Κατηγοροῦνται οἱ ποιητὲς
ὅτι γράφουν
σὲ δωμάτια κλειστά.
Ὅμως ἀρχίζουν τοὺς τοίχους
ἀπ’ τὰ παράθυρα,
τοῦ τραπεζιοῦ τὸ μαστόρεμα
ἀπ’ τὸ γλυκὸ νεραντζάκι,
λιώνουν τὶς πόρτες σιγὰ σιγὰ
καὶ φωτίζονται,
μπαίνει μέσα λειτουργικὰ
ὁ δομήτορας κῆπος.
Κατηγοροῦνται οἱ ποιητὲς
ὅτι γράφουν
σὲ δωμάτια κλειστά.
Ὅμως ἀρχίζουν τοὺς τοίχους
ἀπ’ τὰ παράθυρα,
τοῦ τραπεζιοῦ τὸ μαστόρεμα
ἀπ’ τὸ γλυκὸ νεραντζάκι,
λιώνουν τὶς πόρτες σιγὰ σιγὰ
καὶ φωτίζονται,
μπαίνει μέσα λειτουργικὰ
ὁ δομήτορας κῆπος.
Το γνωρίζω αγαπητέ φίλε πως μοιάζω με σπιτικό
κατάκλειστο κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού.
Φήμες τοξικών εκπαιδεύσεων μ’ έχουν αλώσει.
Υποψίες δολιοφθοράς σχίζουν τα πρόσωπα
της νύχτας μου.
Κάτω απ’ τα πόδια νοιώθω αστραπιαίο ένα έδαφος
κι εγώ συνθλίβομαι στην ακινησία. Αν τολμούσα
ν’ ακονίσω το κέρατο, την ουρά να εξοπλίσω,
αλλά κατασβήνομαι στην αναπόφευκτη
εξέλιξη.
Με συγκρατεί και η πρόσοδος των επιχώσεων.
Ναι αυτό το σημείο της προόδου επιβάλλεται
προσώρας, όπου των οριζόντων το ουσιώδες
ανάμεσα ασφυκτιά.
Τέλειωσε ο έρανος· άρχισε το πακετάρισμα ρούχων και τροφίμων
προορισμός ήταν μια πλατεία αστέγων
η βιόλα φιλόλογος έδωσε το σύνθημα:
«παιδάκια, παρόντες όλοι;»
οι Σαμαρίτες:
«παρόν… είμαστε»
πίτες, μακαρόνια, ψωμί, ρύζι, πατάτες, μπισκότα
το φαγητό του κόσμου είναι το άμυλο.
σκορπούν της νύφης άνθη στο παρτέρι,
που του Φλεβάρη τίναξε το χέρι
με του σκληρού βοριά τη συμβολή!
Κι η νύφη στωική και σιωπηλή,
μετά κάθε ριπή από τ’ αγέρι,
ακούει πως το έαρ τη συγχαίρει,
που τ’ άνθη της αρκούν για μιζανπλί!
Το στήθος της γεμίζει περηφάνια
κι αμύνεται σε πείσμα των καιρών,
τώρα με περισσότερη ζωντάνια,
την Άνοιξη να φέρει στο παρόν
κι όσο μαζί της ερωτοτροπεί,
έγιναν τα λουλούδια της καρποί!
(2011) | Ποιήματα 1964-2010, Γαβριηλίδης |
(2009) | Οι συμμορίτες, Γαβριηλίδης |
(2007) | Η θλίψη του απογεύματος, Μεταίχμιο |
(2006) | Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου (1792-1869), Μεταίχμιο |
Κυπρίδα κόρη, Αφρογενή
Όταν ο ήλιος γείρει
Και πριν το φεγγάρι ανατείλει
Βγαίνει η Νεραΐδα του δειλινού
Τα ολόχρυσα μαλλιά της λαμποκοπούν
Ήλιος γίνονται και φεγγάρι
Της νύκτας σταματούν το σκοτάδι
Στα γαλανά της μάτια
Τις νύκτες κοιμάται ο ουρανός
Απ’ τα φιλήδονα χείλη της
Μια ανάσα δροσιάς
Γίνεται καλησπέρα
Διαβαίνει το γεφύρι και χάνεται
Πριν το φεγγάρι ανατείλει
Η λάμψη της κρύβεται στο όνειρο
Γλυκιά γίνεται προσμονή
Του άλλου δειλινού
Καρούζος μέχρι το τελευταίο μυστικό
χαμόμηλο στης όρασης το θάμπος
μια χούφτα χώμα φυλαχτό
μια μοναξιά σημαία
καθρέφτη μου φεγγάρι πρωινό
από το κρύσταλλο σου έφτιαξα αυλό
και είναι δωρεάν για όλους η ομορφιά
και ο έρωτας εντρύφημα
ρεμάτων και χειμάρρων
φεγγάρι που τη νύχτα πίνεις
και είναι το παν μαζί σου να μιλώ
πέλαγος ο κόμπος στο λαιμό
κύμα βουνό το λίγο σου
το κάτι σου το όλον
πατρίδα
λατρεμένη των γκρεμών
και αυλή ασβεστωμένη
φεγγοβολά στους τοίχους σου
μες στο λουλάκι η λέξη χαρμολύπη
που απ’ τα σπλάχνα σου γεννήθηκε
για να γεννιέσαι εσύ
από τα ηλεκτρικά της τρίσβαθα της
κάθε μέρα
Καρούζος
σε κάθε δάκρυ σου γλυκό
που είναι
το κάθε πικρό μου γέλιο
το φιλί μας
Αχ Κλειτορία
ένα δέλτα σου λείπει
για την ηδονή.
Το Ωχ θα φύγει
Ο πόνος σου θα μείνει
Μάταιη κραυγή.
Ανέβηκα ψηλά στο καταράχι,
στη βίγλα του βουνού κι από το γείσο
της κορυφής τον κόσμο να βιγλίσω,
με τη ματιά μου απ’ την αετοράχη!
Τριγύρω μου πετούν αετομάχοι,
τα βλέμματά μου ρίχνω μπρος και πίσω,
του ορίζοντα τα βάθη να τρυπήσω,
να μάθω μυστικά όσα και να ’χει!
Κάθε ματιά μου τρέχει να θαυμάσει
τ’ απέναντι βουνά και τ’ άλλα δάση,
τον ποταμό στα πόδια των ορέων,
τ’ ανάγλυφο της γης, όπου για φόντο,
το χέρι του θεού γαλάζιο πόντο
έβαλε σ’ ένα πίνακα ωραίον!
Είμαι ον πολιτικό...
Έχω άποψη που δεν ακούγεται
σκέψη που δε θα βρει ποτέ εφαρμογή
έκφραση που οι άνεμοι θα πάρουν τον αχό της
νομίζω στα κοινά πως συμμετέχω
νομίζω πως καθορίζω τη συνέχεια
κι ας είμαι μία συνεχόμενη ανέχεια
πολεμιστής είμαι του καθ’ ημέραν δικαίου
υβρίδιο πολιτικοκήπιου σπουδαίου.
Ανά τεραετία κυβερνίζομαι
ανά τετραετία δημαρχίζομαι
καθημερινά τηλεοπτικίζομαι
και εν παντί μετά του εψηφισμένου πλήθους …..ιζομαι
στων νόμιμων ψυχοπαθών τις εκρεμούσες τις ορέξεις.
Λέξεις χρησιμοποιώ όπως διάλογος μονόλογος ευνομία
αρχές υπόλογος θρονισμός νομογαμία
υπούργημα αντιπολίτευση αντιλογία
με το αζημίωτο Βοηδημιώνας μομφή και ευλογία
στο καθ’ ημέραν συνήθως στην τσέπη δίχως μία
κι ένα κρανίο στη νήα των λογαριασμών γεμάτο τρικυμία.
Είμαι ον πολιτικό…
Το δικαίωμα να υποτάσσεσαι είναι αναγκαστικό
υπερασπίσου τη δημοκρατία και πες:
Έχω δικαίωμα κυρίαρχος να μην είμαι
ευλογημένοι να’ ναι οι ολιγάρχες
που με αξίωσαν σε μια τέτοια και υπέρτατη τιμή.
Ευλογημένοι οι όποιοι καιροσκόποι αεριτζήδες
με των μπαρμπάδων πατεράδων την πυγμή.
Ευλογημένοι όσοι κράτη ιδέες και αξίες ιδιόκτητες συντηρούν
γιατί παρόλες τις προσπάθειες που κάνουν
να τα διαλύσουν δεν μπορούν.
Αθάνατος να’ ναι και ο Μήτσος ο φορτηγατζής
ο Νίκος ο κουρέας ο Θωμάς ο ταξιτζής
οι ιεροί οι ανίεροι οι καλπομύστες προπαγανδιστές οι ψηφοφόροι
ευλογημένοι και για τη φτωχολογιά
των πλούσιων αδικημένων
οι νέοι φόροι
με τας ευχάς των αρχουσών εν πολιτεία πνεύματι τας τάξεις
ευλογημένες και της διπλής της πείνας οι συντάξεις.
Είμαι ον πολιτικό…
Β.Α.
[β΄]
Πέρασε τὸ καράβι τοῦ θανάτου.
Απ’ του γκρεμού το φρύδι ο ποταμός
πηδάει στο κενό, την κοίτη αλλάζει,
βογκάει και παφλάζει και κοχλάζει
και στήνει αυτί κι ακούει ο δρυμός!
Από την πτώση εκλύεται υδρατμός,
πάχνη λευκή τον ουρανό σκεπάζει,
που μοιάζει προσευχή προς το περβάζι
του Θείου Θρόνου και χαιρετισμός!
Γύρω στον καταρράχτη το τοπίο,
φοράει μία βλάστηση οργιώδη,
είναι χαρά Θεού με τα ευώδη
πολύχρωμα φυτά και το οποίο,
κάνει ν’ αναγαλλιάζουν οι ψυχές
με του νερού τις αντιπαροχές!
Στην Καλημέρα τον θάνατο με τον χορό ξορκίζουν
Κάθε στροφή και μαχαιριά στου θάνατου την πλάτη
Στης ταραντέλας τον ρυθμό ο θάνατος απάτη
Για μια στιγμή ο άνθρωπος αφέντης του δυνάστη
Κάθε φορά που γίνομαι μικρός και φοβισμένος
Χίλιες φορές θα σ’ αγαπώ σαν Γκρίκο ορκισμένος
Κι ένα θα σκέφτομαι θαρρείς στου Σιληνού την πόρτα
Της Αρέθουσας τον χορό και της χαράς τη νότα
Και σαν Σπαρτιάτισσα που έκανες τα νόθα
Στου Τάραντα τη γη εγώ τα στέλνω πρώτα
Να εκπληρώσουν τον χρησμό
Να δοξαστούν πεθαίνοντας στα στήθια του Ευρώτα
ποιήματα, αποτυπώματα
λες και πρέπει
όσα πιο πολλά μπορούμε
τα αφήνουμε όσο πιο έντονα
να τα βρουν κάποιοι
κάποιοι να τα ακολουθήσουν
να υπάρξουμε
να επιβεβαιώσουμε το θάνατο μας.
Εκ του πλησίον
μιας ύστερης άνοιξης
με λουλούδια απτόητα
και περισσές καταιγίδες
δίχως με ανθρώπους
να αλυχτάν
δίχως στεναγμό και φόβους
εκ του πλησίον
μιας θάλασσας αλάθητης
καθαρής καιρικής συνθήκης
με ηλιοφάνειες πρωτόγνωρες
το ψυχρό μου μέσα να ζεστάνουν
και πόλεμο δεν έχει άλλον πια
το δέχτηκα
μονά ζυγά
πάντα όλα δικά σου
εκ του πλησίον
της άλλης μου πλευράς
να δω
αν όλα τα καράβια πήγαν πρίμα
εκ του πλησίον λοιπόν
γιατί τα χρόνια φύγανε
γιατί ξέρω πια
γιατί έμαθα πια
τις ήττες μου ν’ αντέχω.