Διατρέχοντας την πόλη
που κοιμάται σε μια χούφτα
λυχναριού με το χλωμό του φως
μες από τα αόρατα κάγκελα
της απέραντης φυλακής μας
μπορεί να υπήρξαν
και καλύτερες εποχές
αλλά αυτή είναι η δική μας.
Να γιατί ο χρόνος ανοίγει διάπλατα
τα διοράματα του και αγκαλιάζεται
με εναέρια πουλιά,
με των ματιών τους γιομάτους
πανσέδες,
ω έρωτα μην τους προσπερνάς
να ζήσουν επιτέλους στη φλύαρη
γυμνότητα τους.
Την ηδονή της μέθης στη νύχτα
κι αν φτάσουν στης σιγής το κενό
να ζήσουν το πέταγμα το λίγο
των γλάρων, για έναν αρμονικό
θάνατο των ευωδιών αιθέρων
να τους φλογίσει το δέος
σε κρύο δωμάτιο.
Στη μοναξιά και στη σιωπή
να τους καρτερούν αστέρια
σε μια στιγμή μελλούμενη,
να κοιτούν τον αγριεμένο
τ΄ουρανού θόλο στο γύρο
των ωρών την ελπίδα
την μάταιη, γιατί τα πάντα
είναι ένα τέχνασμα, γι΄αυτό
γελά το φως μέχρι δακρύων.
Γρηγορία Πελεκούδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου