Σελίδες

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023

7 ποιητές της Ελλάδας και της Κύπρου με 1 ποίημά τους

 


ΜΑΘΗΤΕΥΣΕΙΣ / Γιώργος Αλεξανδρής

Οργα­νω­μένη η γνώση, υπό­μνημα η περιρ­ρέ­ουσα σοφία
και η προ­σω­πική επι­τυ­χία, στάση ζωής και ερμη­νεία.
Θέσπι­σμα η επα­νά­ληψη και η προ­στα­σία ανάγκη.
 
Θεω­ρη­μέ­νοι οι δύσβα­τοι δρό­μοι της αυτο­γνω­σίας
και οι στε­νω­ποί της δημιουρ­γίας αντι­γρα­φές και μιμή­σεις.
Βια­στι­κές ανα­γνώ­σεις η ιστο­ρία και ανα­φορά οι μύθοι.
 
Γύρω, μέντο­ρες και αυθεντίες,αρχές, περ­γα­μη­νές και αξίες
και οι και­ροί συμ­βα­τοί για νου­θε­σίες και υπο­δεί­ξεις.
Ιδέα και μέθο­δος η απο­δοχή και η συνέ­χεια χρέος.
 
Τον κόσμο να υπο­θέ­σουμε σε αδρή εικο­νο­γρα­φία
και η εποχή μας ρήτρα διά­δοχη να πιστο­ποιεί.
Οι εικο­νο­κλά­στες βέβη­λοι και οι αιρε­τι­κοί αγύρτες.
 
Και μαθη­τεύ­σαμε στην ιδιώ­τευση και το εφή­μερο,
εντρυ­φή­σαμε σε προ­σα­να­το­λι­σμέ­νες πεποι­θή­σεις
και ενδώ­σαμε στους μακα­ρι­σμούς και τον εφησυχασμό.
 
Μαθη­τεύ­σαμε στον προ­ση­λυ­τι­σμό των ευγε­νι­κών προ­θέ­σεων,
ανα­γνω­ρί­σαμε εμβρι­θείς σχε­δια­σμούς και μαρ­τυ­ρίες
κι ασπα­στή­καμε δοξα­σίες ως αλή­θεια και προοπτική.
 
Και μυη­θή­καμε σε συν­θή­ματα αλτρου­ϊ­σμού και αλλη­λεγ­γύης,
κρυ­πτο­γρα­φή­σαμε ως συναλ­λαγή την καθη­με­ρι­νό­τητά μας
και ευτυ­χή­σαμε στα άλλοθι της συνέ­πειας και της ευθύνης.
 
*
 
Ο ποιητής / Κώστας Κατσώνης
 
Ο ποιητής,
ένα ποτήρι ξέχειλο
από την πίκρα του κόσμου,
ένα σήμαντρο
που θ’ακούγεται πάντα
στις στράτες των ανθρώπων
πότε σιγότερα κι αλαργινά,
κιι άλλοτε με κλαγγιές και με γιούχα,
στο ίδιο πάντα μετερίζι.
καθώς τον ήλιο
που αυγαταίνει το αύριο.
 
*
ΣΤΟ ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ ΣΕ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΧΑΡΑΚΙΡΙ / Ιωάννης Μασμανίδης

Ὄχι,δὲν εἶναι εὔκολο νὰ γράφεις.Εἶναι σκληρὸ
σάν νὰ σπᾶς βράχο.Ἀλλὰ πετάγονται σπίθες καὶ σχίζες
σὰν ἀτσάλι ποὺ λαμποκοπᾶ.
ΚΛΑΡΙΣΕ ΛΙΣΠΕΚΤΟΡ

ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ
Νομίζω ἡ κόλαση
μὲ μυρουδιὰ τοῦ παρελθόντος ἔντονη ἀφήνει πληγὲς
μαζεύεις λίγο λίγο τὸ λίγο σου
δυὸ λόγια φτωχὰ ἀπὸ νικητήρια δῆθεν διαδρομὴ
 Στὶς συλημένες γωνιές  στὰ ἐδάφη σου γυρίζεις
κρεμιέσαι στὴ σιωπὴ νὰ ἀποφύγεις τὶς σφαῖρες
στὶς ὑγρασίες τῆς ζωῆς τὶς ἀνεξαγόραστες  νὰ ξεδιψάσεις λίγο
ζητιανεύεις
Ὅταν ἔρχονται οἱ ὁδοκαθαριστὲς-κι ὅταν δὲν ἔρχονται ἐπινοοῦνται-
γιὰ νὰ βάλουν τέλος σὲ ὅλα αὐτὰ
ὅταν μὲ ἕνα ἰδιοφυὲς σύστημα ἐνεργειῶν ἐπαναφέρουν τὴ μισητὴ πραγματικότητα
ποὺ  δυνάμει τοῦ νόμου σὲ δένει στὸ χῶμα
περιμένεις ἀέρα μάταια
 ἴχνη λουλουδιῶν στὸ χῶμα νὰ δεῖς
οὐρανὸ δὲ βρίσκεις πουθενὰ
ἀλλὰ ἡ μυρουδιά πάντα ἐκεῖ
μένει μένει
καὶ μετὰ
Δὲν ὑπάρχει τίποτε καινούργιο μετὰ
 ἀκουμπᾶς πάνω στὸ τραπέζι τὸ ἄδειο ποτήρι σου
τὴν σκουριασμένη φτώχεια σου ξεστόλιστη ξοδεύεις
 ἁπλώνεις τὸ χέρι γιά μιὰ μάταιη ἐπαφὴ
Βγάζεις ἀπὸ τὴν τσέπη σου τὴν ἄσπρη σημαία τῆς παράδοσης
ὅλα σάπια σανίδια εἶναι ξεθωριασμένα
ὅλα σὲ σάπια σιωπὴ περιπλεγμένα
ὀνειρεύεσαι πώς πέφτεις στὸ κενὸ
μὲς στὴν ἴδια τὴ λάσπη σου τὶς θύμησες ψηλαφίζεις ἀκούραστα
δίπλα στοὺς νεκροὺς σου ξενυχτᾶς
 δίχως ἴχνος ντροπῆς χωρὶς νὰ ζεῖς
ζεῖς
ματώνεις
Δὲς
ἥλιο δὲν ἔχω καὶ γὼ ἐντὸς μου ματωμένος
 ἀθόρυβα συντρίβομαι
ἀπὸ θάνατο κι ἀπὸ κόλαση
ξέρω καλά
 τὴν καρδιὰ ἀκούω μόνο
ἄστεγος μὲ λέξεις πλέκω τὴν ἐρημιὰ μου
ἔτσι εἶναι ἡ κόλαση
Στὸ ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ σὲ μοναχικὸ χαρακίρι
παραδίδομαι
 
*
Δοτή διχόνοια / Σαλίβερος Νικόλας
….(Από τον Εθνικό Ύμνο)

Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένη έθνη αληθινά:
"Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά".
 
Σκλάβα πάλι η Ελλάδα ,πάει γι’ακρωτηριασμό ,
χωρίς πολέμου μέτωπα ετούτη τη φορά.
Χωρίς αντίδραση, στου αδελφού το μηδισμό,
μ’ αυτοχειρίας θύματα κι’ ένδειας συμφορά.
 
Στον πόλεμο ο εχθρός ,πάντα, είν’ ομπροστά σου,
κι ‘ η άμυνα με όπλα, είναι ζωής ο ορισμός
Οπως γλυκοματώνει το ξυράφι τα φτερά σου,
έτσι κι’η διχόνοια είν’ της ψυχής διαμελισμός.
 
Είναι ο διχασμός ,απ’τό «Κεφάλαιο» δοτός,
λίγοι πουλούνε πρόστυχα πολλών το μερτικό.
Ο φαύλος ψεύτης γίνεται Άρχοντας «δαγκωτός»
αρκεί να «δίνει λόγο» σε ξένο αφεντικό.
 
Τα αισθήματα συνωστίζονται σ’ άδηλο μίσος,
γκρεμίζεται η αγάπη από καρδιάς τα μάτια.
Στα λόγια κυνηγιέται κάθε ατιμίας Κροίσος
κι’ο φθόνος κυριεύει παράγκες και παλάτια.
 
Αναίμακτη σκλαβιά, γίνετ’ αδιαχείριστη,
μ ’ιδρώτα σκλάβων τρέφονται ντόπιοι και ξένοι λύκοι.
Δείχνει η λευτεριά νάναι μακρυά κι’αγύριστη,
όσο το χώμα πού πατάς, πλέον δεν σου ανήκει.
 
«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους..»
δίνει τη λύση σ’ άτυχους κι’ αδικοσκλαβωμένους….
Σκλάβος, ποτέ δεν άκουσε τη λέξη, «Ευχαριστώ»
και πάντοτε σταυρώνεται σαν τον Ιησού Χριστό.
 
*
ΕΠΑΦΗ / Ανδρέας Τιμοθέου

        Στην ποιήτρια  Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα

Τόσοι παλλόμενοι κόσμοι
και γω να σου μιλώ για άστρα,
παραμονές θανάτου και σιωπής
πικρή επίγνωση της νιότης.
Κι όμως δεν νανουρίζονται οι ψυχές
καμιά φορά μονάχα κλείνουνε τα μάτια…
 
*
Η φυγή / Ανδρέας Τίφας
 
Δυστυχώς πρέπει να φύγουμε
Δεν μπορούμε να μείνουμε
Η μεγάλη παραμονή …έχει δυσκολίες
 
Ο άνθρωπος πρέπει να τρέξει,
Χρειάζεται να καλύψει αποστάσεις.
 
Κάποια πράγματα δε θα τα ικανοποιήσει…
Δυστυχώς κάποτε πρέπει να φύγουμε..
Φθάνει η ώρα της αποχώρησης.

*
 
Επίλογος / Κώστας Ψαράκης

Αν είναι να πούμε κάτι
τώρα είναι η ώρα να μιλήσομε
Τώρα που ανασαίνουμε ελεύθεροι
από τα πάθη που μας έπνιγαν
στις θάλασσες και τ’ ακρογιάλια
που γυρίζαμε τόσα χρόνια
Αν είναι αν πούμε κάτι
τώρα θα μπορούσαμε να μιλήσομε
πριν φύγομε για τις κορφές
και μας καρφώσει αμίλητους
το φεγγάρι στο Βράχο
Όσοι γλιτώσαμε από τη λαγνεία και το θάνατο
των φεγγαριών και των ανέμων
Θρηνήσαμε Νεκρούς .
Όταν τους συναντάμε καμιά φορά εκεί στις άδειες αμμουδιές
δε μας βλέπουν
Χαμένοι στο χρόνο τους και στη λησμονιά
σα θαλάσσια ξύλα
που οι δίνες του χρόνου
πετούν στις απόκοσμες ακτές των αναμνήσεων
[Ήταν τόσο δύσκολο να νιώσομε
ότι άλλο είναι να πετάς και άλλο να πέφτεις…..]
(τις νύχτες που ονειρεύεσαι ότι πετάς
Σ’εκείνους τους θαλασσινούς γκρεμούς
Που φτιάχνεις από φως του φεγγαριού και ελευθερία
θέλω να το σκεφτείς βαθιά αυτό
ότι άλλο είναι να πετάς και άλλο να πέφτεις..)
Ο θάνατος μας δίδαξε το χρόνο
μας δίδαξε
το ποτάμι των μορφών
με τις απόκοσμες όχθες
και τις ακτές της αβάστακτης ομορφιάς
η ομορφιά μας δίδαξε τη μοναξιά
το τραγούδι των ανέμων στους έρημους τόπους
και το λουλούδι του φεγγαριού
που είναι μαζί το αύριο και το χθες
Ο χρόνος μας δίδαξε τη συμπόνια.
Τι άλλο να αισθανθεί κανείς
για τις Μορφές που φτιάχνονται για να χαθούν
στο ποτάμι των αιώνων
όπως τα πρόσωπα στα σύννεφα
που σπρώχνουν οι άνεμοι
ανακαλύψαμε στους γκρεμούς
τις όχθες του χρόνου
και στα απρόσιτα διαζώματα
τις ακτές
της αιώνιας θάλασσας
Ξαφνικά
αρχίσαμε να ζούμε τη ζωή
σαν να είναι ήδη ανάμνηση
γραμμένη στη μνήμη
αυτών που θα ζουν
αυτών που αγαπάμε
και αυτό είναι μια ελευθερία
και μια πληγή
Αγαπήσαμε την Αλήθεια.
γιατί εμείς δεν είμαστε ποιητές
απλώς κρύβομε σε περίοπτη θέση
σαν το βιολί που ακούγεται στο φαράγγι
τα λόγια που θέλομε να ακούσεις.

1 σχόλιο: