Σελίδες

Σάββατο 12 Αυγούστου 2023

Το ποίημα της Ελένης / Χωρεάνθη Ελένη

Ζωγραφώ αισθήματα και συναισθήματα,
ιστορώ στον καμβά την ψυχή μου
με τον ρυθμό που τα βήματά μου ορίζει
κάθε ψηφί του ποιήματος στο ταμπλό του νοήματος.
Είναι το ποίημα που ονειρεύεται,
το ποίημα που δεν τέλειωσε
και δεν θα τελειώσει ίσαμε το όραμα μιας αποκάλυψης,
το όνειρο προ των πυλών του αήττητου, του ακατανόητου,
η νοσταλγία κι ο έρωτας που ξορκίζει τον θάνατο
και λυγμός απροσμέτρητος,
εύοσμη λύπη, ενθυμημάτων εύηχος άνεμος,
οραμάτων ευάγκαλο απάνθισμα.
Κεντώντας με άτμητο φως αναμνήσεις στην πέτρα,
την αιωνιότητα οσφραίνομαι.
Ζωγραφώντας ψηφιά στον καμβά τα όνειρά μου,
Τρελαίνομαι κι αρθρώνω στίχους το αίμα μου,
την ψυχή μου ξοδεύοντας σε δωρήματα.
Άλλοτε φεύγω και τρέχω ξωπίσω από ένα σύννεφο όνειρα,
κυνηγώντας τη γραμμή του ορίζοντα
που χωρίζει το ορατό μέρος του κόσμου από το αόρατο,
να προφτάσω πασχίζοντας
την ώρα που βρέχει ο ουρανός πεφταστέρια.
Είναι ο άνεμος που κουβαλάει στα φτερά του
ένα κομμάτι γλαυκού ουρανού κι έναν κόμπο από δάκρυα
πάνω από την απέραντη θάλασσα του αείρροου
για να κλείσει της λησμονιάς η απόφαση,
σημάδι ευοίωνο
σαν με ζώνουν οι νύχτες των ξαφνικών βροχοπτώσεων
σ’ έναν κόσμο με περιττό αριθμό,
άγριο κι απρόσμενο με αλήτη καιρό,
ένα κουκί άσπρο φως στον εξώστη του χρόνου
που σταλάζει γαλήνη για τον αιώνα τον άλλο του έαρος νόστου.
Είναι το αστείρευτο δάκρυ
που καίει και πονάει σαν «μοιρολόι της φώκιας»,
πουλί δακρυσμένο στα χορικά του Ευριπίδη
που κλαίει και οδύρεται
κρυμμένο στης ρεματιάς τα φυλλώματα,
πυρωμένη ανάσα μου στης ολόξανθης άμμου το γέλασμα.
Όπως ερχόμουν επέστρεφα στον ανθώνα της μνήμης
κουβαλώντας τα τρυφερά καλοκαίρια μιας ζωής
που ξοδεύεται κελαηδώντας ποιήματα σ’ έναν έρωτα απόντα,
χελιδόνι μετέωρο,
χορτασμένο βροχή από όνειρα
να δειπνήσω τη σιωπή του φωτός στην απόδραση,
ψηλαφούσα τον άνεμο στου κενού την απόσταση.
Η βιασύνη της μέρας
σαν κορμί ξεψυχούσε στο τασάκι της νύχτας
κι εγώ σφηνωμένη σ’ αυτήν εδώ την παλάμη του κόσμου,
στην καμπή του καιρού,
επιμένω, τεθλασμένη γραμμή της αβύσσου,
τη σιωπή να επιβαίνω
φυλλομετρώντας την ανάλγητη λήθη στης απουσίας τον χρόνο.
Οδεύοντας στο κενό φορτωμένη ευωδιές από έρωτα πόνο,
μνήμη τυλιγμένη στις ρυτίδες του χρόνου,
επιμένω να κεντώ παραμύθια, επιτάφιους θρήνους,
μυθικούς ήρωες με σπασμένα φτερά
και καράβια πνιγμένα στον καμβά της δικής μου της μοίρας,
στο έρεβος της οφθαλμαπάτης
πρόβαλε η νύχτα στο λευκό της οθόνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου