ΣΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ / Ιωάννης Μασμανίδης
ὡς πηγὴ τροφῆς γιὰ τὶς προνύμφες τῆς λογικῆς
μιὰ σκοτωμένη ἀράχνη
θὰ ἐγκαταλειφθῶ θὰ ἀναλωθῶ τὸ ξέρω
Τωραδὰ
Ἕνα ἐργαστήρι ταρίχευσης βάσιμων ἐλπίδων
ἡ μαγεία ὅσων ζήσαμε ὑποχωρεῑ θὰ χαθεῖ
ἄδειο δίχτυ γιὰ ψώνια ἀνεμίζω
ξεπουλῶ τὰ τῆς ὕλης μισοτιμῆς
κυττάζω μόνο κάτω
ποτὲ μου δὲν περίμενα μὲ πεσμένα φτερὰ ἔτσι
στὸ κοίλωμα τῆς ζωῆς μὲ τὰ βότσαλα
Ποτὲ
ἀποξηραμένο νημάτινο πλέγμα τὶς ἐπιθυμίες μου νὰ ἀναπολῶ
νὰ κυνηγῶ σκοτάδια
ὤ
ὅλα ἀσβεστωμένα φιλήσυχα τὰ γύρω σιωποῦν
ὅλα στὸ μαρασμὸ τῆς καθημερινότητας
ὑποκύπτουν στὸ ἐλάχιστο μισοζοῦν ὅλα
ὅλοι στὴν πρώτη φτυριὰ τῶν ἀπολαύσεων τοῦ τότε ζοῦν
σαπίζουν καὶ δὲν τὸ ξέρουν
ὡστόσο ἀπὸ τὸ τραῦμα παραμικρὸ ἴχνος
δὲ φαίνεται
ἀνάμεσα σὲ στεφάνια καὶ σταυροὺς
ἀπὸ γαρδένιες
μακιγιέρ γιὰ νεκροὺς ὁ χρόνος
φωτιὰ ἤ χῶμα
ἡ ἐρώτησή του βαθὺ ρῆγμα σκαπάνης
Παραεῖναι ἀργὰ γιὰ ὁτιδήποτε τώρα
ἔχω ἀναγείρει ἕνα παρεκκλήσι ἤδη
στὴ θέση τῶν ἐρειπίων μου
δίπλα στὴν ἄδεια πολυθρόνα σου
βουλιάζω ψυχὴ
Στὸ ἐλάχιστο τίποτα τῆς ψυχῆς μου
σκόρπιες ἀνεμῶνες ξεμυτίζουν
ὤ Ἀρσινόη τῶν ὀνείρων μου ἀκριβὴ
σβόλος θαμμένος τρυφερότητας μέσα μου ξέμεινες καὶ μὲ πονᾶς
Μέλλον σύν τίποτα ἴσον
τίποτα
μέλλον
Πως μου ξέφυγαν απ’ τα χέρια τόσα χρόνια
και τώρα τρέχουν αδέσποτα
μέσα στα χιονισμένα τοπία
της Ανταρκτικής γης;
Πως κύλησε
ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μου τόση νιότη,
καθώς ήμουν απορροφημένος
από ανώφελα πειράματα
και νέες ανακαλύψεις
εγκλωβισμού της ζωής;
Το χιόνι τώρα δε μου δανείζει άλλο χρόνο
Μόνο στο παρελθόν
μου επιτρέπει να καλπάζω
σαν άλκη μέσα στο λευκό τοπίο
Έχω χάσει πια τη ζωή μου
μέσα στην ατελείωτη νύχτα
που για λίγο τη διαδέχεται
ένας Ήλιος ασθενής και ανήμπορος
Ήλιος της Ανταρκτικής γης
που έχει φασκιώσει με τα λευκά του σπάργανα
την αξημέρωτη ζωή μου
κι αν βρήκαμε τη λύση, έχουμε πάντα αυτοστιγμής
πρόβλημα εναλλακτικό μένοντας έτσι ...ευτυχείς
ο ένας η Ακρόπολη κι ο άλλος ο Καιάδας,
μα ανάξιοι σταθήκαμε μαζί με τους βατράχους
στο ύψος και στο βάθος τους αιώνιας Ελλάδας.
γιατί ο πολιτισμός του βασικά είναι ελληνικός αρχαίος
κι ας μην το παραδέχεται, ενώ ο Έλλην υστερεί
γιατί ο δικός του ο πολιτισμός λέει έχει βάση ευρωπαϊκή,
και έτσι καμαρώνει που βρήκε απέραντη τιμή.
τρεις ανά δέντρο οι εμπρηστές εδώ.gr βραδιάτικο
στα εκατό τους κάψανε, δεν είναι υπερβολή.
που όσο πάει αυτοί οι δυό μ' ένα κεφάλι αγύριστο
την μεταξύ τους διαφορά πάνε να εξαφανίσουν,
κόπο δεν έχουνε σ' αυτό γρήγορα συνηθίσουν.
θάναι η στιγμή που όλοι εδώ θάχουμε αποδημήσει.
χορεύουνε στα ηλιοδρόμιά τους.
οι μύθοι τους
και πάνω σε γαλάζιους θόλους
στέκονται οι αρχηγοί τους,
τους αστερισμούς.
και στους ναούς γάλα και μέλι
κι η Αρτέμιδα
στα καλντερίμια,
στον ουρανό.
εμπόδια κι αριθμούς.
πετούν στις πλατείες
με φως ραντίζουν ήρωες κι αθάνατους.
στους αγραυλούντες,
και τα κρεβάτια του πόθου.
και οι θαυματοποιοί
να παγώσουνε τον Ήλιο.
χαρωποί ξεπροβάλλουν,
ημιθέων,
εικόνες του Θεού ευλογούν:
στην θάλασσα και το φεγγάρι,
παραθύρια και αυλές,
χρυσάφι φυτρώνει και σμαράγδια,
(παλαιών)
προθέσεις των νυμφώνων.
γυροφέρνει στα σοκάκια,
στους τοίχους
των κοιμητηριών,
από προσήλωση
στο πάθος.
για τις ασημένιες λίμνες
και οι λιτανείες των παιδιών
σταματούν,
για τις φρυκτωρίες.
στα πορνεία
λευκά τ’ αφήσανε,
στις κρυστάλλινες αυλές
ερωτιδείς,
και αλλόκοτες μελωδίες
αρχίζουνε,
που χρυσίζουνε
κάτω από αγάλματα
σαμάνοι κι αλχημιστές
φαρμάκια παρασκευάζουν,
με σκοτεινούς αγγέλους
αγκαλιά
που την αρμονία
έργο συγγραφικό,
στους πίνακες (της οικουμένης),
τους (τελικά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου