Οργανωμένη η γνώση, υπόμνημα η περιρρέουσα σοφία
και η προσωπική επιτυχία, στάση ζωής και ερμηνεία.
Θέσπισμα η επανάληψη και η προστασία ανάγκη.
και οι στενωποί της δημιουργίας αντιγραφές και μιμήσεις.
Βιαστικές αναγνώσεις η ιστορία και αναφορά οι μύθοι.
και οι καιροί συμβατοί για νουθεσίες και υποδείξεις.
Ιδέα και μέθοδος η αποδοχή και η συνέχεια χρέος.
και η εποχή μας ρήτρα διάδοχη να πιστοποιεί.
Οι εικονοκλάστες βέβηλοι και οι αιρετικοί αγύρτες.
εντρυφήσαμε σε προσανατολισμένες πεποιθήσεις
και ενδώσαμε στους μακαρισμούς και τον εφησυχασμό.
αναγνωρίσαμε εμβριθείς σχεδιασμούς και μαρτυρίες
κι ασπαστήκαμε δοξασίες ως αλήθεια και προοπτική.
κρυπτογραφήσαμε ως συναλλαγή την καθημερινότητά μας
και ευτυχήσαμε στα άλλοθι της συνέπειας και της ευθύνης.
ένα ποτήρι ξέχειλο
από την πίκρα του κόσμου,
ένα σήμαντρο
που θ’ακούγεται πάντα
στις στράτες των ανθρώπων
πότε σιγότερα κι αλαργινά,
κιι άλλοτε με κλαγγιές και με γιούχα,
στο ίδιο πάντα μετερίζι.
καθώς τον ήλιο
που αυγαταίνει το αύριο.
ΣΤΟ ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ ΣΕ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΧΑΡΑΚΙΡΙ / Ιωάννης Μασμανίδης
Ὄχι,δὲν εἶναι εὔκολο νὰ γράφεις.Εἶναι σκληρὸ
σάν νὰ σπᾶς βράχο.Ἀλλὰ πετάγονται σπίθες καὶ σχίζες
σὰν ἀτσάλι ποὺ λαμποκοπᾶ.
ΚΛΑΡΙΣΕ ΛΙΣΠΕΚΤΟΡ
ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ
Νομίζω ἡ κόλαση
μὲ μυρουδιὰ τοῦ παρελθόντος ἔντονη ἀφήνει πληγὲς
μαζεύεις λίγο λίγο τὸ λίγο σου
δυὸ λόγια φτωχὰ ἀπὸ νικητήρια δῆθεν διαδρομὴ
Στὶς συλημένες γωνιές στὰ ἐδάφη σου γυρίζεις
κρεμιέσαι στὴ σιωπὴ νὰ ἀποφύγεις τὶς σφαῖρες
στὶς ὑγρασίες τῆς ζωῆς τὶς ἀνεξαγόραστες νὰ ξεδιψάσεις λίγο
ζητιανεύεις
Ὅταν ἔρχονται οἱ ὁδοκαθαριστὲς-κι ὅταν δὲν ἔρχονται ἐπινοοῦνται-
γιὰ νὰ βάλουν τέλος σὲ ὅλα αὐτὰ
ὅταν μὲ ἕνα ἰδιοφυὲς σύστημα ἐνεργειῶν ἐπαναφέρουν τὴ μισητὴ πραγματικότητα
ποὺ δυνάμει τοῦ νόμου σὲ δένει στὸ χῶμα
περιμένεις ἀέρα μάταια
ἴχνη λουλουδιῶν στὸ χῶμα νὰ δεῖς
οὐρανὸ δὲ βρίσκεις πουθενὰ
ἀλλὰ ἡ μυρουδιά πάντα ἐκεῖ
μένει μένει
καὶ μετὰ
Δὲν ὑπάρχει τίποτε καινούργιο μετὰ
ἀκουμπᾶς πάνω στὸ τραπέζι τὸ ἄδειο ποτήρι σου
τὴν σκουριασμένη φτώχεια σου ξεστόλιστη ξοδεύεις
ἁπλώνεις τὸ χέρι γιά μιὰ μάταιη ἐπαφὴ
Βγάζεις ἀπὸ τὴν τσέπη σου τὴν ἄσπρη σημαία τῆς παράδοσης
ὅλα σάπια σανίδια εἶναι ξεθωριασμένα
ὅλα σὲ σάπια σιωπὴ περιπλεγμένα
ὀνειρεύεσαι πώς πέφτεις στὸ κενὸ
μὲς στὴν ἴδια τὴ λάσπη σου τὶς θύμησες ψηλαφίζεις ἀκούραστα
δίπλα στοὺς νεκροὺς σου ξενυχτᾶς
δίχως ἴχνος ντροπῆς χωρὶς νὰ ζεῖς
ζεῖς
ματώνεις
Δὲς
ἥλιο δὲν ἔχω καὶ γὼ ἐντὸς μου ματωμένος
ἀθόρυβα συντρίβομαι
ἀπὸ θάνατο κι ἀπὸ κόλαση
ξέρω καλά
τὴν καρδιὰ ἀκούω μόνο
ἄστεγος μὲ λέξεις πλέκω τὴν ἐρημιὰ μου
ἔτσι εἶναι ἡ κόλαση
Στὸ ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ σὲ μοναχικὸ χαρακίρι
παραδίδομαι
Δοτή διχόνοια / Σαλίβερος Νικόλας
….(Από τον Εθνικό Ύμνο)
Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένη έθνη αληθινά:
"Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά".
χωρίς πολέμου μέτωπα ετούτη τη φορά.
Χωρίς αντίδραση, στου αδελφού το μηδισμό,
μ’ αυτοχειρίας θύματα κι’ ένδειας συμφορά.
κι ‘ η άμυνα με όπλα, είναι ζωής ο ορισμός
Οπως γλυκοματώνει το ξυράφι τα φτερά σου,
έτσι κι’η διχόνοια είν’ της ψυχής διαμελισμός.
λίγοι πουλούνε πρόστυχα πολλών το μερτικό.
Ο φαύλος ψεύτης γίνεται Άρχοντας «δαγκωτός»
αρκεί να «δίνει λόγο» σε ξένο αφεντικό.
γκρεμίζεται η αγάπη από καρδιάς τα μάτια.
Στα λόγια κυνηγιέται κάθε ατιμίας Κροίσος
κι’ο φθόνος κυριεύει παράγκες και παλάτια.
μ ’ιδρώτα σκλάβων τρέφονται ντόπιοι και ξένοι λύκοι.
Δείχνει η λευτεριά νάναι μακρυά κι’αγύριστη,
όσο το χώμα πού πατάς, πλέον δεν σου ανήκει.
δίνει τη λύση σ’ άτυχους κι’ αδικοσκλαβωμένους….
Σκλάβος, ποτέ δεν άκουσε τη λέξη, «Ευχαριστώ»
και πάντοτε σταυρώνεται σαν τον Ιησού Χριστό.
ΕΠΑΦΗ / Ανδρέας Τιμοθέου
Στην
ποιήτρια Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα
Τόσοι παλλόμενοι κόσμοι
και γω να σου μιλώ για άστρα,
παραμονές θανάτου και σιωπής
πικρή επίγνωση της νιότης.
Κι όμως δεν νανουρίζονται οι ψυχές
καμιά φορά μονάχα κλείνουνε τα μάτια…
Η φυγή / Ανδρέας Τίφας
Δεν μπορούμε να μείνουμε
Η μεγάλη παραμονή …έχει δυσκολίες
Χρειάζεται να καλύψει αποστάσεις.
Δυστυχώς κάποτε πρέπει να φύγουμε..
Φθάνει η ώρα της αποχώρησης.
*
Αν είναι να πούμε κάτι
τώρα είναι η ώρα να μιλήσομε
Τώρα που ανασαίνουμε ελεύθεροι
από τα πάθη που μας έπνιγαν
στις θάλασσες και τ’ ακρογιάλια
που γυρίζαμε τόσα χρόνια
Αν είναι αν πούμε κάτι
τώρα θα μπορούσαμε να μιλήσομε
πριν φύγομε για τις κορφές
και μας καρφώσει αμίλητους
το φεγγάρι στο Βράχο
Όσοι γλιτώσαμε από τη λαγνεία και το θάνατο
των φεγγαριών και των ανέμων
Θρηνήσαμε Νεκρούς .
Όταν τους συναντάμε καμιά φορά εκεί στις άδειες αμμουδιές
δε μας βλέπουν
Χαμένοι στο χρόνο τους και στη λησμονιά
σα θαλάσσια ξύλα
που οι δίνες του χρόνου
πετούν στις απόκοσμες ακτές των αναμνήσεων
[Ήταν τόσο δύσκολο να νιώσομε
ότι άλλο είναι να πετάς και άλλο να πέφτεις…..]
(τις νύχτες που ονειρεύεσαι ότι πετάς
Σ’εκείνους τους θαλασσινούς γκρεμούς
Που φτιάχνεις από φως του φεγγαριού και ελευθερία
θέλω να το σκεφτείς βαθιά αυτό
ότι άλλο είναι να πετάς και άλλο να πέφτεις..)
Ο θάνατος μας δίδαξε το χρόνο
μας δίδαξε
το ποτάμι των μορφών
με τις απόκοσμες όχθες
και τις ακτές της αβάστακτης ομορφιάς
η ομορφιά μας δίδαξε τη μοναξιά
το τραγούδι των ανέμων στους έρημους τόπους
και το λουλούδι του φεγγαριού
που είναι μαζί το αύριο και το χθες
Ο χρόνος μας δίδαξε τη συμπόνια.
Τι άλλο να αισθανθεί κανείς
για τις Μορφές που φτιάχνονται για να χαθούν
στο ποτάμι των αιώνων
όπως τα πρόσωπα στα σύννεφα
που σπρώχνουν οι άνεμοι
ανακαλύψαμε στους γκρεμούς
τις όχθες του χρόνου
και στα απρόσιτα διαζώματα
τις ακτές
της αιώνιας θάλασσας
Ξαφνικά
αρχίσαμε να ζούμε τη ζωή
σαν να είναι ήδη ανάμνηση
γραμμένη στη μνήμη
αυτών που θα ζουν
αυτών που αγαπάμε
και αυτό είναι μια ελευθερία
και μια πληγή
Αγαπήσαμε την Αλήθεια.
γιατί εμείς δεν είμαστε ποιητές
απλώς κρύβομε σε περίοπτη θέση
σαν το βιολί που ακούγεται στο φαράγγι
τα λόγια που θέλομε να ακούσεις.
Να σαιμκαλά Δημητρη μου...
ΑπάντησηΔιαγραφή