σαν και πρώτα!
1.
Και η Δημητσάνας έχει αρχίσει να αδειάζει σιγά-σιγά. Όλο και περισσότερες πόρτες ενημερώνουν πως «Το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό…», πάντα με έναν φοίνικα ή μια βαρκούλα τυπωμένα στο χαρτί. Η φασαρία από την Αλεξάνδρας μοιάζει πιο μικρή, πιο λίγη. Οι κύριοι με τους ελληνικούς καφέδες και τα ριγέ πουκάμισα κάθονται τώρα στα καφενεία των νησιών τους. Μονάχα εκείνοι, σταθερά κάθε πρωί, πίνουν τον καφέ τους και πασπαλίζουν το πεζοδρόμιο με το σουσάμι από τα κουλούρια τους, πριν την επόμενη βάρδια. Νοσηλεύτριες με πολύχρωμες στολές και νοσοκόμοι με χαρούμενα κροκς.
2.
Η Αθήνα είναι πανέμορφη τον Αύγουστο, ακούει να λένε όλοι. Ησυχία, λίγος κόσμος, γρήγορες μετακινήσεις. Σκέφτεται πως η άσφαλτος θα καίει και τον Αύγουστο, αλλά δεν θα φωτίζεται όπως τα λευκά, κυκλαδίτικα σοκάκια. Τα σκαλιά στις γειτονιές θα δροσίζονται από μπλε γιασεμιά που κολλάνε στα ρούχα, αλλά δεν θα γεμίζουν ποτέ από πεσμένες, φούξια βουκαμβίλιες. Το μπλε του ουρανού θα είναι το ίδιο, αλλά δεν θα συναντά καμία άλλη απόχρωσή του. Ναι, η Αθήνα είναι πανέμορφη τον Αύγουστο, συμφωνεί κάθε φορά.
Η Ευαγγελία Πάσσαρη γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, όπου και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Νεοελληνική Φιλολογία. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Fractal, Φτερά Χήνας, Ποιείν και Χάρτης. Επίσης, έχει συμμετάσχει στον ηλεκτρονικό τόμο Θα μου πεις την ιστορία σου; Ιχνηλατώντας το οικογενειακό παρελθόν (Εκδόσεις του Κέντρου Γραφής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, 2020) και κείμενο της βρίσκεται στον τόμο «Με μια σχεδία» Ανθολογία μικροδιηγήματος (Διαγωνισμός μικροδιηγήματος περιοδικού Σχεδία, 2020).
Τούτες οι μέρες της προσμονής και της προσδοκίας,
μέρες του λογισμού, της αίσθησης και της μαρτυρίας,
να μην είναι κοινές, μονόχρωμες και δασκαλεμένες.
Ο καθένας με τις ανταύγειες και τις σκιές των εμπειριών του,
με τις αποχρώσεις της πρόβλεψης και της επιλογής,
να στέκεται πέρα και μακριά από ευχές και παρακλήσεις,
να ακυρώνει της επανάληψης χορικά και παραστάσεις
και να φυγαδεύει το αύριο αφτιασίδωτο και νιοφερμένο.
Η αναγκαιότητα του καθωσπρεπισμού και της τάξης,
να μην είναι συμβιβασμός, ισοπέδωση και εκεχειρία
ούτε απορίας γνώρισμα, υπόθεση και παρασπονδία
όταν κήνσορες και ταγοί των συγκυριών και της ευκαιρίας
υμνολογούν ρηχά συνθήματα κι αναμασούν συστάσεις,
να έχει συνέχεια η δόκιμη συνοχή, συνέπεια η ομολογία
και να είναι η ιστορία θέσπισμα, δόγμα και λειτουργία
σε μια κοινωνία με αρχές τη διαδοχή και τη συνήθεια.
Το δίκιο και η αρετή του συνταγμένου πλήθους,
δεν είναι η αδέκαστη υπακοή και η ανώνυμη παρουσία
παρά το στίγμα το προσωπικό σε κατάστιχα και ρήτρες
για να είναι ο λόγος πρόταση, άποψη, αντίσταση και ήθος
επώνυμη αναγνώριση, σεβασμός και αλληλουχία,
άρνηση συνοδική ο παραλληλισμός και η ακολουθία
κι οι μέρες που βιώνουμε ξέχωρες στη δημιουργία
μ’ εμπνεύσεις και οράματα στο χρέος και την ανάγκη.
Απλωμένο, αιώνια στοιχειό ριζωμένο,
το σκοτάδι πυκνό στης εκκλησιάς τα κλίτη,
σκεπάζει αγίων μορφές και προσκυνητάρια
και κρύβει κεριά και καντήλια σβησμένα .
Βαριά λαχτάρα η σιωπή στο Ιερό το Βήμα,
παράξενος φόβος η γαλήνη στο τέμπλο
και τρομαγμένη η σκέψη γυρεύει την πόρτα,
τα παραθύρια, να φύγει, μα πού να τα δει.
Τους τοίχους ψηλαφεί μήπως και έξοδο βρει,
αγγίζει σταυρούς και τρομάζει, εικόνες και τρέμει,
μανουάλια σμπρώχνει και στον κρότο πεθαίνει,
πιάνει αναλόγια, στασίδια και βιβλία χοντρά.
Πώς θα μπορέσει απ’ το σκοτάδι να φύγει,
σε ποια άκρη να ακουμπήσει και πού να σταθεί,
και με ποια δέηση, παράκληση και προσευχή
τη λύτρωση να βρει στη σκέψη και την ψυχή;
Κρυφή του ελπίδα ο περαστικός φυσιολάτρης,
παρηγοριά του ο χρόνος και ο αιφνιδιασμός,
στης σύμπτωσης το ευτύχημα να γίνει κοινωνός,
με την αίσθηση της αλήθειας και τη διαφυγή.
Κεριά αναμμένα τα ρωτήματα και οι απορίες,
τα δόγματα, ύπαρξης λύτρα και πίστης τιμαλφή,
από τον άμβωνα η αρχή και η έξοδος στην πόρτα
για τη λύτρωση της γνώσης και την ελεύθερη ζωή.
(2012) | Γυναίκες σε υαλοπωλείο, Gema |
(2012) | Η σιωπή των αμνών, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. |
(2010) | Σάτυρος έρως, Φιλιππότη |
(2009) | Άρωμα μαστίχας, Άγκυρα |
(2007) | Στον κύκλο του φωτός των αναμνήσεων, Εριφύλη |
(2006) | Ο Τρωικός πόλεμος, Άγκυρα |
(2006) | Οι άθλοι του Θησέα, Άγκυρα |
(2006) | Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων, Άγκυρα |
(2005) | Ένας ξένος στην οικογένειά μας, Εκδόσεις Παπαδόπουλος |
(2005) | Τ' αστέρια χαμηλώνουν κάποτε, Εκδόσεις Πατάκη |
(2004) | Ο ύπνος των μεσηβρινών ωρών, Φιλιππότη |
(2004) | Ο ύπνος των μεσημβρινών ωρών, Φιλιππότη |
(2003) | Ένα μοναχικό ποδήλατο στο Χάμερσμιθ, Φιλιππότη |
(2002) | Γυναίκες σε υαλοπωλείο, Φυτράκης Α.Ε. |
(2002) | Ελληνική μυθολογία, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. |
(2002) | Η ερωμένη του Αλί Αμπά, Άγκυρα |
(2001) | Η πολιτεία του νερού, Άγκυρα |
(2000) | Βατραχοποντικοπόλεμος, Περίπλους |
(2000) | Εκεί που τελειώνει ο ουρανός, Περίπλους |
(2000) | Η σκοτεινή αποθήκη, Δόμος |
(1999) | Τραγούδια της γης και του ουρανού, Εκδόσεις Πατάκη |
(1997) | Η ζωή είναι το θαύμα, Φυτράκης Α.Ε. |
(1997) | Τ' αστέρια χαμηλώνουν κάποτε, Εκδόσεις Πατάκη |
(1997) | Το κορίτσι με τις ζωγραφιές, Φυτράκης Α.Ε. |
(1997) | Το κορίτσι που μιλούσε στο φεγγάρι, Φυτράκης Α.Ε. |
(1995) | Ο αναποδιάρης, Σύγχρονη Εποχή |
(1993) | Οι ώρες του ερωδιού, Πλέθρον |
(1989) | Μεσολόγγι, Καλέντης |
(1988) | Ο άλλος κόσμος, Σύγχρονη Εποχή |
Αλάργεψαν κι απόψε της νύχτας οι ώρες,
βουβές κι αξημέρωτες σε όρθρο βαθύ
και η αγρύπνια μας κρυφή ιεροτελεστία
για την ιερή των πόθων μυσταγωγία
που απαλαίνει το καρτέρεμα της αυγής
κι ομορφαίνει το κρυφομίλημα της σιωπής.
‘Ασπρο σταρένιο στο τραπέζι σου ψωμί
και στο δικό μου κόκκινο κρασί,
ν’ αρχίσει η ολονύκτια σπονδή.
Σφαλλώ τα μάτια μου και βλέπω
κλειστές τις πόρτες της καρδιάς σου
και μυστικά εφτασφράγιστα στο νου.
Σου στέλνω το κλειδί με το φεγγάρι
ν’ ανοίξεις το σφάλισμα του νου
και της ψυχής τη γόρδια δέστρα.
Μου στέλνεις γύρισμα κροντήρι μ’ ένα αστέρι,
θεία μεταλαβιά απ’ τα χείλη σου να πιω
και να χαρώ τη θέρμη του κορμιού σου.
Και σαν φτάσουν στο ναό σου οι μύστες,
του ήλιου οι θεοί, του έρωτα του λυτρωτή,
θα κινήσω στη χάρη σου προσκυνητής,
γουλιά -γουλιά το νάμα της αγάπης μου να πιεις,
μπουκιά- μπουκιά απ’ τα χέρια σου να πάρω
ευλογημένο αντίδωρο τον άρτο της ζωής.
γράφει με σεβασμό ο Δημήτριος Γκόγκας
Όλοι στην αυλή τους θα θέλουν να έχουν έναν ποιητή, μια ποιήτρια, κάποιον δικό τους που θα αποτυπώνει σε λίγες γραμμές όλα όσα ονειρεύονται, όσα έχουν μέσα στη ψυχή τους και δεν μπορούν οι ίδιοι. Μόνο ο ποιητής, η ποιήτρια, έχει αυτή την δύναμη, την τεχνική του λόγου. Την τέχνη να υψώνει στον ουρανό το άπτερο πουλί, να ζωγραφίζει στο διάφανο χαρτί, να λειτουργεί με θεϊκή λαλιά.
Κι όμως, ενώ η παρουσία του ποιητή και της ποιήτριας κρίνεται αναγκαία στο διάβα του χρόνου, αυτοί είναι αναγκασμένοι να εργάζονται για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να ζήσουν εαυτούς και οικογένειες και στον ελεύθερο χρόνο τους να ασχολιούνται με την ποίηση. Πολλές φορές μάλιστα δεν έχουν την ευτυχία του ελεύθερου χρόνου ως εργαζόμενοι, οπότε αναμένουν να συνταξιοδοτηθούν προκειμένου να βγάλουν τα εσώψυχα τους και τα μελανά σκοτάδια τους. Που δεν είναι άλλα, παρά η πορεία τους και η βάδιση της πλάσης. Φυσικά δεν θα πρέπει να αμελήσουμε την ύπαρξη ποιητών που έχουν λύσει το βιοποριστικό τους πρόβλημα, οπότε αφήνονται αμέριμνοι στην τέχνη της ποιήσεως.
Το όνειρο κάθε ποιητή/τριας και σκοπός, προφανώς είναι η έκδοση μιας ποιητικής συλλογής ή εφ΄ όσον είναι πολυγραφότατος, η έκδοση πολλών ποιητικών συλλογών. Δεν τον/την προβληματίζει η απουσία αγοράς. Δεν τον/την ενοχλεί σχεδόν καθόλου, έχει συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Τον/την ενδιαφέρει η υστεροφημία. Καλή ή κακή. Δεν είναι μάταιη αυτή η προσπάθεια, όμως το στίγμα του/της πρέπει, επιβάλλεται να μείνει επί της γης.
Στην προσπάθεια της έκδοσης θα πάρει προσφορές από διάφορους εκδοτικούς οίκους, που θα εκμεταλλευτούν ότι καλό και κακό έχει το πνεύμα του, θα του την χρεώσουν ως χρυσόμαλλο δέρας και στα ψιλά γράμματα που κανείς και κει δεν διαβάζει θα αποποιηθεί και τα πνευματικά του δικαιώματα. Αν, ως ποιητής/τρια είναι τρανός/νη και μεγάλος/λη, μπορεί μετά από χρόνια να δει τις ποιητικές του/της συλλογές να πουλιούνται σε υπαίθριους πάγκους ή παλαιό- βιβλιοπωλεία σε εξευτελιστικές τιμές. Σε τέτοια στέκια αγόρασα πριν από χρόνια συλλογές του Ο. Ελύτη και του Κ. Παλαμά έναντι 1νός ευρώ!
Ο ίδιος/ η ίδια βέβαια, θα προσπαθήσει να προωθήσει το πόνημα και θα μεριμνήσει την πραγματοποίηση μιας παρουσίασης. Εκεί θα βρεθούν φίλοι και συγγενείς και ελάχιστοι λάτρεις της ποίησης, ίσως κάποια μέλη μιας Πνευματικής – Πολιτιστικής Κίνησης, θα υπάρξουν εδέσματα, πιθανός μια αοιδός ή ένας τροβαδούρος, αν είναι και κοινωνικά δικτυωμένος μέλη της υψηλής κοινωνίας και εκπρόσωποι των δημοτικών αρχών. (Αν δεν υπάρχει μουσική και φαγητό, άρτος και θεάματα , πώς να επιβιώσεις.) Θα υπογράψει περιχαρής και θα πουλήσει ένα πολύ μικρό ποσοστό των αντιτύπων, ίσα που αγγίζει την αξία του μισού χρηματικού ποσού που ξόδεψε. Τα υπόλοιπα με το χαμόγελο στα χείλη τα μοιράζει από εδώ και από εκεί, προκειμένου να αδειάσει και η αποθήκη στο σπίτι, γιατί χρειάζεται για άλλους λόγους.
Σε μια άλλη τραγική πολλές φορές κατάληξη είναι η συμμετοχή, είτε με συμβολικό ποσό ή όχι σε ποιητικούς διαγωνισμούς που διοργανώνονται από Πολιτιστικούς Ομίλους, Ενώσεις Λογοτεχνών, κτλ . Με το πέρας του διαγωνισμού εκδίδεται ποιητική συλλογή και ο συμμετέχων καλείται να την αγοράσει σε μικρότερη τιμή της αγοράς. Καταβάλλει δηλαδή τέλος για τα δικά του πνευματικά δικαιώματα. Παρ΄ όλα αυτά συνεχίζει διότι η τέχνη θέλει θυσίες και ο πραγματικός ποιητής/τρια δεν πτοείται από αυτές τις ποταπές ανθρώπινες μικρότητες.
Με όλα αυτά δεν θέλω παρά να επισημάνω το αυτονόητο. Ο ποιητής, η ποιήτρια, που γεννιέται με το χάρισμα αυτής της τέχνης και καλείται να το «πελεκήσει» προκειμένου να τον/την οδηγήσει στη θέωση, ή θα εργαστεί σκληρά επί της τέχνης γιατί πρέπει να βάλλει ένα τέλος στους εφιάλτες που τον/την κατατρέχουν, είναι αναγκασμένος από τη ματαιότητα του κόσμου, να αποτυπώνεται επί της γης για να μπορεί να αναπνέει, να ζει, να πεθαίνει και να ανασταίνεται.