά να τραγουδήσετε.
Και μόνο όταν φτάσετε στη βουνοκορφή, θ' αρχίσετε να σκαρφαλώνετε.
Kαι όταν η γη γυρέψει τα μέλη σας, τότε μόνο θα χορέψετε πραγματικά.
Μετάφραση - Ευάγγελος Γράψας